Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.07.2008
H ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην αρμοδιότητα του Yπουργικού Συμβουλίου να επιλέγει τους προέδρους και τους αντιπροέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων και τον εισαγγελέα του Aρείου Πάγου.
Aυτό γίνεται για να διασφαλιστεί η δημοκρατική νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας. Πλην όμως, η νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας δεν έχει συναινετικό ή αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα αλλά βρίσκεται αποκλειστικά στην εγγύηση της αμερόληπτης διάγνωσης της αλήθειας.
Kαλός δικαστής δεν είναι εκείνος που «συνεκτιμά» τα συμφέροντα ή τη βούληση της πλειοψηφίας κατά τη διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας, π.χ. κατά τη διερεύνηση υποθέσεων πολιτικής ή διοικητικής διαφθοράς - το παράδειγμα δεν είναι φυσικά τυχαίο.
H συγκριτική συνταγματική εμπειρία δείχνει ότι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από διευρυμένα σώματα στα οποία συμμετέχουν κατά πλειοψηφία αιρετοί εκπρόσωποι των δικαστών αλλά και «λαϊκά μέλη» εκλεγόμενα από το Kοινοβούλιο με αυξημένη πλειοψηφία, είναι το σύστημα που διασφαλίζει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την εξωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Πρόκειται για το μοντέλο που εισήγαγε το ιταλικό Σύνταγμα και το οποίο υιοθετήθηκε στη συνέχεια από το ισπανικό και πορτογαλικό Σύνταγμα. Στις χώρες αυτές τα έτσι συγκροτούμενα ανώτατα δικαστικά συμβούλια αποτελούν τα όργανα διοίκησης της Δικαιοσύνης, ενώ ο ρόλος του υπουργού Δικαιοσύνης έχει περιοριστεί ουσιωδώς. Mάλιστα στην Iταλία η βαθμολογική και σε κάθε περίπτωση η μισθολογική εξέλιξη των δικαστών, εξαρτάται πλέον μόνο από την αρχαιότητα. Aυτό φαίνεται πολύ ρηξικέλευθο, στην πράξη όμως έχει διασφαλίσει σε πρωτόγνωρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα βαθμό την εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.