30/6/08

ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30/06/2008

Οι πρόσφατες τελετές «πολιτικού γάμου» στο Δημαρχείο της Τήλου προκάλεσαν έντονη δημόσια συζήτηση. Το βασικό επιχείρημα υπέρ του κύρους αυτών των τελετών είναι ότι οι σχετικές διατάξεις του Νόμου 1250/1982 κάνουν λόγο γενικά για τα «πρόσωπα» των μελλονύμφων, χωρίς να απαιτούν ρητά αυτοί να ανήκουν σε αντίθετα φύλα. Το επιχείρημα, όμως, αυτό είναι έωλο, επειδή η παραπάνω απαίτηση προκύπτει από την ίδια την έννοια του γάμου. Ο όρος «γάμος» δεν είναι κενός περιεχομένου, ώστε να μπορεί ο κάθε δήμαρχος να τον (παρ)ερμηνεύσει κατά βούληση. Κατά την ίδια λογική του παραλόγου θα μπορούσε να τελεστεί «γάμος» μεταξύ ενός σωματείου (!) και μιας γυναίκας, αφού το σωματείο είναι νομικό πρόσωπο και η προαναφερόμενη νομοθεσία κάνει λόγο γενικά για πρόσωπα και όχι περιοριστικά για φυσικά πρόσωπα. Τέτοιοι γάμοι είναι νομικά ανυπόστατοι. Στην ελληνική έννομη τάξη ως γάμος (είτε πολιτικός είτε θρησκευτικός) νοείται μια κατ αρχήν μόνιμη συμβίωση προσώπων αντιθέτου φύλου, χαρακτηριζόμενη από την ελεύθερη σύναψη, τη νομική αναγνώριση και ρύθμιση και την ισονομία των συζύγων. Με αυτήν την έννοια προστατεύεται ο γάμος και από το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο νομοθέτης δεν μπορεί να καταργήσει τον γάμο, ούτε να μεταβάλει αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του.
Από τη συνταγματική προστασία του γάμου, πάντως, δεν μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής απαγόρευση κάθε νομοθετικής ρύθμισης ελεύθερων ενώσεων ή ακόμη και κάποιας μορφής νομικού δεσμού μεταξύ συμβιούντων ομοφυλοφίλων. Ο νομοθέτης είναι κατ αρχήν ελεύθερος να θεσπίσει ή να μη θεσπίσει διατάξεις σχετικές με παρόμοιες μορφές συμβίωσης, αφού αυτές ούτε προστατεύονται ούτε απαγορεύονται από το άρθρο 21 παρ. 1 Συντ. Προστατεύεται, βέβαια, τόσο από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ελευθερία ανάπτυξης και προσωπικότητας), όσο και από το άρθρο 8 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (σεβασμός του ιδιωτικού βίου) η σεξουαλική ελευθερία. Συνεπώς ο νομοθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει ούτε να απειλήσει οποιασδήποτε μορφής κυρώσεις για σεξουαλικές δραστηριότητες που τελούνται ιδιωτικά μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, έστω και αν αυτές οι δραστηριότητες αποκλίνουν από τα κοινά παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα. Τούτο, όμως, δεν συνεπάγεται και δικαίωμα νομικής τυποποίησης παρόμοιων σχέσεων. Σημειωτέον ότι η αρχή της ισότητας των φύλων στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος αφορά, όπως γίνεται σαφές τόσο από τη γραμματική διατύπωσή της όσο και από το ιστορικό της θέσπισής της, την ισότητα ανδρών και γυναικών και ότι συνεπώς δεν μπορούν να βρουν έρεισμα σε αυτήν δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.Γενικότερα η τυχόν θέσπιση κάποιας μορφής ένωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων συνιστά ουσιώδη μεταβολή στην ισχύουσα ρύθμιση των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων. Αρμόδιος για κάτι τέτοιο είναι μόνον ο νομιμοποιημένος, από το σύνολο του εκλογικού σώματος, νομοθέτης (Βουλή) και όχι ο κάθε δημοτικός άρχοντας, που επιχειρεί, μέσω της παρερμηνείας των διατάξεων περί πολιτικού γάμου, να υφαρπάξει ουσιαστικά νομοθετική αρμοδιότητα.

29/6/08

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18/6/2008

Η προσωπική απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να ζητήσει το ΠΑΣΟΚ δημοψήφισμα για την έγκριση από το εκλογικό σώμα της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισαβόνας δημιούργησε ένα πρόβλημα πολιτικής αξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ. Και αυτό επεσήμανε, με τη δημόσια διαφωνία του, ο Κώστας Σημίτης.
Από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ ψήφισε στη Βουλή υπέρ της νέας Συνθήκης, τι νόημα έχει να καλέσει τον ελληνικό λαό να εγκρίνει πανηγυρικά... την κοινοβουλευτική σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας στην κύρωση της Συνθήκης; Αλλωστε, όπως δείχνει η γαλλική και η ολλανδική εμπειρία, στην περίπτωση διεξαγωγής ενός τέτοιου δημοψηφίσματος είναι πολύ πιθανόν η λαϊκή θέληση να εκφραστεί σε ένα άλλο επίπεδο, σε σχέση με το αντικείμενο του δημοψηφίσματος. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η διεξαγωγή «κυρωτικού» δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη της Λισαβόνας θα ήταν μια πολύ ωραία ευκαιρία για να εκφραστεί η διάχυτη δυσθυμία απέναντι στον δικομματισμό. Αυτό δεν θα ήταν ίσως κακό, αλλά δεν φαίνεται ιδιαίτερα ορθολογικό να επιδιώκει κάτι τέτοιο το ΠΑΣΟΚ.
Περαιτέρω, είναι αμφίβολο κατά τη γνώμη μου αν υπάρχει συνταγματική βάση για τη διεξαγωγή ενός τέτοιου δημοψηφίσματος. Η συμμετοχή της Ελλάδας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί ασφαλώς το κατ εξοχήν «κρίσιμο εθνικό θέμα» για το οποίο μπορεί να προκηρυχθεί δημοψήφισμα, μόνον όμως ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών (άρθρο 44, παρ. 2, εδάφιο α Συντ.). Επειδή καμία τέτοια πρόθεση δεν έχει η Νέα Δημοκρατία, η μόνη δυνατότητα που απομένει είναι να θεωρηθεί το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ως «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» και να ζητηθεί η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έγκριση ή την απόρριψη του ψηφισθέντος από τη Βουλή νομοσχεδίου, με το οποίο κυρώθηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 44, παρ. 2, εδάφιο β Συντ.).
Να θυμίσουμε, όμως, εδώ ότι στις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 44 ως παραδείγματα «σοβαρών κοινωνικών ζητημάτων» αναφέρθηκαν ο πολιτικός γάμος, η άμβλωση, η αποποινικοποίηση της μοιχείας. Σε αυτά θα μπορούσε να προστεθεί σήμερα και ο γάμος προσώπων του ίδιου φύλου. Η αρχική πρόθεση των συντακτών του άρθρου 44, παρ. 2, εδάφιου β Συντάγματος δεν ήταν πάντως να συμπεριλάβουν στα «σοβαρά κοινωνικά ζητήματα» και το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αυτό είναι ένα πολύ πιο σοβαρό ζήτημα, είναι πράγματι ένα «κρίσιμο εθνικό θέμα» υπό την έννοια του άρθρου 44, παρ. 2, εδάφιου α Συντ.
Οι προηγούμενες πολιτικές και συνταγματικές ενστάσεις για την απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να ζητήσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη της Λισαβόνας επιδέχονται βέβαια και αυτές με τη σειρά τους πολιτικό και συνταγματικό αντίλογο. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι ένας τέτοιος ενδοκομματικός διάλογος, στον οποίο η διαφορετική αντίληψη από εκείνη του Γιώργου Παπανδρέου θα μπορεί να εκφραστεί δημόσια, ακόμη και με γνώμη ή και ψήφο μέσα στη Βουλή, δεν είναι πλέον δυνατός στο ΠΑΣΟΚ. Και, όμως, η μόνη δυνατότητα του Γιώργου Παπανδρέου να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα του ΠΑΣΟΚ θα ήταν να αποδεχτεί την ελευθερία της κριτικής και της διαφωνίας μέσα στο ΠΑΣΟΚ.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17/06/2008

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι «εκτός μόδας». Τη θυμόμαστε συνήθως όταν κάποιος επίτροπος απειλεί με κυρώσεις ή παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ή όταν έρχεται η ώρα των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Όμως και η Ευρώπη μάλλον προσεγγίζει τους πολίτες της ως «οικονομικές μονάδες», που κυκλοφορούν, εργάζονται και καταναλώνουν ελεύθερα, αλλά κατ ουσίαν στερούνται πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για το λεγόμενο δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την περιορισμένη δημοκρατική συμμετοχή στη λήψη των κοινοτικών αποφάσεων, την πολυδαίδαλη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, την απουσία νομικά δεσμευτικών κοινωνικών εγγυήσεων σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών.
Διαπιστώνεται λοιπόν μία αμοιβαία αδιαφορία. Κλασικό παράδειγμα η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβόνας, που υπογράφηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα, αλλά πέρασε μάλλον απαρατήρητη στον δημόσιο διάλογο. Ελάχιστοι ενδιαφέρθηκαν πραγματικά για το περιεχόμενο της νέας Συνθήκης. Και όμως, αργά αλλά σταθερά, ολοένα περισσότερες κυριαρχικές αρμοδιότητες των εθνικών κρατών μεταφέρονται στα άδυτα των κοινοτικών οργάνων. Ολοένα μεγαλύτερο μέρος της νομοθεσίας αποφασίζεται εκτός εθνικών Κοινοβουλίων. Ήδη η πλειονότητα του ισχύοντος δικαίου παράγεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και απλώς ενσωματώνεται στην ελληνική έννομη τάξη. Όμως, λες και υπάρχει μία συνωμοσία σιωπής, η ελληνική κοινωνία, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές, ελάχιστα ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ερήμην των ευρωπαϊκών λαών και χωρίς εμπνευσμένη ηγεσία η Ευρώπη κινδυνεύει να παραμείνει ένα πολιτικά πολυδιασπασμένο, αλλά πολιτιστικά ομογενοποιούμενο «φρούριο», χάνοντας το κοινωνικό της πρόσωπο, όλες εκείνες τις κοινωνικές εγγυήσεις που τη διαφοροποιούν από το αμερικανικό μοντέλο του άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα συρρικνώνονται σταδιακά θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, διαβρώνονται βασικές ελευθερίες, αποψιλώνονται κατακτήσεις για τις οποίες οι λαοί και οι εργαζόμενοι αγωνίστηκαν πολλές δεκαετίες. Πρωτίστως απουσιάζει η ουσιαστική δημοκρατική συμμετοχή κατά τη διαμόρφωση των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων για το μέλλον της Ευρώπης και των λαών της. Την ίδια στιγμή η Ευρώπη είναι απούσα ως αυτόνομος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα και σύρεται άφωνη πίσω από τις εκάστοτε επιλογές των ΗΠΑ σε ζητήματα εξωτερικής - αμυντικής πολιτικής.
Μήπως η απότομη διεύρυνση από τα 15 στα 27 κράτη-μέλη αποτέλεσε την ταφόπλακα της ιδέας μιας ισχυρής πολιτικής Ευρώπης; Πώς θα μπορούσε να εκδημοκρατιστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν σήμερα να γίνεται λόγος για έναν ευρωπαϊκό δήμο, για κοινές αξίες, για μία ενιαία ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών; Πώς θα ενισχυθεί η δημοκρατία και θα προστατευθούν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα όταν οι πολίτες δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει τις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται; Πότε θα γίνει αντιληπτό ότι πολύ σύντομα οι διαδηλώσεις έξω από τα υπουργεία Οικονομίας ή Αγροτικής Ανάπτυξης ίσως να έχουν ελάχιστη σημασία, αφού οι αποφάσεις θα λαμβάνονται αλλού; Το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι προκαθορισμένο και προαποφασισμένο, τουλάχιστον όπως σήμερα έχουν ακόμη τα πράγματα. Μία Ευρώπη δημοκρατική και κοινωνική δεν πρόκειται όμως να συγκροτηθεί εάν δεν αποφασίσουν οι πολίτες να συμμετάσχουν και να συγκαθορίσουν με τη στάση, ή με την αντίστασή τους, την ευρωπαϊκή φυσιογνωμία.

ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ: ΔΙΑΔΗΛΩΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΙ
Γεώργιος Κατρούγκαλος
Το Βήμα, 08/06/2008

Οι φερόμενοι ως δράστες του κυκλώματος παιδικής πορνογραφίας είναι οικογενειάρχες σαν εμάς: ένας ψυχίατρος δημόσιου νοσοκομείου, ο οποίος απολογήθηκε ότι μελετούσε τα αρχεία της πορνογραφίας για επιστημονικούς σκοπούς, ένας καθηγητής του σχολείου, έως και ένας βοσκός με το λαπτοπ μέσα στα πρόβατα, σαν από παλιό αστείο του Χάρυ Κλυν. Ένας από τους ορισμούς της φρίκης, του αποτρόπαιου, είναι ακριβώς η απρόσμενη εμφάνιση κάτι οικείου σε ένα ανοίκειο περιβάλλον. Κεραυνοβολημένη ούρλιαζε η σύζυγος ενός από αυτούς: «Δεν ντρέπεσαι, έχεις και εσύ μικρά παιδιά...».
Η δημοσιοποίηση των ονομάτων αντλεί τη δύναμη της ακριβώς από αυτήν την αίσθηση της φρίκης: Η φωλιά του τέρατος είναι η διπλανή πόρτα. Κι αν συμβεί στο δικό μου παιδί; Θυμίζω ότι, κατά τους δημοσκόπους, ο πατέρας Μπους εξουδετέρωσε τον Δουκάκη στο μεταξύ τους «ντιμπέιτ» ρωτώντας τον εάν θα επέμενε να είναι ενάντια στην ποινή του θανάτου και για εκείνον που θα βίαζε και θα σκότωνε τις κόρες του. Δεν πρόκειται για επιχείρημα, αλλά για εκμετάλλευση του κοινού θυμικού όλων μας. Ποιος, πάνω από το ανθρώπινο, θα συγχωρούσε τον βιαστή και το φονιά του παιδιού του; Για το λόγο αυτό, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια δημοσκόπηση θα έδειχνε ότι η συντριπτική πλειονότητα είναι υπέρ της δημοσίευσης των ονομάτων των παιδόφιλων.
Το θέμα δεν είναι απλό. Ο σωφρονισμός και η επανένταξη δεν φαίνεται να είναι εύκολοι για ανθρώπους με σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές/διαστροφές, όπως οι σεξουαλικοί εγκληματίες. Γι’αυτό, άλλες έννομες τάξεις, όπως η αμερικανική, προβλέπουν τον επ’αόριστο εγκλεισμό τους, μετά την έκτιση της ποινής, υπό αναγκαστική ψυχιατρική παρακολούθηση, συχνά για πολλές δεκαετίες. Για πολλούς η ελευθερία δεν έρχεται ποτέ. (Ο πιο ηλικιωμένος από αυτούς, 103 σήμερα ετών, δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τις ψυχιατρικές συνεδρίες λόγω προβλημάτων μνήμης και ακοής…) Στη Βιρτζίνια το πολιτειακό κοινοβούλιο συζήτησε πρόταση για εθελοντικό ευνουχισμό ως εναλλακτική λύση στην ατέλειωτη κράτηση, όταν ένας από τους εγκλείστους αυτοακρωτηριάστηκε για να «εκβιάσει» την απελευθέρωσή του.
Ο νέος νόμος περιλαμβάνει και αυτός παρόμοια πρόβλεψη για «ψυχογενετήσια θεραπεία». Η κεντρική του, όμως, «καινοτομία» είναι η επίσημη διαπόμπευση των κατηγορουμένων. Είναι αναγκαία η καταδίκη στο δημόσιο λυντσάρισμα των ταμπλόιντ πριν από την ετυμηγορία του φυσικού δικαστή; Και μήπως θα πρέπει μετά να υποδεχθούμε, ως αποτελεσματικότερο μέσο, τον εθελοντικό (ή γιατί όχι, και τον αναγκαστικό) ευνουχισμό των «τεράτων της διπλανής πόρτας»; Κατά το νόμο, «η δημοσιοποίηση αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων".
Φαίνεται παράδοξο, αλλά αυτός που ενισχύεται, τελικά, δεν είναι η κοινωνία αλλά η κρατική εξουσία. Να γιατί: Από το διαφωτισμό και εδώ, ο νομικός μας πολιτισμός διαμορφώθηκε από τη θέσπιση φραγμών στην εξουσία των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, είτε πρόκειται για δικαστικές εγγυήσεις, όπως το τεκμήριο αθωότητας και η μυστικότητα της ποινικής προδικασίας, είτε για εγγυήσεις ασφάλειας του προσώπου, όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων, της αυθαίρετης κράτησης και κάθε συμπεριφοράς αντίθετης στην ανθρώπινη αξία, ακόμη και για «καλό σκοπό». Διατάξεις όπως αυτή που συζητάμε, αναστρέφουν αυτήν την πορεία, πίσω προς το Μεσαίωνα. Οι υποτιθέμενες καλές προθέσεις για προστασία της κοινωνίας στρώνουν τον δρόμο για το Γκουντανάμο. Και αν αυτό σας φαίνεται υπερβολή, είναι γιατί δεν ξέρετε ότι ο ίδιος περιβόητος νόμος είναι που, αντισυνταγματικά και αντίθετα στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, επέβαλε την καθολική παρακολούθηση του δημόσιου χώρου των συγκεντρώσεων και των διαδηλωτών, μέσω των καμερών του αμαρτωλού συστήματος C4I. Θα πρέπει να το περιμέναμε: όταν οι εγγυήσεις του Συντάγματος αναιρούνται για τους “ugly citizens” και οι υπόλοιποι δεν αντιδρούμε, αναπόφευκτα θα έρθει και η σειρά μας.
ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΣΥΛΙΕΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4/6/2008

Η αγωγή του επιχειρηματία Ανδρέα Βγενόπουλου κατά του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Παπανδρέου, επανέφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα των βουλευτικών ασυλιών.
Οπως είναι γνωστό, το ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει τόσο το «ανεύθυνο» του βουλευτή, δηλαδή την απαλλαγή του από οποιαδήποτε νομική ευθύνη για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων, με εξαίρεση την περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης, για την οποία επιτρέπεται ποινική δίωξη, αλλά μόνο ύστερα από άδεια της Βουλής, όσο και το «ακαταδίωκτο» του βουλευτή, που σημαίνει ότι ποινική δίωξη, σύλληψη και φυλάκιση του βουλευτή για οποιοδήποτε έγκλημα δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο ύστερα από άδεια της Βουλής, εκτός εάν πρόκειται για αυτόφωρο κακούργημα.
Σε μια περίοδο όπου είναι εμφανής η δυσθυμία της κοινής γνώμης για τα κόμματα και την «πολιτική τάξη», οι βουλευτικές ασυλίες δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι βουλευτικές ασυλίες ήταν αυτές που γέννησαν τον κοινοβουλευτισμό και ειδικότερα στην Ευρώπη το κοινοβουλευτικό σύστημα. Μάλιστα, το «ανεύθυνο» του βουλευτή υπήρξε το αφετηριακό σημείο για την κατοχύρωση της ελευθερίας του λόγου όλων των πολιτών.
Πάντως, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο «ανεύθυνο» και το «ακαταδίωκτο». Οσον αφορά το «ακαταδίωκτο», η ρύθμιση του άρθρου 62 του ελληνικού Συντάγματος δεν είναι απροβλημάτιστη, αφού επιτρέπει στη Βουλή να αρνείται την άδεια για άσκηση ποινικής δίωξης ακόμη και για πράξεις που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική δραστηριότητα του εγκαλούμενου βουλευτή - και σχεδόν πάντοτε όλες οι σχετικές αιτήσεις απορρίπτονται. Υπάρχουν περιθώρια και χωρίς την αναθεώρηση του άρθρου 62 να αλλάξει αυτή η κοινοβουλευτική πρακτική, ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα σε σχέση με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο θεωρεί ότι η πρακτική αυτή παραβιάζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.Αντίθετα, το «ανεύθυνο» του βουλευτή, όχι μόνο δεν επιδέχεται μια στενότερη ερμηνεία, όπως θα ήθελε ίσως το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αλλά επιβάλλεται να ερμηνεύεται «διασταλτικά». Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως εξαίρεση από την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, αλλά ως θεμελιώδης αρχή του συνταγματισμού. Κατ αρχάς, όπως γίνεται δεκτό στην ελληνική επιστήμη, το «ανεύθυνο» αποκλείει και την αστική ευθύνη. Μόνο εάν υπάρξει έγκληση του θιγομένου προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του βουλευτή για συκοφαντική δυσφήμηση και χορηγηθεί στη συνέχεια η σχετική άδεια της Βουλής, τότε μπορεί να ασκηθεί και αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Αρα, η αγωγή του Ανδρέα Βγενόπουλου δεν θα περάσει καν τη φάση του «παραδεκτού». Στη φάση αυτή και σε οποιαδήποτε άλλη δεν εννοείται φυσικά παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου από το «ανεύθυνο»: δεν πρόκειται για προσωπικό του δικαίωμα, αλλά για «αντικειμενική» αρχή που υπάρχει χάριν της αυτονομίας της Βουλής. Και όλα αυτά θα ίσχυαν, ακόμη κι αν οι σχετικές δηλώσεις του Γιώργου Παπανδρέου είχαν γίνει εκτός Βουλής. Σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος (πολιτικού, οικονομικού, δικαστικού κ.λπ.), τα οποία αποτελούν αντικείμενο και κοινοβουλευτικών συζητήσεων, το «ανεύθυνο» του βουλευτή ισχύει τόσο intra moenia όσο και extra moenia.

ΠΡΟΚΡΙΜΑΤΙΚΕΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3/06/2008

Η αντιπαράθεση Ομπάμα-Κλίντον για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ πλησιάζει στο τέλος της. Πρόκειται για μία εσωκομματική σύγκρουση με αρκετές ακραίες στιγμές και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. Όμως, όσα μειονεκτήματα και αν μπορεί να προσάψει κανείς στο αμερικανικό μοντέλο δημοκρατίας, οφείλει πάντως να αναγνωρίσει ότι κατά την ανάδειξη των υποψήφιων προέδρων οι εκλογικές διαδικασίες είναι ανοιχτές για όλους τους πολίτες. Αντίθετα, στη χώρα μας ένα παρεμφερές σύστημα εκλογής αρχηγού-υποψήφιου πρωθυπουργού δοκιμάστηκε μόλις πρόσφατα, στην κομματική αναμέτρηση για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ στις 11 Νοεμβρίου. Είχε βέβαια προηγηθεί η εκλογή του Γ. Παπανδρέου με άμεση ψηφοφορία τον Φεβρουάριο του 2004, με δημοψηφισματικό όμως χαρακτήρα, καθώς την ψήφο των μελών και φίλων του κόμματος είχε διεκδικήσει μόνον ένας υποψήφιος.
Πέρασαν ήδη περισσότεροι από έξι μήνες από εκείνη την εσωκομματική αναμέτρηση, γεγονός που επιτρέπει μία πιο νηφάλια και αποστασιοποιημένη αξιολόγησή της. Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν τότε σχετικά με το κατά πόσον τηρήθηκε στην πράξη η «ισότητα των όπλων» μεταξύ των υποψηφίων, ωστόσο αναμφίβολα αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα για την ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας. Σε μια εποχή έντονης αποϊδεολογικοποίησης, αποπολιτικοποίησης και απομάκρυνσης των πολιτών από τα κόμματα, η συμμετοχή περίπου 700.000 ατόμων στις εσωκομματικές εκλογές συνιστά ένα επιτυχημένο πείραμα, που εάν διευρυνόταν και έβρισκε μιμητές θα μπορούσε να συμβάλει στην αναζωογόνηση του κομματικού συστήματος.
Μήπως ωστόσο θα ήταν σκόπιμο να ενισχυθεί η εσωκομματική δημοκρατία με νομοθετική παρέμβαση; Η απάντηση είναι ότι το Σύνταγμα προτρέπει μεν τα κόμματα να οργανώνονται με δημοκρατικό τρόπο, όμως κυρίαρχη αρχή αποτελεί η ελάχιστη παρέμβαση στην εσωκομματική τους λειτουργία. Η επιλογή αυτή έχει μια ιστορική εξήγηση, δηλαδή τις μεσοπολεμικές και μετεμφυλιακές, αυταρχικές απαγορεύσεις στην πολιτική και κομματική ζωή. Η εύλογη δυσπιστία απέναντι σε οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση στην κομματική ζωή δεν σημαίνει, πάντως, ότι τα χέρια του νομοθέτη είναι δεμένα, καθώς θα μπορούσε να θεσπίσει κίνητρα για τα κόμματα που επιλέγουν να εφαρμόσουν διαδικασίες προκριματικών εκλογών και άμεσης ανάδειξης του αρχηγού τους ή και των υποψήφιων βουλευτών τους. Ένα τέτοιο κίνητρο θα αποτελούσε ιδίως η επιπρόσθετη χρηματοδότησή τους. Η πρόταση αυτή δικαιολογείται ειδικά ως προς την εκλογή αρχηγού, ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο τα κόμματα, αλλά και μία σειρά σημαντικών κρατικών λειτουργιών.
Μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση εμπεριέχει πρωτίστως μία ισχυρή συμβολική δύναμη με ευρύτερες πολιτικές και αξιακές προεκτάσεις. Άλλωστε, σε τελική ανάλυση, η αξία της διασφάλισης της εσωκομματικής δημοκρατίας για τη λειτουργία του πολιτεύματος δεν αποτιμάται με οικονομικούς όρους. Ο περιορισμός των ολιγαρχικών-γραφειοκρατικών τάσεων στη λειτουργία των κομμάτων αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την αναβάθμιση του πολιτικού και κομματικού μας συστήματος.

ΛΥΣΗ ΜΕ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 2/6/2008

Η συνταγματική αναθεώρηση του Μαΐου 2008 ήταν η πιο ανούσια σε όλη την ελληνική συνταγματική ιστορία. Από τις δεκάδες διατάξεις, την αναθεώρηση των οποίων πρότειναν αρχικά οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, μόνο τέσσερις συγκέντρωσαν τελικά την απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 βουλευτών. Εξάλλου αυτές οι ελάχιστες διατάξεις (άρθρο 57, για την κατάργηση του ασυμβίβαστου της βουλευτικής ιδιότητας με επαγγελματικές δραστηριότητες, άρθρο 79, για τη δυνατότητα της Βουλής να τροποποιεί τον προϋπολογισμό, άρθρο 101, για την προστασία των νησιωτικών περιοχών, που υφίστατο ούτως ή άλλως ως ερμηνευτική δήλωση, και άρθρο 115, για την κατάργηση ανεπίκαιρων πια μεταβατικών ρυθμίσεων) έχουν εντελώς περιθωριακή σημασία και έτσι η ολοκλήρωση της αναθεώρησης πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η ουσιαστική αποτυχία του αναθεωρητικού διαβήματος ήταν, άλλωστε, προδιαγεγραμμένη από τις αρχές του 2007, όταν το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε από τη διαδικασία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για διάφορες κυβερνητικές μεθοδεύσεις στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές. Από το σημείο εκείνο και μετά οι προοπτικές σύγκλισης μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας (κατ επέκταση και του ΛΑΟΣ), αφενός, και των κομμάτων της Αριστεράς, αφετέρου, ήταν τόσο ισχνές, ώστε να μη μένει καμιά αμφιβολία για το πενιχρό αποτέλεσμα της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Η συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είχε στηρίξει αντίθετα την προηγούμενη ευρεία, αν και μάλλον αβαθή, συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν είχαν τροποποιηθεί, άλλο λιγότερο κι άλλο περισσότερο, πάνω από το ένα τρίτο των ισχυόντων τότε άρθρων του Συντάγματος. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πραγματική αιτία της περσινής αποχώρησης του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν η διαφωνία του προς τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας, αλλά η συμφωνία του (ή τουλάχιστον η συμφωνία της ηγεσίας του) προς αυτές, κατά το σημαντικότερο μέρος των τελευταίων.
Με άλλες λέξεις, η αποχώρηση συνιστούσε μεθόδευση συγκάλυψης των πραγματικών επιλογών του ηγετικού πυρήνα του ΠΑΣΟΚ, ιδίως ως προς την αναθεώρηση του ιδεολογικά εμβληματικού άρθρου 16 του Συντάγματος, επιλογών οι οποίες τον έφεραν σε αντίθεση με μεγάλο τμήμα της κομματικής βάσης και ιδίως τη νεολαία. Μην έχοντας την ικανότητα να πείσει τους διαφωνούντες για την ορθότητα της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων (η οποία υποκρυπτόταν κάτω από την εύσχημη αλλά άτοπη διατύπωση για «μη κρατικά»), αλλά ούτε και το σθένος να υποστηρίξει τις θέσεις της έως το τέλος της αναθεωρητικής διαδικασίας, η ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρήκε ως σωσίβιο τη συνολική αποχώρηση από την αναθεωρητική διαδικασία και τη μη συμμετοχή έκτοτε σε αυτήν. Το ιδεολογικό και πολιτικό αδιέξοδο του ΠΑΣΟΚ οδήγησε έτσι στο αναθεωρητικό ναυάγιο.
Μικρό το κακό πάντως. Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το υπάρχον Σύνταγμα, όσο η αδυναμία ή και η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσει την εφαρμογή του, όπως και γενικά την εφαρμογή των νόμων. Λύση συνεπώς μπορεί να αναμένεται όχι κυρίως μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά μέσω μιας μελλοντικής ανατροπής του σημερινού πολιτικού σκηνικού.

28/6/08

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21/5/2008

Πολύς λόγος γίνεται πάλι για το άρθρο 16, αυτήν τη φορά όχι για την αναθεώρησή του, αλλά για το πλαίσιο των δυνατών ερμηνειών του, σχετικά με τους φορείς της ανώτατης εκπαίδευσης και τη νομική μορφή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εδώ τα πράγματα είναι άκρως ανελαστικά. Το άρθρο 16 απαγορεύει ρητά τη σύσταση Πανεπιστημίων και ΤΕΙ -που αποτελούν σήμερα τους δύο τομείς της ανώτατης εκπαίδευσης- από ιδιώτες και επιβάλλει υποχρεωτικά στα ιδρύματα αυτά την οργανωτική μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Υποστηρίχθηκε ότι υπήρξε νομοθετικό «προηγούμενο» ίδρυσης από το κράτος ενός Πανεπιστημίου υπό τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, συγκεκριμένα του «Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελληνικών Σπουδών» (ν. 2413/1996). Αυτό όμως, ανεξάρτητα από την ονομασία του, δεν ήταν ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα - Πανεπιστήμιο, υπό την έννοια του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, γι αυτό και ο ιδρυτικός νόμος του, ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ, δεν προέβλεπε την ισοτιμία του χορηγούμενου τίτλου σπουδών με πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος ανώτατης εκπαίδευσης.
Νέοι πανεπιστημιακοί θεσμοί, όπως το «Ελληνικό Πανεπιστήμιο της Ελλάδος» (ν. 3391/2005), χορηγούν τίτλους σπουδών αντίστοιχους και ισότιμους με εκείνους των άλλων Πανεπιστημίων, έχουν οργανωθεί όμως υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Σωστά υποστηρίζεται ότι το άρθρο 16 δεν εμποδίζει τη σύσταση Πανεπιστημίων ή μεμονωμένων σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από άλλα, εκτός του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή η Εκκλησία της Ελλάδος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει νόμος που θα προβλέπει τη σχετική διοικητική διαδικασία, ότι η ίδρυσή τους θα γίνει με νόμο, ότι θα έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ότι θα τηρούνται στα ιδρύματα αυτά οι αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Αυτή η δυνατότητα υπήρχε πάντοτε.
Αντίθετα είναι λάθος η άποψη ότι η ενσωμάτωση και εφαρμογή της νέας Οδηγίας 2005/36 θα οδηγήσει σε αχρησία το άρθρο 16. Το πτυχίο που θα χορηγούν τα συνεργαζόμενα, με Πανεπιστήμια άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εγχώρια «Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών», έστω κι αν πιστοποιείται από τα «μητρικά» αλλοδαπά ιδρύματα, ή και το πτυχίο που θα χορηγείται από αυτά τα τελευταία, έπειτα από τη φοίτηση που πραγματοποιήθηκε εν μέρει στην Ελλάδα, θα αναγνωρίζεται για επαγγελματικούς σκοπούς, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Οδηγίας 2005/36, όχι όμως και για ακαδημαϊκούς σκοπούς, αφού κάτι τέτοιο θα προσκρούει στο άρθρο 16. Το πτυχίο αυτό δεν θα παρέχει στον κάτοχό του όλες τις νομικές δυνατότητες που παρέχει το πτυχίο των ελληνικών Πανεπιστημίων, π.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ή πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα.
Σίγουρα αυτό που δεν εμποδίζεται από το άρθρο 16 είναι η αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με ανάλογη, φυσικά, οικονομική ενίσχυση των ιδρυμάτων που θα επιφορτισθούν με αυτήν την ευθύνη. Δεν θα μπορούσαμε εδώ να μη σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε, αντίθετα, μείωση αυτού του αριθμού. Σε αυτό όμως δεν έφταιγε το άρθρο 16.

Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20/05/2008

Ποιον εξυπηρετεί η απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου; Πού οφείλονται οι επιθέσεις που δέχεται από διαφορετικές πλευρές; Γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη περίοδο ο υπ. Παιδείας για να διατυπώσει οξεία κριτική ως προς τη λειτουργία των πανεπιστημίων, το διδακτικό τους προσωπικό και τους συνδικαλιστικούς φορείς των πανεπιστημιακών, αλλά και για να «απειλήσει» με διακοπή της χρηματοδότησης εφόσον δεν εφαρμοστούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν πριν από έναν χρόνο;
Είναι αναμφισβήτητο ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη καμπή. Κατ αρχάς, επειδή δεν μπορεί πλέον να αντλεί κύρος από το μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης. Η «αγορά» υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης έχει ανοίξει. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά κολέγια, που πλέον με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο χορηγούν πτυχία με επαγγελματική ισοτιμία, αλλά και το γεγονός ότι έχει προχωρήσει η συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, που διευκολύνει ακόμη περισσότερο τη φοιτητική μετανάστευση. Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί κάτι ακόμα: Η κοινωνία δεν πιστεύει πια στο «μαγικό πτυχίο», καθώς έχει αφομοιώσει πλήρως ότι δεν αρκεί για την επαγγελματική εξασφάλιση. Οι στρατιές άνεργων και υποαμειβόμενων πτυχιούχων δεν επιτρέπουν σήμερα καμία αυταπάτη.
Πέρα όμως από τις εξωτερικές μεταβολές, το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει εξαντλήσει προ πολλού τη δυναμική που ανέπτυξε τις δεκαετίες του 80 και του 90, όταν επεδίωξε δύο κυρίως στόχους: Τον εκδημοκρατισμό και το άνοιγμά του σε νέους επιστήμονες, με τον νόμο-πλαίσιο του 1982, και εν συνεχεία με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων και τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών Τμημάτων σε όλη τη χώρα. Ομως τα δύο αυτά σημαντικά εγχειρήματα παρουσίασαν στην πορεία αρκετές παρεκκλίσεις και «παρενέργειες»: Υπαλληλοποίηση διδασκόντων και βόλεμα διδασκομένων, ασφυκτικός κρατικός έλεγχος, περιορισμός κάθε πρωτοβουλιακότητας και καινοτομίας, ομογενοποίηση προς τα κάτω, ποικίλες συναλλαγές, άμβλυνση των ακαδημαϊκών αντανακλαστικών, ίδρυση Τμημάτων με αντικείμενα εκτός τόπου και χρόνου. Σε τελική ανάλυση, γραφειοκρατικοποίηση των δομών και αποστέωση από την πραγματική πανεπιστημιακή αποστολή, δηλαδή την παραγωγή νέας γνώσης και τη διαμόρφωση σκεπτόμενων και με επαγγελματικές δεξιότητες ανθρώπων.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει, πριν απολέσει πλήρως τη νομιμοποίηση και το συμβολικό αλλά και το ακαδημαϊκό του κεφάλαιο. Δεν θα αλλάξει ούτε με καταστροφολογική κριτική, ούτε με υπουργικές απειλές ή δήθεν μεταρρυθμιστικούς νόμους που ανακυκλώνουν προβλήματα, ούτε με φοιτητικούς τσαμπουκάδες, ούτε με έναν βαθιά συντηρητικό, ψευδοαριστερό λόγο, που αποσκοπεί στη διασφάλιση κεκτημένων προνομίων και στην αναπαραγωγή νοσηρών νοοτροπιών. Αν δεν ξεκινήσει ένας ανοιχτός και απροκατάληπτος διάλογος για όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, η απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου θα εξελιχθεί σε διεύρυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και των χαμηλής ποιότητας εκπαιδευτικών-ερευνητικών αποτελεσμάτων, σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς άνεργων και απογοητευμένων πτυχιούχων, αλλά και στην εντεινόμενη οργή της ελληνικής κοινωνίας.

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 19/05/2008

Δημοσιογραφικές έρευνες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε πολλά είδη ευρείας κατανάλωσης, που αποτελούν το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς», οι τιμές στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερες από ό,τι σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία κ.λπ. Πρόκειται για ένα διαχρονικό παράδοξο, αφού το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα, και άρα η αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή, βρίσκεται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι στα κράτη αυτά της Δυτικής Ευρώπης. Μικρότερα όμως είναι στην Ελλάδα και τα κόστη των επιχειρήσεων για την προώθηση και διάθεση των προϊόντων, αφού τόσο οι μισθοί των εργαζομένων όσο και οι τιμές των υγρών καυσίμων βρίσκονται αρκετά κάτω από τα δυτικοευρωπαϊκά επίπεδα.
Η μόνη λογική εξήγηση είναι λοιπόν ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποκομίζουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, μέσω εναρμονισμένων πρακτικών (δηλαδή άτυπων μεταξύ τους συμφωνιών) σχετικά με τις τιμές, σε βάρος του καταναλωτικού κοινού. Οι εναρμονισμένες πρακτικές μπορούν να επιτευχθούν εδώ ευκολότερα από ό,τι στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, αφενός λόγω της σχετικής γεωγραφικής απομόνωσης της χώρας και αφετέρου λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς, αλλά και της επικράτησης ολιγοπωλιακών συνθηκών με την ανοχή του κράτους.
Βέβαια οι εναρμονισμένες πρακτικές και η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των επιχειρήσεων στην αγορά απαγορεύονται τόσο από την ελληνική όσο και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, με την απειλή μάλιστα αυστηρών κυρώσεων. Την αρμοδιότητα για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής επωμίζεται μια ανεξάρτητη αρχή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ωστόσο, τα μέλη της τελευταίας δεν είναι αποκλειστικής απασχόλησης ούτε αμείβονται επαρκώς, ενώ η στελέχωση της Επιτροπής με υπαλληλικό προσωπικό και η υλικοτεχνική υποδομή της είναι ελλιπέστατες. Πέρα από τις αντικειμενικές αυτές αδυναμίες όμως, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλου είδους προβλήματα, όπως η γνωστή ως «το σκάνδαλο των κουμπάρων» υπόθεση δωροδοκιών, εκβιασμών κ.λπ., που εκκρεμεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Την τελική ευθύνη για όλα αυτά την έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται στην εξουσία και μας θυμίζουν με τη συμπεριφορά τους τον σαββοπουλικό στίχο «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα». Οι κυβερνήσεις και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ποτέ δεν θέλησαν να υπάρξει πραγματικός έλεγχος στην αγορά και πραγματική προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή τελικά των συμφερόντων του καταναλωτή. Και τούτο διότι, εάν το ήθελαν, θα μπορούσαν να είχαν οργανώσει, στελεχώσει και χρηματοδοτήσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της. Το ζήτημα τελικά είναι η αδιαφάνεια των πηγών χρηματοδότησης και τα τεράστια ελλείμματα εσωκομματικής δημοκρατίας των οικογενειοκρατικών κομματικών σχηματισμών που νέμονται επί δεκαετίες την κρατική εξουσία και καταλήγουν να καθιστούν προβληματική, ή ενίοτε και προσχηματική, τη λειτουργία συνολικά των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 06/05/2008

Κανένα κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι σήμερα τόσο σύνθετο, οξύ και πολυδιάστατο όσο η ανεργία. Ακόμη και η μέτρησή της κρύβει παγίδες. Πώς καταμετρώνται όσοι δεν έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, ιδίως οι άνεργοι νέοι πτυχιούχοι; Γιατί δεν υπολογίζονται εκείνοι που κατορθώνουν να εργαστούν ελάχιστες ώρες κάθε μήνα, αλλά καταγράφονται ως εργαζόμενοι; Πώς καταμετρώνται όσοι δεν έχουν σταθερή, τυπική σχέση εργασίας και διάγουν σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας και υποαπασχόλησης; Πού κατατάσσονται όσοι εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά κατ ουσίαν βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ μερικής, συγκεκαλυμμένης εξαρτημένης εργασίας και διαρκούς αναζήτησης περιοδικής απασχόλησης; Πώς υπολογίζονται και σε ποια κατηγορία εντάσσονται εκείνοι που η αμοιβή για την εργασία που προσφέρουν δεν επαρκεί για να καλύψουν στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες τους;
Ασφαλώς αν ληφθούν υπόψη όλοι όσοι τελούν σε μία από τις προηγούμενες καταστάσεις, η εικόνα και τα μεγέθη της απασχόλησης αποδεικνύεται ότι είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που εμφανίζονται στις επίσημες στατιστικές. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Για να αποκτήσει κανείς πλήρη εικόνα της ανεργίας και των συνεπειών της οφείλει να προχωρήσει πέρα από την οικονομική και την κοινωνική διάσταση. Η αποδόμηση της προσωπικότητας, αυτό που έχει εύγλωττα αποκληθεί «οδύνη των ανέργων», το αίσθημα εγκατάλειψης και ανημπόριας, η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης, έχουν συντριπτικά αποτελέσματα. Δεν είναι βέβαια δύσκολο για ορισμένους να επιχειρηματολογούν υπέρ της ενίσχυσης της ευελιξίας στην απασχόληση. Ως γνωστόν, άλλωστε, η επόμενη κυβερνητική «μεταρρύθμιση» έχει εξαγγελθεί στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Όμως για ποια ευελιξία μπορεί να γίνεται λόγος, εάν δεν αναδειχθεί προηγουμένως η πραγματική κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας; Τι θα σήμαινε επέκταση της μερικής απασχόλησης στη χώρα μας, τη στιγμή που τα επίπεδα του βασικού μισθού είναι τόσο χαμηλά; Πώς υποστηρίζεται η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, όταν τα επιδόματα ανεργίας είναι σήμερα υποτυπώδη; Τι θα σήμαινε, όπως έχει επίσης προταθεί, διευκόλυνση των απολύσεων για τις επιχειρήσεις, όταν δεν υφίστανται σοβαρές ενεργητικές πολιτικές επαναπροώθησης στην εργασία, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζει η κατοχύρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος;
Δεν είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στην οδύνη και την οργή των ανέργων, των υποαπασχολούμενων, των υποαμειβόμενων, των κοινωνικά αποκλεισμένων. Η πολιτική τάξη και οι σχεδιαστές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι επικίνδυνο να επιχειρούν ασκήσεις επί χάρτου ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας, αγνοώντας βασικές προϋποθέσεις της εργασιακής ειρήνης. Η ελληνική αγορά εργασίας δεν χρειάζεται απορρύθμιση και ευελιξία, αλλά ρύθμιση, κοινωνική προστασία και αποτελεσματικό κρατικό έλεγχο των ποικίλων πρακτικών εργασιακού μεσαίωνα, όπως η ασύδοτη εφαρμογή του δανεισμού εργαζομένων και η απροκάλυπτη εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Υγιής οικονομία δεν σημαίνει μόνο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά και σεβασμό της αξίας και της αξιοπρέπειας των εργαζομένων.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 5/5/2008

Η αλματώδης άνοδος στις διεθνείς τιμές των τροφίμων έχει προκαλέσει τις τελευταίες εβδομάδες βίαιες ταραχές σε πολλές φτωχές χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», στις οποίες το φάσμα της πείνας κάνει απειλητική την εμφάνισή του. Η εξίσου αλματώδης άνοδος, εδώ και αρκετούς μήνες, στις διεθνείς τιμές των καυσίμων προκαλεί ρίγη ανησυχίας στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, καθώς η οικονομική ύφεση φαίνεται να βρίσκεται πια προ των πυλών. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι όλα αυτά δεν αποτελούν παροδικά φαινόμενα, οφειλόμενα σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά επιμέρους συμπτώματα της δομικής κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας, που θα εκδηλωθεί με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα τα επόμενα χρόνια. Το καπιταλιστικό σύστημα φτάνει πια στα όριά του.
Το σύστημα αυτό οδήγησε την ανθρωπότητα σε πρωτόγνωρα στην ιστορία της επίπεδα παραγωγής και πληθυσμού και την αστική τάξη των καπιταλιστικών μητροπόλεων σε μια υλική ευημερία χωρίς προηγούμενο. Τα επιτεύγματά του στηρίχθηκαν όμως στην κατασπατάληση του φυσικού κεφαλαίου του πλανήτη, με «παράπλευρο» κόστος την παγκόσμια ατμοσφαιρική και κλιματική αλλαγή, την ταπείνωση του υδροφόρου ορίζοντα, την αποψίλωση των δασών, την καταστροφική μείωση της βιοποικιλότητας και την προϊούσα ερημοποίηση της γης. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες, που όμως σπεύδει να τις ακολουθήσει τώρα ο υπόλοιπος κόσμος και ιδίως οι ασιατικοί γίγαντες (Κίνα και Ινδία), έκθαμβος από την απατηλή λάμψη του καπιταλιστικού ονείρου.
Η υπόθεση, ωστόσο, ότι το παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνο των δυτικών χωρών είναι μια επικίνδυνη ουτοπία, επειδή αγνοεί το πεπερασμένο μέγεθος των φυσικών πόρων του πλανήτη μας. Οι διαστάσεις εξάλλου του προβλήματος είναι τέτοιες, ώστε η τεχνολογική πρόοδος να μην μπορεί να δώσει οποιαδήποτε έγκαιρη λύση. Η ανθρωπότητα ολόκληρη επιταχύνει όχι προς την «ανάπτυξη», όπως εσφαλμένα την αντιλαμβάνεται το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, αλλά προς τον τοίχο της έλλειψης ορυκτών και ενέργειας και τελικά τροφής και πόσιμου νερού.
Στην εξέλιξη του 21ου αιώνα η λύση θα μπορούσε να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση ενός ανανεωμένου δημοκρατικού σοσιαλισμού σε οικολογική βάση. Η αδηφάγος «ιδιωτική πρωτοβουλία» πρέπει να υποταχθεί σε κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, με κύρια στόχευση όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Οι ατομικοί και οι εθνικοί εγωισμοί και ανταγωνισμοί πρέπει να υποταχθούν στην αναζήτηση του κοινού, γενικού συμφέροντος της ανθρωπότητας, το οποίο συνίσταται στον έλεγχο του παγκόσμιου υπερπληθυσμού και στην ισορροπημένη, βιώσιμη ανάπτυξη.
Νέοι δείκτες προόδου πρέπει να βρεθούν για τη μέτρηση της πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης του ανθρώπου και του σεβασμού στη φύση. Οι άνθρωποι, και η ανθρωπότητα ως σύνολο, χρειάζεται να βρούμε το μέτρο, στην απώλεια του οποίου μας έχει οδηγήσει η φρενίτιδα του καπιταλισμού.

27/6/08

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ;
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22/04/2008

Η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε πριν από δύο ακριβώς χρόνια, με πρωτοβουλία της Ν.Δ., βαίνει άδοξα τις επόμενες μέρες προς ένα προαναγγελθέν αδιέξοδο. Η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει το κυβερνών κόμμα δεν επιτρέπει την ολοκλήρωσή της χωρίς τη σύμπραξη ενός μέρους τουλάχιστον των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όμως από την πλευρά όλων των λοιπών πολιτικών κομμάτων είναι σαφής η πρόθεση να μη στηρίξουν τις προτάσεις αναθεώρησης που ψηφίστηκαν από την προηγούμενη Βουλή. Πώς εξηγείται αυτό το αδιέξοδο; Γιατί την περίοδο 1998-2001 όλα τα κόμματα συνέπραξαν ώστε να ολοκληρωθεί, με ευρύτατη συναίνεση, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ενώ κατά την προηγούμενη διετία δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα; Και, σε τελική ανάλυση, είναι αναγκαία σήμερα η αναθεώρηση του Συντάγματος ή, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, εντελώς περιττή;
Ξεκινώντας από το τελευταίο: Ασφαλώς και η μεταρρύθμιση του Συντάγματος θα ήταν αναγκαία και χρήσιμη, αρκεί αυτό να γινόταν σε μια προοδευτική κατεύθυνση. Αρκετές διατάξεις του αποδείχθηκε, κατά τη δοκιμασία τους στην πράξη, ότι παρουσιάζουν σημαντικές αδυναμίες. Κορυφαίο παράδειγμα το περίφημο άρθρο 14 παρ. 9 για τον βασικό μέτοχο, που όχι μόνο προκάλεσε τον ευρωπαϊκό διασυρμό της χώρας μας, αλλά παρέμεινε κατ ουσίαν ανεφάρμοστο και αλυσιτελές. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αποτελεί στοιχειώδες σφάλμα, ή ενίοτε και σκόπιμη παραπλάνηση, να υποστηρίζεται ότι μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης θα λύνονταν κρίσιμα προβλήματα του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας. Ήταν λοιπόν άστοχο να χαρακτηριστεί από την κυβέρνηση η αναθεωρητική πρωτοβουλία ως «ναυαρχίδα των μεταρρυθμίσεων». Στην πραγματικότητα, η αναθεώρηση του Συντάγματος χρησιμοποιείται ενίοτε για να συγκαλυφθεί η απουσία ουσιαστικών δημόσιων πολιτικών για την αντιμετώπιση εξαιρετικά σοβαρών προβλημάτων της ελληνικής πολιτείας. Κατ΄αυτό τον τρόπο όμως αποδυναμώνεται παράλληλα και η ίδια η συμβολική και πολιτική λειτουργία του Συντάγματος.
Η Νέα Δημοκρατία «έπαιξε» λοιπόν με την αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς να κερδίσει τελικά τίποτα. Άλλωστε εξαρχής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επέδειξε βούληση επίτευξης των συναινέσεων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα αναθεωρητικό εγχείρημα. Όμως με την αναθεώρηση «έπαιξε» και το ΠΑΣΟΚ, που αρχικά την απαξίωσε, εν συνεχεία κατέθεσε τη δική του συνολική πρόταση και στο τέλος αποχώρησε από τη διαδικασία, κατά τρόπο προσχηματικό, προκειμένου να μην κορυφωθούν οι εσωκομματικές διαμάχες που πυροδότησε η επιμονή της ηγεσίας του να στηρίξει την αναθεώρηση του άρθρου 16. Κάποια αδιευκρίνιστα σενάρια φέρουν και το ΚΚΕ να «παίζει» σήμερα με την αναθεώρηση, σχεδιάζοντας να υπερψηφίσει μια-δυο διατάξεις ώστε η αναθεώρηση να ολοκληρωθεί τύποις, αλλά στην πράξη να μπλοκαριστεί η δυνατότητα μιας νέας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία. Και τούτο, δεδομένου ότι κατά το Σύνταγμα αναθεώρηση δεν είναι επιτρεπτό να κινηθεί αν δεν παρέλθουν πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της προηγούμενης.
Όλα αυτά δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το Σύνταγμα υπηρετεί πρωτίστως τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των κανόνων του πολιτικού γίγνεσθαι καθώς και την προστασία των ποικιλοτρόπως απειλούμενων σήμερα ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Παιχνίδια με το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του μπορεί όμως να οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση των θεσμών και της πολιτικής τάξης.

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21/04/2008

Η πρόσφατη άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων για αδικήματα γνώμης, καθώς και η δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε την ενέργεια αυτήν της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, φέρνουν στο προσκήνιο της επικαιρότητας το υπαρκτό και οξύ πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας της ελληνικής δικαιοσύνης, ιδίως της πολιτικής και ποινικής. Ο κορυφαίος συνδικαλιστής του εισαγγελικού κλάδου απλώς εξέφρασε δημόσια την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι κρίσεις των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων για την υπηρεσιακή κατάσταση (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις κ.λπ.) των δικαστικών λειτουργών συχνά δεν είναι αξιοκρατικές. Η δυσανεξία της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην κριτική, την οποία αποδεικνύει η πειθαρχική του δίωξη, καθώς και ο τρόπος μεθόδευσης της τελευταίας, με την προαναγγελία (!) της από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώπιον συγκέντρωσης εισαγγελικών λειτουργών, καθιστούν ακόμη περισσότερο εμφανές το πρόβλημα.
Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 90 του Συντάγματος, με βάση τις οποίες τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών κρίνονται από τα μέλη του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου (σε σχηματισμό ανώτατου δικαστικού συμβουλίου ή ολομέλειας), έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί στην καταστρατήγηση της θεμελιώδους συνταγματικής επιταγής της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87, παρ. 1 του Συντάγματος). Στην πράξη επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτόν ο ασφυκτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστών (της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης) και των εισαγγελέων από τον Άρειο Πάγο. Έτσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο ακριβώς αυτόν εμφορούνται συνήθως από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της Δικαιοσύνης.
Μακροπρόθεσμα, η πιο ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος, προκειμένου να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος ψηφιζόμενος με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια) σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Τα κριτήρια αυτά θα μπορούσαν να σχετίζονται με την αρχαιότητα, την οικογενειακή κατάσταση και την υπηρεσιακή απόδοση (μετρήσιμη όμως και πάλι με αντικειμενικό τρόπο, π.χ. ταχύτητα στη διεκπεραίωση των υποθέσεων κ.ο.κ.). Μια πιο ακραία εκδοχή, η οποία ακολουθείται κυρίως σε χώρες εντασσόμενες στην αγγλοσαξονική νομική παράδοση, είναι η μη πρόβλεψη γενικά υπηρεσιακών μεταβολών, δηλ. η εκλογή και τοποθέτηση του δικαστικού (ή εισαγγελικού) λειτουργού σε συγκεκριμένη θέση, χωρίς προοπτική είτε μετάθεσης είτε προαγωγής του. Ούτως ή άλλως, όμως, πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που αποτελεί ασφαλώς έναν από τους πυλώνες του συνταγματικού δημοκρατικού πολιτεύματος, χρειάζεται κατοχύρωση απέναντι όχι μόνο στις εξωδικαστικές, αλλά και στις ενδοδικαστικές επιρροές και επιδράσεις.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 08/04/2008

Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι στο στόχαστρο του πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου εδώ και πολλές δεκαετίες. Αποτελούν κοινό μυστικό οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι πελατειακές πρακτικές, ο νομικισμός που υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα, τα φαινόμενα διαφθοράς και αναξιοκρατίας, ο κομματισμός, οι χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες προς τον πολίτη. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα συγκροτήθηκαν αρκετές επιτροπές εμπειρογνωμόνων, με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους, που υπέβαλαν συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις, χωρίς όμως να αξιοποιηθούν από την πολιτεία. Από την άλλη πλευρά, επιμέρους πρωτοβουλίες είτε παρέμειναν ημιτελείς είτε ακυρώθηκαν στην πορεία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη διαδικασία πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων, όπου οι εγγυήσεις του ΑΣΕΠ παρακάμφθηκαν από τόσες νομοθετικές εξαιρέσεις και «παραθυράκια».
Ωστόσο, το μεγάλο όνειδος για τη δημόσια διοίκηση δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς, καθώς, εάν λάμβανε ευρεία δημοσιότητα, θα προκαλούσε σοβαρούς κλυδωνισμούς στο πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για το οικονομικό κόστος που συνεπάγονται οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Από πρόσφατες μελέτες προκύπτει ότι η πολυνομία, η κακονομία και η συνακόλουθη ανομία στη χώρα μας, σε συνάρτηση με την πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών επιπέδων διοίκησης και υπηρεσιών, προκαλούν όχι μόνο σημαντικές δυσχέρειες στον πολίτη, αλλά ταυτόχρονα συνεπάγονται τη δημιουργία εστιών αδιαφάνειας και διαφθοράς, ενώ δυσβάστακτο είναι πρωτίστως το οικονομικό κόστος της περιττής γραφειοκρατίας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα μας πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, τη στιγμή που στις άλλες χώρες το κόστος της γραφειοκρατίας υπολογίζεται κατά μέσο όρο στο 3,5% του ΑΕΠ. Χωρίς καν να ληφθούν υπόψη οι εκατοντάδες χιλιάδες εργατοώρες που αναλώνονται σε περιττές διοικητικές διαδικασίες, το κόστος της γραφειοκρατίας πλησιάζει στην Ελλάδα τα 16 δισ. ευρώ ετησίως.
Ήδη έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Ο υπ. Εσωτερικών έχει εξαγγείλει μία σειρά γενναίων παρεμβάσεων για τον περιορισμό του κόστους που επωμίζονται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν σε συχνά περιττές και χρονοβόρες υποχρεώσεις πληροφόρησης και προσαρμογής προς ρυθμίσεις και διαδικασίες. Εάν οι παρεμβάσεις αυτές προχωρήσουν, απέναντι σε ποικίλα μικροπολιτικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, θα πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική μεταρρύθμιση αυτής της κυβέρνησης.
Αντιλαμβάνεται κανείς, επί παραδείγματι, ότι οι όποιες εξοικονομήσεις πόρων επιτεύχθηκαν με τον πολυδιαφημισμένο νέο νόμο για την κοινωνική ασφάλιση και μάλιστα εις βάρος ευπαθών κατηγοριών ασφαλισμένων, αποτελούν σταγόνα μπροστά στα τεράστια οφέλη που θα επέφερε για τη χώρα και για κάθε πολίτη ξεχωριστά η μείωση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων.

ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΣΧΕΔΙΟ, ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ
Κώστας Χρυσόγονος

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7/04/2008

Το πρόσφατα ψηφισμένο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αποτελεί ακόμη μία απόδειξη της διαρκούς αποτυχίας του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει με σχέδιο, όραμα και τόλμη το πραγματικά μεγάλο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας - όπως άλλωστε συμβαίνει και με πολλά άλλα καίρια προβλήματά της. Στη βάση του ασφαλιστικού αυτού προβλήματος εντοπίζεται, όπως επισημαίνει η εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, η ραγδαία επιδείνωση της σχέσης μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στο 1,75 προς 1, ενώ θα έπρεπε να είναι στο 4 προς 1 για να μπορεί να θεωρηθεί υγιές το όλο ασφαλιστικό σύστημα. Η «φιλοσοφία» του νομοσχεδίου είναι όμως καθαρά «πυροσβεστική», αφού επιχειρείται αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση και ενοποίηση επιμέρους ασφαλιστικών φορέων, με διακηρυγμένο στόχο τις οικονομίες κλίμακας και διαφαινόμενη «παράπλευρη απώλεια» την περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων για σημαντική μερίδα ασφαλισμένων των περισσότερο «υγιών» Ταμείων. Σε παρόμοια κατεύθυνση κινούνταν άλλωστε και οι προηγούμενοι ασφαλιστικοί νόμοι (2084/1992, 3029/2002 κ.ά.), σε εποχές κυβερνήσεων τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ.
Εκείνο που φαίνεται πως αδυνατούν να αντιληφθούν οι εμπνευστές τέτοιων ρυθμίσεων είναι ότι η επιδείνωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και η μείωση των παροχών δεν θίγουν τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος. Οι αιτίες αυτές είναι αφενός η δραματική υπογεννητικότητα στη χώρα μας (μια από τις χειρότερες παγκοσμίως) και αφετέρου η αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Εξάλλου σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων είναι αλλοδαποί ανασφάλιστοι, είτε επειδή πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους εργοδότες είτε επειδή και οι ίδιοι δεν διεκδικούν σθεναρά το δικαίωμά τους στην κοινωνική ασφάλιση, αφού τελούν σε γενικότερη αβεβαιότητα ως προς το καθεστώς και τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα. Η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος θα μπορούσε επομένως να επιτευχθεί μόνο μέσα από έναν ολοκληρωμένο συνδυασμό δημογραφικής πολιτικής (κίνητρα και ενισχύσεις για τους γονείς, αντικίνητρα για τους άτεκνους), πολιτικής απασχόλησης (διασφάλιση παραγωγικών θέσεων εργασίας και δημιουργία νέων) και μεταναστευτικής πολιτικής (αποτελεσματική ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία). Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει σήμερα, ούτε γίνεται αντικείμενο σοβαρής πολιτικής συζήτησης, έστω ως μελλοντική προοπτική. Η πολιτική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για τη βραχυπρόθεσμη νομή και αναδιανομή της εξουσίας. Έτσι η εκάστοτε κυβέρνηση προωθεί μόνο ό,τι θεωρεί απαραίτητο για να μη σταματήσει η καταβολή συντάξεων (έστω πείνας) και άλλων (έστω και υποβαθμισμένων) παροχών στους ασφαλισμένους κατά το (εικαζόμενο) διάστημα της δικής της εξουσίας και η εκάστοτε αντιπολίτευση προσπαθεί απλώς να επωφεληθεί από την εύλογη λαϊκή αντίδραση και δυσαρέσκεια, χωρίς όμως να διαθέτει πραγματική δική της εναλλακτική πρόταση. Η χώρα μοιάζει με αεροπλάνο που έχει αφεθεί στον «αυτόματο πιλότο», την ώρα που τα καύσιμά του τελειώνουν.

26/6/08

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26/3/2008

Εδώ και αρκετά χρόνια οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα στο πεδίο των κοινωνικών πολιτικών έχουν ένα κοινό στοιχείο: οδηγούν όλες σε περικοπές των παροχών του κοινωνικού κράτους. Η κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης που αναδεικνύεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις σχετίζεται άμεσα με αυτό το στοιχείο. Φαίνεται να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η πολιτική αντιπροσώπευση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών όχι μόνο για την καλυτέρευση, αλλά έστω και για τη διατήρηση του επιπέδου διαβίωσής τους. Ίσως μάλιστα η διαφαινόμενη αλλαγή της αντίληψης των πολιτών για την οργάνωση της πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκφράζεται με την προτίμησή τους στις κυβερνήσεις συνεργασίας, υποδηλώνει κατά βάθος τον φόβο τους ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορούν πιο εύκολα να προχωρήσουν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν τις δημόσιες παροχές οι οποίες συνδέονται με τα κοινωνικά δικαιώματά τους.
Σε μια τέτοια συγκυρία αναδεικνύεται η σημασία της καθιέρωσης στο Σύνταγμά μας, με την αναθεώρηση του 2001, της αρχής του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Όπως επεσήμανε ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας Ευ. Βενιζέλος στη Ζ Αναθεωρητική Βουλή, με τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους το ελληνικό Σύνταγμα «πήγε κόντρα στο ρεύμα». Το ρεύμα ήταν και είναι η απομείωση των κοινωνικών προστασιών. Κατοχυρώνοντας ρητά το ελληνικό Σύνταγμα την αρχή του κοινωνικού κράτους δεν αφήνει πλέον τα κοινωνικά δικαιώματα στο έλεος των πολιτικών πλειοψηφιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις στις κοινωνικές πολιτικές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι γίνεται πάντοτε σεβαστό το «ουσιώδες περιεχόμενο» των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό το «ουσιώδες περιεχόμενο» ανήκει πλέον στη σφαίρα του μη πολιτικά αποφασίσιμου, αποτελεί δηλαδή «άβατο» για τον κοινό νομοθέτη. Το γεγονός ότι τα συνδικάτα προανήγγειλαν ήδη δικαστικούς αγώνες εναντίον της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ως προέκταση των κοινωνικών τους κινητοποιήσεων, δεν είναι τυχαίο. Η συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους τα βοηθάει να διατηρήσουν, με την επίκληση του Συντάγματος εναντίον του νόμου, τουλάχιστον ένα μέρος των κοινωνικών προστασιών που αφαιρεί η νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Εξαρτάται βέβαια από την ευαισθησία των δικαστών και την ικανότητα των δικηγόρων και των νομικών συμβούλων των συνδικάτων να αναδείξουν το «ουσιώδες περιεχόμενο» του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και των άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων, στο οποίο δεν έχει πρόσβαση ο κοινός νομοθέτης. Αυτή είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική νομική επιστήμη στα χρόνια που έρχονται, εάν θέλει να συμβάλει ενεργητικά στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ήδη έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του αποκλεισμού των ασφαλισμένων του ΙΚΑ από τις υγειονομικές παροχές αυτού του Ταμείου, εάν δεν διαθέτουν 100 ένσημα ετησίως. Αυτή η πρόβλεψη του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που χαρακτηρίζεται από ένα έλλειμμα ανθρωπισμού αποτελεί αρχετυπικό παράδειγμα παραβίασης του «ουσιώδους περιεχομένου» του δικαιώματος στην υγεία και της αρχής του κοινωνικού κράτους γενικότερα.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24/03/2008

Το 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε άλλον έναν σταθμό στην πορεία συρρίκνωσής του. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: οι 1.020.000 ψηφοφόροι που συμμετείχαν στην ανάδειξη του σημερινού προέδρου στο αξίωμα αυτό τον Φεβρουάριο του 2004 περιορίσθηκαν στις 770.000 στην εκλογή του Νοεμβρίου 2007, ενώ στην πρόσφατη διαδικασία εκλογής των συνέδρων ψήφισαν μόλις 150.000. Παράλληλη με την ποσοτική είναι και η ποιοτική απαξίωση των διαδικασιών. Αμέσως μετά την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 2007, ο πρόεδρος προχώρησε σε εσωκομματικό πραξικόπημα, καταργώντας το καταστατικό και όλα τα εκλεγμένα όργανα του κόμματος και διορίζοντας μια επιτροπή από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του προκειμένου να οργανώσει το 8ο Συνέδριο.
Σε αυτό συμμετείχαν περίπου 7.000 σύνεδροι, αριθμός τόσο μεγάλος ώστε να καθιστά εκ των προτέρων ανέφικτη την ανάπτυξη σοβαρού πολιτικού διαλόγου με ουσιαστική συμμετοχή των απλών συνέδρων. Από αυτούς, εξάλλου, μόνο τα 2/3 ήταν εκλεγμένοι, ενώ οι υπόλοιποι κλήθηκαν με βάση ετερόκλητα και όχι απολύτως διαφανή κριτήρια, με προφανή σκοπό να επιτευχθεί ο απόλυτος έλεγχος του Συνεδρίου από τον πρόεδρο. Επρόκειτο, με άλλες λέξεις, για διακωμώδηση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Και από επικοινωνιακή άποψη όμως το 8ο Συνέδριο αποτέλεσε ήττα για το ΠΑΣΟΚ, αφού κεντρικό πρόσωπο αναδείχθηκε παραδόξως ο πρόεδρος του Συνασπισμού!
Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ έχει ονοματεπώνυμο. Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ανεπαρκής ως ομιλητής, σε τέτοιο σημείο ώστε μερικές φορές να μοιάζει περισσότερο με εκφωνητή έτοιμων κειμένων και λιγότερο με πολιτικό. Είναι ανεπαρκής γενικότερα ως ηγετική προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εμπνεύσει αυθόρμητο σεβασμό στους γύρω του και να αναγκάζεται να καταφεύγει σε διοικητικά μέτρα (με τελευταίο γραφικό παράδειγμα τον αποκλεισμό όλων των πρώην υπουργών και υφυπουργών από το Πολιτικό Συμβούλιο του κόμματος). Έχει προσωπικές πολιτικές πεποιθήσεις που, όταν τις εκδηλώνει (αντί, όπως συνήθως, να προσπαθεί να φανεί απλά αρεστός στους ακροατές του), τον φέρνουν σε αντίθεση με την ίδια τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, όπως π.χ. η πρότασή του για ανασφάλιστη εργασία των νέων, η άκριτη αποδοχή της αναθεώρησης του άρθρου 16, η δημόσια στήριξη του σχεδίου Ανάν κ.ά. Γι αυτό και βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία διατύπωσης μιας πειστικής πρότασης για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, η οποία να διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη της Νέας Δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 2007 εκμεταλλεύθηκε τη συναισθηματική προσκόλληση μεγάλης μερίδας της κομματικής βάσης στην παπανδρεϊκή πολιτική δυναστεία και παρέμεινε αγκιστρωμένος στη θέση του δεν αναιρεί αυτές τις αδυναμίες. Έτσι τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές βρίσκονται σε σταθερή πτώση, ενώ στις ευρωεκλογές του 2009 ενδέχεται, αν πιστέψουμε τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, να κατορθώσει ακόμα και το φαινομενικά ακατόρθωτο, δηλαδή να φέρει το κόμμα στην τρίτη θέση.Η αλλαγή στην προεδρία ασφαλώς δεν είναι ικανή από μόνη της να αντιστρέψει την πτωτική πορεία του ΠΑΣΟΚ. Είναι όμως αναγκαία για να αρχίσει οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ανάκαμψης.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11/03/2008

Η ελληνική κοινωνία έχει προ πολλού εισέλθει στην εποχή της ανασφάλειας. Σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων ερευνών, περίπου το 1/3 των Ελλήνων ζει σήμερα με λιγότερα από 480 ευρώ μηνιαίως. Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερα απ ό,τι στις επίσημες στατιστικές. Ο αριθμός των απόρων και των αστέγων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι αυτοκτονίες, ιδίως στην πιο παραγωγική ηλικιακή κλίμακα 25-45. Επιπλέον, ακόμη και για οικογένειες με εισόδημα υψηλότερο από τα όρια της φτώχειας, ένα πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους τους θεωρείται πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει σήμερα περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνταν αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι ο κόσμος των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων και των φτωχών, που απαρτίζουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας. Άνθρωποι που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή ακόμη και αν δεν ανήκουν στους λεγόμενους «απόλυτα φτωχούς», ωστόσο τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, συχνά αποκρύπτοντάς το για να αποφύγουν τον «κοινωνικό στιγματισμό». Στην πραγματικότητα αυτό που αποκλήθηκε «κοινωνία των 2/3» αποτελεί λοιπόν μια κοινωνία του 1/2. Πρόκειται για μια βαθιά ανασφάλεια που διακατέχει ακόμη και υψηλόμισθους εργαζομένους ως προς το εργασιακό τους μέλλον, αλλά και για την αγωνία των νέων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, διαθέτοντας συχνά τίτλους σπουδών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.
Δεν πρΗ ελληνική κοινωνία έχει προ πολλού εισέλθει στην εποχή της ανασφάλειας. Σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων ερευνών, περίπου το 1/3 των Ελλήνων ζει σήμερα με λιγότερα από 480 ευρώ μηνιαίως. Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερα απ ό,τι στις επίσημες στατιστικές. Ο αριθμός των απόρων και των αστέγων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι αυτοκτονίες, ιδίως στην πιο παραγωγική ηλικιακή κλίμακα 25-45. Επιπλέον, ακόμη και για οικογένειες με εισόδημα υψηλότερο από τα όρια της φτώχειας, ένα πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους τους θεωρείται πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει σήμερα περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνταν αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι ο κόσμος των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων και των φτωχών, που απαρτίζουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας. Άνθρωποι που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή ακόμη και αν δεν ανήκουν στους λεγόμενους «απόλυτα φτωχούς», ωστόσο τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, συχνά αποκρύπτοντάς το για να αποφύγουν τον «κοινωνικό στιγματισμό». Στην πραγματικότητα αυτό που αποκλήθηκε «κοινωνία των 2/3» αποτελεί λοιπόν μια κοινωνία του 1/2. Πρόκειται για μια βαθιά ανασφάλεια που διακατέχει ακόμη και υψηλόμισθους εργαζομένους ως προς το εργασιακό τους μέλλον, αλλά και για την αγωνία των νέων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, διαθέτοντας συχνά τίτλους σπουδών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.
Δεν προκαλούν ασφαλώς έκπληξη η δυσπιστία και η απογοήτευση που εκφράζονται από την πλειονότητα των Ελλήνων απέναντι στον ρόλο του κράτους, αφού δεν αισθάνονται ότι η πολιτεία πρόκειται να τους προστατεύσει από τους κοινωνικούς κινδύνους που τους απειλούν. Στην εκτίμησή τους αυτή οι Έλληνες δεν σφάλλουν. Επιβεβαιώνονται από επιστημονικές μελέτες, αλλά και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομίας, που παραδέχεται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι παρ όλο που οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονται στο 26% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο και ο μέσος όρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο το κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα φάντασμα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού χαρακτηρίζονται ως ατελέσφορες ή ανεπαρκείς, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας χαμηλό και η πρόσβαση σε αυτές εξαιρετικά χρονοβόρα, δαπανηρή και συχνά «διαμεσολαβημένη».
Για το ήμισυ, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας η εμπιστοσύνη προς το κράτος και την πολιτική τάξη, αλλά και προς την «αόρατη χείρα» της αγοράς φαίνεται να έχει απολεσθεί. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική κοινωνική ευθύνη εκδηλώνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται συνήθως άμεσα αποτελέσματα για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που η υπερχρέωση των νοικοκυριών συνεχίζει να διογκώνεται. Όμως η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πέρα από τις κοινωνικές της επιπτώσεις, μπορεί να επιφέρει εκρηκτικές συνέπειες τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για την οικονομία.οκαλούν ασφαλώς έκπληξη η δυσπιστία και η απογοήτευση που εκφράζονται από την πλειονότητα των Ελλήνων απέναντι στον ρόλο του κράτους, αφού δεν αισθάνονται ότι η πολιτεία πρόκειται να τους προστατεύσει από τους κοινωνικούς κινδύνους που τους απειλούν. Στην εκτίμησή τους αυτή οι Έλληνες δεν σφάλλουν. Επιβεβαιώνονται από επιστημονικές μελέτες, αλλά και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομίας, που παραδέχεται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι παρ όλο που οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονται στο 26% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο και ο μέσος όρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο το κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα φάντασμα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού χαρακτηρίζονται ως ατελέσφορες ή ανεπαρκείς, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας χαμηλό και η πρόσβαση σε αυτές εξαιρετικά χρονοβόρα, δαπανηρή και συχνά «διαμεσολαβημένη». Για το ήμισυ, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας η εμπιστοσύνη προς το κράτος και την πολιτική τάξη, αλλά και προς την «αόρατη χείρα» της αγοράς φαίνεται να έχει απολεσθεί. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική κοινωνική ευθύνη εκδηλώνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται συνήθως άμεσα αποτελέσματα για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που η υπερχρέωση των νοικοκυριών συνεχίζει να διογκώνεται. Όμως η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πέρα από τις κοινωνικές της επιπτώσεις, μπορεί να επιφέρει εκρηκτικές συνέπειες τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για την οικονομία.

25/6/08

ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26/02/2008

Πριν από μερικά χρόνια ο Ιταλός φιλόσοφος Umberto Eco, απαντώντας στο ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του Κοινοβουλίου, σημείωνε με κάπως ειρωνική διάθεση ότι πρέπει να αντικατοπτρίζει όλες τις τάσεις, τις απόψεις, τις επιθυμίες, τις απαιτήσεις κάθε μέλους της κοινωνίας, άρα, γράφει ο Eco, ότι αποτελεί εξίσου χώρο έκφρασης των κερδοσκόπων, των διεφθαρμένων, των φοροφυγάδων, των εμπρηστών και των κάθε λογής προσώπων με παραβατική συμπεριφορά που συναντάει κανείς στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Κατά τον Eco αποτελεί καθαρή αφέλεια να υποστηρίζεται ότι στη Βουλή, αλλά και ευρύτερα στα όργανα της πολιτείας, αναδεικνύονται μόνον «τίμιοι» άνθρωποι. Είναι όμως τελικά αυτός ο λόγος για τα αυξανόμενα κρούσματα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα; Οφείλουμε, με βάση αυτή την αντίληψη, να θεωρήσουμε ως φυσικό επακόλουθο ότι ένας αριθμός κρατικών αξιωματούχων διαθέτει μειωμένες αντιστάσεις απέναντι στις Σειρήνες της εξουσίας, του εύκολου πλουτισμού και της διαφθοράς;
Εάν δεχτούμε ότι η διαφθορά στο κράτος και στην οικονομία δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση της διαφθοράς της κοινωνίας και των μελών της, τότε όλη η συζήτηση μεταφέρεται κατ ανάγκην στο επίπεδο της ηθικολογίας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, κρατικοί αξιωματούχοι χρηματίζονται ή χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους για να εξυπηρετήσουν προσωπικά και κομματικά οφέλη, επειδή απλώς είναι αναπόφευκτο ένα ποσοστό αυτών να αποτελείται από ανέντιμα πρόσωπα. Αρα, τελικά, η ευθύνη για τα φαινόμενα διαφθοράς δεν είναι δημόσια ευθύνη, δεν οδηγεί σε πολιτικές ευθύνες, αλλά συνιστά ευθύνη ατομική.
Τέτοιου τύπου αντιλήψεις δεν συσκοτίζουν μόνο το πρόβλημα, αλλά ιδίως δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή του. Η διαφθορά δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι μεμονωμένοι πολιτικοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή δικαστές τυγχάνει να διαθέτουν περιορισμένες ηθικές αντιστάσεις, ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται με ηθικολογικές παραινέσεις και, τελικά, με προσφυγή στην ποινική Δικαιοσύνη. Τα φαινόμενα διαφθοράς είναι πολύ πιο σύνθετα, συναρτώνται με συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με απαρχαιωμένα μοντέλα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με την πολυνομία και την ανορθολογική κατανομή αρμοδιοτήτων, με την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των ανεξάρτητων Αρχών και των ελεγκτικών μηχανισμών, με την κομματοκρατία, την αναξιοκρατία, την παγίωση μιας νοσηρής διοικητικής κουλτούρας και με πολλά άλλα.
Οι ηθικές σταυροφορίες, οι εντυπωσιακές προσαγωγές και η μεταβίβαση του βάρους σε επίπεδο ατομικών ευθυνών δεν πρόκειται ασφαλώς να προσφέρουν λύσεις. Η ευθύνη είναι συλλογική, ανήκει στην πολιτεία και πρωτίστως στην πολιτική τάξη, που αντί να προχωρήσει σε γενναίες θεσμικές παρεμβάσεις, αναλώνεται σε μικροκομματικές αντεγκλήσεις, χωρίς άλλο αντίκρισμα εκτός από την περαιτέρω απαξίωση της πολιτικής. Πριν από 15 χρόνια στην Ιταλία χρειάστηκε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» για να αποκαλυφθεί πόσο η διαφθορά είχε διαποτίσει όλα τα πεδία της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Ας ελπίσουμε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα απαιτηθεί στη χώρα μας, διότι το κόστος μιας τέτοιας εκ θεμελίων «κάθαρσης» αφήνει εντέλει βαριά ίχνη, ακόμα ορατά στη γείτονα χώρα.

Η ΑΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25/2/2008

Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και η αναγνώρισή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τέσσερα μεγαλύτερα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία) και άλλους συνοδοιπόρους τους αποτελεί τη σοβαρότερη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας από την εποχή που ο πολεμοκάπηλος πλανητάρχης και η «συμμαχία των προθύμων» υποτακτικών του εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003. Η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, υπό την προστασία των νατοϊκών δυνάμεων κατοχής, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και με το σχετικό ψήφισμα υπ αρ. 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου προσυπέγραφαν ως ίσοι οι πρωταίτιοι της διεθνούς παρανομίας (ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία). Το χειρότερο όμως από όλα είναι ότι αντικειμενικά δημιουργείται έτσι ένα προηγούμενο επαναχάραξης συνόρων στα Βαλκάνια, το οποίο μπορεί να βρει στη συνέχεια επίδοξους μιμητές, π.χ. στην Κύπρο και τη Θράκη.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η αντίθεση της Ελλάδας στο επιχειρούμενο διεθνές πραξικόπημα θα έπρεπε να ήταν πλήρης και η αντίδρασή της άμεση, με την ταχεία επάνοδο στην πατρίδα του ελληνικού αποσπάσματος, το οποίο μετέχει στη νατοϊκή κατοχή του Κοσσυφοπεδίου. Ωστόσο, η υποταγή του ελληνικού πολιτικού συστήματος στα κελεύσματα του υπερατλαντικού επικυρίαρχου φαίνεται πως είναι τόσο δουλική, ώστε να μη λειτουργούν πλέον ούτε τα στοιχειώδη αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης της χώρας. Όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε καν σκέψη, από ό,τι φαίνεται, για ανάκληση των ελληνικών κατοχικών δυνάμεων, αλλά η Ελλάδα περιορίστηκε να ψελλίσει ότι θα... εξετάσει το όλο θέμα σε επόμενη φάση (!), αδυνατώντας έτσι να αρθρώσει έστω μια σαφή καταδίκη αυτής της διεθνούς πειρατείας, όπως έκαναν άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπορεί να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα στο μέλλον, λόγω ύπαρξης μειονοτήτων στο έδαφός τους (π.χ. Ισπανία και Ρουμανία).
Η αφωνία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου προοιωνίζεται βέβαια τα χειρότερα και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του θέματος της ονομασίας της γειτονικής μας FYROM. Και τούτο διότι ο πραγματικός μας συνομιλητής δεν είναι η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επείγονται να επικυρώσουν και νομικά την πραγματική τους επιβολή στην περιοχή μας, με την είσοδο της FYROM στο ΝΑΤΟ. Αποτελεσματική διαπραγμάτευση εκ μέρους μας του θέματος αυτού, για να καταλήξουμε σε μια σύνθετη έστω ονομασία, τέτοια όμως ώστε να μην παραχαράσσεται η ιστορία και να μην προάγονται οι αλυτρωτικές βλέψεις των γειτόνων μας, θα μπορούσε να γίνει μόνο αν ο συνομιλητής μας αυτός ήταν πεπεισμένος ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με συνείδηση των εθνικών συμφερόντων της και με ετοιμότητα να τα προασπίσει, ασκώντας όλα τα νόμιμα δικαιώματά της, όπως κατεξοχήν το δικαίωμα της αρνησικυρίας για την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ. Δυστυχώς όμως η ως τώρα συμπεριφορά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το εσωτερικό «αντίπαλο δέος», δεν πείθουν ότι υφίσταται ούτε η συνείδηση ούτε η ετοιμότητα αυτή.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12/2/2008, σελ. 8

Ανάμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης και τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ξεσπάσει τις τελευταίες εβδομάδες μία ιδιότυπη «βεντέτα». Σε σειρά ομιλιών και άρθρων του στον Τύπο ο Υπουργός Δικαιοσύνης κάνει λόγο για «Κράτος των Δικαστών» υποστηρίζοντας ότι η δικαστική εξουσία, ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν περιορίζεται πλέον στην εφαρμογή των νόμων και στον έλεγχο της συμφωνίας τους με το Σύνταγμα, αλλά υπεισέρχεται σε πεδία αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας, επιχειρώντας να υποκαταστήσει την πολιτική τάξη στη θέσπιση των νόμων και εκφέροντας κρίσεις επί πολιτικών και όχι αποκλειστικά επί νομικών ζητημάτων. Από την άλλη πλευρά, δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου αλλά και μερίδα του νομικού και πολιτικού κόσμου θεωρούν ότι η Κυβέρνηση επιχειρεί να απαξιώσει το Δικαστήριο και να παρέμβει στη λειτουργία του.
Αφορμή για αυτή την οξεία αντιπαράθεση αποτέλεσαν κατά βάση δύο γεγονότα. Αφ’ ενός η έκδοση μίας καινοφανούς απόφασης του λεγόμενου «φιλοπεριβαλλοντικού» Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση του εμπορικού κέντρου «The Mall», όπου γίνεται δεκτό ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να προσβληθεί απευθείας τυπικός νόμος, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να έχει εκδοθεί υπουργική απόφαση ή άλλη διοικητική πράξη. Η δεύτερη αφορμή υπήρξε η επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προχωρήσει στη σύσταση ενός νέου Τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με αντικείμενο τις διαφορές από δημόσιες συμβάσεις, καθώς και να τεθεί ανώτατο χρονικό όριο παραμονής των δικαστών στο ίδιο δικαστικό Τμήμα, ώστε να ανανεώνεται η σύνθεση των Τμημάτων. Η διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας χαρακτήρισε τις δύο αυτές επιλογές ως αντισυνταγματικές, θεωρώντας ότι επιχειρείται να τρωθεί η ανεξαρτησία του Δικαστηρίου και να τιθασευθεί η ενίοτε «ακτιβιστική» νομολογία του, ιδίως σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος.
Η διαμάχη ανάμεσα στην εκάστοτε Κυβέρνηση και στο Συμβούλιο της Επικρατείας υποβόσκει ωστόσο εδώ και πολλά χρόνια. Οι κυβερνώντες θεωρούν ότι το εν λόγω Δικαστήριο παρεμβαίνει υπέρμετρα στο έργο τους, ιδίως σε ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και μεγάλων έργων, προκαλώντας ανατροπές στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Η μομφή αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται δικαιολογημένη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ενίοτε υπερέβη τον άγραφο κανόνα του «δικαστικού αυτοπεριορισμού» και με πρωτότυπες νομικές κατασκευές υπαγόρευσε στο νομοθέτη και στη διοίκηση πώς να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους.
Όμως σε μία χώρα ακραίας συχνά κρατικής αυθαιρεσίας ή «τυραννίας» της εκάστοτε πλειοψηφίας, ήταν αυτό ακριβώς το Δικαστήριο που είχε την τόλμη να σταματήσει την πλήρη καταστρατήγηση του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι υπήρξε το Δικαστήριο εκείνο που με δημοκρατικό σθένος ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στην Χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως λοιπόν, εάν οι αποφάσεις του δεν εμφανίζονταν σε κάποιες περιπτώσεις υπέρ το δέον «στρατευμένες», η αναγνώριση της τόσο σημαντικής λειτουργίας του να ήταν ακόμη πιο ευρεία.
ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΚΕΝΑ ΚΑΙ ΟΛΙΓΩΡΙΕΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11/2/2008

Η υπόθεση Siemens άρχισε, επιτέλους, να απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου, αφού για πολλά χρόνια εμφανίζονταν δημοσιεύματα ότι η συγκεκριμένη εταιρεία κατέχει, κατά περίεργο τρόπο, θέση προνομιακού προμηθευτή του ΟΤΕ και γενικότερα του δημόσιου τομέα στο αντικείμενο των εργασιών της. Το περίεργο φαίνεται τώρα να εξηγείται από τις ομολογίες των ίδιων των στελεχών της μητρικής Siemens στις γερμανικές δικαστικές αρχές για καταβολή «δώρων» ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ στην Ελλάδα και μάλιστα για χρηματοδότηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004. Αν τα παραπάνω επιβεβαιωθούν και προσωποποιηθούν μπορούν να συνταράξουν από τα θεμέλιά του το πολιτικό μας σύστημα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον Τύπο, οι ομολογίες αυτές χρονολογούνται από τα τέλη του 2006 και βρίσκονται σε γνώση των αρμόδιων ελληνικών εισαγγελικών αρχών από την άνοιξη του 2007. Παρά ταύτα μόλις τώρα η Εισαγγελία Πρωτοδικών ετοιμάζεται να στείλει μέλη της για να ενημερωθούν επιτόπου στη Γερμανία. Ο νωχελικός ρυθμός της έρευνας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, αν αναλογιστεί κανείς τη σημασία της υπόθεσης, αφού μόνο το σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης που αγοράστηκε από τη Siemens για τους Ολυμπιακούς του 2004 στοίχισε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στον Ελληνα φορολογούμενο. Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί ωστόσο η σύγκριση προς άλλες υποθέσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος. Έτσι, π.χ., η κατηγορούμενη στην υπόθεση Ζαχόπουλου συμβασιούχος του υπουργείου Πολιτισμού προφυλακίστηκε εντός ολίγων ημερών από την απόπειρα αυτοκτονίας του πρώην γενικού γραμματέα, παρά το γεγονός ότι προφανώς δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο (αφού ούτε οικονομικούς πόρους διέθετε για να διαφύγει στο εξωτερικό ούτε θα μπορούσε εύκολα να επαναλάβει τις ίδιες πρακτικές με τρίτα πρόσωπα).
Αντίθετα, στην υπόθεση Siemens, οι επικεφαλής της θυγατρικής της τελευταίας στην Ελλάδα, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον Τύπο, κατηγορούνται από τους Γερμανούς προϊσταμένους τους ότι λειτουργούσαν ως «δίαυλοι» για τεράστια χρηματικά ποσά προς εγχώριους δωρολήπτες, κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι και ανενόχλητοι (ένας από αυτούς μάλιστα βραβεύθηκε πρόσφατα από τον υπουργό Οικονομίας ως υπόδειγμα επιχειρηματία). Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι «διαχειριστές» τέτοιων ποσών εκ των πραγμάτων τεκμαίρεται ότι έχουν την οικονομική τουλάχιστον δυνατότητα να διαφύγουν στο εξωτερικό και παρά (;) το γεγονός ότι η μαρτυρία τους είναι εκείνη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην άκρη του νήματος για τους τελικούς παραλήπτες των χρημάτων.Το αίσθημα ανησυχίας που αποκομίζει κανείς από όλα αυτά ενισχύει και η ευκολία με την οποία η κυβέρνηση επικαλείται την καρκινοβατούσα εισαγγελική έρευνα για να αποκρούσει την πρόταση της αντιπολίτευσης για σύσταση κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Έπεται συνέχεια...

24/6/08

ΤΟ "ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΟΜΜΑ"
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30/1/2008

Κάθε κόμμα έχει έναν αρχηγό, όχι δύο ή περισσότερους. Ενα κόμμα δεν ταυτίζεται όμως με τον αρχηγό του ούτε εξαντλείται σε αυτόν. Το πρώτο καθήκον του αρχηγού ενός κόμματος, ιδίως δε του αρχηγού ενός «κόμματος εξουσίας», είναι να διασφαλίσει την εσωτερική ενότητά του ως προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά του και τη μεγιστοποίηση των στόχων του. Για να γίνει αυτό πρέπει ο αρχηγός να λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε όλα τα θεμελιώδη στοιχεία του κόμματος, δηλαδή τα μέλη του, τα κομματικά στελέχη, οι βουλευτές του και η ηγετική του ομάδα, να εναρμονίζονται σε μια κοινή στρατηγική.
Το πιο αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η κατοχύρωση και η ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας, ο σεβασμός της διαλεκτικής πλειοψηφίας - μειοψηφίας, η προστασία της διαφωνίας και της ελευθερίας της κριτικής όσον αφορά την πολιτική γραμμή του κόμματος, με όριο τη μη αμφισβήτηση της ιδεολογικής ταυτότητάς του, ακόμη και η αναγνώριση της δυνατότητας δημιουργίας ιδεολογικών ρευμάτων και τάσεων, εφόσον δεν έχουν αυτόνομη οργανωτική δομή. Δεδομένου ότι τα κόμματα υπάρχουν για να εξασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής, οι εγγυήσεις που αφορούν την εσωτερική δημοκρατικότητά τους θα μπορούσαν να θεσπιστούν και με νόμο του Κράτους - μια προοπτική που αφήνει ανοικτή το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Αυτή είναι όμως μια άλλη συζήτηση.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, μετά την επανεκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στη θέση του προέδρου του, φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτό που αρκετοί φοβόντουσαν πριν από τις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου, δηλαδή τον κίνδυνο μετασχηματισμού του ΠΑΣΟΚ σε ένα «προσωπικό κόμμα», ο Θεμελιώδης Κανόνας του οποίου θα είναι η βούληση του αρχηγού.
Σε ένα τέτοιο κόμμα υπάρχει αρχηγός, αλλά δεν υπάρχει ηγετική ομάδα. Πίσω από τον αρχηγό υπάρχει ένα αδιαφοροποίητο πλήθος κεντρικών πολιτικών στελεχών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς τον βαθμό της νομιμοφροσύνης τους προς αυτόν. Τα εσωτερικά συλλογικά όργανα δεν λειτουργούν ως χώροι επεξεργασίας της πολιτικής γραμμής του κόμματος, αλλά περιορίζονται στην επικύρωση των αποφάσεων του αρχηγού, τις οποίες αυτός λαμβάνει διαλεγόμενος με τους εκάστοτε έμπιστους συνεργάτες του. Ισως είναι και αυτό μια μορφή «διαβουλευτικής δημοκρατίας». Στο κόμμα αυτό είναι ανεκτή η ελευθερία έκφρασης της γνώμης των απλών μελών, ακόμη και όταν αμφισβητούνται οι ιδέες του αρχηγού. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με τις γνώμες αυτές. Τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τα πιο προβεβλημένα στελέχη, αυτά που θα συγκροτούσαν την ηγετική ομάδα του κόμματος, αν υπήρχε τέτοια: όποιο από αυτά δεν συμφωνεί με τις αποφάσεις του αρχηγού, ή υποτάσσεται σε αυτόν ή εξοστρακίζεται από το κόμμα. Στο κόμμα αυτό αναγνωρίζονται και οι «παράπλευρες οργανώσεις»: όμιλοι, ΜΚΟ, think tanks. Αλλά μόνο όταν εκφράζουν το ρεύμα του αρχηγού ή υπο-ρεύματα που συμπλέουν με αυτό.Μάλλον, κάπως έτσι διαγράφεται, υπό τις παρούσες συνθήκες, το οργανωτικό μέλλον του ΠΑΣΟΚ. Σε σχέση με τα άλλα «προσωπικά κόμματα» που έχουν εμφανισθεί κατά την τελευταία δεκαπενταετία στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, εξακολουθεί να υπάρχει βέβαια μια όχι ασήμαντη διαφορά: στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει κάθε τέσσερα χρόνια η πραγματική δυνατότητα αλλαγής αρχηγού. Ή μήπως όχι;
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29/01/2008
Τα πανεπιστήμια και τα ανώτατα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονται πάλι σε αναβρασμό. Οι φοιτητές ξεκίνησαν νέες κινητοποιήσεις, που αναμένεται να φουντώσουν μετά το πέρας της εξεταστικής περιόδου του Φεβρουαρίου και, ιδίως, μόλις το Υπουργείο Παιδείας δημοσιοποιήσει το εξαγγελθέν σχέδιο νόμου για τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Το σύνθημα που κυριαρχεί στις φοιτητικές διαμαρτυρίες δεν αφορά όμως μόνο τις σπουδές καθεαυτές, αλλά ευρύτερα τη μελλοντική ένταξη των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας και τους όρους συμμετοχής τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή: «Δεν θα γίνουμε η γενιά των ανασφάλιστων». Ένα σύνθημα το οποίο απηχεί την κοινωνική ανασφάλεια και την ατομική αβεβαιότητα, που φαίνεται ήδη να είναι τμήμα της σημερινής πραγματικότητας των νέων. Η γενιά των 700 ευρώ, της ανασφάλιστης εργασίας, των άνεργων πτυχιούχων διαμαρτύρεται για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πλέον δεν προάγει την κοινωνική κινητικότητα, τη βελτίωση των όρων κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης ή έστω την ουσιαστική παιδεία των αποφοίτων του, αλλά αντίθετα φαίνεται να οδηγεί, σε σημαντικό βαθμό, στην αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων.
Το βασικό πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν είναι ασφαλώς το νομικό καθεστώς των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών. Ωστόσο η επαγγελματική ισοτιμία που κατοχυρώνεται για τα πτυχία που χορηγούν όσα ΚΕΣ είναι συνδεδεμένα με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, σύμφωνα με την κοινοτική Οδηγία 2005/36 ΕΚ, πράγματι μετατρέπει τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών σε ισχυρούς ανταγωνιστές της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ επαγγελματικής και ακαδημαϊκής ισοτιμίας είναι στην πράξη επουσιώδης. Δυστυχώς τα περιθώρια που έχει πλέον σήμερα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ως προς τον τρόπο ενσωμάτωσης της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η χώρα μας, προκειμένου να μην διασυρθεί από τα κοινοτικά όργανα, είναι αναγκασμένη να ενσωματώσει την Οδηγία, επιβάλλοντας πάντως στα ΚΕΣ τις ευρύτερες δυνατές ακαδημαϊκές εγγυήσεις.
Ποια μπορεί όμως να είναι η απάντηση της ελληνικής πολιτείας μπροστά σε αυτά τα δεδομένα και ενόψει του εντεινόμενου πλέον ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, που υποθάλπτει περαιτέρω τις εκπαιδευτικές-κοινωνικές ανισότητες και την υποβάθμιση της «χρηστικής αξίας» των πτυχίων των δημόσιων πανεπιστημίων; Πρώτα απ’ όλα, μια πραγματική μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, μετά από ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, αντί για την ανούσια και αδιέξοδη τροποποίηση του νόμου-πλαισίου που επιχείρησε η παρέμβαση Γιαννάκου το 2007. Επίσης, ο σχεδιασμός μιας δημόσιας πολιτικής που θα διασυνδέει το εκπαιδευτικό σύστημα με την αγορά εργασίας και θα κατοχυρώνει επαγγελματικά δικαιώματα με αντίκρισμα για τους πτυχιούχους. Και, ακόμη σημαντικότερο ενόψει της «έξωθεν ανωτατοποίησης» των ΚΕΣ, η διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση για όλους τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως κοινωνικού δικαιώματος που θα απέτρεπε τη σταδιακή μεταμόρφωση της πανεπιστημιακής μόρφωσης σε συνιστώσα αναπαραγωγής ταξικών σχέσεων.
Ο ξύλινος λόγος της πολιτικής τάξης και οι κούφιες, επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις για καλύτερες σπουδές και για κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων δεν φαίνεται να πείθουν πλέον τους φοιτητές και τους νέους πτυχιούχους. Η εξέγερσή τους είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Μια πολιτεία που δεν κατορθώνει να δώσει απαντήσεις σε τόσο κρίσιμα ζητήματα κινδυνεύει να τεθεί τελικά μπροστά σε μια ευρύτερη κοινωνική απαξίωση και να χαρακτηριστεί ως μια παρακμάζουσα πολιτεία και ως ένα πολιτικό σύστημα σε βαθειά κρίση.
ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15/01/2008

Η φθίνουσα πορεία του δικομματισμού αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για το ελληνικό πολιτικό τοπίο της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια συνεχή συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης, αλλά και ευρύτερα της πολιτικής αποδοχής και αξιοπιστίας τόσο της κυβερνώσας παράταξης όσο και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δυο πολιτικά κόμματα που κυβερνούν εναλλάξ τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα φαίνεται να έχουν απωλέσει πλέον τη δυνατότητα να επωφελείται το ένα από τη φθορά του άλλου, λειτουργώντας έτσι κατ’ ουσίαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος ενός συγκεκριμένου μοντέλου κομματικού συστήματος; Είναι παροδική ή δομική η μεταμόρφωση του πολιτικού σκηνικού; Πρόκειται εδώ για δημοσκοπικά ευρήματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκυριακών γεγονότων και συνθηκών ή έχει πλέον εξαντλήσει τη δυναμική του ο δικομματισμός, ως σταθερό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει καθαρές εξηγήσεις για τα αίτια της υποχώρησης του δικομματισμού σήμερα, στη ρίζα της οποίας δεν κρύβεται τίποτα άλλο από την ανεπάρκεια και την αδυναμία των δυο κομμάτων εξουσίας να εμπνεύσουν με τον πολιτικό λόγο που παράγουν, να σχεδιάσουν σοβαρές δημόσιες πολιτικές για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, να πείσουν την κοινωνία ότι οι πολιτικές τους προτάσεις είναι αποτέλεσμα ώριμης επεξεργασίας, ή έστω να εφαρμόσουν με συνέπεια το όποιο πολιτικό τους πρόγραμμα.
Η μεν κυβερνητική παράταξη δεν κατόρθωσε κατά τα τέσσερα χρόνια άσκησης της εξουσίας να προχωρήσει τις επαγγελόμενες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, την κοινωνική συνοχή, το περιβάλλον ή οποιοδήποτε άλλο πεδίο δημόσιας πολιτικής, ενώ παράλληλα σειρά σκανδάλων και κρουσμάτων διαφθοράς και κακοδιοίκησης αποδυνάμωσε το κεντρικό σύνθημα με το οποίο είχε επικρατήσει ήδη το 2004, δηλαδή την καταπολέμηση της διαφθοράς και της λεγόμενης «διαπλοκής». Από την άλλη πλευρά, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφ’ ενός απέτυχε να πείσει ότι ξεπέρασε τα συμπτώματα αλαζονείας και διγλωσσίας που σημάδεψαν την τελευταία περίοδο της κυβερνητικής του θητείας, αφ’ ετέρου δε, και αυτό είναι το κυριότερο, δεν άρθρωσε έναν πραγματικά νέο πολιτικό λόγο, ώστε να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Εξάλλου, η εσωκομματική αντιπαράθεση κατά το δίμηνο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ανέδειξε ακόμη περισσότερο τους λόγους της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει.
Είτε τα προηγούμενα οριοθετηθούν ως κρίση του δικομματισμού, είτε αναχθούν σε μια ευρύτερη κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, σε κάθε περίπτωση υποκρύπτουν την προϊούσα έκλειψη της Πολιτικής. Πολιτική σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ανάδειξη ενός οράματος για την πολιτεία, παραγωγή ιδεών και προτάσεων για την εξειδίκευσή του σε επιμέρους τομείς δημόσιας πολιτικής, επίτευξη κοινωνικής αποδοχής επί αυτών και, τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο, ικανότητα υλοποίησης των αντίστοιχων δημόσιων παρεμβάσεων με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια.
Σήμερα φαίνεται ότι τα δύο κόμματα εξουσίας δεν πείθουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε τίποτα από τα προηγούμενα. Η Πολιτική, στην ουσία της, είναι απούσα. Βιώνουμε μια έκλειψη της Πολιτικής, που υποκαθίσταται από σπασμωδικές προσπάθειες επικοινωνιακής της διαχείρισης. Στον αντίποδα, τα μικρότερα κόμματα περιορίζονται σε έναν καταγγελτικό λόγο διαμαρτυρίας, χωρίς να φλερτάρουν έστω με την προοπτική συμμετοχής στα βάρη και την ευθύνη της εξουσίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν η υποχώρηση του δικομματισμού και η έκλειψη της Πολιτικής θα επιφέρουν ευρύτερες ανατροπές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα.
ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14/1/2008

Το 2007 ήταν για την Ελλάδα ακόμη ένας χρόνος ουσιαστικής απραξίας απέναντι στη διαρκή και εντεινόμενη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Μια ένδειξη για το μέγεθος του προβλήματος ήταν οι χωρίς προηγούμενο πολύνεκρες δασικές πυρκαγιές κατά την προεκλογική περίοδο. Ισως ακόμη πιο ανησυχητική από τις ίδιες τις πυρκαγιές ήταν, όμως, η αντιμετώπισή τους από το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση περιορίστηκε στη διακίνηση ανόητων σεναρίων για τους -άφαντους- εμπρηστές και τα υποτιθέμενα κίνητρά τους, καθώς και σε ψηφοθηρικές χρηματικές ενισχύσεις στους πυρόπληκτους. Η αντιπολίτευση αρκέστηκε στις συνήθεις καταγγελίες για κυβερνητική ανικανότητα και για κομματικές επιλογές προσώπων στην ηγεσία της Πυροσβεστικής. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τα πραγματικά, μακροπρόθεσμα αίτια των πυρκαγιών, δηλ. με την κλιματική αλλαγή που προκαλείται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα έχει ήδη υπερβεί τα όρια αύξησης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία της έδινε το πρωτόκολλο του Κιότο για το έτος 2012! Με άλλα λόγια, στην επόμενη τετραετία η οικονομική μας «ανάπτυξη» πρέπει να συνεχιστεί όχι μόνο χωρίς καμία περαιτέρω αύξηση των εκπομπών, αλλά με μείωσή τους. Πώς, όμως, θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, όταν η πολιτεία, αντί για άμεση στροφή προς ανανεώσιμες, φιλικές προς το περιβάλλον, πηγές ενέργειας (γεωθερμική, αιολική κ.λπ.), προγραμματίζει παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με νέους σταθμούς λιγνίτη, λιθάνθρακα και πετρελαίου; Και όταν αντί να δοθεί, όπως θα όφειλε, απόλυτη προτεραιότητα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, κατασκευάζονται φαραωνικής κλίμακας οδικά έργα, που σύντομα θα αυτοαχρηστευτούν λόγω της συνεχούς αύξησης του αριθμού των (ρυπογόνων) αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης; Στα ζητήματα αυτά, εξάλλου, το καταστροφικό για το μέλλον της χώρας έργο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η οποία μάλιστα, λίγο πριν από το τέλος της, είχε φροντίσει να μειώσει τη φορολογία των αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού (και αντίστοιχα μεγάλης κατανάλωσης βενζίνης και υψηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα).Η υπερθέρμανση, η αποδάσωση και η διάβρωση του εδάφους κινδυνεύουν να οδηγήσουν, ύστερα από λίγες δεκαετίες, στην ερημοποίηση της χώρας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας θα καταστεί ακατοίκητο. Ολα αυτά, βέβαια, δεν είναι άγνωστα στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Η αιτία, όμως, της αδιαφορίας της είναι ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Ετσι π.χ. το κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ θα προκαλούσε αύξηση της ανεργίας, η αύξηση της τιμής των αυτοκινήτων και των υγρών καυσίμων, για να ενθαρρυνθεί η μεγαλύτερη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, θα είχε ως συνέπεια άνοδο του πληθωρισμού και αυξημένη κοινωνική δυσαρέσκεια κ.ο.κ. Η πραγματικότητα είναι ότι οι σημερινοί πολιτικοί μας δεν έχουν το θάρρος να πουν στον λαό τις δυσάρεστες αλήθειες. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η βραχυπρόθεσμη νομή της εξουσίας και όχι το μακροπρόθεσμο μέλλον του τόπου, το οποίο, κατά συνέπεια, προδιαγράφεται δυσοίωνο.

22/6/08

ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Δημήτρης Τσάτσος

Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 20/10/2007

1. Οι εκλογές για ανάδειξη προέδρου του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις 11 Νοεμβρίου 2007 και όσα (κακώς ή καλώς) θεωρείται από πολλούς ότι συμβαίνουν στην προεκλογική διαδικασία, καθιστούν αναγκαία την αναφορά σε ορισμένα ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος και συνακόλουθα του πολιτεύματος.
2. Η τήρηση δημοκρατικών αρχών εδώ δεν αποτελεί κυρίως θέμα κομματικής «αισθητικής» ή πολιτικής «αξιοπιστίας», αλλά προκύπτει από αναγνώσιμο κανόνα του Συντάγματος. Εξηγούμαι: Γίνεται εύλογα δεκτό πως ο συνταγματικός κανόνας της εσωκομματικής δημοκρατίας ισχύει για κάθε πολίτευμα, έστω κι αν δεν υπάρχει στο Σύνταγμα ειδική διάταξη, και αυτό γιατί η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας προκύπτει απ΄ ευθείας και άμεσα από τη δημοκρατική αρχή που το ελληνικό Σύνταγμα θεσπίζει στο Άρθρο 1 1. Αυτό επιβεβαιώνεται άλλωστε εμμέσως πλην σαφώς και από το Άρθρο 29 1 του Συντάγματός μας, κατά το οποίο η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Κόμματα όμως χωρίς δημοκρατική οργάνωση, με δομή αρχηγική ή παραγοντική ή και με κυρίαρχους τους μηχανισμούς και με προβληματικές εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες δεν μπορούν να υπηρετούν, όπως θέλει το Σύνταγμα, τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το κόμμα είναι ο θεσμός συμμετοχής του πολίτη στα δημόσια πράγματα. Αυτό όμως επιτυγχάνεται μόνο με την εφαρμογή της αρχής της εσωκομματικής δημοκρατίας.
3. Από την ώρα που διεξάγονται «ανοιχτές» εκλογές με τρεις υποψηφίους και όχι έναν, η δημοκρατική αξιοπιστία της διαδικασίας, όπως την θέλει και το Σύνταγμα, εξαρτάται απολύτως από την τήρηση ορισμένων πιο ειδικών στοιχειωδών κανόνων που προκύπτουν αβίαστα από τα Άρθρα 1 1 και 29 1 του Συντάγματος και πιο γενικά από τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού δημοκρατικού συνταγματικού πολιτισμού.
4. Η πρωταρχική και θεμελιώδης αρχή που επιτάσσει ο συνταγματικός κανόνας της εσωκομματικής δημοκρατίας (και) για την εν εξελίξει εκλογική διαδικασία είναι η «ισότητα των όπλων» μεταξύ των τριών υποψήφιων προέδρων. Χωρίς οι τρεις υποψήφιοι πρόεδροι να έχουν από το κόμμα εξασφαλισμένες ΙΣΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ, η εκλογή θα είναι αποτέλεσμα μιας δημοκρατικά αναξιόπιστης διαδικασίας, ασύμφωνης με τις σχετικές συνταγματικές επιταγές.
5. Να μερικά ενδεικτικά παραδείγματα πεδίων εφαρμογής της αρχής της εσωκομματικής δημοκρατίας κατά την εκλογή προέδρου από τη βάση:
α. Το γεγονός ότι ένας από τους τρεις υποψηφίους είναι ο εν ενεργεία πρόεδρος του κόμματος δημιουργεί ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα που πρέπει - είμαι βέβαιος και με δική του επιθυμία- να αντιμετωπιστούν. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πάντως, έως τις 11 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος οφείλει να διεξάγει τον αντιπολιτευτικό αγώνα με την ενίσχυση όλων. Αυτή είναι «η προς τα έξω» λειτουργία του, που είναι αυτονόητη. Προς τα έσω του κόμματος, όμως, πρέπει να τυγχάνει της μεταχείρισης που επιφυλάσσεται από το κόμμα και στους άλλους δυο υποψηφίους. Διαφορετικά, αν και εφ΄ όσον αυτό τυχόν δεν συμβαίνει, τότε θα ευτελίζεται η συνταγματικά αναγκαία δημοκρατικότητα της εκλογικής διαδικασίας.
β. Οι οργανώσεις του κόμματος οφείλουν να ανοίξουν τις πόρτες τους απολύτως ισότιμα και στους τρεις υποψηφίους στο μέτρο που επιθυμούν να επικοινωνήσουν με τους κατά τόπον συμπολίτες τους. Η κομματική οργάνωση, ως οργάνωση, δεν είναι επιτρεπτό να υποστηρίζει έναν ορισμένο υποψήφιο. Στην εκλογή προέδρου δεν μπορεί να θεωρείται ένας ως ο επίσημος κομματικός υποψήφιος που στηρίζεται από το ΚΟΜΜΑ και οι άλλοι να θεωρούνται «παράνομοι» ή «υπονομευτές». Το κόμμα είναι ο οργανωτής ελεύθερων εσωκομματικών εκλογών και έτσι πρέπει να λειτουργεί. Αντίθετες πρακτικές, αν και εφ΄ όσον τυχόν υφίστανται, θα θυμίσουν παλαιά και ξεχασμένα καθεστώτα, και θα ευτελίσουν τη συνταγματικά αναγκαία δημοκρατικότητα της εκλογικής διαδικασίας.
γ. Οι εγκαταστάσεις του κόμματος και το προσωπικό πρέπει κατά πλήρη ισοτιμία να βρίσκονται στη διάθεση και των τριών υποψηφίων, αλλά και των οπαδών τους. Θα ήταν απαράδεκτο ο οπαδός που ζητάει μια πληροφορία για τη διαδικασία της ψηφοφορίας και που (κακώς βέβαια) δηλώνει «τίνος είναι» να μην εξυπηρετείται αν δεν δηλώνει ότι είναι οπαδός του εν ενεργεία προέδρου. Αυτά, εφ΄ όσον και στο μέτρο που συμβαίνουν, ευτελίζουν τη συνταγματικά αναγκαία δημοκρατι- κότητα της εκλογικής διαδικασίας.
δ. Ο εκ των υποψηφίων εν ενεργεία πρόεδρος θα συνέβαλλε πολύ θετικά, αν απέτρεπε φίλους του να πιέζουν ψυχικά- δήθεν εκ μέρους του- πρόσωπα που έτυχε να τιμήσει ζητώντας τώρα «εξόφληση» της υποχρέωσης. Αν αυτό συμβαίνει, ευτελίζεται η συνταγματικά αναγκαία δημοκρατικότητα της εκλογικής διαδικασίας.
ε. Εάν ο εκλογικός αγώνας έχει οικονομικό κόστος, κι αν το κόμμα θελήσει να τον ενισχύσει οικονομικά, τότε πρέπει να τηρηθεί απόλυτη ισότητα μεταξύ των υποψηφίων. Διαφορετικά, αν και εφ΄ όσον αυτό τυχόν δεν συμβαίνει, ευτελίζεται η συνταγματικά αναγκαία δημοκρατικότητα της εκλογικής διαδικασίας.
στ. Το επιχείρημα: «Τον Α θεωρώ αντικειμενικά χρησιμότερο για το κόμμα, αλλά λόγω ιδιωτικών ηθικών και συναισθηματικών υποχρεώσεών μου στηρίζω τον Β ή τον Γ» νοθεύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα της εκλογής. Κι αυτό διότι όταν κάποιος με επιρροή συνιστά στους συμπολίτες του τον Α (αυτό σημαίνει το ρήμα «στηρίζω» που διαφέρει από το ρήμα «ψηφίζω»), σε πολίτες δηλαδή που δεν έχουν τις ίδιες ηθικές και συναισθηματικές δεσμεύσεις με αυτόν, είναι σαν να χρησιμοποιεί και τη συνείδηση των άλλων που επηρεάζει, για να εμπλουτίσει την εκπλήρωση της κατά πάντα σεβαστής, προσωπικής του όμως, δέσμευσης. Και αυτό και στο μέτρο που συμβαίνει ευτελίζει τη συνταγματικά αναγκαία δημοκρατικότητα της εκλογικής διαδικασίας.
6. Έως τις 11 Νοεμβρίου υπάρχει καιρός για βελτιώσεις. Και για να προλάβω τις συνήθεις και αναμενόμενες διαστροφές των σκέψεων που εξέθεσα, συμπληρώνω:
α. Ο ευτελισμός της εκλογικής διαδικασίας, αν και στο μέτρο που τυχόν συντελείται, δεν πλήττει μόνο εκείνους εναντίον των οποίων συντελείται ο ευτελισμός, αλλά και εκείνους χάριν των οποίων συντελείται ο ευτελισμός. Κυρίως αυτούς!
β. Ο ευτελισμός της διαδικασίας, αν και στο μέτρο που τυχόν συντελείται, θα πλήξει όποιον κι αν εκλεγεί, είτε είναι εκείνος χάριν της εκλογής του οποίου οργανώθηκε είτε είναι ένας από αυτούς εναντίον των οποίων οργανώθηκε ο ευτελισμός. Άρα, έτσι κι αλλιώς, θα πλήξει τον κομματικό θεσμό, όπως τον θέλει το Σύνταγμα, και συνακόλουθα το πολιτικό μας σύστημα.
7. Είπαμε: καιρός υπάρχει. Βούληση υπάρχει;
ΕΛΕΟΣ ΚΥΡΙΟΙ!
Δημήτρης Τσάτσος
Εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 10/7/2007

1. Οι ύβρεις κυριαρχούν στην πολιτική αντιπαράθεση. Στον πολιτικό λόγο όμως δεν έχουν θέση διατυπώσεις όπως: «Αρχιερέας Διαπλοκής», «Νονός», «Σπείρα», «Τσίπα». Έλεος κύριοι!
2. Το ίδιο ισχύει και για αντιδικαιοκρατικές αιτιάσεις όταν μάλιστα εκτοξεύονται από την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή το ίδιο το κράτος, εναντίον όσων πήγαν μάρτυρες για τα πρόσωπα (και όχι τις πράξεις) κατηγορουμένων. Δηλαδή τι; Το κράτος θεωρεί πως πριν από την έκδοση των αποφάσεων οι κατηγορούμενοι δεν θεωρούνται αθώοι αλλά ήδη τελεσίδικα απαξιωμένοι; Έλεος κύριοι!
3. Οι ύβρεις είναι ιδιωτικός λόγος και τιμωρείται. Η λειτουργία της πολιτικής είναι δημόσια διαδικασία και προϋποθέτει δημόσιο λόγο. Η παρεμβολή ύβρεων στον δημόσιο λόγο τον καθιστά ιδιωτικό και μάλιστα της χειρότερης μορφής. Έλεος κύριοι!
4.Οι ύβρεις δεν λειτουργούν στην κοινή γνώμη. Δεν υποκαθιστούν επιχειρήματα. Αντίθετα, επιβεβαιώνεται πως δεν υπάρχουν επιχειρήματα. Κι έτσι μπροστά μας αναπτύσσεται, μέρα με τη μέρα, μια εικόνα πολιτικής σύγκρουσης φυλάρχων και όχι πολιτικών. Κάντε κάτι! Δεν τσακώνεστε για δικά σας χωράφια, αλλά για δικά μας που είναι δημόσια χωράφια. Έλεος κύριοι! Έλεος!