30/7/08

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.07.2008

Kατά το μέρος του που αφορά τα δικαιώματα των πολιτών, το ελληνικό Σύνταγμα, ιδίως μετά την αναθεώρηση του 2001, είναι ένα από τα πιο προωθημένα Συντάγματα στον ευρωπαϊκό χώρο. Eκεί που υστερεί εν συγκρίσει προς ορισμένα ευρωπαϊκά Συντάγματα, όπως ιδίως το ιταλικό, το ισπανικό και το πορτογαλικό, είναι στην πληρότητα των εγγυήσεων της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Tο κενό αυτό δεν καλύπτεται από την προνομιακή μισθολογική μεταχείριση των δικαστών. Eίναι άλλωστε περισσότερο από προφανές ότι οι πρόσφατες προκλητικές αυξήσεις στις αποδοχές τους δεν έχουν τόσο ανιδιοτελή κίνητρα.

H ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην αρμοδιότητα του Yπουργικού Συμβουλίου να επιλέγει τους προέδρους και τους αντιπροέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων και τον εισαγγελέα του Aρείου Πάγου.

Aυτό γίνεται για να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας. Πλην όμως, η νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας δεν έχει συναινετικό ή αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα αλλά βρίσκεται αποκλειστικά στην εγγύηση της αμερόληπτης διάγνωσης της αλήθειας.

Kαλός δικαστής δεν είναι εκείνος που «συνεκτιμά» τα συμφέροντα ή τη βούληση της πλειοψηφίας κατά τη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, π.χ. κατά τη διερεύνηση υποθέσεων πολιτικής ή διοικητικής διαφθοράς - το παράδειγμα δεν είναι φυσικά τυχαίο.

Oσο διατηρείται αυτό το σύστημα επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης -το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος- οι εκάστοτε κυβερνώντες θα αναζητούν πάντοτε εκείνους που θα είναι πρόθυμοι να ασκήσουν τις κρίσιμες οργανωτικές και διοικητικές αρμοδιότητές τους με κάποιο αίσθημα ευγνωμοσύνης γι' αυτούς που τους επέλεξαν - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι επιλεγέντες δείχνουν πάντοτε την προσδοκώμενη ευμένεια.

H συγκριτική συνταγματική εμπειρία δείχνει ότι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από διευρυμένα σώματα στα οποία συμμετέχουν κατά πλειοψηφία αιρετοί εκπρόσωποι των δικαστών αλλά και «λαϊκά μέλη» εκλεγόμενα από το Kοινοβούλιο με αυξημένη πλειοψηφία, είναι το σύστημα που διασφαλίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την εξωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Πρόκειται για το μοντέλο που εισήγαγε το ιταλικό Σύνταγμα και το οποίο υιοθετήθηκε στη συνέχεια από το ισπανικό και πορτογαλικό Σύνταγμα. Στις χώρες αυτές τα έτσι συγκροτούμενα ανώτατα δικαστικά συμβούλια αποτελούν τα όργανα διοίκησης της Δικαιοσύνης, ενώ ο ρόλος του υπουργού Δικαιοσύνης έχει περιοριστεί ουσιωδώς. Mάλιστα στην Iταλία η βαθμολογική και σε κάθε περίπτωση η μισθολογική εξέλιξη των δικαστών, εξαρτάται πλέον μόνο από την αρχαιότητα. Aυτό φαίνεται πολύ ρηξικέλευθο, στην πράξη όμως έχει διασφαλίσει σε πρωτόγνωρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα βαθμό την εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Xωρίς αυτές τις εγγυήσεις εξωτερικής και εσωτερικής ανεξαρτησίας καθώς και εκείνες που αφορούν την αυτόνομη λειτουργία των εισαγγελικών αρχών και την ανεξαρτησία τους από τον υπουργό Δικαιοσύνης, δεν θα ήταν δυνατή η επιχείρηση «καθαρά χέρια». Kατά μία άποψη βέβαια αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα στην Eλλάδα δεν είναι φύλακες της «δημόσιας αρετής» αλλά πολιτικούς που μπορούν να επιλύσουν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Θα συμμεριζόμασταν ευχαρίστως την άποψη αυτή, αν στην πολιτική και τη δημόσια σφαίρα κυριαρχούσε η νομιμότητα. Δυστυχώς όμως δεν είναι αυτή η ελληνική περίπτωση.

29/7/08

ΤΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΔΑΣΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29.07.2008

Πέρασε ήδη ένας χρόνος από τις καταστροφικότερες πυρκαγιές που έπληξαν ποτέ τη χώρα και ακόμη δεν έχουν αποσαφηνιστεί τα ακριβή αίτια, ούτε αποδόθηκαν συγκεκριμένες ευθύνες για ό,τι συνέβη. Η διερεύνηση των αιτιών και η απόδοση ευθυνών δεν έχουν ιδίως τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν προϋπόθεση τόσο για τη βελτίωση των μηχανισμών πρόληψης όσο και για την αποτελεσματικότερη καταστολή. Σήμερα, ανά πάσα στιγμή, ο δασικός πλούτος, περιουσίες και ανθρώπινες ζωές παραμένουν εκτεθειμένες σε νέες απειλές, καθώς δεν έχουν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην πυροπροστασία.

Ωστόσο στην καρδιά του προβλήματος της δασοπροστασίας δεν βρίσκεται ούτε η λειτουργία της Πυροσβεστικής, ούτε η επάρκεια των τεχνικών μέσων πυρόσβεσης, ούτε η έλλειψη εθελοντών που προσφέρονται να συνδράμουν. Ο πυρήνας των ελλειμμάτων εντοπίζεται πρωτίστως στη χαοτική θεσμική και διοικητική οργάνωση του κράτους.

Ενδεικτικός είναι κατ αρχάς ο κατακερματισμός του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, που αποτελείται από διάσπαρτες ρυθμίσεις σε 29 ετερόκλητα νομοθετήματα. Ακόμη χαρακτηριστικότερο εμφανίζεται το περιεχόμενο αυτών των νομοθετημάτων: στο έργο της πρόληψης των πυρκαγιών εμπλέκονται 45 διαφορετικές υπηρεσίες, στις οποίες έχουν κατανεμηθεί 9 αρμοδιότητες χωρίς να αποσαφηνίζονται επαρκώς ζητήματα συνεργιών και συντονισμού. Περαιτέρω, στο έργο της καταστολής-κατάσβεσης εμπλέκονται 20 υπηρεσίες, στις οποίες έχουν απονεμηθεί 16 αρμοδιότητες. Με βάση λοιπόν το υφιστάμενο πλαίσιο τα όρια δράσης και ευθύνης των εμπλεκόμενων στη δασοπροστασία παραμένουν συγκεχυμένα, με αποτέλεσμα τις αμοιβαία επιρριπτόμενες κατηγορίες και ευθύνες, αλλά και την αδυναμία αποτελεσματικής παρέμβασης. Πώς μπορούν να αναζητηθούν ευθύνες, για παράδειγμα, στο πεδίο του καθαρισμού των δασών, που αποσκοπεί στον περιορισμό του κινδύνου ανάφλεξης, τη στιγμή που εμπλέκονται 11 διαφορετικοί φορείς, μεταξύ των οποίων τα υπουργεία Άμυνας και Πολιτισμού, οι δήμοι, οι νομαρχίες, οι περιφέρειες κ.λπ.;

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι δεν έχει θεσμοθετηθεί ο «φάκελος καταστροφής», δηλαδή ο μηχανισμός συγκέντρωσης και αποτίμησης των στοιχείων που αφορούν τις πράξεις και παραλείψεις σε κάθε περίπτωση πυρκαγιάς. Μόνο μέσα από τη θεσμοθέτηση μίας τέτοιας συστηματικής έρευνας μπορεί να καταστεί εφικτό να αποσαφηνιστούν τα αίτια, να αποδοθούν ευθύνες και να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες διορθωτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος δασοπροστασίας. Η συστημική ανεπάρκεια του κράτους να παράσχει στους πολίτες του εγγυήσεις εσωτερικής ασφάλειας και να ενεργοποιήσει λυσιτελώς τους μηχανισμούς πολιτικής προστασίας, με ακραία εκδήλωση την αδυναμία συντονισμένης παρέμβασης μπροστά σε φυσικές καταστροφές, αποτελεί δείγμα ενός ευρύτερου ελλείμματος ως προς την ικανότητα διαχείρισης κρίσεων. Όλα τα προηγούμενα είναι γνωστά στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών, που φαίνεται αποφασισμένη για ριζικές τομές. Ας ελπίσουμε ότι ήρθε η ώρα να τελεσφορήσει η σχεδιαζόμενη οργανωτική αναδιάρθρωση στο κρίσιμο πεδίο της δασοπροστασίας και ότι δεν θα βιώσουμε αυτόν τον Αύγουστο μία νέα εθνική οικολογική καταστροφή.

28/7/08

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 28.07.2008

Πριν από λίγες ημέρες συμπληρώθηκαν 34 χρόνια από τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Επιφανειακά, τα 34 αυτά χρόνια ήταν η καλύτερη, από την άποψη της ομαλής λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών, περίοδος της νεοελληνικής Ιστορίας. Φαινόμενα όπως εκλογές βίας και νοθείας, επεμβάσεις του στρατού και των ανακτόρων στην πολιτική, καταστολή της ελευθερίας της έκφρασης και άλλων ατομικών δικαιωμάτων κ.λπ., που ενδημούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες, κυριολεκτικά εξαφανίσθηκαν. Παράλληλα η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ΟΝΕ, δηλαδή στον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού, και κατ επέκταση του παγκόσμιου, καπιταλισμού και γνώρισε μια χωρίς προηγούμενο οικονομική ανάπτυξη (έστω κι αν η τελευταία ωφελεί κυρίως συγκεκριμένες μερίδες του πληθυσμού και επιτυγχάνεται με δυσανάλογο περιβαλλοντικό κόστος).

Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια της αδιατάρακτης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και της καπιταλιστικής ευδαιμονίας, εξακολουθούν να υπάρχουν, ή και ενισχύονται, εξουσιαστικές δομές φεουδαρχικού χαρακτήρα, όπως η μεταλλαγμένη επιβίωση του δυναστικού συνδρόμου στην πολιτική ζωή. Παρά την κατάργηση της βασιλείας με το δημοψήφισμα του 1974, και συνεπώς της δυναστικής διαδοχής ως μεθόδου ανάδειξης του αρχηγού του κράτους, πολυάριθμες πολιτικές δυναστείες εξακολουθούν να κυριαρχούν στην παράξενη ελληνική δημοκρατία των γόνων. Η κυριαρχία των οικογενειακών δεσμών στη δόμηση της εξουσίας είναι όμως ένα από τα γνωρίσματα των φεουδαρχικών κοινωνικών σχηματισμών, απότοκο της ανυπαρξίας, στις κοινωνίες εκείνες, πολιτικών θεσμών γενικά. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα η οικογενειοκρατία είναι το αποτέλεσμα της ανυπαρξίας ειδικά ενός πολιτικού θεσμού, δηλαδή του δημοκρατικού (σε ό,τι αφορά την εσωτερική δομή και λειτουργία του) πολιτικού κόμματος.

Ένα περαιτέρω μεσαιωνικής-φεουδαρχικής προέλευσης χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι η σύζευξη εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας. Όχι μόνο δεν έχει επιτευχθεί, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο ουσιαστικός και αποτελεσματικός χωρισμός εκκλησίας και κράτους, αλλά παρατηρείται και μία εντεινόμενη μάλλον τάση μελών του ιερατείου για ευθεία ανάμειξη σε θεσμικά θέματα (π.χ. ταυτότητες), ή ακόμη και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής κ.ά. Τα φαινόμενα αυτά δεν συνδέονται μόνο με την ιδιοσυγκρασία συγκεκριμένων προσώπων, αλλά κυρίως με τη νοοτροπία του ποιμνίου της Εκκλησίας.

Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η σταδιακή σύντηξη της δημόσιας και της ιδιωτικής εξουσίας, αφού το αποτελεσματικότερο μέσο πλουτισμού στην Ελλάδα φαίνεται πως είναι η νομή, άμεσα ή έμμεσα, του κράτους. Η διαφθορά, μερικές πτυχές της οποίας αποκαλύπτονται όταν έρχονται στο φως της δημοσιότητας σκάνδαλα όπως το πρόσφατο της Siemens, δεν αποτελεί παθολογικό σύμπτωμα, αλλά οργανική ιδιότητα του πολιτικού συστήματος, σε μια χώρα όπου και ο «ιδιωτικός» τομέας είναι σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτος. Η αδυναμία σαφούς διάκρισης δημόσιου και ιδιωτικού είναι όμως κι αυτή διακριτικό της μεσαιωνικής φεουδαρχίας κι όχι της αστικής δημοκρατίας.

Ο εκφεουδαρχισμός του πολιτικού συστήματος σε μια κατά τα άλλα καπιταλιστική κοινωνία αποτελεί το ελληνικό παράδοξο του 21ου αιώνα. Η ανατροπή του είναι το ζητούμενο για τη δική μας γενιά και για εκείνες που έρχονται.

16/7/08

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.07.2008


Το τελευταίο στάδιο εξέλιξης της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση είναι... ο σταχανοβισμός: πάνω από όλα η παραγωγικότητα, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο κόστος της. Αυτό προκύπτει από την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου των υπουργών Εργασίας της ΕΕ, με την οποία αποφασίστηκε η τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, έτσι ώστε τα κράτη-μέλη να μπορούν να θεσπίσουν εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας 60 ωρών, σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι 65 ωρών. Όπως και σε άλλα θέματα κοινωνικής πολιτικής, έτσι και στο θέμα αυτό επικράτησε η νεοφιλελεύθερη γραμμή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία στην περίπτωση αυτή βρήκε συμμάχους τη Γαλλία και την Ιταλία.
Με την πρόταση της νέας οδηγίας, η οποία θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαφώνησαν μόνο πέντε χώρες - η Ισπανία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ουγγαρία και η Κύπρος. Σύμφωνα με τη νέα οδηγία, οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές θα μπορούν εφεξής να συμφωνούν «ελεύθερα» στην αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας από 48 ώρες σε 60 ώρες. Όπως ακριβώς συνέβαινε στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν από την κατάρτιση της πρώτης διεθνούς σύμβασης εργασίας (1919), με την οποία κατοχυρώθηκε ο κανόνας του 48ώρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Φαίνεται ότι στην Ευρώπη των «27» η μόνη δυνατή εκδοχή της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η σύγκλιση προς τα πιο χαμηλά στάνταρτ κοινωνικής προστασίας.
Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό είναι ότι η προϊούσα κοινωνική οπισθοδρόμηση στον τομέα των εργασιακών σχέσεων όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά αντίθετα επιταχύνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Σε τρεις πρόσφατες αποφάσεις του, τη Laval, τη Viking και τη Ruffert, το ΔΕΚ επαναπροσδιόρισε τα δικαιώματα των Ευρωπαίων εργαζομένων με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να εξαρτώνται πλήρως από τη λογική και τις αναγκαιότητες του οικονομικού συστήματος της ΕΕ, η εξυπηρέτηση του οποίου παίρνει πλέον απόλυτη προτεραιότητα σε σχέση με τη συνδικαλιστική ελευθερία, τη συλλογική αυτονομία, το δικαίωμα της απεργίας και την αρχή του κατώτατου ορίου μισθού. Συγκεκριμένα, στις δύο πρώτες αποφάσεις το ΔΕΚ θεώρησε ότι τα δικαιώματα της απεργίας και της συλλογικής διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να ασκούνται σε βάρος της ελευθερίας του ανταγωνισμού, ενώ στην τρίτη αναγνώρισε το δικαίωμα σε μια πολωνική εταιρεία, ανάδοχο δημόσιου έργου στη Γερμανία, να αμείβει τους αποσπασμένους στη Γερμανία εργαζομένους της με τον μισθό που προβλέπεται στην Πολωνία και όχι στη Γερμανία.
Είναι φανερό πια ότι τα όργανα διακυβέρνησης της ΕΕ με τη σύμπραξη πλέον και του ΔΕΚ θέλουν να αφαιρέσουν από το εργατικό δίκαιο τη «συνταγματική» του διάσταση και να επαναφέρουν τη σχέση εργασίας στα σχήματα του Αστικού Δικαίου, εκεί όπου η εργασία είναι απλώς ένα ανταλλάξιμο και εναλλάξιμο εμπόρευμα. Έτσι, όμως, έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με απαραβίαστες αρχές των εθνικών Συνταγμάτων. Από την έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των εθνικών Συνταγμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο.

15/7/08

Η ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15/07/2008

Διεμβόλισε τον δικομματισμό και μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην ανανέωση της Πολιτικής.
Οι συνθήκες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο πρόσφορες για τη στροφή του εκλογικού σώματος προς την Αριστερά. Η πολιτική τάξη βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα από τα σοβαρότερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης. Τα δύο κόμματα εξουσίας παραπαίουν μεταξύ κατηγοριών για διαφθορά στελεχών τους, αποκαλύψεων για έκνομες μεθόδους χρηματοδότησής τους και καθημερινών εσωτερικών αντιμαχιών. Η έκρηξη της ακρίβειας τροφοδοτείται τόσο από την προϊούσα διεθνή οικονομική κρίση όσο και από δομικές δυσλειτουργίες της ελληνικής αγοράς. Τα φαινόμενα φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης εντείνονται, ενώ η πραγματική ανεργία εκτοξεύεται σε επίπεδα που απειλούν την κοινωνική συνοχή. Η μεσαία τάξη συμπιέζεται και οι συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων μακράν απέχουν από το να χαρακτηριστούν ως αξιοπρεπείς.

Την ίδια ώρα οι παγιωμένες δυσλειτουργίες της ανώτατης εκπαίδευσης έχουν καταστεί αφορμή διαρκούς αναταραχής στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, η περίφημη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωσή της αποδεικνύεται ατελέσφορη, ενώ μια σειρά πολιτικών επιλογών πιστοποιεί ότι η κρίση στα πανεπιστήμια συνδέεται με τάσεις ιδιωτικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα στη χώρα μας έχει παύσει πλέον να λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας και σταδιακά μετατρέπεται σε μέσο αναπαραγωγής και διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν την απογοήτευση των πολιτών από τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Η ελληνική κοινωνία δεν προσδοκά βελτίωση των όρων διαβίωσης τα επόμενα χρόνια, αλλά αναμένει την επιδείνωσή τους. Οι νέοι αντιλαμβάνονται ότι το πτυχίο και οι μεταπτυχιακοί τίτλοι κατά κανόνα δεν διασφαλίζουν το επαγγελματικό τους μέλλον, ενώ συχνά δεν πιστοποιούν καν την απόκτηση επαρκών επιστημονικών ή τεχνολογικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Η γενιά των ανασφάλιστων και υποαμειβόμενων εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να εκφράζει με τον πιο ηχηρό τρόπο την απαξίωση έναντι των κομμάτων και των πολιτικών θεσμών. Εξάλλου, οι παλαιότερες γενιές δεν φαίνεται να εμπιστεύονται πλέον το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και βιώνουν ένα καθεστώς διαρκούς επαγγελματικής και οικονομικής ανασφάλειας.
Η Αριστερά εύλογα εμφανίζεται λοιπόν σημαντικά ενισχυμένη στις δημοσκοπήσεις. Υπό τις σημερινές συνθήκες το αντίθετο θα προκαλούσε έκπληξη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σε άλλες χώρες, όπως επί παραδείγματι στη Γερμανία, όπου το κόμμα της Αριστεράς (Linke) συνεχώς διευρύνει την επιρροή του απέναντι στον μεγάλο συνασπισμό των κομμάτων εξουσίας.
Παρά τα εμφανή ιδεολογικά ελλείμματα και την αδυναμία της να αρθρώσει έναν ολοκληρωμένο και συνεκτικό πολιτικό λόγο για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων δημόσιας πολιτικής, ιδίως για την κρίση του κοινωνικού κράτους σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, η Αριστερά ήδη έχει διεμβολίσει και στη χώρα μας το παραδοσιακό δικομματικό σκηνικό, έτσι ώστε η κυβερνητική αυτοδυναμία να εμφανίζεται άπιαστος στόχος για τα δύο κόμματα εξουσίας. Δεν μένει παρά να αποδειχθεί στην πράξη εάν η Αριστερά θα καταφέρει να αξιοποιήσει τη σημερινή πολιτική και κοινωνική συγκυρία για να συμβάλει στην ανανέωση της Πολιτικής ή θα εγκλωβιστεί στην κομματική εσωστρέφεια, τη διατύπωση ενός αμιγώς καταγγελτικού λόγου και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, χάνοντας άλλη μία ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει.

14/7/08

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
Κώστας Χρυσόγονος

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14/07/2008

Τι δείχνουν οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Siemens, η αδράνεια και οι πολιτικές συμπεριφορές;
Οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Siemens απλώς επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα πλειάδας εκθέσεων διεθνών οργανώσεων και οργανισμών σχετικά με ζητήματα διαφθοράς, που έχουν δημοσιοποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Όλα τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο πρόβλημα διαφθοράς, πολύ μεγαλύτερο από άλλα, συγκρίσιμα ευρωπαϊκά κράτη. Η όλη εξέλιξη του σκανδάλου Siemens αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό το πρόβλημα είναι δομικό, δηλαδή δεν αφορά μόνο συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο έχουν δομηθεί η κρατική εξουσία και το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας.
Σκανδαλώδης είναι, κατά πρώτο λόγο, η αδράνεια της Δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση της ποινικής πτυχής της υπόθεσης. Ενώ η ύπαρξη σωρείας παράνομων χρηματοδοτήσεων της Siemens είχε γίνει γνωστή στη Γερμανία από το 2006, οι ελληνικές εισαγγελικές αρχές συγκινήθηκαν μόλις πριν από λίγους μήνες. Και τότε, όμως, η έρευνα ανατέθηκε σε έναν και μόνο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος μάλιστα, όταν οι μάρτυρες αναφέρονταν αόριστα σε υπουργούς, «δίσταζε» να τους ρωτήσει περισσότερα και έτσι, από ό,τι φαίνεται, δεν κατόρθωσε (ή μήπως δεν επεδίωξε;) να εντοπίσει ποινικές ευθύνες εν ενεργεία πολιτικών. Και βέβαια σκανδαλώδες και απαράδεκτο είναι ότι δεν έχουν προφυλακιστεί και κυκλοφορούν ακόμη ελεύθεροι οι μεγαλοδιακινητές προμηθειών ανώτατοι υπάλληλοι της Siemens στην Ελλάδα. Όλα αυτά συνδέονται προφανώς με το πραγματικό έλλειμμα δικαστικής ανεξαρτησίας, εξωτερικής (έναντι της κυβέρνησης) αλλά και ιδίως εσωτερικής (έναντι των προϊσταμένων), που υπάρχει στον τόπο μας.
Σκανδαλώδης είναι, κατά δεύτερο λόγο, η αδράνεια των αρμόδιων διοικητικών οργάνων, όπως η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων του υπουργείου Οικονομικών και η Αρχή για την καταπολέμηση του «βρώμικου χρήματος», που φαίνεται ότι δεν έχουν τίποτα αντιληφθεί (ή μήπως δεν θέλουν να αντιληφθούν;) για το οργιώδες «ξέπλυμα» τέτοιου χρήματος, το οποίο συντελείται ανενόχλητα εδώ και χρόνια από τους δωρολήπτες. Αυτά συνδέονται με το ογκώδες έλλειμμα ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και αποτελεσματικότητας γενικά της δημόσιας διοίκησης στον τόπο αυτόν.
Σκανδαλώδης είναι, κατά τρίτο λόγο, η αναίδεια με την οποία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μεταβαπτίζει σε «παρρησία» το ακριβώς αντίθετό της, δηλαδή την άρνηση ανάληψης πολιτικής ευθύνης από τον υπουργό-εξάδελφο, ο οποίος, ως μη όφειλε, ανέπτυσσε κοινωνικές και οικογενειακές συναναστροφές με τον κύριο προμηθευτή της εποπτευόμενης από τον ίδιο μεγάλης δημόσιας επιχείρησης. Οπως επίσης σκανδαλώδης είναι η άρνηση του κληρονομικού ηγεμόνα του ΠΑΣΟΚ να συστήσει εσωτερική εξεταστική επιτροπή για να αποκαθαρίσει τα του οίκου του, αν και ο ίδιος απαιτεί τη σύσταση κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής για να διερευνηθούν οι ευθύνες της κυβέρνησης. Οι συμπεριφορές αυτές καταδεικνύουν κραυγαλέο έλλειμμα δημοκρατικού ήθους και χαρακτηριστική ασέβεια των εκλεγμένων αντιπροσώπων του απέναντι στον ελληνικό λαό.Από αυτόν και μόνο, τον κυρίαρχο λαό, μπορεί να προέλθει, με αρχή τις επερχόμενες ευρωεκλογές, η ανατροπή του οικογενειοκρατικού και φαυλοκρατικού πολιτικού συστήματος που λυμαίνεται τη χώρα, εξευτελίζοντας την ίδια την έννοια της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

3/7/08

Η ΓΕΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΜΗΝ ΓΕΝΝΗΣΕΙ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ
Γιώργος Κατρούγκαλος
Εφημερίδα "Απογευματινή", 3/07/2008

Γιατί το σκάνδαλο της SIEMENS δημιούργησε τόσο θόρυβο; Στη νοσηρή ατμόσφαιρα σκανδαλοθηρικού μιθριδατισμού που επικρατεί, αιφνιδίασε κανένα η αποκάλυψη για τις μίζες ή για το «μαύρο χρήμα» προς πολιτικούς και κόμματα; Νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος είναι ότι το σκάνδαλο αυτό δεν αφορά μόνον τους πολιτικούς και τα κόμματα, αλλά το σύνολο του πολιτικού και νομικού συστήματος της χώρας μας. Το σκάνδαλο SIEMENS θα έπρεπε να λέγεται σκάνδαλο C4-I, γιατί η γερμανική εταιρία ήταν απλώς ένας υπεργολάβος της αμερικανικής εταιρίας SAIC, αναδόχου του αμαρτωλού έργου. Αμαρτωλό πολλαπλά, γιατί δείχνει όλη την παθογένεια της πολιτικής ζωής της χώρας μας:
• Παθογένεια της αδυναμίας μας για ανεξάρτητη από πιέσεις εξωτερική πολιτική: Παραγγείλαμε ένα άχρηστο, κατά την ελληνική αστυνομία, σύστημα παρακολούθησης, γιατί αυτή ήταν η θέληση των ΗΠΑ, προκειμένου να άρουν τις επιφυλάξεις τους για την ασφαλή τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. (Κατά την υπογραφή της τελικής σύμβασης ήταν παρών ως μεγαλοπλασιέ και ο Πρεσβευτής κ. Charles Ries).
• Παθογένεια της εκτελεστικής εξουσίας: Αφήστε τις μίζες στην άκρη. Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο και παραδεχτεί ο τότε αρμόδιος υφυπουργός, η σύμβαση συνάφθηκε, σκόπιμα, με παράνομη διαδικασία (τις ειδικές διαδικασίες προμηθειών των ενόπλων δυνάμεων, ενώ επρόκειτο για σύστημα ασφαλείας). Με ευθύνη των αρμόδιων υπουργών και των δύο κυβερνητικών κομμάτων, το σύστημα αντί να είναι έτοιμο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, παραδόθηκε ημιτελές την 11-04-2005 και αντί να επιβληθούν ποινικές ρήτρες στους αμερικανογερμανούς αναδόχους για την καθυστέρηση και τις ελλείψεις, πληρώσαμε και 7.100.000 Ευρώ πάνω από την αρχική τιμή!
• Παθογένεια των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών και ελλείμματα της δικαστικής εξουσίας. Το χειρότερο με το σύστημα C4-I δεν είναι ούτε ότι ήταν αχρείαστο, ούτε ότι είναι πρακτικά άχρηστο για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, ούτε ότι πληρώσαμε χρυσή την άχρηστη αυτή αχρησία. Είναι ότι πρόκειται για ένα σύστημα συνεχούς παρακολούθησης του δημόσιου χώρου. Οι κάμερες του δεν σκοπεύουν μόνον τις διαδηλώσεις, αλλά και τα σπίτια, τα αυτοκίνητα και τους περιπάτους μας. Και η ιδιωτικότητα μας δεν προστατεύτηκε αποτελεσματικά ούτε από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ούτε από την δικαιοσύνη. Τα μέλη της πρώτης παραιτήθηκαν όταν οι αποφάσεις της ποδοπατήθηκαν από τον αναρμόδιο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αρχική αίτηση ακύρωσης ανέβαλε τη συζήτηση, ούτως ώστε να καταργηθεί η σχετική δίκη. Οι θεσμικοί φύλακες δεν μας φυλάνε πλέον.
• Παθογένεια της νομοθετικής εξουσίας: Το κοινοβούλιο επιβράβευσε τις εισαγγελικές αυθαιρεσίες για την παρακολούθηση του δημόσιου χώρου ψηφίζοντας έναν αντισυνταγματικό νόμο που επιβάλλει τον πανοπτικό έλεγχο του δημόσιου χώρου.
Η κρίση, λοιπόν, είναι γενική και μπορεί να γεννήσει γενικευμένη αναξιοπιστία. Το πολιτικό σκηνικό χρειάζεται ριζική ανατροπή, αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά ελπιδοφόρο: Ο μπερλουσκονισμός μπορεί να μην είναι μακριά. Ένα απομένει: Να αντιπαραβάλλουμε «στην απαισιοδοξία της γνώσης, την αισιοδοξία της δράσης».

2/7/08

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 2/07/2008

Από ένα φαινομενικά ελάσσονος σημασίας γεγονός μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τις αιτίες και τη φύση της κρίσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Όπως ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν χάσει πλέον την επαφή τους με την πραγματικότητα.
Έτσι, ακριβώς τη στιγμή που η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής τάξης είναι πιο έντονη από ποτέ άλλοτε, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ -με τη συνέργεια του ΛΑΟΣ- αποφάσισαν να «τακτοποιήσουν» τους μετακλητούς και τους αποσπασμένους υπαλλήλους της Βουλής, τους νυν αλλά... και τους επόμενους, μέχρι τη λήξη της βουλευτικής περιόδου. Χρησιμοποίησαν δηλαδή τον θεσμό της «αυτονομίας» της Βουλής ως μέσο άσκησης πολιτικής πατρωνίας. Το χειρότερο είναι όμως ότι τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ αδιαφόρησαν πλήρως για τη δημόσια κριτική εναντίον αυτής της «εναρμονισμένης» πρακτικής τους, επιβεβαιώνοντας τελικά την αυτοαναφορικότητα και την εναλλαξιμότητά τους στο πλαίσιο του πελατειακού κομματοκρατικού συστήματος που καθιερώθηκε στην Ελλάδα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Αλλά το σύστημα αυτό είναι πλέον ένας «γίγαντας με πήλινα πόδια». Στα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής της η ΝΔ κατάφερε να εξαντλήσει το αρχικό «ηθικό κεφάλαιό» της, υιοθετώντας όλες τις γνώριμες στην ελληνική πολιτική πελατειακές πρακτικές και επινοώντας καινούργιες (π.χ. τη γενικευμένη χρήση της συνέντευξης για τις προσλήψεις στο Δημόσιο). Ενα όχι ευκαταφρόνητο μέρος των εκλογέων της σίγουρα δεν είναι ενθουσιασμένο από αυτές τις πρακτικές.
Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ μόνο κατά περίπτωση απαρνείται το κομματοκρατικό παρελθόν του. Οι προγραμματικές του υποσχέσεις για την καταπολέμηση των πελατειακών πρακτικών έχουν προς το παρόν μόνο θεωρητική αξία, αφού το κόμμα αυτό βρίσκεται στην αντιπολίτευση, και δεν επαληθεύτηκαν πάντως στην περίπτωση της προνομιακής μεταχείρισης των υπαλλήλων της Βουλής - όπου μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ διαχώρισαν τη θέση τους. Εν τω μεταξύ, ο αρχηγός του έχει επιβάλει ένα καθεστώς «πειθαρχικής κομματοκρατίας» στο εσωτερικό του κόμματος, που ταιριάζει περισσότερο σε μονολιθικά κόμματα της κομμουνιστικής παράδοσης παρά σε ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό κόμμα. Άλλωστε, κατά την παρούσα φάση, φαίνεται ότι αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να διατηρήσει τον μονοπωλιακό έλεγχο ενός μέρους του εκλογικού σώματος παρά να κερδίσει τις επόμενες εκλογές. Όμως, από ένα σημαντικό μέρος των μελών και των εκλογέων του ΠΑΣΟΚ, ο μετασχηματισμός του σε ένα «προσωπικό κόμμα» δεν είναι πλέον υποφερτός.
Υπό αυτές τις συνθήκες ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης -τουλάχιστον 25% σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις- βρίσκεται σε πορεία εξόδου από τα δύο μεγάλα κόμματα, χωρίς να στρέφεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η επέκταση του οποίου φαίνεται ότι έχει φθάσει στα όριά της. Έτσι δημιουργούνται για πρώτη φορά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός «τρίτου πόλου», φιλελεύθερου - δημοκρατικού - σοσιαλιστικού, ο οποίος θα μπορούσε να δώσει -ίσως- μια νέα πνοή στην καθηλωμένη ελληνική πολιτική.

1/7/08

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ SIEMENS
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1/07/2008

Δεν χρειαζόταν ασφαλώς να προκύψει η υπόθεση Siemens για να απολέσει το πολιτικό σύστημα την αξιοπιστία του. Εδώ και αρκετά χρόνια οι έρευνες κοινής γνώμης έχουν αποδείξει ότι τα κόμματα ανήκουν στους μεγάλους χαμένους της κρίσης των θεσμών αντιπροσώπευσης. Η διάχυτη δυσθυμία των πολιτών απέναντι στα κόμματα και την πολιτική τάξη εκδηλώνεται με διαφόρους τρόπους, από τη μείωση της εγγραφής νέων μελών και την αδρανοποίηση των ενδοκομματικών συμμετοχικών λειτουργιών μέχρι την αύξηση του αριθμού των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων και τη διευρυνόμενη αποχή από τις εκλογικές αναμετρήσεις. Ταυτόχρονα οι πολίτες απαξιώνουν τα κόμματα ως φορείς παραγωγής νέων ιδεών και αμφισβητούν την ικανότητά τους, ιδίως των κομμάτων εξουσίας, να συμβάλουν όχι μόνο στην ανανέωση της πολιτικής ζωής αλλά και στην απλή διαχείριση των καθημερινών προβλημάτων.
Οι αποκαλύψεις ή οι ενδείξεις για εμπλοκή προβεβλημένων πολιτικών σε παράνομες οικονομικές συναλλαγές φαίνεται να εισάγουν νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά στη συζήτηση για τον εκφυλισμό της πολιτικής ζωής. Όσα θεωρούνταν πυροτεχνήματα του κίτρινου Τύπου υποστηρίζονται πλέον με σοβαρά στοιχεία. Ωστόσο, τι είναι αυτό που αποκαλύφθηκε και δεν το γνωρίζαμε; Ότι η πολιτική τάξη και τα κόμματα χρηματοδοτούνται αδρά από ιδιωτικά κέντρα οικονομικής ισχύος, χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο ή εγγυήσεις διαφάνειας; Ότι ο έλεγχος του πόθεν έσχες των πολιτικών είναι εντελώς προσχηματικός έως και ανύπαρκτος; Ότι προφανώς ούτε τα κόμματα ούτε οι υποψήφιοι για δημόσια αξιώματα καλύπτουν τις δαπάνες του εκλογικού τους αγώνα με τα οικονομικά μέσα που δηλώνουν; Ότι συμπτώματα διαφθοράς και αθέμιτες πρακτικές εκδηλώνονται σε ποικίλες συναλλαγές με το κράτος, από την επιλογή προσώπων μέχρι δημόσιους διαγωνισμούς;
Ποιο είναι, λοιπόν, το νέο που κομίζει το σκάνδαλο Siemens; Εντύπωση προκαλεί, βέβαια, το γεγονός ότι μια εταιρεία με το μέγεθος και το κύρος της Siemens δωροδοκούσε κρατικούς λειτουργούς για να επικρατήσει σε δημόσιους διαγωνισμούς. Αυτό δεν αποδεικνύει, πάντως, τίποτα άλλο πέραν του ότι ακόμα και πανίσχυροι ιδιωτικοί οργανισμοί δεν μπορούν να βασίζονται στον ανταγωνισμό για να επιβιώσουν. Αποδεικνύεται, επίσης, ότι οι κανόνες της ελεύθερης οικονομίας διαστρεβλώνονται διαρκώς από αθέμιτες συναλλαγές. Οι πολυδιαφημισμένοι από τα νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά ρεύματα νόμοι της αγοράς δεν είναι καν εκείνοι του ισχυρότερου, είναι οι νόμοι του πιο διεφθαρμένου. Νέο δεν είναι ούτε ότι το πολιτικό σύστημα τελεί σε εντεινόμενη κρίση. Το σκάνδαλο Siemens λειτούργησε απλώς ως καταλύτης για την αποκάλυψη ενός κοινού μυστικού: ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων και η εκλογή των βουλευτών και άλλων αιρετών προϋποθέτουν την εμπλοκή τους σε αθέμιτες ενέργειες, σε ένα πλαίσιο αμοιβαίας συνενοχής. Τελικά, το σκάνδαλο Siemens ίσως είναι μια ευκαιρία για να αντιστραφεί η έκπτωση του πολιτικού συστήματος, ξεκινώντας με παρεμβάσεις στα ζητήματα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, των εκλογικών δαπανών, του πόθεν έσχες των κρατικών λειτουργών και φτάνοντας μέχρι την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών και των δικαστικών αρχών. Χωρίς τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, ο συνδυασμός της διεθνούς οικονομικής κρίσης με την απαξίωση της πολιτικής θα μπορούσε να οδηγήσει την οργανωμένη κοινωνική συμβίωση σε ακραία φαινόμενα παρακμής.