28/6/08

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21/5/2008

Πολύς λόγος γίνεται πάλι για το άρθρο 16, αυτήν τη φορά όχι για την αναθεώρησή του, αλλά για το πλαίσιο των δυνατών ερμηνειών του, σχετικά με τους φορείς της ανώτατης εκπαίδευσης και τη νομική μορφή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εδώ τα πράγματα είναι άκρως ανελαστικά. Το άρθρο 16 απαγορεύει ρητά τη σύσταση Πανεπιστημίων και ΤΕΙ -που αποτελούν σήμερα τους δύο τομείς της ανώτατης εκπαίδευσης- από ιδιώτες και επιβάλλει υποχρεωτικά στα ιδρύματα αυτά την οργανωτική μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Υποστηρίχθηκε ότι υπήρξε νομοθετικό «προηγούμενο» ίδρυσης από το κράτος ενός Πανεπιστημίου υπό τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, συγκεκριμένα του «Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελληνικών Σπουδών» (ν. 2413/1996). Αυτό όμως, ανεξάρτητα από την ονομασία του, δεν ήταν ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα - Πανεπιστήμιο, υπό την έννοια του άρθρου 16 παρ. 5 του Συντάγματος, γι αυτό και ο ιδρυτικός νόμος του, ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ, δεν προέβλεπε την ισοτιμία του χορηγούμενου τίτλου σπουδών με πτυχίο πανεπιστημιακού ιδρύματος ανώτατης εκπαίδευσης.
Νέοι πανεπιστημιακοί θεσμοί, όπως το «Ελληνικό Πανεπιστήμιο της Ελλάδος» (ν. 3391/2005), χορηγούν τίτλους σπουδών αντίστοιχους και ισότιμους με εκείνους των άλλων Πανεπιστημίων, έχουν οργανωθεί όμως υπό τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Σωστά υποστηρίζεται ότι το άρθρο 16 δεν εμποδίζει τη σύσταση Πανεπιστημίων ή μεμονωμένων σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από άλλα, εκτός του κράτους, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή η Εκκλησία της Ελλάδος, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει νόμος που θα προβλέπει τη σχετική διοικητική διαδικασία, ότι η ίδρυσή τους θα γίνει με νόμο, ότι θα έχουν τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και ότι θα τηρούνται στα ιδρύματα αυτά οι αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Αυτή η δυνατότητα υπήρχε πάντοτε.
Αντίθετα είναι λάθος η άποψη ότι η ενσωμάτωση και εφαρμογή της νέας Οδηγίας 2005/36 θα οδηγήσει σε αχρησία το άρθρο 16. Το πτυχίο που θα χορηγούν τα συνεργαζόμενα, με Πανεπιστήμια άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εγχώρια «Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών», έστω κι αν πιστοποιείται από τα «μητρικά» αλλοδαπά ιδρύματα, ή και το πτυχίο που θα χορηγείται από αυτά τα τελευταία, έπειτα από τη φοίτηση που πραγματοποιήθηκε εν μέρει στην Ελλάδα, θα αναγνωρίζεται για επαγγελματικούς σκοπούς, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Οδηγίας 2005/36, όχι όμως και για ακαδημαϊκούς σκοπούς, αφού κάτι τέτοιο θα προσκρούει στο άρθρο 16. Το πτυχίο αυτό δεν θα παρέχει στον κάτοχό του όλες τις νομικές δυνατότητες που παρέχει το πτυχίο των ελληνικών Πανεπιστημίων, π.χ. συμμετοχή σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ή πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα.
Σίγουρα αυτό που δεν εμποδίζεται από το άρθρο 16 είναι η αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με ανάλογη, φυσικά, οικονομική ενίσχυση των ιδρυμάτων που θα επιφορτισθούν με αυτήν την ευθύνη. Δεν θα μπορούσαμε εδώ να μη σημειώσουμε ότι τα τελευταία χρόνια είχαμε, αντίθετα, μείωση αυτού του αριθμού. Σε αυτό όμως δεν έφταιγε το άρθρο 16.

Η ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20/05/2008

Ποιον εξυπηρετεί η απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου; Πού οφείλονται οι επιθέσεις που δέχεται από διαφορετικές πλευρές; Γιατί επέλεξε τη συγκεκριμένη περίοδο ο υπ. Παιδείας για να διατυπώσει οξεία κριτική ως προς τη λειτουργία των πανεπιστημίων, το διδακτικό τους προσωπικό και τους συνδικαλιστικούς φορείς των πανεπιστημιακών, αλλά και για να «απειλήσει» με διακοπή της χρηματοδότησης εφόσον δεν εφαρμοστούν οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν πριν από έναν χρόνο;
Είναι αναμφισβήτητο ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη καμπή. Κατ αρχάς, επειδή δεν μπορεί πλέον να αντλεί κύρος από το μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης. Η «αγορά» υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης έχει ανοίξει. Δεν είναι μόνο τα ιδιωτικά κολέγια, που πλέον με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο χορηγούν πτυχία με επαγγελματική ισοτιμία, αλλά και το γεγονός ότι έχει προχωρήσει η συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, που διευκολύνει ακόμη περισσότερο τη φοιτητική μετανάστευση. Επιπλέον, οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί κάτι ακόμα: Η κοινωνία δεν πιστεύει πια στο «μαγικό πτυχίο», καθώς έχει αφομοιώσει πλήρως ότι δεν αρκεί για την επαγγελματική εξασφάλιση. Οι στρατιές άνεργων και υποαμειβόμενων πτυχιούχων δεν επιτρέπουν σήμερα καμία αυταπάτη.
Πέρα όμως από τις εξωτερικές μεταβολές, το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει εξαντλήσει προ πολλού τη δυναμική που ανέπτυξε τις δεκαετίες του 80 και του 90, όταν επεδίωξε δύο κυρίως στόχους: Τον εκδημοκρατισμό και το άνοιγμά του σε νέους επιστήμονες, με τον νόμο-πλαίσιο του 1982, και εν συνεχεία με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων και τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών Τμημάτων σε όλη τη χώρα. Ομως τα δύο αυτά σημαντικά εγχειρήματα παρουσίασαν στην πορεία αρκετές παρεκκλίσεις και «παρενέργειες»: Υπαλληλοποίηση διδασκόντων και βόλεμα διδασκομένων, ασφυκτικός κρατικός έλεγχος, περιορισμός κάθε πρωτοβουλιακότητας και καινοτομίας, ομογενοποίηση προς τα κάτω, ποικίλες συναλλαγές, άμβλυνση των ακαδημαϊκών αντανακλαστικών, ίδρυση Τμημάτων με αντικείμενα εκτός τόπου και χρόνου. Σε τελική ανάλυση, γραφειοκρατικοποίηση των δομών και αποστέωση από την πραγματική πανεπιστημιακή αποστολή, δηλαδή την παραγωγή νέας γνώσης και τη διαμόρφωση σκεπτόμενων και με επαγγελματικές δεξιότητες ανθρώπων.
Το δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να αλλάξει, πριν απολέσει πλήρως τη νομιμοποίηση και το συμβολικό αλλά και το ακαδημαϊκό του κεφάλαιο. Δεν θα αλλάξει ούτε με καταστροφολογική κριτική, ούτε με υπουργικές απειλές ή δήθεν μεταρρυθμιστικούς νόμους που ανακυκλώνουν προβλήματα, ούτε με φοιτητικούς τσαμπουκάδες, ούτε με έναν βαθιά συντηρητικό, ψευδοαριστερό λόγο, που αποσκοπεί στη διασφάλιση κεκτημένων προνομίων και στην αναπαραγωγή νοσηρών νοοτροπιών. Αν δεν ξεκινήσει ένας ανοιχτός και απροκατάληπτος διάλογος για όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, η απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου θα εξελιχθεί σε διεύρυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και των χαμηλής ποιότητας εκπαιδευτικών-ερευνητικών αποτελεσμάτων, σε ακόμη μεγαλύτερους αριθμούς άνεργων και απογοητευμένων πτυχιούχων, αλλά και στην εντεινόμενη οργή της ελληνικής κοινωνίας.

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 19/05/2008

Δημοσιογραφικές έρευνες που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε πολλά είδη ευρείας κατανάλωσης, που αποτελούν το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς», οι τιμές στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερες από ό,τι σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία κ.λπ. Πρόκειται για ένα διαχρονικό παράδοξο, αφού το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα, και άρα η αγοραστική δύναμη του μέσου καταναλωτή, βρίσκεται σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα από ό,τι στα κράτη αυτά της Δυτικής Ευρώπης. Μικρότερα όμως είναι στην Ελλάδα και τα κόστη των επιχειρήσεων για την προώθηση και διάθεση των προϊόντων, αφού τόσο οι μισθοί των εργαζομένων όσο και οι τιμές των υγρών καυσίμων βρίσκονται αρκετά κάτω από τα δυτικοευρωπαϊκά επίπεδα.
Η μόνη λογική εξήγηση είναι λοιπόν ότι οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αποκομίζουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, μέσω εναρμονισμένων πρακτικών (δηλαδή άτυπων μεταξύ τους συμφωνιών) σχετικά με τις τιμές, σε βάρος του καταναλωτικού κοινού. Οι εναρμονισμένες πρακτικές μπορούν να επιτευχθούν εδώ ευκολότερα από ό,τι στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, αφενός λόγω της σχετικής γεωγραφικής απομόνωσης της χώρας και αφετέρου λόγω του μικρού μεγέθους της ελληνικής αγοράς, αλλά και της επικράτησης ολιγοπωλιακών συνθηκών με την ανοχή του κράτους.
Βέβαια οι εναρμονισμένες πρακτικές και η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των επιχειρήσεων στην αγορά απαγορεύονται τόσο από την ελληνική όσο και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, με την απειλή μάλιστα αυστηρών κυρώσεων. Την αρμοδιότητα για την εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής επωμίζεται μια ανεξάρτητη αρχή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ωστόσο, τα μέλη της τελευταίας δεν είναι αποκλειστικής απασχόλησης ούτε αμείβονται επαρκώς, ενώ η στελέχωση της Επιτροπής με υπαλληλικό προσωπικό και η υλικοτεχνική υποδομή της είναι ελλιπέστατες. Πέρα από τις αντικειμενικές αυτές αδυναμίες όμως, φαίνεται ότι υπάρχουν και άλλου είδους προβλήματα, όπως η γνωστή ως «το σκάνδαλο των κουμπάρων» υπόθεση δωροδοκιών, εκβιασμών κ.λπ., που εκκρεμεί ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Την τελική ευθύνη για όλα αυτά την έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, και κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα, που εναλλάσσονται στην εξουσία και μας θυμίζουν με τη συμπεριφορά τους τον σαββοπουλικό στίχο «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα». Οι κυβερνήσεις και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ποτέ δεν θέλησαν να υπάρξει πραγματικός έλεγχος στην αγορά και πραγματική προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή τελικά των συμφερόντων του καταναλωτή. Και τούτο διότι, εάν το ήθελαν, θα μπορούσαν να είχαν οργανώσει, στελεχώσει και χρηματοδοτήσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της. Το ζήτημα τελικά είναι η αδιαφάνεια των πηγών χρηματοδότησης και τα τεράστια ελλείμματα εσωκομματικής δημοκρατίας των οικογενειοκρατικών κομματικών σχηματισμών που νέμονται επί δεκαετίες την κρατική εξουσία και καταλήγουν να καθιστούν προβληματική, ή ενίοτε και προσχηματική, τη λειτουργία συνολικά των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα.

ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 06/05/2008

Κανένα κοινωνικό πρόβλημα δεν είναι σήμερα τόσο σύνθετο, οξύ και πολυδιάστατο όσο η ανεργία. Ακόμη και η μέτρησή της κρύβει παγίδες. Πώς καταμετρώνται όσοι δεν έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, ιδίως οι άνεργοι νέοι πτυχιούχοι; Γιατί δεν υπολογίζονται εκείνοι που κατορθώνουν να εργαστούν ελάχιστες ώρες κάθε μήνα, αλλά καταγράφονται ως εργαζόμενοι; Πώς καταμετρώνται όσοι δεν έχουν σταθερή, τυπική σχέση εργασίας και διάγουν σε καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας και υποαπασχόλησης; Πού κατατάσσονται όσοι εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες, αλλά κατ ουσίαν βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ μερικής, συγκεκαλυμμένης εξαρτημένης εργασίας και διαρκούς αναζήτησης περιοδικής απασχόλησης; Πώς υπολογίζονται και σε ποια κατηγορία εντάσσονται εκείνοι που η αμοιβή για την εργασία που προσφέρουν δεν επαρκεί για να καλύψουν στοιχειώδεις βιοτικές ανάγκες τους;
Ασφαλώς αν ληφθούν υπόψη όλοι όσοι τελούν σε μία από τις προηγούμενες καταστάσεις, η εικόνα και τα μεγέθη της απασχόλησης αποδεικνύεται ότι είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που εμφανίζονται στις επίσημες στατιστικές. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Για να αποκτήσει κανείς πλήρη εικόνα της ανεργίας και των συνεπειών της οφείλει να προχωρήσει πέρα από την οικονομική και την κοινωνική διάσταση. Η αποδόμηση της προσωπικότητας, αυτό που έχει εύγλωττα αποκληθεί «οδύνη των ανέργων», το αίσθημα εγκατάλειψης και ανημπόριας, η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης, έχουν συντριπτικά αποτελέσματα. Δεν είναι βέβαια δύσκολο για ορισμένους να επιχειρηματολογούν υπέρ της ενίσχυσης της ευελιξίας στην απασχόληση. Ως γνωστόν, άλλωστε, η επόμενη κυβερνητική «μεταρρύθμιση» έχει εξαγγελθεί στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Όμως για ποια ευελιξία μπορεί να γίνεται λόγος, εάν δεν αναδειχθεί προηγουμένως η πραγματική κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας; Τι θα σήμαινε επέκταση της μερικής απασχόλησης στη χώρα μας, τη στιγμή που τα επίπεδα του βασικού μισθού είναι τόσο χαμηλά; Πώς υποστηρίζεται η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, όταν τα επιδόματα ανεργίας είναι σήμερα υποτυπώδη; Τι θα σήμαινε, όπως έχει επίσης προταθεί, διευκόλυνση των απολύσεων για τις επιχειρήσεις, όταν δεν υφίστανται σοβαρές ενεργητικές πολιτικές επαναπροώθησης στην εργασία, ενώ ταυτόχρονα απουσιάζει η κατοχύρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος;
Δεν είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στην οδύνη και την οργή των ανέργων, των υποαπασχολούμενων, των υποαμειβόμενων, των κοινωνικά αποκλεισμένων. Η πολιτική τάξη και οι σχεδιαστές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι επικίνδυνο να επιχειρούν ασκήσεις επί χάρτου ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας, αγνοώντας βασικές προϋποθέσεις της εργασιακής ειρήνης. Η ελληνική αγορά εργασίας δεν χρειάζεται απορρύθμιση και ευελιξία, αλλά ρύθμιση, κοινωνική προστασία και αποτελεσματικό κρατικό έλεγχο των ποικίλων πρακτικών εργασιακού μεσαίωνα, όπως η ασύδοτη εφαρμογή του δανεισμού εργαζομένων και η απροκάλυπτη εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Υγιής οικονομία δεν σημαίνει μόνο υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά και σεβασμό της αξίας και της αξιοπρέπειας των εργαζομένων.

Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 5/5/2008

Η αλματώδης άνοδος στις διεθνείς τιμές των τροφίμων έχει προκαλέσει τις τελευταίες εβδομάδες βίαιες ταραχές σε πολλές φτωχές χώρες του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου», στις οποίες το φάσμα της πείνας κάνει απειλητική την εμφάνισή του. Η εξίσου αλματώδης άνοδος, εδώ και αρκετούς μήνες, στις διεθνείς τιμές των καυσίμων προκαλεί ρίγη ανησυχίας στις πλούσιες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, καθώς η οικονομική ύφεση φαίνεται να βρίσκεται πια προ των πυλών. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι όλα αυτά δεν αποτελούν παροδικά φαινόμενα, οφειλόμενα σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά επιμέρους συμπτώματα της δομικής κρίσης της παγκόσμιας οικονομίας, που θα εκδηλωθεί με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα τα επόμενα χρόνια. Το καπιταλιστικό σύστημα φτάνει πια στα όριά του.
Το σύστημα αυτό οδήγησε την ανθρωπότητα σε πρωτόγνωρα στην ιστορία της επίπεδα παραγωγής και πληθυσμού και την αστική τάξη των καπιταλιστικών μητροπόλεων σε μια υλική ευημερία χωρίς προηγούμενο. Τα επιτεύγματά του στηρίχθηκαν όμως στην κατασπατάληση του φυσικού κεφαλαίου του πλανήτη, με «παράπλευρο» κόστος την παγκόσμια ατμοσφαιρική και κλιματική αλλαγή, την ταπείνωση του υδροφόρου ορίζοντα, την αποψίλωση των δασών, την καταστροφική μείωση της βιοποικιλότητας και την προϊούσα ερημοποίηση της γης. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες, που όμως σπεύδει να τις ακολουθήσει τώρα ο υπόλοιπος κόσμος και ιδίως οι ασιατικοί γίγαντες (Κίνα και Ινδία), έκθαμβος από την απατηλή λάμψη του καπιταλιστικού ονείρου.
Η υπόθεση, ωστόσο, ότι το παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνο των δυτικών χωρών είναι μια επικίνδυνη ουτοπία, επειδή αγνοεί το πεπερασμένο μέγεθος των φυσικών πόρων του πλανήτη μας. Οι διαστάσεις εξάλλου του προβλήματος είναι τέτοιες, ώστε η τεχνολογική πρόοδος να μην μπορεί να δώσει οποιαδήποτε έγκαιρη λύση. Η ανθρωπότητα ολόκληρη επιταχύνει όχι προς την «ανάπτυξη», όπως εσφαλμένα την αντιλαμβάνεται το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο, αλλά προς τον τοίχο της έλλειψης ορυκτών και ενέργειας και τελικά τροφής και πόσιμου νερού.
Στην εξέλιξη του 21ου αιώνα η λύση θα μπορούσε να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση ενός ανανεωμένου δημοκρατικού σοσιαλισμού σε οικολογική βάση. Η αδηφάγος «ιδιωτική πρωτοβουλία» πρέπει να υποταχθεί σε κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, με κύρια στόχευση όχι τη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Οι ατομικοί και οι εθνικοί εγωισμοί και ανταγωνισμοί πρέπει να υποταχθούν στην αναζήτηση του κοινού, γενικού συμφέροντος της ανθρωπότητας, το οποίο συνίσταται στον έλεγχο του παγκόσμιου υπερπληθυσμού και στην ισορροπημένη, βιώσιμη ανάπτυξη.
Νέοι δείκτες προόδου πρέπει να βρεθούν για τη μέτρηση της πνευματικής και ηθικής ανάπτυξης του ανθρώπου και του σεβασμού στη φύση. Οι άνθρωποι, και η ανθρωπότητα ως σύνολο, χρειάζεται να βρούμε το μέτρο, στην απώλεια του οποίου μας έχει οδηγήσει η φρενίτιδα του καπιταλισμού.