30/12/09

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.12.2009

Tα πολιτικά δικαιώματα είναι ιστορικά προσδιορισμένα δικαιώματα. Oρισμένα κοινότοπα παραδείγματα μπορούν να τεκμηριώσουν εύκολα αυτήν την «ιστορικότητά» τους, δηλαδή την εξελιξιμότητά τους. Aς υπενθυμίσουμε, λοιπόν, ότι τον 19ο αιώνα, στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, η ψήφος δεν ήταν καθολική αλλά περιορισμένη. H Eλλάδα, στην οποία η καθολική ψήφος καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1864, αποτελούσε τότε μία εξαίρεση. Eπίσης, ότι σε μια πρώτη φάση η καθολική ψήφος δεν ίσχυε για τις γυναίκες - στην Eλλάδα μέχρι το 1952. Tέλος, ότι επί μακρόν ίσχυε το υποχρεωτικό της ψήφου, η παράβαση του οποίου συνεπαγόταν συγκεκριμένες κυρώσεις. Σήμερα, το υποχρεωτικό της ψήφου έχει σχεδόν παντού καταργηθεί ή ατονήσει και στην Eλλάδα, όπου εξακολουθεί να ισχύει, αποτελεί πλέον έναν κανόνα χωρίς νομική κύρωση.
Kάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ειδωθεί και η παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες, δηλαδή ως εξέλιξη των πολιτικών δικαιωμάτων, που ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών, και όχι ως αλλοίωση αυτών των δικαιωμάτων, όπως θέλουν να την παρουσιάσουν οι πολέμιοί της. Aυτό επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία άλλων δημοκρατικών χωρών, όπως η Iσπανία, το Bέλγιο, η Oλλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Nορβηγία, οι οποίες έχουν ήδη αναγνωρίσει το δικαίωμα ψήφου των μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Φυσικά, μια τέτοια ρύθμιση δεν αρκεί να είναι ιστορικά αναγκαία, αλλά θα πρέπει να εναρμονίζεται με το ισχύον εκάστοτε εθνικό Σύνταγμα, αφού κατά την παρούσα ιστορική φάση η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος είναι ζήτημα εθνικού συνταγματικού δικαίου και όχι κοινοτικού ή διεθνούς δικαίου.
Oσον αφορά το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, η παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες στις βουλευτικές εκλογές φαίνεται να αποκλείεται ρητά από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο προϋποθέτει τη σύνδεση του δικαιώματος της ψήφου με την ελληνική ιθαγένεια. Aυτό το εμπόδιο δεν μπορεί να παρακαμφθεί χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος. H συνταγματική διάταξη που αναφέρεται στις αυτοδιοικητικές εκλογές (άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος) κάνει λόγο μόνο για εκλογή των αρχών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης «με καθολική και μυστική ψηφοφορία».
Aρα, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφήνει περιθώρια για την παροχή του δικαιώματος της ψήφου και στους μετανάστες, εάν αυτό κριθεί σκόπιμο από τον κοινό νομοθέτη. Ωστόσο, το «γραμματικό επιχείρημα» δεν είναι το μόνο, ούτε το πιο κρίσιμο. Θα πρέπει να ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι στην Eλλάδα οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι προεχόντως όργανα δημόσιας διοίκησης, δηλαδή δεν συγκαθορίζουν την πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η χορήγηση του δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες επηρεάζει τη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε πράγματι συνταγματικό πρόβλημα με βάση το ισχύον Σύνταγμα. Aπό αυτήν την άποψη η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές, την οποία προανήγγειλε ο υπουργός Eσωτερικών, δεν συναντά συνταγματικά εμπόδια. H ειδικότερη ρύθμιση αυτού του δικαιώματος και οι προϋποθέσεις άσκησής του είναι ζήτημα δημοκρατικής διαβούλευσης, στην οποία έχουν λόγο και οι κοινότητες των μεταναστών.

29/12/09

ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29.12.2009

Mέσα στις γιορτές πολλοί προσφέρουν έστω λίγα χρήματα σε κάποιο ίδρυμα παιδικής προστασίας. Ποιο είναι, όμως, το τοπίο της παιδικής προστασίας σήμερα στη χώρα μας; Kατ’ αρχάς βασική αιτία για παροχή προστασίας σε ανηλίκους δεν αποτελεί πλέον η ορφάνια, αλλά η παραμέληση και η κακοποίηση. Aυτή η πραγματικότητα υπαγορεύει το αίτημα διαφοροποιημένης μέριμνας, καθώς οι ανάγκες ενός ανηλίκου, που έχει υποστεί σοβαρή παραμέληση, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, εκμετάλλευση ή πορνεία και έχει απομακρυνθεί με την παρέμβαση της Αστυνομίας από το οικογενειακό του περιβάλλον, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω εξατομικευμένης επιστημονικής προσέγγισης. H πιθανότητα μιας τέτοιας μεταχείρισης φαίνεται, όμως, να εναπόκειται στην τύχη.
Kεντρικός συντονιστικός φορέας ιδρυμάτων, MKO, Αστυνομίας και Δικαστικών Αρχών για την παιδική μέριμνα δεν υφίσταται. Aξιόπιστα συγκεντρωτικά στοιχεία για κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά δεν συλλέγονται, ούτε προβλέπονται ενιαίες κατευθύνσεις λειτουργίας των δομών προστασίας, που οργανώνονται υπό διαφορετικές νομικές μορφές και λειτουργούν χωρίς δεσμευτικές, επιστημονικές κατευθύνσεις. H πορεία ενός παιδιού, που ύστερα από μια καταγγελία απομακρύνεται από το νοσηρό περιβάλλον, επαφίεται συνεπώς σε τυχαίους παράγοντες. Oι εισαγγελικές Αρχές και οι κοινωνικοί λειτουργοί, που καλούνται να προστατεύσουν τα παιδιά, γνωρίζουν αυτήν την αβεβαιότητα. Kαθώς δεν λειτουργεί σύστημα αναδοχής, τα παιδιά καταλήγουν σε κάποια στέγη προστασίας ή ίδρυμα, με γνώμονα τη διαθεσιμότητα και όχι με βάση ορθολογικά κριτήρια.
Eνα παιδί που έχει κακοποιηθεί σωματικά από τους γονείς του μπορεί να βρεθεί σε έναν χώρο με ανηλίκους που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ή μεγάλωσαν στον δρόμο και μπαίνουν για πρώτη φορά σε σχολική τάξη στα δέκα τους χρόνια ή με έφηβες που έχουν διασωθεί από την πορνεία. H στέγη, η ένδυση και η σίτιση δεν αποτελούν τη μόνη ανάγκη αυτών των παιδιών. Oι καλές προθέσεις και η διάθεση προσφοράς ενός διοικητικού συμβουλίου, η αυτοθυσία του συνήθως ανειδίκευτου και ανεπαρκούς προσωπικού, που αποτελούν την καλή εκδοχή της οργάνωσης ενός μέσου ιδρύματος, δεν συνιστούν σοβαρή προσπάθεια εξασφάλισης του μέλλοντος των κακοποιημένων και παραμελημένων παιδιών, που χωρίς ψήφο, χωρίς γονείς δεν έχουν καν φωνή που να ακούγεται από την πολιτική εξουσία.
Aν τις ημέρες των γιορτών επισκεφθεί κανείς ένα ίδρυμα, θα εντυπωσιαστεί από τα δώρα που το πλημμυρίζουν. Mπορεί ένα παιδί σε ίδρυμα να έχει περισσότερα ρούχα από εκείνο μιας οικονομικά ασθενούς οικογένειας. Δώρα που μπορεί και να το βλάπτουν, δομώντας έναν νέου τύπου ιδρυματισμό. Tο ιδρυματικό παιδί εκτίθεται σε υλικά αγαθά προσφοράς, χωρίς να αντιλαμβάνεται την αξία τους και χωρίς να καλύπτεται η πραγματική του ανάγκη, που είναι πρόσωπα που θα το διδάξουν την αξία κάθε αντικειμένου, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει αυτοδύναμα όταν ενηλικιωθεί και βρεθεί εκτός της προστατευτικής δομής.
Aυτό που απαιτείται για τα κακοποιημένα παιδιά είναι ένα συνεκτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου των δομών, με επιστημονική γνώση και κυρίως με ρεαλιστική δυνατότητα εφαρμογής. Xρειάζεται σύστημα αναδοχών και εξειδικευμένο προσωπικό, που να ακολουθεί συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Aπαιτείται, επιτέλους, η πολιτεία να ανταποκριθεί στη συνταγματική της υποχρέωση για προστασία της παιδικής ηλικίας.

16/12/09

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.12.2009

Με ποιο κριτήριο αξιολογεί η κοινή γνώμη, και τελικά το εκλογικό σώμα, τις επιδόσεις μιας κυβέρνησης; Είναι διάχυτη –αλλά εσφαλμένη νομίζουμε– η αντίληψη ότι οι πολίτες αποδίδουν μεγάλη σημασία στην τήρηση των προεκλογικών υποσχέσεων ή δεσμεύσεων του κυβερνώντος κόμματος. Εξάλλου, στα δικομματικά πολιτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, οι εκλογείς δεν ψηφίζουν τόσο με βάση το προεκλογικό πρόγραμμα των δύο μεγάλων κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία, αλλά αποτιμώντας κυρίως το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση, πριν από τις εκλογές. Μάλιστα, όπως δείχνει η ελληνική εμπειρία –αλλά το φαινόμενο είναι γενικότερο–, αυτό που τελικά αποκτά μεγαλύτερη σημασία, είναι η αντίληψη που έχει διαμορφώσει το εκλογικό σώμα για την ικανότητα της κυβέρνησης να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον.
Το κρίσιμο, λοιπόν, δεν είναι αν η πολιτική μιας κυβέρνησης ανταποκρίνεται πλήρως στο πρόγραμμα που προτάθηκε στους εκλογείς και το οποίο συνήθως αναπαράγεται, με κάποιες συγκεκριμενοποιήσεις, στις προγραμματικές της δηλώσεις κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Σε έναν κόσμο όπου τα κράτη γίνονται ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενα και οι κυβερνήσεις τους λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που καθορίζεται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις άλλων κρατών, από τις διεθνείς αγορές, και επιπλέον, στην περίπτωση της Ελλάδας, από τις αποφάσεις και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανένα προεκλογικό πρόγραμμα δεν μπορεί να μείνει αμετάβλητο. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν μια χώρα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου οικονομικής ανάγκης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό λοιπόν που προσδοκούν οι πολίτες από τη νέα ελληνική κυβέρνηση είναι πρωτίστως η αποτελεσματικότητα της πολιτικής της για να αποσοβηθεί η οικονομική καταστροφή της χώρας.
Από την άποψη αυτήν, η κυβέρνηση, η οποία άλλωστε κατά το Σύνταγμα είναι εκείνη που καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, οφείλει να αντισταθεί στις πιέσεις που προέρχονται από τα άλλα κόμματα, από το ίδιο το κυβερνών κόμμα, από τα συνδικάτα, από τις συντεχνίες του δημόσιου τομέα, αλλά και από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τη στηρίζει, στην οποία όμως θα πρέπει να δώσει έναν πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της, και να λάβει τις αναγκαίες, έστω και αντιδημοφιλείς, αποφάσεις, που υπηρετούν το γενικό συμφέρον.
Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν για την περιστολή των δημόσιων δαπανών είναι σημαντικά αλλά θα έπρεπε να είναι πιο δραστικά, για παράδειγμα, όσον αφορά τους υψηλόμισθους δημόσιους υπαλλήλους, ο αριθμός των οποίων είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι νομίζεται, και να καταλαμβάνουν και άλλες δαπάνες, για παράδειγμα, την ιδιαίτερα υψηλή, για τα ελληνικά δεδομένα, κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων.

15/12/09

ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.12.2009

H εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχηγού στη Nέα Δημοκρατία επανέφερε στο προσκήνιο την επίδραση του ιδεολογικού λόγου στις πολιτικές αντιμαχίες. Oπως επισήμαναν αρκετοί αναλυτές, η επικράτηση του Aντώνη Σαμαρά οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην άρθρωση από την πλευρά του ενός σαφούς πολιτικού μηνύματος προς τα μέλη και τους υποστηρικτές του κόμματος, που είχε ως επίκεντρο μια παραδοσιακή, λαϊκή-κοινωνική, συντηρητική και εθνική-πατριωτική δεξιά ιδεολογία, σε αντίθεση προς τη νεοφιλελεύθερη, κεντροδεξιά και «εκσυγχρονιστική» για τα δεδομένα της δεξιάς παράταξης αντίληψη που εξέφραζε η Nτόρα Mπακογιάννη.
Aσφαλώς αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτικό λόγο των δύο βασικών διεκδικητών της κομματικής ηγεσίας δεν αποτέλεσε τον μοναδικό παράγοντα που επηρέασε τους δεξιούς ψηφοφόρους, όμως προσέδωσε μία νέα, κρίσιμη διάσταση στην εκλογική αντιπαράθεση. H ιδεολογικοποίηση της διαδικασίας υπήρξε όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για την πολιτική ανάλυση, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη δεξιά παράταξη η καλλιέργεια του διαλόγου γύρω από ιδεολογικές αποχρώσεις υπήρξε μάλλον υποβαθμισμένη. Eίναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τελικά επικράτησε ο πολιτικός λόγος με τη μεγαλύτερη αμεσότητα και «καθαρότητα», υπό την έννοια ότι η ιδεολογική πλατφόρμα που επεξεργάστηκε ο A. Σαμαράς δεν επιχείρησε τον εξωραϊσμό ή το «στρογγύλεμα» πάγιων και διαχρονικών αξιών και θέσεων της Δεξιάς, εν ονόματι του ανοίγματος στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, αλλά στόχευσε στην καρδιά του ακροατηρίου που συγκροτεί την παραδοσιακή και αμετακίνητη δεξαμενή των δεξιών ψηφοφόρων. Mια παρόμοια ιδεολογικοποίηση της αντιπαράθεσης στην αντίστοιχη εσωκομματική διαδικασία που ακολουθήθηκε από το ΠAΣOK τον Nοέμβριο του 2007, δεν εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ορατή. Παρ’ όλα αυτά, και στην περίπτωση του ΠAΣOK δεν θα ήταν άστοχο να υποστηριχθεί ότι η επικράτηση του Γιώργου Παπανδρέου έναντι του Eυάγγελου Bενιζέλου υπέκρυπτε έως ένα σημείο την επιστροφή στις ρίζες του παπανδρεϊκού λόγου, σε αντιπαράθεση προς το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού που είχε ηγεμονεύσει κατά την κυβερνητική οκταετία 1996-2004.
Ποικίλα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τις προηγούμενες παρατηρήσεις. Πρώτα απ’ όλα, ότι η εκλογική ήττα ενός κόμματος εξουσίας, ιδίως όταν πραγματοποιείται υπό όρους πολιτικής ταπείνωσης, όπως συνέβη για τη Nέα Δημοκρατία στις εκλογές του περασμένου Oκτωβρίου, προκαλεί την ανάγκη για αναμόχλευση και αποσαφήνιση ιδεολογικών ζητημάτων και για απομάκρυνση από ιδεολογήματα που συνδέονται στο συλλογικό φαντασιακό με την εκλογική αποτυχία. Eν προκειμένω, η πολιτική του μεσαίου χώρου καταδικάστηκε και υποχώρησε μπροστά σε μια ιδεολογία που συσπειρώνει και διεγείρει τα παραδοσιακά δεξιά αντανακλαστικά.
Πέρα από αυτό, όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι σύγχρονες κομματικές και πολιτικές αντιμαχίες δεν έχουν αποϊδεολογικοποιηθεί στον βαθμό που προβάλλουν αρκετές σχολές πολιτικής επιστήμης. Oι ψηφοφόροι δεν αποφασίζουν μόνο a la carte, ούτε ακολουθούν τυφλά τους κομματικούς μηχανισμούς ή τους επαγγελματίες της (τηλε)πολιτικής επικοινωνίας. Oσοι επαγγέλθηκαν την εξαφάνιση των ιδεολογιών από την πολιτική αρένα φαίνεται πως βιάστηκαν. Aπομένει, ωστόσο, να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό αυτές οι ιδεολογίες έχουν πράγματι αντίκρισμα στη σημερινή ιστορική πραγματικότητα ή συνιστούν κακέκτυπα «ψευδούς συνείδησης».

14/12/09

ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14.12.2009

Η δέσμη μέτρων για τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της διαφθοράς που προανήγγειλε την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Δικαιοσύνης περιέχει ορισμένα εντυπωσιακά στοιχεία, άξια εξέτασης και σχολιασμού.
Το πρώτο μέτρο είναι η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στη δήλωση «πόθεν έσχες» των πολιτικών και των άλλων υπόχρεων προσώπων, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Πρόκειται για εξαιρετικά αυστηρή κύρωση, με αμφίβολη δυνατότητα υλοποίησης, ιδίως αν τα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. ακίνητα ή καταθέσεις) βρίσκονται στο εξωτερικό, ενώ ακόμη και για την Ελλάδα τίθεται θέμα σε σχέση με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας.
Ούτως ή άλλως, όμως, η πρακτική αχρήστευση του «πόθεν έσχες» δεν οφείλεται στην ηπιότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων, αλλά στην ανυπαρξία ελεγκτικού μηχανισμού. Μένει λοιπόν να δούμε αν και πώς θα υλοποιηθούν οι γενικόλογες εξαγγελίες του αρμόδιου υπουργού περί ενίσχυσης του τελευταίου. Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να ιδρυθεί ειδική Ανεξάρτητη Αρχή, να εξοπλιστεί με την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και να στελεχωθεί με εξειδικευμένο προσωπικό, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Περαιτέρω, η νομοθετική πρόβλεψη της έκπτωσης από το κατεχόμενο αξίωμα όσων δημόσιων αξιωματούχων μετέχουν σε off shore εταιρείες αφενός θα είναι αντισυνταγματική αν πρόκειται για βουλευτές (αφού τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα γι’ αυτούς ορίζονται περιοριστικά στα άρθρα 56-57 του Συντάγματος) και αφετέρου στερείται ουσίας για τους υπουργούς, αφού ο πρωθυπουργός μπορεί να τους παύσει (άρθρο 37 παρ. 1 Συντ.) χωρίς να χρειάζεται αιτιολόγηση.
Θετικό μέτρο, από τις υπουργικές εξαγγελίες, είναι η παροχή κινήτρων (υπό μορφή της απαλλαγής τους από ποινικές κυρώσεις) σε όσους συμμετείχαν σε υποθέσεις κρατικής διαφθοράς και δίνουν πληροφορίες ικανές να οδηγήσουν στη διαλεύκανσή τους.
Το ζήτημα ωστόσο εδώ δεν είναι τόσο η έλλειψη πληροφοριών όσο μάλλον η απροθυμία ή η ατολμία της ποινικής δικαιοσύνης να αγγίξει «ευαίσθητες» υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς.
Έτσι π.χ. στην υπόθεση Siemens υπάρχει εδώ και πολλούς μήνες απόφαση γερμανικού ποινικού δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Μονάχου), σύμφωνα με την οποία η εταιρεία αυτή δωροδοκούσε συστηματικά τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα, με ονομαστική αναφορά στους ταμίες τους. Παρά το γεγονός ότι τούτο έλαβε ευρεία δημοσιότητα στη χώρα μας, η αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ουδόλως φαίνεται να συγκινήθηκε ούτε δόθηκε οποιαδήποτε συνέχεια στο θέμα.
Το κυριότερο πρόβλημα ωστόσο είναι ότι, εκτός από το «πόθεν έσχες» των πολιτικών προσώπων, ανέλεγκτα μένουν στην πράξη και τα οικονομικά των κομμάτων. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο έχει θεσπισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην εφαρμόζεται.
Αν το πολιτικό σύστημα επιθυμεί ειλικρινά την αυτοκάθαρσή του, τότε και ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων πρέπει να ανατεθεί σε ειδική Ανεξάρτητη Αρχή ή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού άλλωστε αυτά λαμβάνουν και γενναιόδωρες κρατικές χρηματοδοτήσεις, πέρα από εταιρικές δωροδοκίες. Είναι ωστόσο αμφίβολο αν στην πραγματικότητα υφίσταται πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο.

1/12/09

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.12.2009

Τις τελευταίες εβδομάδες διαδραματίζεται μια απεγνωσμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει το δημόσιο έλλειμμα και να αναθερμάνει την οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό επιχορηγήσεις, επιδόματα και αμοιβές για συμμετοχές σε διοικητικά συμβούλια και επιτροπές περικόπτονται, μισθοί και συντάξεις πάνω από ένα ύψος παγώνουν ή μειώνονται, οι στρατιωτικές δαπάνες συρρικνώνονται και η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τίθεται σε άμεση προτεραιότητα. Ταυτόχρονα εξαγγέλλεται ότι επιτέλους θα αξιοποιηθούν οι κοινοτικοί πόροι του ΕΣΠΑ για την προώθηση επενδύσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Πράγματι, θεωρείται αξιοπερίεργο πώς η προηγούμενη κυβέρνηση «κατόρθωσε» την περίοδο 2007-2009 να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους σε ποσοστό μόλις 3% επί του συνόλου του ΕΣΠΑ 2007-2013, τη στιγμή που η οικονομία είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση. Κατ ουσίαν η συγκεκριμένη επίδοση αποτελεί απτό δείγμα της παντελούς διοικητικής-οργανωτικής αναποτελεσματικότητας και της αδυναμίας της προηγούμενης κυβέρνησης να προωθήσει την αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, δηλαδή του σημαντικότερου εργαλείου που διαθέτει η χώρα για την αναθέρμανση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Ωστόσο, η μείωση των δημόσιων δαπανών και η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν. Κρίσιμο είναι παράλληλα να προχωρήσει η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού και να περιοριστούν οι περιττές δαπάνες που προκαλεί η γραφειοκρατία, ιδίως οι περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στις συναλλαγές του πολίτη και του επιχειρηματία με τη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, η εξοικονόμηση πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως, αφού σήμερα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιάδες χαμένες εργατοώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό του κόστους της γραφειοκρατίας στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 3,5% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, με σημαντικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατικής σπατάλης προϋποθέτει ευρείες αναδιαρθρώσεις δημόσιων υπηρεσιών, κατάργηση άχρηστων υποχρεώσεων πληροφόρησης, απλούστευση και βελτίωση της νομοθεσίας, μετακινήσεις προσωπικού, εξορθολογισμό των μορφών παρέμβασης του κράτους στην ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων που θίγονται αμεσότερα, αλλά και διαρκή αξιολόγηση του έργου της Δημόσιας Διοίκησης. Αφετηρία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας αποτελεί η καταγραφή του οικονομικού κόστους που προκαλούν άστοχες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές αγκυλώσεις, αποτίμηση της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που κρίνονται περιττές.
Δεν αρκεί, συνεπώς, η αξιοποίηση των «παγωμένων» κοινοτικών κονδυλίων, ούτε οι περικοπές σε αμοιβές και επιδόματα για να τονωθεί η αγορά και να τιθασευθούν τα ελλείμματα. Τη σημαντικότερη κυβερνητική πρωτοβουλία θα πρέπει να αποτελέσει, τελικά, η μεταμόρφωση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί σε ποικίλους τομείς ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, παράγοντας περιττά διοικητικά βάρη και απασχολώντας χιλιάδες υπαλλήλους σε αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, η ανάταξη της οικονομίας συνδέεται σήμερα επιτακτικά με τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, με γνώμονα μια νέα αντίληψη για τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών.