8/9/08

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.9.2008

Στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα της προηγούμενης εβδομάδας κυριάρχησαν, παράλληλα με τη σχεδιαζόμενη κυβερνητική φοροεπιδρομή σε βάρος κυρίως των μεσαίων και κατώτερων εισοδημάτων, οι καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί νοθείας στην ψηφοφορία της Βουλής, τον περασμένο Μάιο, σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Βέβαια η αναθεώρηση του 2008 ήταν τελικά εντελώς ανούσια, αφού περιορίστηκε σε ελάχιστες και μάλλον ασήμαντες τροποποιήσεις του ισχύοντος Συντάγματος, λόγω της αποχώρησης του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία και της αδυναμίας να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή 180 βουλευτών). Παρά ταύτα κάθε συνταγματική αναθεώρηση δεν παύει να αποτελεί κορυφαία πολιτειακή διαδικασία και η ενδεχόμενη νόθευσή της συνιστά εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο συνταγματικής ανωμαλίας.
Το τι πραγματικά συνέβη αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενης πολιτικής αντιδικίας και πάντως δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί με βάση απλές δημοσιογραφικές πληροφορίες, εφόσον δεν υπάρχει έγκυρη και ενδελεχής δικαστική διερεύνηση του θέματος. Τέτοια διερεύνηση δεν είναι όμως εφικτή, αφού το θέμα ανάγεται στα λεγόμενα interna corporis της Βουλής, δηλαδή στις εσωτερικές διαδικασίες της, για τις οποίες δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Ένας τέτοιος έλεγχος μπορούσε και έπρεπε να ανήκει στις αρμοδιότητες ενός ειδικού συνταγματικού δικαιοδοτικού οργάνου, όπως εκείνα που υπάρχουν στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως με την ονομασία Συνταγματικό Δικαστήριο (όπως π.χ. στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία κ.ά.) ή κάποια άλλη παρεμφερή (π.χ. Συνταγματικό Συμβούλιο στη Γαλλία).
Η μη πρόβλεψη στο ισχύον Σύνταγμα ενός παρόμοιου δικαιοδοτικού οργάνου έχει ως συνέπεια ότι μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, σχετικά με τον τρόπο ανάδειξης και άσκησης των αρμοδιοτήτων των κυριότερων κρατικών οργάνων, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή και η κυβέρνηση, δεν μπορούν να αχθούν σε δικαιοδοτική κρίση, ώστε να εκτονωθεί η προκαλούμενη από αυτά πολιτική αντιπαράθεση. Παρόμοια ζητήματα είχαν αναφυεί πριν από τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975, όπως π.χ. η διαφωνία βασιλιά και πρωθυπουργού (Γεωργίου Παπανδρέου) για την ανάληψη από τον τελευταίο και του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, το 1965, αλλά εξακολούθησαν να ανακύπτουν και αργότερα, όπως π.χ. η περιβόητη «ψήφος Αλευρά» το 1985. Οι συνέπειες μπορούν να φθάσουν ενίοτε έως το σημείο της πολιτειακής κρίσης και, από την άποψη αυτή, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι υφίσταται ένα σοβαρό έλλειμμα στο ελληνικό σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας.
Είναι τελικά παράλογο υποθέσεις συχνά ήσσονος σημασίας, όπως π.χ. η αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας ατομικής διοικητικής πράξης με ενδιαφέρον μόνο για ένα πρόσωπο, να μπορούν να κριθούν δικαστικά και να μην υφίσταται η ίδια δυνατότητα για μείζονα θέματα λειτουργίας του πολιτεύματος. Γι αυτό και είναι αναγκαία, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο να μπορεί να επιλύει τέτοιες διαφορές και ακόμη να ακυρώνει τους αντισυνταγματικούς νόμους, τερματίζοντας έτσι την ανασφάλεια δικαίου που συνεπάγεται το ισχύον απαρχαιωμένο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητάς τους.