16/7/08

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.07.2008


Το τελευταίο στάδιο εξέλιξης της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση είναι... ο σταχανοβισμός: πάνω από όλα η παραγωγικότητα, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο κόστος της. Αυτό προκύπτει από την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου των υπουργών Εργασίας της ΕΕ, με την οποία αποφασίστηκε η τροποποίηση της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, έτσι ώστε τα κράτη-μέλη να μπορούν να θεσπίσουν εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας 60 ωρών, σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι 65 ωρών. Όπως και σε άλλα θέματα κοινωνικής πολιτικής, έτσι και στο θέμα αυτό επικράτησε η νεοφιλελεύθερη γραμμή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία στην περίπτωση αυτή βρήκε συμμάχους τη Γαλλία και την Ιταλία.
Με την πρόταση της νέας οδηγίας, η οποία θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, διαφώνησαν μόνο πέντε χώρες - η Ισπανία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ουγγαρία και η Κύπρος. Σύμφωνα με τη νέα οδηγία, οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές θα μπορούν εφεξής να συμφωνούν «ελεύθερα» στην αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας από 48 ώρες σε 60 ώρες. Όπως ακριβώς συνέβαινε στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν από την κατάρτιση της πρώτης διεθνούς σύμβασης εργασίας (1919), με την οποία κατοχυρώθηκε ο κανόνας του 48ώρου εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Φαίνεται ότι στην Ευρώπη των «27» η μόνη δυνατή εκδοχή της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η σύγκλιση προς τα πιο χαμηλά στάνταρτ κοινωνικής προστασίας.
Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό είναι ότι η προϊούσα κοινωνική οπισθοδρόμηση στον τομέα των εργασιακών σχέσεων όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά αντίθετα επιταχύνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ). Σε τρεις πρόσφατες αποφάσεις του, τη Laval, τη Viking και τη Ruffert, το ΔΕΚ επαναπροσδιόρισε τα δικαιώματα των Ευρωπαίων εργαζομένων με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτά να εξαρτώνται πλήρως από τη λογική και τις αναγκαιότητες του οικονομικού συστήματος της ΕΕ, η εξυπηρέτηση του οποίου παίρνει πλέον απόλυτη προτεραιότητα σε σχέση με τη συνδικαλιστική ελευθερία, τη συλλογική αυτονομία, το δικαίωμα της απεργίας και την αρχή του κατώτατου ορίου μισθού. Συγκεκριμένα, στις δύο πρώτες αποφάσεις το ΔΕΚ θεώρησε ότι τα δικαιώματα της απεργίας και της συλλογικής διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να ασκούνται σε βάρος της ελευθερίας του ανταγωνισμού, ενώ στην τρίτη αναγνώρισε το δικαίωμα σε μια πολωνική εταιρεία, ανάδοχο δημόσιου έργου στη Γερμανία, να αμείβει τους αποσπασμένους στη Γερμανία εργαζομένους της με τον μισθό που προβλέπεται στην Πολωνία και όχι στη Γερμανία.
Είναι φανερό πια ότι τα όργανα διακυβέρνησης της ΕΕ με τη σύμπραξη πλέον και του ΔΕΚ θέλουν να αφαιρέσουν από το εργατικό δίκαιο τη «συνταγματική» του διάσταση και να επαναφέρουν τη σχέση εργασίας στα σχήματα του Αστικού Δικαίου, εκεί όπου η εργασία είναι απλώς ένα ανταλλάξιμο και εναλλάξιμο εμπόρευμα. Έτσι, όμως, έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με απαραβίαστες αρχές των εθνικών Συνταγμάτων. Από την έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των εθνικών Συνταγμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο.