26/6/08

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26/3/2008

Εδώ και αρκετά χρόνια οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα στο πεδίο των κοινωνικών πολιτικών έχουν ένα κοινό στοιχείο: οδηγούν όλες σε περικοπές των παροχών του κοινωνικού κράτους. Η κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης που αναδεικνύεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις σχετίζεται άμεσα με αυτό το στοιχείο. Φαίνεται να εδραιώνεται η πεποίθηση ότι η πολιτική αντιπροσώπευση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών όχι μόνο για την καλυτέρευση, αλλά έστω και για τη διατήρηση του επιπέδου διαβίωσής τους. Ίσως μάλιστα η διαφαινόμενη αλλαγή της αντίληψης των πολιτών για την οργάνωση της πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκφράζεται με την προτίμησή τους στις κυβερνήσεις συνεργασίας, υποδηλώνει κατά βάθος τον φόβο τους ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις μπορούν πιο εύκολα να προχωρήσουν σε ριζικές μεταρρυθμίσεις που θα μειώνουν τις δημόσιες παροχές οι οποίες συνδέονται με τα κοινωνικά δικαιώματά τους.
Σε μια τέτοια συγκυρία αναδεικνύεται η σημασία της καθιέρωσης στο Σύνταγμά μας, με την αναθεώρηση του 2001, της αρχής του κοινωνικού κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.). Όπως επεσήμανε ο γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας Ευ. Βενιζέλος στη Ζ Αναθεωρητική Βουλή, με τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους το ελληνικό Σύνταγμα «πήγε κόντρα στο ρεύμα». Το ρεύμα ήταν και είναι η απομείωση των κοινωνικών προστασιών. Κατοχυρώνοντας ρητά το ελληνικό Σύνταγμα την αρχή του κοινωνικού κράτους δεν αφήνει πλέον τα κοινωνικά δικαιώματα στο έλεος των πολιτικών πλειοψηφιών. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις στις κοινωνικές πολιτικές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι γίνεται πάντοτε σεβαστό το «ουσιώδες περιεχόμενο» των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό το «ουσιώδες περιεχόμενο» ανήκει πλέον στη σφαίρα του μη πολιτικά αποφασίσιμου, αποτελεί δηλαδή «άβατο» για τον κοινό νομοθέτη. Το γεγονός ότι τα συνδικάτα προανήγγειλαν ήδη δικαστικούς αγώνες εναντίον της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, ως προέκταση των κοινωνικών τους κινητοποιήσεων, δεν είναι τυχαίο. Η συνταγματική αρχή του κοινωνικού κράτους τα βοηθάει να διατηρήσουν, με την επίκληση του Συντάγματος εναντίον του νόμου, τουλάχιστον ένα μέρος των κοινωνικών προστασιών που αφαιρεί η νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Εξαρτάται βέβαια από την ευαισθησία των δικαστών και την ικανότητα των δικηγόρων και των νομικών συμβούλων των συνδικάτων να αναδείξουν το «ουσιώδες περιεχόμενο» του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και των άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων, στο οποίο δεν έχει πρόσβαση ο κοινός νομοθέτης. Αυτή είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική νομική επιστήμη στα χρόνια που έρχονται, εάν θέλει να συμβάλει ενεργητικά στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ήδη έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του αποκλεισμού των ασφαλισμένων του ΙΚΑ από τις υγειονομικές παροχές αυτού του Ταμείου, εάν δεν διαθέτουν 100 ένσημα ετησίως. Αυτή η πρόβλεψη του ασφαλιστικού νομοσχεδίου που χαρακτηρίζεται από ένα έλλειμμα ανθρωπισμού αποτελεί αρχετυπικό παράδειγμα παραβίασης του «ουσιώδους περιεχομένου» του δικαιώματος στην υγεία και της αρχής του κοινωνικού κράτους γενικότερα.
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24/03/2008

Το 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε άλλον έναν σταθμό στην πορεία συρρίκνωσής του. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: οι 1.020.000 ψηφοφόροι που συμμετείχαν στην ανάδειξη του σημερινού προέδρου στο αξίωμα αυτό τον Φεβρουάριο του 2004 περιορίσθηκαν στις 770.000 στην εκλογή του Νοεμβρίου 2007, ενώ στην πρόσφατη διαδικασία εκλογής των συνέδρων ψήφισαν μόλις 150.000. Παράλληλη με την ποσοτική είναι και η ποιοτική απαξίωση των διαδικασιών. Αμέσως μετά την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 2007, ο πρόεδρος προχώρησε σε εσωκομματικό πραξικόπημα, καταργώντας το καταστατικό και όλα τα εκλεγμένα όργανα του κόμματος και διορίζοντας μια επιτροπή από πρόσωπα της εμπιστοσύνης του προκειμένου να οργανώσει το 8ο Συνέδριο.
Σε αυτό συμμετείχαν περίπου 7.000 σύνεδροι, αριθμός τόσο μεγάλος ώστε να καθιστά εκ των προτέρων ανέφικτη την ανάπτυξη σοβαρού πολιτικού διαλόγου με ουσιαστική συμμετοχή των απλών συνέδρων. Από αυτούς, εξάλλου, μόνο τα 2/3 ήταν εκλεγμένοι, ενώ οι υπόλοιποι κλήθηκαν με βάση ετερόκλητα και όχι απολύτως διαφανή κριτήρια, με προφανή σκοπό να επιτευχθεί ο απόλυτος έλεγχος του Συνεδρίου από τον πρόεδρο. Επρόκειτο, με άλλες λέξεις, για διακωμώδηση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Και από επικοινωνιακή άποψη όμως το 8ο Συνέδριο αποτέλεσε ήττα για το ΠΑΣΟΚ, αφού κεντρικό πρόσωπο αναδείχθηκε παραδόξως ο πρόεδρος του Συνασπισμού!
Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ έχει ονοματεπώνυμο. Ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ανεπαρκής ως ομιλητής, σε τέτοιο σημείο ώστε μερικές φορές να μοιάζει περισσότερο με εκφωνητή έτοιμων κειμένων και λιγότερο με πολιτικό. Είναι ανεπαρκής γενικότερα ως ηγετική προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εμπνεύσει αυθόρμητο σεβασμό στους γύρω του και να αναγκάζεται να καταφεύγει σε διοικητικά μέτρα (με τελευταίο γραφικό παράδειγμα τον αποκλεισμό όλων των πρώην υπουργών και υφυπουργών από το Πολιτικό Συμβούλιο του κόμματος). Έχει προσωπικές πολιτικές πεποιθήσεις που, όταν τις εκδηλώνει (αντί, όπως συνήθως, να προσπαθεί να φανεί απλά αρεστός στους ακροατές του), τον φέρνουν σε αντίθεση με την ίδια τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, όπως π.χ. η πρότασή του για ανασφάλιστη εργασία των νέων, η άκριτη αποδοχή της αναθεώρησης του άρθρου 16, η δημόσια στήριξη του σχεδίου Ανάν κ.ά. Γι αυτό και βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία διατύπωσης μιας πειστικής πρότασης για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, η οποία να διαφέρει ουσιωδώς από εκείνη της Νέας Δημοκρατίας.
Το γεγονός ότι τον Νοέμβριο του 2007 εκμεταλλεύθηκε τη συναισθηματική προσκόλληση μεγάλης μερίδας της κομματικής βάσης στην παπανδρεϊκή πολιτική δυναστεία και παρέμεινε αγκιστρωμένος στη θέση του δεν αναιρεί αυτές τις αδυναμίες. Έτσι τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές βρίσκονται σε σταθερή πτώση, ενώ στις ευρωεκλογές του 2009 ενδέχεται, αν πιστέψουμε τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, να κατορθώσει ακόμα και το φαινομενικά ακατόρθωτο, δηλαδή να φέρει το κόμμα στην τρίτη θέση.Η αλλαγή στην προεδρία ασφαλώς δεν είναι ικανή από μόνη της να αντιστρέψει την πτωτική πορεία του ΠΑΣΟΚ. Είναι όμως αναγκαία για να αρχίσει οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ανάκαμψης.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΩΝ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11/03/2008

Η ελληνική κοινωνία έχει προ πολλού εισέλθει στην εποχή της ανασφάλειας. Σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων ερευνών, περίπου το 1/3 των Ελλήνων ζει σήμερα με λιγότερα από 480 ευρώ μηνιαίως. Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερα απ ό,τι στις επίσημες στατιστικές. Ο αριθμός των απόρων και των αστέγων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι αυτοκτονίες, ιδίως στην πιο παραγωγική ηλικιακή κλίμακα 25-45. Επιπλέον, ακόμη και για οικογένειες με εισόδημα υψηλότερο από τα όρια της φτώχειας, ένα πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους τους θεωρείται πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει σήμερα περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνταν αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι ο κόσμος των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων και των φτωχών, που απαρτίζουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας. Άνθρωποι που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή ακόμη και αν δεν ανήκουν στους λεγόμενους «απόλυτα φτωχούς», ωστόσο τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, συχνά αποκρύπτοντάς το για να αποφύγουν τον «κοινωνικό στιγματισμό». Στην πραγματικότητα αυτό που αποκλήθηκε «κοινωνία των 2/3» αποτελεί λοιπόν μια κοινωνία του 1/2. Πρόκειται για μια βαθιά ανασφάλεια που διακατέχει ακόμη και υψηλόμισθους εργαζομένους ως προς το εργασιακό τους μέλλον, αλλά και για την αγωνία των νέων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, διαθέτοντας συχνά τίτλους σπουδών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.
Δεν πρΗ ελληνική κοινωνία έχει προ πολλού εισέλθει στην εποχή της ανασφάλειας. Σύμφωνα με τα πορίσματα έγκυρων ερευνών, περίπου το 1/3 των Ελλήνων ζει σήμερα με λιγότερα από 480 ευρώ μηνιαίως. Τα πραγματικά ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης εμφανίζονται σημαντικά υψηλότερα απ ό,τι στις επίσημες στατιστικές. Ο αριθμός των απόρων και των αστέγων αυξάνεται ραγδαία, όπως και οι αυτοκτονίες, ιδίως στην πιο παραγωγική ηλικιακή κλίμακα 25-45. Επιπλέον, ακόμη και για οικογένειες με εισόδημα υψηλότερο από τα όρια της φτώχειας, ένα πρόβλημα υγείας κάποιου μέλους τους θεωρείται πιθανό να οδηγήσει σε οικονομική καταστροφή.
Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει σήμερα περιορισμένη πρόσβαση σε αγαθά που θεωρούνταν αυτονόητα στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Είναι ο κόσμος των ανέργων, των κοινωνικά αποκλεισμένων και των φτωχών, που απαρτίζουν περίπου το 1/3 των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας. Άνθρωποι που η φωνή τους δεν ακούγεται στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή ακόμη και αν δεν ανήκουν στους λεγόμενους «απόλυτα φτωχούς», ωστόσο τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, συχνά αποκρύπτοντάς το για να αποφύγουν τον «κοινωνικό στιγματισμό». Στην πραγματικότητα αυτό που αποκλήθηκε «κοινωνία των 2/3» αποτελεί λοιπόν μια κοινωνία του 1/2. Πρόκειται για μια βαθιά ανασφάλεια που διακατέχει ακόμη και υψηλόμισθους εργαζομένους ως προς το εργασιακό τους μέλλον, αλλά και για την αγωνία των νέων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, διαθέτοντας συχνά τίτλους σπουδών χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.
Δεν προκαλούν ασφαλώς έκπληξη η δυσπιστία και η απογοήτευση που εκφράζονται από την πλειονότητα των Ελλήνων απέναντι στον ρόλο του κράτους, αφού δεν αισθάνονται ότι η πολιτεία πρόκειται να τους προστατεύσει από τους κοινωνικούς κινδύνους που τους απειλούν. Στην εκτίμησή τους αυτή οι Έλληνες δεν σφάλλουν. Επιβεβαιώνονται από επιστημονικές μελέτες, αλλά και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομίας, που παραδέχεται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι παρ όλο που οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονται στο 26% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο και ο μέσος όρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο το κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα φάντασμα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού χαρακτηρίζονται ως ατελέσφορες ή ανεπαρκείς, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας χαμηλό και η πρόσβαση σε αυτές εξαιρετικά χρονοβόρα, δαπανηρή και συχνά «διαμεσολαβημένη».
Για το ήμισυ, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας η εμπιστοσύνη προς το κράτος και την πολιτική τάξη, αλλά και προς την «αόρατη χείρα» της αγοράς φαίνεται να έχει απολεσθεί. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική κοινωνική ευθύνη εκδηλώνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται συνήθως άμεσα αποτελέσματα για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που η υπερχρέωση των νοικοκυριών συνεχίζει να διογκώνεται. Όμως η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πέρα από τις κοινωνικές της επιπτώσεις, μπορεί να επιφέρει εκρηκτικές συνέπειες τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για την οικονομία.οκαλούν ασφαλώς έκπληξη η δυσπιστία και η απογοήτευση που εκφράζονται από την πλειονότητα των Ελλήνων απέναντι στον ρόλο του κράτους, αφού δεν αισθάνονται ότι η πολιτεία πρόκειται να τους προστατεύσει από τους κοινωνικούς κινδύνους που τους απειλούν. Στην εκτίμησή τους αυτή οι Έλληνες δεν σφάλλουν. Επιβεβαιώνονται από επιστημονικές μελέτες, αλλά και από το ίδιο το υπουργείο Οικονομίας, που παραδέχεται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη χώρα μας είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι παρ όλο που οι κοινωνικές δαπάνες ανέρχονται στο 26% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου όσο και ο μέσος όρος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο το κοινωνικό κράτος αποτελεί ένα φάντασμα. Οι πολιτικές καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού χαρακτηρίζονται ως ατελέσφορες ή ανεπαρκείς, το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας χαμηλό και η πρόσβαση σε αυτές εξαιρετικά χρονοβόρα, δαπανηρή και συχνά «διαμεσολαβημένη». Για το ήμισυ, τουλάχιστον, της ελληνικής κοινωνίας η εμπιστοσύνη προς το κράτος και την πολιτική τάξη, αλλά και προς την «αόρατη χείρα» της αγοράς φαίνεται να έχει απολεσθεί. Από την άλλη πλευρά, η εταιρική κοινωνική ευθύνη εκδηλώνεται κατά τρόπο που δεν συνεπάγεται συνήθως άμεσα αποτελέσματα για τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες, την ίδια στιγμή που η υπερχρέωση των νοικοκυριών συνεχίζει να διογκώνεται. Όμως η σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, πέρα από τις κοινωνικές της επιπτώσεις, μπορεί να επιφέρει εκρηκτικές συνέπειες τόσο για το πολιτικό σύστημα όσο και για την οικονομία.