30/12/09

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.12.2009

Tα πολιτικά δικαιώματα είναι ιστορικά προσδιορισμένα δικαιώματα. Oρισμένα κοινότοπα παραδείγματα μπορούν να τεκμηριώσουν εύκολα αυτήν την «ιστορικότητά» τους, δηλαδή την εξελιξιμότητά τους. Aς υπενθυμίσουμε, λοιπόν, ότι τον 19ο αιώνα, στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, η ψήφος δεν ήταν καθολική αλλά περιορισμένη. H Eλλάδα, στην οποία η καθολική ψήφος καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1864, αποτελούσε τότε μία εξαίρεση. Eπίσης, ότι σε μια πρώτη φάση η καθολική ψήφος δεν ίσχυε για τις γυναίκες - στην Eλλάδα μέχρι το 1952. Tέλος, ότι επί μακρόν ίσχυε το υποχρεωτικό της ψήφου, η παράβαση του οποίου συνεπαγόταν συγκεκριμένες κυρώσεις. Σήμερα, το υποχρεωτικό της ψήφου έχει σχεδόν παντού καταργηθεί ή ατονήσει και στην Eλλάδα, όπου εξακολουθεί να ισχύει, αποτελεί πλέον έναν κανόνα χωρίς νομική κύρωση.
Kάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ειδωθεί και η παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες, δηλαδή ως εξέλιξη των πολιτικών δικαιωμάτων, που ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών, και όχι ως αλλοίωση αυτών των δικαιωμάτων, όπως θέλουν να την παρουσιάσουν οι πολέμιοί της. Aυτό επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία άλλων δημοκρατικών χωρών, όπως η Iσπανία, το Bέλγιο, η Oλλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Nορβηγία, οι οποίες έχουν ήδη αναγνωρίσει το δικαίωμα ψήφου των μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Φυσικά, μια τέτοια ρύθμιση δεν αρκεί να είναι ιστορικά αναγκαία, αλλά θα πρέπει να εναρμονίζεται με το ισχύον εκάστοτε εθνικό Σύνταγμα, αφού κατά την παρούσα ιστορική φάση η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος είναι ζήτημα εθνικού συνταγματικού δικαίου και όχι κοινοτικού ή διεθνούς δικαίου.
Oσον αφορά το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, η παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες στις βουλευτικές εκλογές φαίνεται να αποκλείεται ρητά από το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος, το οποίο προϋποθέτει τη σύνδεση του δικαιώματος της ψήφου με την ελληνική ιθαγένεια. Aυτό το εμπόδιο δεν μπορεί να παρακαμφθεί χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος. H συνταγματική διάταξη που αναφέρεται στις αυτοδιοικητικές εκλογές (άρθρο 102 παρ. 2 του Συντάγματος) κάνει λόγο μόνο για εκλογή των αρχών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης «με καθολική και μυστική ψηφοφορία».
Aρα, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφήνει περιθώρια για την παροχή του δικαιώματος της ψήφου και στους μετανάστες, εάν αυτό κριθεί σκόπιμο από τον κοινό νομοθέτη. Ωστόσο, το «γραμματικό επιχείρημα» δεν είναι το μόνο, ούτε το πιο κρίσιμο. Θα πρέπει να ληφθεί περαιτέρω υπόψη ότι στην Eλλάδα οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι προεχόντως όργανα δημόσιας διοίκησης, δηλαδή δεν συγκαθορίζουν την πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η χορήγηση του δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες επηρεάζει τη διαμόρφωση της γενικής πολιτικής της χώρας, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε πράγματι συνταγματικό πρόβλημα με βάση το ισχύον Σύνταγμα. Aπό αυτήν την άποψη η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των μεταναστών στις δημοτικές εκλογές, την οποία προανήγγειλε ο υπουργός Eσωτερικών, δεν συναντά συνταγματικά εμπόδια. H ειδικότερη ρύθμιση αυτού του δικαιώματος και οι προϋποθέσεις άσκησής του είναι ζήτημα δημοκρατικής διαβούλευσης, στην οποία έχουν λόγο και οι κοινότητες των μεταναστών.

29/12/09

ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29.12.2009

Mέσα στις γιορτές πολλοί προσφέρουν έστω λίγα χρήματα σε κάποιο ίδρυμα παιδικής προστασίας. Ποιο είναι, όμως, το τοπίο της παιδικής προστασίας σήμερα στη χώρα μας; Kατ’ αρχάς βασική αιτία για παροχή προστασίας σε ανηλίκους δεν αποτελεί πλέον η ορφάνια, αλλά η παραμέληση και η κακοποίηση. Aυτή η πραγματικότητα υπαγορεύει το αίτημα διαφοροποιημένης μέριμνας, καθώς οι ανάγκες ενός ανηλίκου, που έχει υποστεί σοβαρή παραμέληση, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, εκμετάλλευση ή πορνεία και έχει απομακρυνθεί με την παρέμβαση της Αστυνομίας από το οικογενειακό του περιβάλλον, μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω εξατομικευμένης επιστημονικής προσέγγισης. H πιθανότητα μιας τέτοιας μεταχείρισης φαίνεται, όμως, να εναπόκειται στην τύχη.
Kεντρικός συντονιστικός φορέας ιδρυμάτων, MKO, Αστυνομίας και Δικαστικών Αρχών για την παιδική μέριμνα δεν υφίσταται. Aξιόπιστα συγκεντρωτικά στοιχεία για κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά δεν συλλέγονται, ούτε προβλέπονται ενιαίες κατευθύνσεις λειτουργίας των δομών προστασίας, που οργανώνονται υπό διαφορετικές νομικές μορφές και λειτουργούν χωρίς δεσμευτικές, επιστημονικές κατευθύνσεις. H πορεία ενός παιδιού, που ύστερα από μια καταγγελία απομακρύνεται από το νοσηρό περιβάλλον, επαφίεται συνεπώς σε τυχαίους παράγοντες. Oι εισαγγελικές Αρχές και οι κοινωνικοί λειτουργοί, που καλούνται να προστατεύσουν τα παιδιά, γνωρίζουν αυτήν την αβεβαιότητα. Kαθώς δεν λειτουργεί σύστημα αναδοχής, τα παιδιά καταλήγουν σε κάποια στέγη προστασίας ή ίδρυμα, με γνώμονα τη διαθεσιμότητα και όχι με βάση ορθολογικά κριτήρια.
Eνα παιδί που έχει κακοποιηθεί σωματικά από τους γονείς του μπορεί να βρεθεί σε έναν χώρο με ανηλίκους που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ή μεγάλωσαν στον δρόμο και μπαίνουν για πρώτη φορά σε σχολική τάξη στα δέκα τους χρόνια ή με έφηβες που έχουν διασωθεί από την πορνεία. H στέγη, η ένδυση και η σίτιση δεν αποτελούν τη μόνη ανάγκη αυτών των παιδιών. Oι καλές προθέσεις και η διάθεση προσφοράς ενός διοικητικού συμβουλίου, η αυτοθυσία του συνήθως ανειδίκευτου και ανεπαρκούς προσωπικού, που αποτελούν την καλή εκδοχή της οργάνωσης ενός μέσου ιδρύματος, δεν συνιστούν σοβαρή προσπάθεια εξασφάλισης του μέλλοντος των κακοποιημένων και παραμελημένων παιδιών, που χωρίς ψήφο, χωρίς γονείς δεν έχουν καν φωνή που να ακούγεται από την πολιτική εξουσία.
Aν τις ημέρες των γιορτών επισκεφθεί κανείς ένα ίδρυμα, θα εντυπωσιαστεί από τα δώρα που το πλημμυρίζουν. Mπορεί ένα παιδί σε ίδρυμα να έχει περισσότερα ρούχα από εκείνο μιας οικονομικά ασθενούς οικογένειας. Δώρα που μπορεί και να το βλάπτουν, δομώντας έναν νέου τύπου ιδρυματισμό. Tο ιδρυματικό παιδί εκτίθεται σε υλικά αγαθά προσφοράς, χωρίς να αντιλαμβάνεται την αξία τους και χωρίς να καλύπτεται η πραγματική του ανάγκη, που είναι πρόσωπα που θα το διδάξουν την αξία κάθε αντικειμένου, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει αυτοδύναμα όταν ενηλικιωθεί και βρεθεί εκτός της προστατευτικής δομής.
Aυτό που απαιτείται για τα κακοποιημένα παιδιά είναι ένα συνεκτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου των δομών, με επιστημονική γνώση και κυρίως με ρεαλιστική δυνατότητα εφαρμογής. Xρειάζεται σύστημα αναδοχών και εξειδικευμένο προσωπικό, που να ακολουθεί συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Aπαιτείται, επιτέλους, η πολιτεία να ανταποκριθεί στη συνταγματική της υποχρέωση για προστασία της παιδικής ηλικίας.

16/12/09

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.12.2009

Με ποιο κριτήριο αξιολογεί η κοινή γνώμη, και τελικά το εκλογικό σώμα, τις επιδόσεις μιας κυβέρνησης; Είναι διάχυτη –αλλά εσφαλμένη νομίζουμε– η αντίληψη ότι οι πολίτες αποδίδουν μεγάλη σημασία στην τήρηση των προεκλογικών υποσχέσεων ή δεσμεύσεων του κυβερνώντος κόμματος. Εξάλλου, στα δικομματικά πολιτικά συστήματα, όπως το ελληνικό, οι εκλογείς δεν ψηφίζουν τόσο με βάση το προεκλογικό πρόγραμμα των δύο μεγάλων κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία, αλλά αποτιμώντας κυρίως το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών που ακολούθησε η κυβέρνηση, πριν από τις εκλογές. Μάλιστα, όπως δείχνει η ελληνική εμπειρία –αλλά το φαινόμενο είναι γενικότερο–, αυτό που τελικά αποκτά μεγαλύτερη σημασία, είναι η αντίληψη που έχει διαμορφώσει το εκλογικό σώμα για την ικανότητα της κυβέρνησης να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον.
Το κρίσιμο, λοιπόν, δεν είναι αν η πολιτική μιας κυβέρνησης ανταποκρίνεται πλήρως στο πρόγραμμα που προτάθηκε στους εκλογείς και το οποίο συνήθως αναπαράγεται, με κάποιες συγκεκριμενοποιήσεις, στις προγραμματικές της δηλώσεις κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Σε έναν κόσμο όπου τα κράτη γίνονται ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενα και οι κυβερνήσεις τους λειτουργούν σε ένα πλαίσιο που καθορίζεται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις κυβερνήσεις άλλων κρατών, από τις διεθνείς αγορές, και επιπλέον, στην περίπτωση της Ελλάδας, από τις αποφάσεις και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανένα προεκλογικό πρόγραμμα δεν μπορεί να μείνει αμετάβλητο. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν μια χώρα βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου οικονομικής ανάγκης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό λοιπόν που προσδοκούν οι πολίτες από τη νέα ελληνική κυβέρνηση είναι πρωτίστως η αποτελεσματικότητα της πολιτικής της για να αποσοβηθεί η οικονομική καταστροφή της χώρας.
Από την άποψη αυτήν, η κυβέρνηση, η οποία άλλωστε κατά το Σύνταγμα είναι εκείνη που καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, οφείλει να αντισταθεί στις πιέσεις που προέρχονται από τα άλλα κόμματα, από το ίδιο το κυβερνών κόμμα, από τα συνδικάτα, από τις συντεχνίες του δημόσιου τομέα, αλλά και από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τη στηρίζει, στην οποία όμως θα πρέπει να δώσει έναν πιο ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής της, και να λάβει τις αναγκαίες, έστω και αντιδημοφιλείς, αποφάσεις, που υπηρετούν το γενικό συμφέρον.
Τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν για την περιστολή των δημόσιων δαπανών είναι σημαντικά αλλά θα έπρεπε να είναι πιο δραστικά, για παράδειγμα, όσον αφορά τους υψηλόμισθους δημόσιους υπαλλήλους, ο αριθμός των οποίων είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι νομίζεται, και να καταλαμβάνουν και άλλες δαπάνες, για παράδειγμα, την ιδιαίτερα υψηλή, για τα ελληνικά δεδομένα, κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων.

15/12/09

ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.12.2009

H εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχηγού στη Nέα Δημοκρατία επανέφερε στο προσκήνιο την επίδραση του ιδεολογικού λόγου στις πολιτικές αντιμαχίες. Oπως επισήμαναν αρκετοί αναλυτές, η επικράτηση του Aντώνη Σαμαρά οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην άρθρωση από την πλευρά του ενός σαφούς πολιτικού μηνύματος προς τα μέλη και τους υποστηρικτές του κόμματος, που είχε ως επίκεντρο μια παραδοσιακή, λαϊκή-κοινωνική, συντηρητική και εθνική-πατριωτική δεξιά ιδεολογία, σε αντίθεση προς τη νεοφιλελεύθερη, κεντροδεξιά και «εκσυγχρονιστική» για τα δεδομένα της δεξιάς παράταξης αντίληψη που εξέφραζε η Nτόρα Mπακογιάννη.
Aσφαλώς αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στον πολιτικό λόγο των δύο βασικών διεκδικητών της κομματικής ηγεσίας δεν αποτέλεσε τον μοναδικό παράγοντα που επηρέασε τους δεξιούς ψηφοφόρους, όμως προσέδωσε μία νέα, κρίσιμη διάσταση στην εκλογική αντιπαράθεση. H ιδεολογικοποίηση της διαδικασίας υπήρξε όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για την πολιτική ανάλυση, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη δεξιά παράταξη η καλλιέργεια του διαλόγου γύρω από ιδεολογικές αποχρώσεις υπήρξε μάλλον υποβαθμισμένη. Eίναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τελικά επικράτησε ο πολιτικός λόγος με τη μεγαλύτερη αμεσότητα και «καθαρότητα», υπό την έννοια ότι η ιδεολογική πλατφόρμα που επεξεργάστηκε ο A. Σαμαράς δεν επιχείρησε τον εξωραϊσμό ή το «στρογγύλεμα» πάγιων και διαχρονικών αξιών και θέσεων της Δεξιάς, εν ονόματι του ανοίγματος στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, αλλά στόχευσε στην καρδιά του ακροατηρίου που συγκροτεί την παραδοσιακή και αμετακίνητη δεξαμενή των δεξιών ψηφοφόρων. Mια παρόμοια ιδεολογικοποίηση της αντιπαράθεσης στην αντίστοιχη εσωκομματική διαδικασία που ακολουθήθηκε από το ΠAΣOK τον Nοέμβριο του 2007, δεν εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ορατή. Παρ’ όλα αυτά, και στην περίπτωση του ΠAΣOK δεν θα ήταν άστοχο να υποστηριχθεί ότι η επικράτηση του Γιώργου Παπανδρέου έναντι του Eυάγγελου Bενιζέλου υπέκρυπτε έως ένα σημείο την επιστροφή στις ρίζες του παπανδρεϊκού λόγου, σε αντιπαράθεση προς το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού που είχε ηγεμονεύσει κατά την κυβερνητική οκταετία 1996-2004.
Ποικίλα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν από τις προηγούμενες παρατηρήσεις. Πρώτα απ’ όλα, ότι η εκλογική ήττα ενός κόμματος εξουσίας, ιδίως όταν πραγματοποιείται υπό όρους πολιτικής ταπείνωσης, όπως συνέβη για τη Nέα Δημοκρατία στις εκλογές του περασμένου Oκτωβρίου, προκαλεί την ανάγκη για αναμόχλευση και αποσαφήνιση ιδεολογικών ζητημάτων και για απομάκρυνση από ιδεολογήματα που συνδέονται στο συλλογικό φαντασιακό με την εκλογική αποτυχία. Eν προκειμένω, η πολιτική του μεσαίου χώρου καταδικάστηκε και υποχώρησε μπροστά σε μια ιδεολογία που συσπειρώνει και διεγείρει τα παραδοσιακά δεξιά αντανακλαστικά.
Πέρα από αυτό, όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι σύγχρονες κομματικές και πολιτικές αντιμαχίες δεν έχουν αποϊδεολογικοποιηθεί στον βαθμό που προβάλλουν αρκετές σχολές πολιτικής επιστήμης. Oι ψηφοφόροι δεν αποφασίζουν μόνο a la carte, ούτε ακολουθούν τυφλά τους κομματικούς μηχανισμούς ή τους επαγγελματίες της (τηλε)πολιτικής επικοινωνίας. Oσοι επαγγέλθηκαν την εξαφάνιση των ιδεολογιών από την πολιτική αρένα φαίνεται πως βιάστηκαν. Aπομένει, ωστόσο, να διαπιστωθεί σε ποιο βαθμό αυτές οι ιδεολογίες έχουν πράγματι αντίκρισμα στη σημερινή ιστορική πραγματικότητα ή συνιστούν κακέκτυπα «ψευδούς συνείδησης».

14/12/09

ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14.12.2009

Η δέσμη μέτρων για τη διαφάνεια και την καταπολέμηση της διαφθοράς που προανήγγειλε την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Δικαιοσύνης περιέχει ορισμένα εντυπωσιακά στοιχεία, άξια εξέτασης και σχολιασμού.
Το πρώτο μέτρο είναι η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στη δήλωση «πόθεν έσχες» των πολιτικών και των άλλων υπόχρεων προσώπων, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Πρόκειται για εξαιρετικά αυστηρή κύρωση, με αμφίβολη δυνατότητα υλοποίησης, ιδίως αν τα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. ακίνητα ή καταθέσεις) βρίσκονται στο εξωτερικό, ενώ ακόμη και για την Ελλάδα τίθεται θέμα σε σχέση με τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας.
Ούτως ή άλλως, όμως, η πρακτική αχρήστευση του «πόθεν έσχες» δεν οφείλεται στην ηπιότητα των προβλεπόμενων κυρώσεων, αλλά στην ανυπαρξία ελεγκτικού μηχανισμού. Μένει λοιπόν να δούμε αν και πώς θα υλοποιηθούν οι γενικόλογες εξαγγελίες του αρμόδιου υπουργού περί ενίσχυσης του τελευταίου. Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να ιδρυθεί ειδική Ανεξάρτητη Αρχή, να εξοπλιστεί με την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και να στελεχωθεί με εξειδικευμένο προσωπικό, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
Περαιτέρω, η νομοθετική πρόβλεψη της έκπτωσης από το κατεχόμενο αξίωμα όσων δημόσιων αξιωματούχων μετέχουν σε off shore εταιρείες αφενός θα είναι αντισυνταγματική αν πρόκειται για βουλευτές (αφού τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα γι’ αυτούς ορίζονται περιοριστικά στα άρθρα 56-57 του Συντάγματος) και αφετέρου στερείται ουσίας για τους υπουργούς, αφού ο πρωθυπουργός μπορεί να τους παύσει (άρθρο 37 παρ. 1 Συντ.) χωρίς να χρειάζεται αιτιολόγηση.
Θετικό μέτρο, από τις υπουργικές εξαγγελίες, είναι η παροχή κινήτρων (υπό μορφή της απαλλαγής τους από ποινικές κυρώσεις) σε όσους συμμετείχαν σε υποθέσεις κρατικής διαφθοράς και δίνουν πληροφορίες ικανές να οδηγήσουν στη διαλεύκανσή τους.
Το ζήτημα ωστόσο εδώ δεν είναι τόσο η έλλειψη πληροφοριών όσο μάλλον η απροθυμία ή η ατολμία της ποινικής δικαιοσύνης να αγγίξει «ευαίσθητες» υποθέσεις πολιτικής διαφθοράς.
Έτσι π.χ. στην υπόθεση Siemens υπάρχει εδώ και πολλούς μήνες απόφαση γερμανικού ποινικού δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Μονάχου), σύμφωνα με την οποία η εταιρεία αυτή δωροδοκούσε συστηματικά τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα, με ονομαστική αναφορά στους ταμίες τους. Παρά το γεγονός ότι τούτο έλαβε ευρεία δημοσιότητα στη χώρα μας, η αρμόδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών ουδόλως φαίνεται να συγκινήθηκε ούτε δόθηκε οποιαδήποτε συνέχεια στο θέμα.
Το κυριότερο πρόβλημα ωστόσο είναι ότι, εκτός από το «πόθεν έσχες» των πολιτικών προσώπων, ανέλεγκτα μένουν στην πράξη και τα οικονομικά των κομμάτων. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο έχει θεσπισθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην εφαρμόζεται.
Αν το πολιτικό σύστημα επιθυμεί ειλικρινά την αυτοκάθαρσή του, τότε και ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων πρέπει να ανατεθεί σε ειδική Ανεξάρτητη Αρχή ή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού άλλωστε αυτά λαμβάνουν και γενναιόδωρες κρατικές χρηματοδοτήσεις, πέρα από εταιρικές δωροδοκίες. Είναι ωστόσο αμφίβολο αν στην πραγματικότητα υφίσταται πολιτική βούληση για κάτι τέτοιο.

1/12/09

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.12.2009

Τις τελευταίες εβδομάδες διαδραματίζεται μια απεγνωσμένη προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει το δημόσιο έλλειμμα και να αναθερμάνει την οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό επιχορηγήσεις, επιδόματα και αμοιβές για συμμετοχές σε διοικητικά συμβούλια και επιτροπές περικόπτονται, μισθοί και συντάξεις πάνω από ένα ύψος παγώνουν ή μειώνονται, οι στρατιωτικές δαπάνες συρρικνώνονται και η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης τίθεται σε άμεση προτεραιότητα. Ταυτόχρονα εξαγγέλλεται ότι επιτέλους θα αξιοποιηθούν οι κοινοτικοί πόροι του ΕΣΠΑ για την προώθηση επενδύσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Πράγματι, θεωρείται αξιοπερίεργο πώς η προηγούμενη κυβέρνηση «κατόρθωσε» την περίοδο 2007-2009 να απορροφήσει κοινοτικούς πόρους σε ποσοστό μόλις 3% επί του συνόλου του ΕΣΠΑ 2007-2013, τη στιγμή που η οικονομία είχε ήδη εισέλθει σε ύφεση. Κατ ουσίαν η συγκεκριμένη επίδοση αποτελεί απτό δείγμα της παντελούς διοικητικής-οργανωτικής αναποτελεσματικότητας και της αδυναμίας της προηγούμενης κυβέρνησης να προωθήσει την αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, δηλαδή του σημαντικότερου εργαλείου που διαθέτει η χώρα για την αναθέρμανση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους.
Ωστόσο, η μείωση των δημόσιων δαπανών και η αξιοποίηση του ΕΣΠΑ δεν επαρκούν. Κρίσιμο είναι παράλληλα να προχωρήσει η αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού και να περιοριστούν οι περιττές δαπάνες που προκαλεί η γραφειοκρατία, ιδίως οι περίπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες στις συναλλαγές του πολίτη και του επιχειρηματία με τη Δημόσια Διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, η εξοικονόμηση πόρων από τον περιορισμό της γραφειοκρατίας στη χώρα μας θα μπορούσε να ανέρχεται σε περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως, αφού σήμερα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, χωρίς να υπολογίζονται οι χιλιάδες χαμένες εργατοώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό του κόστους της γραφειοκρατίας στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανέρχεται κατά μέσον όρο σε 3,5% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ αυτών, με σημαντικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατικής σπατάλης προϋποθέτει ευρείες αναδιαρθρώσεις δημόσιων υπηρεσιών, κατάργηση άχρηστων υποχρεώσεων πληροφόρησης, απλούστευση και βελτίωση της νομοθεσίας, μετακινήσεις προσωπικού, εξορθολογισμό των μορφών παρέμβασης του κράτους στην ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρομεσαίων που θίγονται αμεσότερα, αλλά και διαρκή αξιολόγηση του έργου της Δημόσιας Διοίκησης. Αφετηρία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας αποτελεί η καταγραφή του οικονομικού κόστους που προκαλούν άστοχες νομοθετικές ρυθμίσεις και διοικητικές αγκυλώσεις, αποτίμηση της λειτουργίας όλων των δημόσιων υπηρεσιών και κατάργηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που κρίνονται περιττές.
Δεν αρκεί, συνεπώς, η αξιοποίηση των «παγωμένων» κοινοτικών κονδυλίων, ούτε οι περικοπές σε αμοιβές και επιδόματα για να τονωθεί η αγορά και να τιθασευθούν τα ελλείμματα. Τη σημαντικότερη κυβερνητική πρωτοβουλία θα πρέπει να αποτελέσει, τελικά, η μεταμόρφωση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί σε ποικίλους τομείς ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, παράγοντας περιττά διοικητικά βάρη και απασχολώντας χιλιάδες υπαλλήλους σε αντιπαραγωγικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο, η ανάταξη της οικονομίας συνδέεται σήμερα επιτακτικά με τον μετασχηματισμό της Δημόσιας Διοίκησης, με γνώμονα μια νέα αντίληψη για τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας πολιτών.

17/11/09

ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.11.2009

Το «έτος μηδέν» για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης φαίνεται πως είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι προβλεπόταν. Η μέρα που τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα μπορούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους -ιδίως συντάξεις και δαπάνες υγείας- δεν απέχει περισσότερο από μια πενταετία, όπως προκύπτει από πρόσφατες, έγκυρες έρευνες. Την ίδια ώρα το υψηλό έλλειμμα και το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος καθιστούν δυσχερέστατη την κάλυψη των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού συστήματος από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεδομένου άλλωστε ότι πρακτικά η οικονομία τελεί ήδη σε καθεστώς επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι συναρμόδιοι υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας έχουν αντιληφθεί την έκταση και την ένταση του προβλήματος. Οι μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές εξελίξεις συναρτώνται πρωτίστως από την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού. Η απερίσκεπτη διαχείριση και αυτού του πεδίου από την προηγούμενη Κυβέρνηση, αλλά και οι έκνομες επιλογές της όπως τα δομημένα ομόλογα, σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση, τον εκτροχιασμό όλων των οικονομικών μεγεθών και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, αποκάλυψαν μια εφιαλτική πραγματικότητα. Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα είναι επιβεβλημένο να ληφθούν άμεσα αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και, ευρύτερα, των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας.
Κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο το πώς θα διασωθεί η δημόσια ασφάλιση στη χώρα μας, αλλά και ποιος θα πληρώσει τις αλλαγές. Θα επιλεγεί, δηλαδή, εν μέσω ενός διαχεόμενου πανικού για το μέλλον της ασφάλισης, να εισαχθούν αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση των παροχών, συρρίκνωση της αναδιανεμητικής λειτουργίας του συστήματος και αύξηση των εισφορών των εργαζομένων; Ή θα επιχειρηθεί ο εξορθολογισμός του συστήματος χωρίς μείζονες κοινωνικές επιπτώσεις; Και κατά πόσον εμφανίζεται εφικτή η δεύτερη αυτή επιλογή, χωρίς ταυτόχρονα να μεταφερθεί ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση και ρίσκο στις μελλοντικές γενιές, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ολοκληρωτικά η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, ως συστατικό στοιχείο συστημάτων με διανεμητικό χαρακτήρα όπως το ελληνικό;
Ωστόσο, πριν από οποιαδήποτε παραμετρική μεταβολή με μείζονες κοινωνικές επιπτώσεις, η πολιτεία οφείλει να λάβει μέτρα για να ενισχύσει τη χρηματοδοτική ικανότητα του ασφαλιστικού συστήματος, επιχειρώντας τομές σε τέσσερα επίπεδα: Πρώτον, αποτελεσματική καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής. Δεύτερον, αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων, που σήμερα παρουσιάζει εξαιρετικά χαμηλή απόδοση. Τρίτον, έλεγχος των εξοργιστικών, περιττών δαπανών υγείας, που διογκώνονται από συγκεκριμένες συντεχνίες και ιδιωτικά συμφέροντα. Τέταρτον, προώθηση νέων πολιτικών απασχόλησης και εισδοχή όλων των μορφών εργασίας στην κοινωνική ασφάλιση.
Μόνον εφόσον επιτευχθεί εξορθολογισμός στη λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να θεωρηθεί πολιτικά και κοινωνικά νομιμοποιημένη οποιαδήποτε επιδείνωση της θέσης των ασφαλισμένων. Για τη συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων το εισόδημά τους δεν αρκεί σήμερα για να διαβιούν με αξιοπρέπεια. Για τον διαρκώς αυξανόμενο στρατό των ανέργων η μέριμνα της πολιτείας είναι πενιχρή. Για τον μέσο εργαζόμενο το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν προσφέρει πλέον καμία αίσθηση ασφάλειας. Η αξιοπιστία της νέας Κυβέρνησης δεν εξαρτάται λοιπόν αποκλειστικά από τη διαχείριση της δημοσιονομικής εκτροπής, αλλά εξίσου από τη διασφάλιση βασικών εγγυήσεων κοινωνικής προστασίας.

3/11/09

ΟΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.11.2009

Σε μια περίοδο που η ανεργία καλπάζει και η φτώχεια έχει εγκατασταθεί πλέον σε ευρέα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, οι συγκρούσεις που προκαλεί το ζήτημα των προσλήψεων στο Δημόσιο δεν εκπλήσσουν. Για χιλιάδες οικογένειες, εδώ και αρκετές δεκαετίες, όνειρο ζωής αποτέλεσε ο διορισμός στο Δημόσιο, ως επιλογή που διασφαλίζει αξιοπρεπή βιοπορισμό και σταθερή επαγγελματική εξέλιξη, ενδεχομένως χωρίς αυξημένες υποχρεώσεις για όσους δεν αντιλαμβάνονται, όπως θα όφειλαν, τη δημοσιοϋπαλληλία ως λειτούργημα. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η οικονομική κρίση συρρικνώνει τις ευκαιρίες πλήρους απασχόλησης ή επιχειρηματικής πρωτοβουλίας στον ιδιωτικό τομέα, το παραδοσιακό όνειρο της «αποκατάστασης» στο Δημόσιο για μεγάλο αριθμό ικανών νέων ανθρώπων μετατρέπεται σε σανίδα σωτηρίας.
Βέβαια η πρόσληψη στο Δημόσιο δεν έπαψε να προσεγγίζεται από την ελληνική κοινωνία ως διαδικασία άρρηκτα συναρτημένη με την πολιτική διαμεσολάβηση, τα πελατειακά δίκτυα και τις κομματικές διασυνδέσεις. Σε μια πολιτεία που δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη στον πολίτη, ούτε πείθει ότι είναι προσανατολισμένη στην προστασία, την εξυπηρέτηση και τη μέριμνα γι’ αυτόν, η αναμενόμενη αντίδραση δεν είναι άλλη από τη διάχυση της διαφθοράς, της ανομίας και των σχέσεων «συνενοχής» σε όλα τα επίπεδα διασταύρωσης κράτους και κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, ορθολογική επιλογή των πολιτών είναι να επιβιώσουν μετέχοντας στο παρασιτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και της οικονομίας.
Ποιους χρειάζεται όμως το Δημόσιο; Πώς αξιοποιούνται όσοι τελικά προσλαμβάνονται; Πόσοι θα επέλεγαν να εργαστούν στο Δημόσιο εάν η απόδοση αξιολογούνταν και οι μισθοί προσδιορίζονταν με γνώμονα και την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων; Πώς μπορεί να διασφαλιστεί τελικά τόσο η αξιοκρατία στο σύστημα προσλήψεων όσο και η κάλυψη των προκηρυσσόμενων θέσεων από τους κατάλληλους ανθρώπους, που αποτελούν δύο αλληλένδετα, αλλά διαφορετικά αιτήματα;
Ο νέος υπουργός Εσωτερικών επέδειξε τόλμη και αποφασιστικότητα παγώνοντας όλες τις προσλήψεις στο Δημόσιο μέχρι να θεσπιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα αποκαθιστά, αν μη τι άλλο, την αξιοκρατία κατά την επιλογή δημοσίων υπαλλήλων. Δεκαπέντε χρόνια μετά την κορυφαία τομή που επέφερε ο «νόμος Πεπονή» και η ίδρυση του ΑΣΕΠ, απαιτείται ριζική αναδιοργάνωση του συστήματος προσλήψεων, αφού έκτοτε οι πελατειακές σχέσεις επικράτησαν πάλι, αφενός με την εισαγωγή δεκάδων εξαιρέσεων στο αρχικά αδιάβλητο νομοθετικό πλαίσιο και αφετέρου μέσω της πριμοδότησης «ημετέρων» και της κακής χρήσης των συνεντεύξεων.
Όμως κατά τη μεταβατική περίοδο προς την αξιακή ανασυγκρότηση του συστήματος προσλήψεων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην αδικηθούν άνθρωποι που επένδυσαν δημιουργικά χρόνια προετοιμάζοντας την είσοδό τους στο Δημόσιο με βάση τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, επιλέγοντας επί παραδείγματι χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας ή μαθητείας προκειμένου να αποκτήσουν την προβλεπόμενη προϋπηρεσία, αντί να διεκδικήσουν περαιτέρω ακαδημαϊκά προσόντα, αφού μια τέτοια κατανομή στη μοριοδότηση είχε θεσπίσει το κράτος. Η αξιοκρατία και η επιλογή των καταλληλότερων αποτελούν υπέρτατα αγαθά, όμως η κατοχύρωσή τους χωρίς πρόβλεψη μεταβατικών ρυθμίσεων μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε άδικη ή αντισυνταγματική μεταχείριση, αλλά και σε περαιτέρω κλονισμό της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος.

21/10/09

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21.10.2009

Με αφορμή την άρνηση ορισμένων βουλευτών να δώσουν τον προβλεπόμενο από το άρθρο 59 του Συντάγματος θρησκευτικό όρκο, ετέθη ξανά το ζήτημα τι ισχύει στην περίπτωση αυτή, δηλαδή αν το Σύνταγμα επιτρέπει ή όχι σε όσους βουλευτές δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο να αναλάβουν τις δεσμεύσεις που περιέχει η δόση του όρκου, επικαλούμενοι την τιμή και τη συνείδησή τους.
Το άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής ορίζει ότι αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του θρησκευτικού όρκου κατά το άρθρο 59 του Συντάγματος δεν επιτρέπονται, μπορούν όμως να διατυπωθούν πριν από τη δόση του όρκου επιφυλάξεις με γραπτή δήλωση που κατατίθεται στο προεδρείο της Βουλής. Στην πράξη, οι βουλευτές που δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο παρίστανται στην αίθουσα κατά τη στιγμή της ορκωμοσίας, αλλά δεν υψώνουν το χέρι τους, δηλαδή τυπικά δεν ορκίζονται. Στη συνέχεια, όμως, υπογράφουν το πρωτόκολλo ορκωμοσίας, αφού διαφορετικά δεν μπορούν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ούτε να λάβουν βουλευτική αποζημίωση.
Η προαναφερθείσα διάταξη του Κανονισμού της Βουλής που δεν επιτρέπει αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του θρησκευτικού όρκου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 13 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. Με βάση το άρθρο αυτό θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι βουλευτές που για οποιονδήποτε συνειδησιακό λόγο δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο μπορούν να ορκιστούν με άλλον τρόπο, δηλαδή χωρίς αναφορά στην Αγία Τριάδα, αλλά με επίκληση στην τιμή και τη συνείδησή τους. Αλλιώς, δηλαδή, αν δεν τους παρασχεθεί αυτή η δυνατότητα, η διαδικασία της ορκωμοσίας παραβιάζει την ελευθερία της συνείδησής τους, όπως αποφάνθηκε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του της 18ης Φεβρουαρίου 1999 (Μπουσκαρίνι κατά Σαν Μαρίνο). Το ίδιο ισχύει και για τον όρκο του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και για τον όρκο του πρωθυπουργού και των υπουργών, ο οποίος επιβάλλεται από την κοινή νομοθεσία.
Είναι ένα δευτερεύον και καθαρά εθιμοτυπικό ζήτημα αν στις διαδικασίες ορκωμοσίας των βουλευτών, του Προέδρου της Δημοκρατίας και των μελών της κυβέρνησης παρίστανται θρησκευτικοί λειτουργοί. Μια τέτοια παρουσία δεν απαγορεύεται, ούτε ενοχλεί, δεν είναι όμως υποχρεωτική.
Πιο σημαντικό είναι το «πολιτικό» περιεχόμενο του όρκου, ιδίως στην περίπτωση των μελών της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός και τα άλλα μέλη της κυβέρνησης αναλαμβάνουν με τον όρκο τους το καθήκον να υπηρετούν αποκλειστικά το «γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού», χωρίς ιδιωφελείς προσωπικούς ή κομματικούς υπολογισμούς. Η ανταπόκριση της συμπεριφοράς των μελών της κυβέρνησης στο κριτήριο αυτό δεν είναι μόνο ηθικά αλλά και πολιτικά κρίσιμη, όπως αποδείχθηκε με τον πλέον καταφανή τρόπο στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου.

20/10/09

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.10.2009

Στις σημαντικότερες εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης περιλαμβάνεται η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με την κατάθεση νομοσχεδίου σε άμεση προτεραιότητα. Είναι σημαντικό να επισημανθεί εξαρχής ότι ο εκλογικός νόμος δεν αποτελεί πλέον ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που προσαρμόζεται στα μέτρα της εκλογικής της στρατηγικής, αφού μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 οι νομοθετικές μεταβολές που εισάγονται στο εκλογικό σύστημα τίθενται σε ισχύ από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, εκτός εάν κατά την ψήφισή τους συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών, οπότε μπορούν να ισχύσουν άμεσα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει το συντομότερο στην ψήφιση νέου εκλογικού νόμου δεν αποσκοπεί σε «ύποπτα» εκλογικά οφέλη, όπως συνέβη κατ επανάληψη πριν από το 2001, αλλά συνιστά πράγματι ένα εγχείρημα εκσυγχρονισμού των θεσμών.
Η αναγκαιότητα για αναδιάρθρωση του τρόπου εκλογής των βουλευτών και κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν υποστηρίχθηκε πρόσφατα. Οι δυσλειτουργίες του ισχύοντος εκλογικού συστήματος έχουν από μακρού επισημανθεί κατά τον επιστημονικό και τον πολιτικό διάλογο. Το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει προς συζήτηση ήδη πριν από δύο χρόνια την πρότασή του για ένα νέο εκλογικό σύστημα, που υιοθετεί αρκετά στοιχεία από το γερμανικό εκλογικό μοντέλο, διατηρώντας ωστόσο την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, προκειμένου να διευκολύνεται η ανάδειξη ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Ειδικότερα, η πλειονότητα των βουλευτικών εδρών, περίπου 180 έδρες, θα κατανέμεται σε μονοεδρικές περιφέρειες, ενώ οι υπόλοιπες έδρες θα προκύπτουν από την εκλογή με λίστα. Το πρώτο κόμμα θα ενισχύεται, πάντως, με έναν αριθμό περίπου 40 εδρών, αλλοιώνοντας την αναλογικότητα του συστήματος. Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου μοντέλου είναι εμφανή. Πρώτα απ όλα, η συρρίκνωση του μεγέθους των εκλογικών περιφερειών θα περιορίσει τις εκλογικές δαπάνες των υποψηφίων, άρα και τις αθέμιτες εξαρτήσεις τους από κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Επιπλέον, οι υποψήφιοι στις μονοεδρικές περιφέρειες θα τίθενται ενώπιον περίπου 60.000 εκλογέων, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγγύτητα και προσιτότητα μεταξύ ψηφοφόρων και βουλευτών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδίως στις τεράστιες εκλογικές περιφέρειες των μητροπολιτικών κέντρων αυτή η σχέση έχει τα τελευταία χρόνια καταστεί «τηλεοπτική». Τέλος, μέσα από τους δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες) θα προκύψει η δυνατότητα να συμμετάσχουν στα ψηφοδέλτια πρόσωπα που δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν στο προεκλογικό παιχνίδι και, εν γένει, στην ενεργό πολιτική ζωή υπό όρους επαγγελματιών της πολιτικής.
Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση ενός τέτοιου τύπου εκλογικού συστήματος συνίσταται στον μετασχηματισμό της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Προϋπόθεση για να μην αποτελέσει το νέο εκλογικό σύστημα μέσο περαιτέρω ενδυνάμωσης των κομματικών ηγεσιών εις βάρος του συνταγματικά κατοχυρωμένου αιτήματος της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι η διασφάλιση ανοιχτών και διάφανων διαδικασιών ανάδειξης των υποψήφιων βουλευτών, με την ουσιαστική συμμετοχή της κομματικής βάσης. Στην αντίθετη περίπτωση, όχι μόνο θα διευρυνθεί η αναξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων, αλλά θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο η ικανότητα των βουλευτών και των Κοινοβουλευτικών Ομάδων να λειτουργούν ως αντίβαρα απέναντι στον εγγενή αυταρχισμό των κομματικών ηγεσιών και στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες.

6/10/09

ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.10.2009

Η απερχόμενη κυβέρνηση απέφυγε να αντιμετωπίσει, με βάση ένα συνεκτικό σχέδιο, χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους και της οικονομίας. Απέτυχε επίσης να εμπνεύσει και να οργανώσει συλλογικές μορφές λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Οι περίφημες «μεταρρυθμίσεις» υπήρξαν μια διαρκώς αναβαλλόμενη φούσκα, που συγκάλυπτε επικοινωνιακά την απραξία, τον κομματισμό και τη διαφθορά. Πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό στη Δημόσια Διοίκηση παρέμεινε αναξιοποίητο εξαιτίας πολιτικών διωγμών. Το επιστημονικό προσωπικό και οι ερευνητικοί οργανισμοί που θα μπορούσαν να εισφέρουν τεχνοκρατική υποστήριξη στο κυβερνητικό έργο υποκαταστάθηκαν από κομματικά στελέχη ή εταιρείες-συμβούλους με αμφίβολη τεχνογνωσία και σκοτεινές διασυνδέσεις. Οι πολιτικές επιλογές αξιολογούνταν με κριτήριο το κομματικό συμφέρον και τη διάκριση μεταξύ «ημετέρων» και «άλλων», παραβιάζοντας τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Έπειτα από πεντέμισι χρόνια κυβερνητικής αδράνειας και εν μέσω οικονομικής κρίσης, με διογκούμενες κοινωνικές προεκτάσεις, η νέα κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον χρονικά περιθώρια περισυλλογής και επεξεργασίας των επιβεβλημένων αποφάσεων. Πολιτικοί σχηματισμοί, επαγγελματικοί φορείς και εμπειρογνώμονες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι περαιτέρω καθυστερήσεις σε τομείς όπως η Δημόσια Διοίκηση, η εκπαιδευτική πολιτική, το σύστημα υγείας, το ασφαλιστικό και, ιδίως, η οικονομική και φορολογική πολιτική, θα συνεπάγονταν την κατάρρευση κεντρικών πυλώνων της ελληνικής πολιτείας.
Όμως τη σημαντικότερη πρόκληση συνιστά σήμερα ο τρόπος λήψης των πολιτικών αποφάσεων καθαυτός και η διαδικασία νομιμοποίησής τους. Η αναζωογόνηση του κράτους και της οικονομίας προϋποθέτουν την ανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Οι έρευνες κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια αναδεικνύουν μία διαρκώς αυξανόμενη απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και άμεσων οργάνων του κράτους όπως η Βουλή, η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη. Η αναξιοπιστία των θεσμών και της πολιτικής μετατρέπει τις κυβερνήσεις σε έρμαια συντεχνιακών συμφερόντων και άδηλων κέντρων εξουσίας.
Απαιτείται, λοιπόν, η συγκρότηση μιας νέας συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ξεκινώντας από την ίδια την κυβέρνηση, ως συλλογικό όργανο, όπου, κατά το Σύνταγμα, πρέπει να διεξάγεται διάλογος και όχι να επικυρώνονται αποφάσεις που έχει ήδη λάβει ο εκάστοτε πρωθυπουργός-ηγεμόνας με έναν κλειστό, άτυπο κύκλο συμβούλων. Πολύ περισσότερο, κρίνεται αναγκαία η αναβάθμιση της λειτουργίας της Βουλής, ως του κορυφαίου πεδίου δημόσιας διαβούλευσης, ελέγχου της εξουσίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αναγκαία είναι, εξάλλου, η οργάνωση μιας νέας συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα της νομοθετικής παραγωγής, με διαδικασίες ανοιχτής διαβούλευσης, καθώς και ένας νέος ρόλος για την τοπική αυτοδιοίκηση, ως τον εγγύτερο προς τον πολίτη κρατικό μηχανισμό. Απαιτείται, τέλος, μια νέα κουλτούρα διαπραγμάτευσης σε όλα τα πεδία όπου προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης αποτελεί η σύνθεση αντιλήψεων και συμφερόντων, όπως στις εργασιακές σχέσεις και στα πανεπιστήμια.
Μόνο σε ένα πλαίσιο συλλογικής λειτουργίας θα καταστεί εφικτή η επίτευξη τομών στο κράτος και την οικονομία, που όχι μόνο θα σχεδιαστούν και θα θεσπιστούν, αλλά και θα εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Άλλωστε, αυτή ακριβώς η νέα συλλογικότητα συνιστά τον πυρήνα της έννοιας της συμμετοχικής δημοκρατίας, την οποία οραματίζεται ο νέος πρωθυπουργός.

29/9/09

Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ (;)
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29.9.2009

Πριν από μερικές μέρες επανεξελέγη ο κ. Ζοζέ Μπαρόζο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. με την απόλυτη πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Προφανώς ο κ. Μπαρόζο ψηφίστηκε όχι μόνο από την Πολιτική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην οποία ανήκει, αλλά και από αρκετούς Ευρωβουλευτές της Ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Ομάδας. Ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Γκόρντον Μπράουν, αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, το οποίο μετέχει στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα, δήλωσε ότι πρόκειται για μια πολύ καλή επιλογή.
Οι Έλληνες ευρωβουλευτές που ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο επίσης μετέχει στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα δεν ψήφισε τον κ. Μπαρόζο γιατί η πολιτική του ως Προέδρου της Ε.Ε. από το 2004 και οι δεσμεύσεις του ως υποψηφίου για τη θέση αυτή, κρίθηκαν και είναι πραγματικά συντηρητικές σε μια σειρά ζητημάτων όπως: η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η καταπολέμηση της ανεργίας, η διασφάλιση δημοσίων υπηρεσιών καθολικής πρόσβασης κ.ά.
Βεβαίως μέσα στο προεκλογικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας, το κορυφαίο αυτό ευρωπαϊκό πολιτικό γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Είναι αλήθεια ,ωστόσο, ότι ακόμη και ο ενδιαφερόμενος πολίτης νοιώθει εντελώς αποπροσανατολισμένος παρακολουθώντας την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όπου τα συγγενή πολιτικά κόμματα των χωρών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποτελούν τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ομάδες, δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στην επιλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι αν συνεχισθεί ο σημερινή κατάσταση, όπου δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική για σαφείς ιδεολογικά πολιτικές επιλογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς για σαφείς πολιτικές αντιπαραθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ( με κορυφαίο παράδειγμα την απουσία τέτοιων αντιπαραθέσεων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης βλ. Ελευθεροτυπία 28.3 .2009), οι ευρωπαίοι πολίτες δεν πρόκειται να ενδιαφερθούν για την Ευρώπη πράγμα που φαίνεται από την όλο και μικρότερη συμμετοχή τους στις Ευρωεκλογές.
Το ζήτημα βεβαίως είναι ότι το 80% περίπου των αποφάσεων που αφορούν στη ζωή των ευρωπαίων πολιτών λαμβάνονται άμεσα ή έμμεσα στις Βρυξέλλες και προφανώς διαφεύγουν από τον πολιτικό έλεγχο και τη δημοκρατική λογοδοσία, πράγμα που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Επιπλέον είναι φανερό ότι, πέρα από το προαναφερόμενο έλλειμμα δημοκρατίας, και ίσως εξαιτίας του , όλες οι διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, μετά την επίτευξη της Νομισματικής Ένωσης και τη μεγάλη Διεύρυνση, έχουν εξασθενήσει και σχεδόν τελματωθεί από έλλειψη πολιτικής βούλησης αλλά και ουσιαστικού ενδιαφέροντος από την πλευρά των ευρωπαίων πολιτών. Φαίνεται να επικρατούν εκείνες οι δυνάμεις που ωθούν τις ευρωπαϊκές πολιτικές να χαλαρώνουν σταδιακά και να κινούνται μεταξύ της Επικουρικότητας και της Μεθόδου Ανοικτού Συντονισμού, με απώτερη επιδίωξη την επανεθνικοποίηση και τον περιορισμό των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού.
Αν οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιωθούν, η Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά ζημιωμένη διότι: Πρώτο, η χαλάρωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης περιορίζει τους πόρους για την ΚΑΠ και τις πολιτικές της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, από τις οποίες η χώρα μας είχε και έχει οικονομικά οφέλη, και δεύτερο, ίσως σημαντικότερο ,η αποδυνάμωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξασθενίζει τις εκσυγχρονιστικές επιδράσεις της σ’ ολόκληρη την ελληνική οικονομία, την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζει την γεωπολιτική της θέση της χώρας μας στην περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια η σημερινή Κυβέρνηση δεν έδειξε να ασχολείται με τα ζητήματα αυτά. Ευτυχώς στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει σοβαρός προβληματισμός. Όμως, στον τρέχοντα προεκλογικό διάλογο δεν υπάρχει χώρος για ευρωπαϊκά θέματα παρά μόνο για τους περιορισμούς που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΟΝΕ στην αύξηση των δημόσιων δαπανών.

23/9/09

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.9.2009

Η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας για τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου εξαντλείται βασικά στην επιδίωξη να πεισθεί το εκλογικό σώμα ότι το πολιτικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ είναι αόριστο και ανεφάρμοστο.
Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος μια άλλη στρατηγική για την απόσπαση της ψήφου των πολιτών, αφού δεν έχει να επικαλεσθεί κάποια θετικά πεπραγμένα, για τα οποία θα άξιζε να λάβει μια νέα εντολή από το εκλογικό σώμα. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, η μάχη των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου δεν θα κριθεί με βάση την πολιτική που διακηρύσσει η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ κατά την προεκλογική εκστρατεία, αλλά με βάση το προηγούμενο κυβερνητικό έργο της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο είναι το μόνο δεδομένο που μπορούν με βεβαιότητα να αξιολογήσουν οι πολίτες-εκλογείς. Εξάλλου είναι αμφίβολο αν τα πολιτικά προγράμματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στον εκλογικό ανταγωνισμό. Όχι μόνο επειδή οι πολίτες δεν μπορούν εύκολα, ούτε έχουν τον χρόνο ή το ενδιαφέρον να εκτιμήσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που έχουν γι’ αυτούς τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, αλλά κυρίως διότι έχει καταστεί πλέον πολύ δύσκολο, σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις καλούνται καθημερινά να διαχειρίζονται κρίσεις κάθε είδους, να υπάρξει ένα προκαθορισμένο και αμετάβλητο πολιτικό πρόγραμμα.
Έτσι, τελικά, η ψήφος στις γενικές βουλευτικές εκλογές, ιδίως στα δικομματικά πολιτικά συστήματα, δεν εμπεριέχει τόσο έναν προληπτικό «υπολογισμό» του ψηφοφόρου για τη μελλοντική του ωφέλεια από την πολιτική της επόμενης κυβέρνησης όσο μια αναδρομική «κρίση» για το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης. Αν η κρίση αυτή είναι αρνητική, ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων μετακινείται από το κυβερνών κόμμα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αυτό αρκεί συνήθως για να του δώσει την εκλογική νίκη.
Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που θα μετρήσει περισσότερο στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είναι το διάχυτο αίσθημα στην ελληνική κοινωνία -το οποίο καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, αλλά θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό και χωρίς αυτές- ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποδείχθηκε αναποτελεσματική σε όλα τα πεδία των δημοσίων πολιτικών και ιδίως στη διαχείριση των κρίσεων που έχουν πλέον καταστεί στοιχείο της καθημερινότητας, και εκτός αυτού ότι δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να γίνει κυβέρνηση όλων των πολιτών, δηλαδή αποδείχθηκε ανίκανη να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον.
Αυτό το τελευταίο είναι ίσως και το πιο καθοριστικό για την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης. Επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας, η οποία είχε υποσχεθεί, μεταξύ άλλων, και την «επανίδρυση του κράτους», ζήσαμε την αποθέωση του «κομματικού κράτους», το οποίο σε αυτό το ανώτερο και τελευταίο στάδιό του λειτούργησε ως ένα κλειστό κύκλωμα προνομίων προς όφελος όχι τόσο των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος όσο μιας στενής ομάδας κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων, καθώς και των ακολούθων τους, των φίλων τους και των συγγενών τους. Έτσι, αυτό που ιδιωτικοποιήθηκε επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν το κράτος, αλλά η πολιτική.

22/9/09

Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.9.2009

Το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, στο πλαίσιο ενός συστήματος πλειοψηφικού δικομματικού κοινοβουλευτισμού, διαμορφώνεται κυρίως με γνώμονα δύο βασικές συνιστώσες: Αφενός τον βαθμό επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της εκάστοτε κυβέρνησης και αφετέρου την ένταση της ελπίδας και των προσδοκιών που εμπνέουν οι αντιμαχόμενοι κομματικοί σχηματισμοί. Μια ευρεία εκλογική νίκη του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας αποτελεί, κατά κανόνα, παράγωγο συνδυαστικής επενέργειας των δύο αυτών στοιχείων, δηλαδή της διάψευσης προσδοκιών ή και της οργής που προκαλεί μια παράταξη, συνήθως η κυβερνώσα, και ταυτόχρονα του κύματος ελπίδας που γεννούν ο προγραμματικός λόγος, τα πρόσωπα και οι επαγγελλόμενες πολιτικές της αντίπαλης κομματικής δύναμης. Από την άλλη πλευρά, η απογοήτευση απέναντι και στα δύο κόμματα εξουσίας συνεπάγεται την ενίσχυση των μικρών κομμάτων, που εκφέρουν κατά βάση έναν καταγγελτικό ή ενίοτε και αντισυστημικό λόγο.
Συντριπτικές νίκες, κατά τα 35 χρόνια της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας, πέτυχαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, εκφράζοντας την απαίτηση για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, με την προσδοκία της Αλλαγής. Με καθαρές νίκες επικράτησαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989-90, με την επαγγελία της «Κάθαρσης», ο Κώστας Σημίτης το 1996 με το αίτημα του εκσυγχρονισμού, αλλά και ο Κώστας Καραμανλής το 2004, με σύνθημα τον πόλεμο κατά της «διαπλοκής» και την «επανίδρυση» του κράτους. Σε όλες τις προηγούμενες χρονικές περιόδους το διακύβευμα ήταν διαυγές και η ελπίδα στην ελληνική κοινωνία ισχυρή.
Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, την οποία προαναγγέλλουν οι δημοσκοπήσεις, βασίζεται στην απογοήτευση από πεντέμισι άγονα χρόνια κεντροδεξιάς διακυβέρνησης, που σημαδεύτηκαν από ακραία κρούσματα διαφθοράς, πολιτικού αμοραλισμού και νωχελικότητας στην άσκηση εξουσίας, από μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές καταστροφές και επιδείνωση όλων των κοινωνικών και οικονομικών δεικτών. Όμως η ελπίδα που εμπνέει το κόμμα της Κεντροαριστεράς, όπως άλλωστε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, εμφανίζεται περιορισμένη. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν επιτρέπει βάσιμες προσδοκίες για βελτίωση των όρων διαβίωσης για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει πλέον ότι διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία για να διασφαλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και συνθηκών απασχόλησης για όλους. Το κοινωνικό κράτος, ως προνομιακό πεδίο πολιτικής για την Κεντροαριστερά και την Αριστερά, συνεχίζει σταδιακά να καταρρέει.
Στη μάχη της 4ης Οκτωβρίου κυριαρχεί ο φόβος για το χειρότερο. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε κατά τον τελευταίο χρόνο να πείσει ότι αποτελεί ένα συλλογικό υποκείμενο με σταθερό κέντρο εξουσίας και συνεκτικό λόγο. Όμως το φορτίο ελπίδας που φέρει παραμένει χαμηλό. Η σημαντική εκλογική διαφορά που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας εκφράζει πρωτίστως την αποδοκιμασία απέναντι σε μια αποτυχημένη κυβέρνηση, αλλά και την απομάκρυνση μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων από την παραπαίουσα «ανανεωτική» Αριστερά. Η Κεντροαριστερά δεν θα κυβερνήσει, συνεπώς, με κατοχυρωμένη τη δύναμη της ελπίδας. Η εμπιστοσύνη και η ανάταση που προσδοκά η ελληνική κοινωνία και οικονομία μένει να κατακτηθούν εκ των υστέρων, ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης, αποτελεσματικής και συλλογικής κυβερνητικής πολιτικής.

9/9/09

ΠΡΟΩΡΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.9.2009

Τα δύο άρθρα του Συντάγματος που επιτάχυναν τις πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή το άρθρο 32 Συντ., το οποίο ορίζει τα σχετικά με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και προβλέπει την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία, και το άρθρο 412 Συντ., το οποίο προβλέπει τη διάλυση της Βουλής με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και αποτέλεσε -όπως και το 2007- τη συνταγματική δίοδο για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, έχουν ένα κοινό στοιχείο: μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις πολιτικές δυνάμεις και ιδίως από τα δύο μεγάλα κόμματα ως μέσα για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων.
Το άρθρο 412 Συντ., όπως διαμορφώθηκε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 1986, καθιερώνει τη διάλυση της Βουλής «αλά αγγλικά», δηλαδή δίνει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση να επιλέξει ελεύθερα τον χρόνο των εκλογών, με σκοπό τη διατήρηση ή την ενίσχυση του κυβερνώντος κόμματος ή ενδεχομένως -όταν η εκλογική του ήττα φαίνεται πολύ πιθανή- την αποφυγή μιας δραματικής συρρίκνωσής του. Υποτίθεται ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να επικαλεσθεί ως δικαιολογητική περίσταση την ανάγκη αντιμετώπισης εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση του ίδιου θέματος για τη διάλυση της νέας Βουλής. Από τη στιγμή όμως που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει το δικαίωμα να ελέγξει αν πρόκειται για πραγματικό ή κατασκευασμένο εθνικό θέμα ή αν το ίδιο θέμα ήταν η αιτία και για τη διάλυση της προηγούμενης Βουλής, είναι φανερό ότι το άρθρο 412 Συντ. δεν μπορεί, από μόνο του, να εμποδίσει τη χρησιμοποίησή του από την Κυβέρνηση ως «όπλο» εναντίον της αντιπολίτευσης, με κίνδυνο φυσικά να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ εναντίον της ίδιας της Κυβέρνησης.
Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 32 Συντ. Από νομική άποψη το άρθρο αυτό επιτάσσει η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνει με μία -οποιαδήποτε- από τις πλειοψηφίες που διαδοχικά ορίζει: από την πλειοψηφία των δύο τρίτων κατά την πρώτη ψηφοφορία στη θητεύουσα Βουλή μέχρι τη σχετική πλειοψηφία κατά την τρίτη ψηφοφορία στη νέα Βουλή. Αν υπάρχουν σοβαρές, σταθερές και αντικειμενικές ενδείξεις ότι η θητεύουσα Βουλή έχει απολέσει την αντιπροσωπευτικότητά της, η αξιωματική αντιπολίτευση, επικαλούμενη την υπέρτατη αρχή του Συντάγματος, δηλαδή την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία υπαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη μεγαλύτερη δυνατή ανταπόκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, έχει μια επαρκή πολιτικο-συνταγματική δικαιολογία για να αμφισβητήσει τη νομιμοποίηση της θητεύουσας Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως και στην περίπτωση της «κυβερνητικής» διάλυσης της Βουλής, έτσι και στην περίπτωση αυτήν, υπάρχει ασφαλώς ένας κομματικός υπολογισμός πίσω από μια τέτοια απόφαση.
Ωστόσο, οι κομματικοί υπολογισμοί αποτελούν, σε μια «δημοκρατία των κομμάτων», φυσιολογικό στοιχείο του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η πρόωρη διάλυση της Βουλής δίνει τον λόγο στον λαό.

8/9/09

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.9.2009

Η μεγαλύτερη πρόκληση μπροστά στην οποία θα τεθεί η επόμενη κυβέρνηση, μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, είναι ο μετασχηματισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Μία από τις κεντρικές, αν όχι η κορυφαία μεταρρυθμιστική εξαγγελία της Νέας Δημοκρατίας το 2004 ήταν η περίφημη «επανίδρυση» του κράτους, για την οποία δεσμεύτηκαν τεράστιοι κοινοτικοί πόροι από το ΕΣΠΑ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση». Ωστόσο, αυτές οι εξαγγελίες έμειναν στα χαρτιά. Οι κοινοτικοί πόροι έμειναν αναξιοποίητοι. Το κράτος παρουσιάζει σε πολλούς τομείς εικόνα διάλυσης, αναξιοκρατίας, ακραίας διαφθοράς ή και αποσύνθεσης, με τεράστιες επιπτώσεις για την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και για την ίδια τους την ασφάλεια, όπως απέδειξαν κατ’ εξοχήν οι καταστροφικές πυρκαγιές τα δύο τελευταία χρόνια.
Αξιολογώντας τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης διαχρονικά, βασική διαπίστωση αποτελεί ότι η δημόσια γραφειοκρατία αναπτύχθηκε κατά τρόπο υπερτροφικό, πελατειακό και αναποτελεσματικό, αποτυγχάνοντας να αντισταθεί στην υπερπολιτικοποίηση, ενώ οι λειτουργικές της ατέλειες, η χαμηλή ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων και των παρεχόμενων υπηρεσιών, των μηχανισμών ελέγχου και του ανθρώπινου δυναμικού μετέτρεψαν εντέλει τη διοίκηση από ατμομηχανή σε τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτές τις παθογένειες οξύνει ο γραφειοκρατικός δυϊσμός της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, γεγονός που οδήγησε στη θεμελίωση ενός ιδιότυπου, μη ορθολογικού και με περιορισμένη προβλεψιμότητα και λογοδοσία διοικητικού μηχανισμού.
Οι κυριότερες αλλαγές στις οποίες πρέπει να προχωρήσει η νέα κυβέρνηση έχουν ως αφετηρία την αναδιοργάνωση της ίδιας της λειτουργίας της κυβέρνησης σε ένα μικρό και ευέλικτο σχήμα με επιτελικό ρόλο. Εξίσου αναγκαία με την ενίσχυση του επιτελικού και ρυθμιστικού ρόλου του κράτους είναι η αναβάθμιση της ποιότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων, αφού η πολυνομία, η κακονομία και η συνακόλουθη ανομία, σε συνάρτηση με την πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων της διοίκησης, προκαλούν δυσχέρειες στον πολίτη και εστίες αδιαφάνειας και διαφθοράς. Απαιτείται, επίσης, η διασφάλιση της αξιοκρατίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και η αναβάθμιση και η συνεχής αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού. Τέλος, είναι πλέον επιβεβλημένο να εισαχθεί η μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των δημόσιων υπηρεσιών, αξιοποιώντας σύγχρονα εργαλεία της διοικητικής επιστήμης. Ασφαλώς αυτές οι αλλαγές συνδέονται άρρηκτα με την εμπέδωση μιας νέας διοικητικής κουλτούρας, που προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα ένα νέο ήθος πολιτικής ηγεσίας.
Απαιτείται, λοιπόν, μια θεσμική επανάσταση στη δημόσια διοίκηση, με τη συμμετοχή και τη συναίνεση των πολιτών και προς χάριν της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η αναδιοργάνωση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών μεταβιβάσεων, για την περιβαλλοντική και πολιτική προστασία, εντέλει για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή όλων των επιμέρους δημόσιων πολιτικών. Τα νέα προβλήματα και οι ανάγκες που καλείται να αντιμετωπίσει το κράτος μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από μια νέα δημόσια διοίκηση, η συγκρότηση της οποίας δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά είναι σήμερα εφικτή όσο και αναγκαία.

7/9/09

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7.9.2009

Το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της κυβέρνησης... για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Ο Πρόεδρος, όπως προκύπτει από την οριστική διατύπωση της συνταγματικής αυτής διάταξης («διαλύει» και όχι «μπορεί να διαλύσει»), έχει υποχρέωση να δεχθεί τη σχετική πρόταση της κυβέρνησης, χωρίς καν να εξετάσει αν υφίσταται εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Κατά συνέπεια, το τι συνιστά τέτοιο θέμα και τι όχι καταλήγει να έχει θεωρητικό μόνο ενδιαφέρον.
Η πρόταση ωστόσο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, προέρχεται από την κυβέρνηση ως συλλογικό όργανο και όχι ατομικά από τον πρωθυπουργό (ή, πολύ περισσότερο, από τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος). Γι’ αυτόν τον λόγο η διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, την οποία εξήγγειλε ο πρωθυπουργός με τηλεοπτικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό στις 2 Σεπτεμβρίου 2009, συνιστά καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Στην πραγματικότητα τη Βουλή δεν τη διέλυσε ούτε ο τυπικά αρμόδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε η ουσιαστική αρμόδια κυβέρνηση, αλλά ο αναρμόδιος πρωθυπουργός, με προσωπική του απόφαση. Το γεγονός ότι την επομένη, 3 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε μια ολιγόλεπτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία επικύρωσε τυπικά την ειλημμένη και διακηρυγμένη απόφαση αυτή του πρωθυπουργού, δεν αλλάζει την παραπάνω πραγματικότητα.
Το πιο εξοργιστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι από αρκετές ημέρες νωρίτερα μεγάλος αριθμός υπουργών είχε ταχθεί, με δημόσιες δηλώσεις, κατά της διάλυσης της Βουλής και της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών. Κατ’ ουσία δηλαδή η πλειοψηφία της κυβέρνησης δεν ήθελε τις πρόωρες εκλογές και πειθαναγκάστηκε να τις προτείνει, συμμορφούμενη προς τη θέληση του πρωθυπουργού.
Ολα αυτά αποτελούν ακόμη μία απόδειξη για το πόσο επιφανειακή και προσχηματική έχει καταντήσει να είναι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στη σημερινή Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός είναι ο απόλυτος άρχων της κυβέρνησης, όχι επειδή είναι πρωθυπουργός, αλλά επειδή είναι ο κληρονομικός ηγεμόνας του κυβερνώντος κόμματος, τα στελέχη του οποίου διατελούν σε σχέση υποτέλειας προς αυτόν. Ετσι, ακόμα και υπουργοί που έχουν δημόσια εκφραστεί αρνητικά για τις πρόωρες εκλογές, αναγκάζονται να τις προσυπογράψουν, γελοιοποιώντας όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά -αυτό είναι το χειρότερο- και τον θεσμικό τους ρόλο.
Κάτω από τη λεπτή επιφάνεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβεται η μεσαιωνική πολιτική πραγματικότητα της αιρετής μοναρχίας, όπου στην εξουσία εναλλάσσονται οι κληρονομικοί ηγεμόνες μαζί με έναν συρφετό υποτελών του καθενός τους. Ο ρόλος του θεωρητικά κυρίαρχου λαού περιορίζεται στην επιλογή του ενός ή του άλλου από τους δύο αυτούς σχηματισμούς, οι οποίοι, αν και εμφανίζονται ως πολιτικά κόμματα, κατά βάθος είναι οικογενειακές επιχειρήσεις που εμπορεύονται ψευδαισθήσεις δημοκρατίας με σκοπό το κέρδος. Η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική προοπτική της χώρας όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά διαρκώς σκοτεινιάζει.

26/8/09

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26.8.2009

Όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, στη σημερινή εποχή «ο πραγματικά δημόσιος χώρος είναι ο χώρος των μεγάλων κινδύνων» και το κράτος γίνεται αντιληπτό, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, «ως διαχειριστής των κρίσεων, δηλαδή ως εγγυητής ασφάλειας... από την προστασία της ζωής και της περιουσίας απέναντι στο έγκλημα, απέναντι στην πυρκαγιά, απέναντι στον σεισμό ή σε οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη ή φυσική απειλή, μέχρι την ομαλή λειτουργία της αγοράς...». (Ευ. Βενιζέλος, Το μέλλον της δημοκρατίας και η αντοχή του Συντάγματος, 2003, Αθήνα, Εκδ. Πόλις, σελ. 43).
Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι και η σύγχρονη συνταγματική σκέψη προσανατολίζεται πλέον όχι μόνο προς το ιδεώδες της ελευθερίας αλλά και προς το ιδεώδες της ασφάλειας και προβάλλει ως θεμελιώδες καθήκον του κράτους την προστασία του πολίτη από κάθε είδους κοινωνικούς, τεχνολογικούς, περιβαλλοντικούς, υγειονομικούς ή εγκληματικούς κινδύνους. Μάλιστα, σε ορισμένα Συντάγματα, όπως το ελληνικό, η προστατευτική λειτουργία του κράτους απέναντι σε τέτοιους κινδύνους τυποποιείται και ως συνταγματικό καθήκον. Αυτό είναι, μεταξύ άλλων, το νόημα του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματός μας, το οποίο ορίζει ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού έχει καταστεί πλέον βασικό κριτήριο της πολιτικής και συνταγματικής αξιολόγησης της ικανότητας των κυβερνήσεων να υπηρετούν το «γενικό καλό», το οποίο στην περίπτωση των οικολογικών κρίσεων περιλαμβάνει και τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών. Είχε γίνει ήδη φανερό από τις πυρκαγιές της Πελοποννήσου το 2007 ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν ανταποκρίνεται με επάρκεια στην αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων. Το εκλογικό σώμα δεν της καταλόγισε τότε πολιτική ευθύνη, δίνοντας στον Κ. Καραμανλή, -σε αυτόν κυρίως- μια δεύτερη εντολή. Οι φετινές πυρκαγιές που κατέκαυσαν τα δάση της Βορειανατολικής Αττικής έδειξαν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν βελτίωσε σε τίποτε τις επιδόσεις της στον τομέα αυτόν.
Σωστά έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο «λάθος εκτίμησης» των επιτελών του Πυροσβεστικού Σώματος σχετικά με την επικινδυνότητα της πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε το βράδυ της Παρασκευής στη χαράδρα του Γραμματικού και από την οποία ξεκίνησε το μεγάλο κακό. Υπήρξαν όμως και «λάθη πολιτικής» που έχουν να κάνουν με την έλλειψη του απαραίτητου αριθμού πυροσβεστικών αεροπλάνων, την οργάνωση και τον ρόλο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, την ανεπαρκή κρατική χρηματοδότηση των εθελοντικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στην πρόληψη και κατάσβεση δασικών πυρκαγιών, τη μη ενίσχυση του Πυροσβεστικού Σώματος, μολονότι αυτό έχει πλέον και την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης. Θα ήταν λοιπόν ανεπίτρεπτη η αναζήτηση καθώς και ο καταλογισμός ευθυνών μόνο στο επίπεδο των διοικητικών οργάνων. Άλλωστε, στο ελληνικό συνταγματικό-διοικητικό σύστημα τα πολιτικά όργανα -δηλαδή οι υπουργοί- έχουν άμεση πολιτική ευθύνη ακόμη και για τα «λάθη διαχείρισης» των υφισταμένων τους οργάνων. Ωστόσο, η φετινή καταστροφή υπερβαίνει το επίπεδο της υπουργικής ευθύνης. Σε περιπτώσεις σαν κι αυτήν ανακύπτει ζήτημα πολιτικής ευθύνης του ίδιου του πρωθυπουργού.

25/8/09

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.8.2009

Ας παραδεχτούμε επιτέλους ότι η μεταναστευτική πολιτική στη χώρα μας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα, έχει αποτύχει παταγωδώς σε όλα τα επίπεδα. Κατ αρχάς η πολιτεία έχει αποτύχει να ελέγξει τα διογκούμενα κύματα αντικανονικών μεταναστών που εκβάλλουν καθημερινά στην ελληνική επικράτεια. Εχει, επίσης, αποτύχει να υποδεχθεί σε στοιχειωδώς ανθρώπινες συνθήκες τους εξαθλιωμένους πολιτικούς πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες.
Εχει αποτύχει να συγκροτήσει σοβαρούς μηχανισμούς αξιολόγησης κάθε ατομικής περίπτωσης, να χορηγήσει άσυλο σε εκείνους που κατά το Σύνταγμα το δικαιούνται και να οργανώσει αξιόπιστες λύσεις για την επαναπροώθηση στις χώρες προέλευσης ή σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσων προβλέπονται από διεθνείς και κοινοτικές ρυθμίσεις. Εχει αποτύχει να θεσπίσει ένα ορθολογικό σύστημα νομιμοποίησης και αξιοποίησης των μεταναστών, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από τη συμμετοχή τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Εχει αποτύχει ακόμα και να μετρήσει πόσοι είναι σήμερα οι νόμιμα και πόσοι οι παράνομα διαμένοντες μετανάστες στη χώρα μας, αφού οι διάσπαρτες συναρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες δεν έχουν καταλήξει σε κοινά αποτελέσματα.
Ταυτόχρονα η ελληνική κοινωνία σταδιακά έχει αναπτύξει ρατσιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά, ξεχνώντας ότι μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες η Ελλάδα αποτελούσε χώρα μαζικής εκροής μεταναστών. Αυτή η κοινωνία κατά πλειοψηφία φαίνεται ότι πλέον επιδοκιμάζει, ρητά ή σιωπηρά, τις βάναυσες «επιχειρήσεις - σκούπα», αποδέχεται το τεκμήριο επικινδυνότητας που σε πολλές περιπτώσεις έχει θεσπιστεί νομοθετικά για τους μετανάστες, δεν αντιδρά μπροστά σε εικόνες φρίκης που παρουσιάζουν οι συνθήκες κράτησης και η εξευτελιστική μεταχείριση των υποτιμητικά αποκαλούμενων λαθρομεταναστών. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι μόνο τα δεξιά και ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, αλλά και κόμματα που αντλούν ψηφοφόρους από τον λεγόμενο μεσαίο χώρο, που επιλέγουν να διευρύνουν στον προγραμματικό πολιτικό τους λόγο τις αναφορές σε αυστηροποίηση των μεθόδων καταστολής και ποινικοποίησης του μεταναστευτικού φαινομένου.
Οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα μας δεν πρόκειται να σταματήσουν, αντίθετα θα ενισχυθούν περαιτέρω όσο εντείνονται οι συνθήκες ακραίας φτώχειας, περιβαλλοντικής υποβάθμισης και πολεμικών συγκρούσεων σε περιοχές της Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας. Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με τη μετατροπή της χώρας μας σε φρούριο και τη διόγκωση των μηχανισμών καταστολής που παραβιάζουν κάθε έννοια δικαιώματος και ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τους μετανάστες, ούτε με έναν ρητορικό, δημαγωγικά ηθικολογικό και συνάμα καταγγελτικό λόγο, που φαίνεται να αγνοεί ότι οι δυνατότητες υποδοχής μεταναστών δεν είναι απεριόριστες ούτε μπορεί να είναι ανεξέλεγκτες.
Η μεταναστευτική πολιτική αποτελεί, λοιπόν, άλλο ένα πεδίο στο οποίο η ελληνική πολιτεία αδυνατεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει το αυτονόητο. Είναι κατ αρχάς αυτονόητο ότι η πολιτική εξουσία και κάθε κρατικό όργανο οφείλει να τηρεί το πλαίσιο που θέτει το Σύνταγμα και οι διεθνείς δεσμεύσεις, προστατεύοντας τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια. Οφείλει να ενσωματώσει τους μετανάστες στην ελληνική κοινωνία, σεβόμενο τις πολιτιστικές και θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες. Οφείλει να υλοποιήσει μια γενναιόδωρη πολιτική αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής βοήθειας προς στις χώρες προέλευσης μεταναστών. Οφείλει, σε τελική ανάλυση, να ανακόψει τον εκκολαπτόμενο μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους σε μια σκοτεινή, ρατσιστική δημοκρατία.

18/8/09

ΚΑΘΑΡΣΗ ΓΙΑ SIEMENS
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 18.8.2009

Το πρόσφατο ένταλμα του Ειρηνοδικείου Μονάχου για την επιβολή ποινής στον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας Siemens στην Ελλάδα θέτει κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Εάν και εφόσον το ιστορικό που εκτίθεται στο ένταλμα αυτό (συνοδευόμενο από συγκεκριμένες αναφορές σε πρόσωπα, κόμματα, ημερομηνίες και ποσά) αληθεύει, τότε ενδέχεται οι ηγετικοί μηχανισμοί των δύο μεγάλων κομμάτων να λειτούργησαν, τουλάχιστον κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 2003 - 2006, ως εγκληματικές οργανώσεις κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα. Και τούτο διότι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι κατονομαζόμενοι στο γερμανικό ένταλμα ταμίες των δύο κομμάτων συμφώνησαν να εισπράξουν παράνομα, για λογαριασμό των κομμάτων αυτών, ποσά ύψους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ χωρίς να έχουν προηγουμένως ενημερώσει τους αντίστοιχους αρχηγούς.
Αλλωστε τις αντιπαροχές προς τη Siemens, δηλαδή τη λήψη ακόμη και παράνομων, αλλά ευνοϊκών για τη γερμανική εταιρεία, αποφάσεων από Ελληνες δημόσιους λειτουργούς στους τομείς του επιχειρηματικού της ενδιαφέροντος, μάλλον, δεν μπορούσαν να τις εξασφαλίσουν οι ίδιοι οι ταμίες παρά μόνο η άσκηση συντονισμένης πίεσης εκ μέρους των κομματικών ηγεσιών.
Ολα αυτά θα έπρεπε να ερευνηθούν εξονυχιστικά από την ελληνική ποινική Δικαιοσύνη, αν αυτή λειτουργούσε ως όφειλε, και όχι να τα πληροφορούμαστε μέσω Γερμανίας. Το μόνο (άρσιμο) συνταγματικό εμπόδιο σε μια τέτοια διερεύνηση θα ήταν η απαίτηση παροχής άδειας από τη Βουλή για τη δίωξη των εμπλεκομένων προσώπων, εφόσον τα πρόσωπα αυτά έχουν σήμερα τη βουλευτική ιδιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος.
Αντίθετα δεν τίθεται καν θέμα υπαγωγής τέτοιων συμπεριφορών στο ανεύθυνο του βουλευτή (άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος), αφού δεν πρόκειται για γνώμη ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των βουλευτικών τους καθηκόντων. Ούτε και η ποινική προστασία των υπουργών (και πρωθυπουργών) κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος μπορεί όμως να βρει εφαρμογή εδώ, επειδή η δωροληψία, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και οι λοιπές αξιόποινες πράξεις, τις οποίες αφήνει να εννοηθούν το γερμανικό ένταλμα, δεν τελέσθηκαν από τα ανωτέρω πρόσωπα υπό την ιδιότητά τους ως πρωθυπουργού, υπουργού ή βουλευτή, αλλά υπό την ιδιότητα του αρχηγού ή του ταμία πολιτικού κόμματος.
Το πρόβλημα όμως, ή μάλλον ένα από τα τεράστια προβλήματα που αντιμετωπίζει η παράξενη ελληνική δημοκρατία των γόνων, είναι ότι η ποινική Δικαιοσύνη στη χώρα μας ούτε λειτουργεί γενικά όπως θα ταίριαζε σε ένα ευνομούμενο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου ούτε είναι πραγματικά ανεξάρτητη. Ετσι λοιπόν το ενδεχόμενο να βρεθούν λειτουργοί της Θέμιδος τόσο τολμηροί ώστε να ζητήσουν από τη Βουλή την άρση της βουλευτικής ασυλίας κορυφαίων πολιτικών προσώπων, προκειμένου να διερευνηθούν οι τυχόν ευθύνες τους για το σκάνδαλο Siemens, είναι μάλλον ανύπαρκτο.
Η κάθαρση, αν υπάρξει κάποτε, θα πρέπει να προέλθει από τον κυρίαρχο λαό.

11/8/09

ΓΚΡΕΜΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.8.2009

Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να μπλοκάρει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, κατέστησε για αρκετές ημέρες πρωτοσέλιδο τον διάλογο των συνταγματολόγων σχετικά με το κατά πόσον η απόφαση αυτή είναι θεμιτή ή συνιστά συνταγματική εκτροπή. Από μια άποψη η συζήτηση αυτή χαρακτηρίζεται χρήσιμη, αφού επανέφερε στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας την υποχρέωση της πολιτικής εξουσίας και όλων των κρατικών οργάνων να τηρούν το Σύνταγμα ως θεμελιώδες πλαίσιο οργάνωσης της πολιτείας. Από την άλλη πλευρά, όμως, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί δεν τυγχάνει της ίδιας προσοχής μια σειρά αδιαμφισβήτητων παραβιάσεων της συνταγματικής τάξης, οι οποίες σωρεύονται τις τελευταίες εβδομάδες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όλες αυτές οι παραβιάσεις θίγουν θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία προστατεύουν κάθε άνθρωπο απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία, με πρόσχημα την ενίσχυση της ασφάλειας. Ωστόσο η εξυπηρέτηση της ασφάλειας δεν μπορεί να νομιμοποιήσει την κατεδάφιση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου.
Οι συνταγματικές ελευθερίες δεν συμβαδίζουν με τη σταδιακή συγκρότηση ενός αστυνομικού κράτους, το οποίο παρακολουθεί τους πάντες, αδιακρίτως, συλλέγει στοιχεία χωρίς να δίνει λόγο πουθενά, θεωρεί κάθε άνθρωπο με ορισμένα χαρακτηριστικά εκ προοιμίου ύποπτο ή και ένοχο, απελαύνει νόμιμους μετανάστες ή αιτούντες άσυλο χωρίς σαφή αιτιολογία και εισβάλλει στην ιδιωτική ζωή απρόκλητα και απροειδοποίητα. Εάν γίνουν δεκτές τέτοιου τύπου παραβιάσεις εν ονόματι της ασφάλειας, τότε το επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι η αυθαίρετη είσοδος των δυνάμεων καταστολής σε κατοικίες, οι κατά βούληση συλλήψεις, ανακρίσεις και προσωρινές κρατήσεις, η αστυνομική βία επί δικαίους και αδίκους και η καταπάτηση του τεκμηρίου αθωότητας και των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επεσήμανε, κατά τα τέλη Ιουλίου, ότι με τη νομοθετική ρύθμιση για την 24ωρη λειτουργία καμερών καταστρατηγείται η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία των προσωπικών δεδομένων, ενώ, όπως προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία, τα μέτρα αυτά δεν έχουν καμία ουσιαστική συμβολή στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Επίσης σε άλλη γνωμοδότησή της αποδεικνύει ότι ο νέος νόμος για την τήρηση αρχείου γενετικού υλικού (DNA) δεν εναρμονίζεται με τις επιταγές του Συντάγματος.
Είχε προηγηθεί η ποινικοποίηση της κουκούλας, που θίγει το δικαίωμα συνάθροισης των πολιτών, η κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας για μετανάστες που κατηγορούνται για εγκληματικές ενέργειες και πλέον απελαύνονται άμεσα, αλλά και οι αμφίβολης συνταγματικότητας ρυθμίσεις για την «ονομαστικοποίηση» των καρτοκινητών. Οι περισσότερες από τις προηγούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες εκδηλώθηκαν με τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια και δίχως να ληφθούν υπόψη οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν από διακεκριμένους συνταγματολόγους, ανεξάρτητες αρχές και οργανώσεις πολιτών. Είναι πλέον επιβεβλημένο να αναδειχθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά στην κατεδάφιση του Συντάγματος. Ο νομοθέτης παραβιάζει συστηματικά τον πυρήνα ατομικών ελευθεριών και προλειαίνει το έδαφος για τη μετατροπή της δημοκρατίας σε αυταρχικό καθεστώς.

10/8/09

ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.8.2009

Στην έκθεσή της «Ζωντανός Πλανήτης 2008» η έγκυρη διεθνής περιβαλλοντική οργάνωση WWF κατέταξε την Ελλάδα στην 11η χειρότερη θέση παγκοσμίως, σε ό,τι αφορά το συνολικό οικολογικό της αποτύπωμα, και στη 2η θέση σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη διαχείριση των υδάτινων πόρων. Με άλλες λέξεις, παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα (άρθρο 24 παρ. 1) διακηρύσσει ότι «η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του κράτους και δικαίωμα του καθενός», στην πράξη η κρατική πολιτική οδηγεί στο αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα, δηλαδή στη διαρκή υποβάθμιση του περιβάλλοντος, έως ότου φτάσουμε στην ερημοποίηση της χώρας μας.
Η καταστρεπτική αυτή πολιτική έχει δυστυχώς ασκηθεί και συνεχίζει να ασκείται από εκλεγμένες κυβερνήσεις, με σκοπό να αποσπάσουν βραχυπρόθεσμα οφέλη και αδιαφορώντας για το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τόπου. Ετσι π.χ. παρέχεται στους αγρότες νερό για άρδευση σχεδόν δωρεάν, με αποτέλεσμα την αλόγιστη χρήση του, τη διαρκή πτώση του υδροφόρου ορίζοντα και την υφαλμύρωση των καλλιεργήσιμων εδαφών, τα οποία θα καταστούν τελικά άχρηστα. Ή ακόμα παραμελούνται τα μέσα μαζικής μεταφοράς και μειώνεται η φορολόγηση των ΙΧ, ενώ ταυτόχρονα παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης η φορολόγηση καυσίμων. Η συνέπεια είναι να γεμίζουν οι δρόμοι από πολυτελή αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, να επιδεινώνεται η ατμοσφαιρική ρύπανση και να παραπαίει η εθνική οικονομία κάτω από το υπέρμετρο βάρος του κόστους εισαγωγής οχημάτων και καυσίμων. Εξάλλου, η εκάστοτε αντιπολίτευση όχι μόνο δεν προσπαθεί καν να αναδείξει τις ζοφερές επιπτώσεις που θα έχει αυτή η κοντόφθαλμη πολιτική για το μέλλον μας, αλλά επιδίδεται συνήθως σε υποσχέσεις παροχών παρόμοιας «φιλοσοφίας».
Οι κύριοι ένοχοι είναι, βέβαια, τα δύο κόμματα εξουσίας και το επικοινωνιακό σύστημα που τα στηρίζει, με αμοιβαία κέρδη. Ο ρόλος και η συμπεριφορά τους προς τον κυρίαρχο σήμερα λαό μοιάζει με τον ρόλο και τη συμπεριφορά των αυλοκολάκων προηγούμενων αιώνων προς τον κυρίαρχο τότε μονάρχη. Ολοι αυτοί (κόμματα και ΜΜΕ σήμερα, αυλικοί στο παρελθόν) αποκρύπτουν συστηματικά από τον κυρίαρχο (λαό τώρα, μονάρχη τότε) την πραγματικότητα, με στόχο να γίνονται αρεστοί και να νέμονται την εξουσία, με τα πολλά και ποικίλα ωφελήματά της. Κανείς τους δεν σκέφτεται ότι θα φτάσει κάποτε η ώρα να πληρωθεί ο λογαριασμός.
Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει πως όταν αυτός που παραπλανήθηκε ήταν ένα πρόσωπο (μονάρχης), τότε ο «λογαριασμός» για το πρόσωπο αυτό ήταν συνήθως η απώλεια της εξουσίας και της ίδιας της ζωής του. Οταν αυτός που παραπλανήθηκε ήταν μια ολόκληρη κοινωνία, τότε ο «λογαριασμός» ήταν η κατάρρευση της οικονομίας, η δραματική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και συχνά η μετάβαση σε αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης. Η χώρα χρειάζεται συνολική αλλαγή πορείας, πριν να είναι πολύ αργά.

29/7/09

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29.7.2009

Σε μία πρόσφατη απόφασή του (αριθμ. 590/2009) που αφορούσε το θέμα αν υφίσταται ή έχει διαλυθεί το ΔΗΚΚΙ, ο Αρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων αποτελεί έναν χώρο στον οποίο δεν έχει πρόσβαση ούτε ο κοινός νομοθέτης ούτε ο δικαστής, δηλαδή ότι υπάρχει ένα είδος «κομματικού ασύλου», εντός του οποίου δεν ισχύει το κρατικό δίκαιο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, την οποία συμμερίζεται πάντως και ένα μέρος της συνταγματικής θεωρίας, η μοναδική πηγή ρύθμισης της εσωτερικής ζωής των κομμάτων είναι το καταστατικό τους, αλλά η τυχόν παραβίασή του από τα όργανα του κόμματος -ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην ελληνική πραγματικότητα- δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια, αντίθετα απ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των σωματείων. Ενα κόμμα λοιπόν μπορεί να διαγράψει μέλος του χωρίς αυτό να δικαιούται να προσφύγει στα δικαστήρια για τον έλεγχο ούτε καν των τυπικών προϋποθέσεων της αποβολής του, μπορεί ακόμα να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς να τηρούνται οι καταστατικές προβλέψεις, να απαγορεύει την ελευθερία έκφρασης των μελών του έξω από τα όργανα του κόμματος κ.λπ.
Σίγουρα, το Σύνταγμα δεν είναι μια Torah ή ένα Ευαγγέλιο που θέλει να ρυθμίσει όλες τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Οπως όμως έδειξε σε μία εμπεριστατωμένη ανάλυσή του ο Δ. Τσάτσος (Εσωκομματική Δημοκρατία, Αθήνα, 2008), το Σύνταγμά μας ενδιαφέρεται όχι μόνο για τα δικαιώματα των κομμάτων αλλά και για τα δικαιώματα των μελών των κομμάτων, όταν αυτά παραβιάζονται από αποφάσεις των οργάνων του κόμματος. Αλλωστε, το υποκείμενο του άρθρου 29 του Συντάγματος, στο οποίο κατοχυρώνεται ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων, δεν είναι τα κόμματα, αλλά οι πολίτες. Κι όταν το άρθρο αυτό ορίζει ότι η οργάνωση των κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», αυτά ακριβώς τα δικαιώματα θέλει να προστατεύσει. Εσωκομματική δημοκρατία και προστασία των δικαιωμάτων των μελών των κομμάτων είναι ένα και το αυτό. Γι αυτό προκαλεί έκπληξη η αδικαιολόγητη ευκολία με την οποία ο Αρειος Πάγος δέχθηκε ότι η αρχή του Κράτους Δικαίου σταματάει έξω από την πόρτα των κομμάτων.
Κατά την πρώτη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, η απουσία εσωτερικής δημοκρατίας στα κόμματα θα μπορούσε ίσως να γίνει ανεκτή, αφού το ζητούμενο τότε ήταν η σταθεροποίηση των κομματικών σχηματισμών και σε τελευταία ανάλυση της ίδιας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Σήμερα, όμως, σε μια περίοδο όπου τα κόμματα κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς μέλη και οι εκλογές χωρίς ψηφοφόρους, η απουσία εσωτερικής δημοκρατίας στα κόμματα επιδεινώνει το έλλειμμα της κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητάς τους και αποτελεί συγχρόνως έναν σοβαρό κίνδυνο για τη δημοκρατία, αφού από την απαξίωση των κομμάτων μέχρι την απαξίωση της εκλογικής συμμετοχής η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Μήπως λοιπόν ήλθε η ώρα ενός νόμου που θα εγγυάται την εσωτερική δημοκρατία στα κόμματα;

28/7/09

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 28.7.2009


Την πολιτική επικαιρότητα της προηγούμενης εβδομάδας μονοπώλησε η συζήτηση για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, με αφορμή τη λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αφετηρία για τον διάλογο αυτό υπήρξε το συνταγματικό του σκέλος, δηλαδή το νομικό ερώτημα εάν είναι θεμιτή η απερίφραστα δηλωμένη απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει σκόπιμα πρόωρες εκλογές, μέσω της καταψήφισης οποιουδήποτε υποψηφίου Προέδρου, ή εάν η απόφαση αυτή συνιστά συνταγματική εκτροπή. Ασφαλώς η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων θα έχει την ευκαιρία να επεξεργαστεί ψύχραιμα το ερώτημα αυτό. Ομως, ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές απόψεις που υποστηρίχθηκαν, τα πολιτικά και ηθικοπολιτικά συμπεράσματα αυτής της αντιπαράθεσης είναι πολύ κρισιμότερα για τη στάση των κομμάτων απέναντι στο Σύνταγμα, αλλά και για τον τρόπο που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας.
Κατ αρχάς η απόφαση του ΠΑΣΟΚ είναι συνταγματικά επιτρεπτή, όμως υπήρξε άκαιρη και πολιτικά άστοχη, διότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η πολιτική συγκυρία σε οκτώ μήνες. Δεν αποκλείεται κάποιο απρόβλεπτο γεγονός να μην καθιστά εφικτή για τη χώρα ή επιθυμητή για την αξιωματική αντιπολίτευση την πρόκληση πρόωρων εκλογών. Επιπλέον είναι μία δήλωση που δυσχεραίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην άσκηση των ρυθμιστικών και «εξισορροπιστικών» του πολιτεύματος καθηκόντων του. Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση, βασιζόμενη σε μια αμφιλεγόμενη και ισχυρά αμφισβητούμενη συνταγματική ερμηνεία για την εκλογή Προέδρου, επιχειρεί να προσάψει στην αξιωματική αντιπολίτευση θεσμική ανευθυνότητα, τη στιγμή που κατά τους προηγούμενους μήνες έχει επιδοθεί σε σωρεία κατάφωρων παραβιάσεων του Συντάγματος, με πιο πρόσφατες τις περιπτώσεις των καμερών παρακολούθησης, του ελέγχου DNA, της έκτακτης φορολογικής εισφοράς και της απέλασης μεταναστών.
Μέσα από τον διάλογο για την προεδρική εκλογή αναδείχθηκε επίσης μια συγκεκριμένη αντίληψη που εκφράζει για το Σύνταγμα ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής τάξης και όσων μετέχουν στη δημόσια σφαίρα. Οτι, δηλαδή, προτεραιότητα έχει η Πολιτική, ενώ η εφαρμογή των συνταγματικών δεσμεύσεων υποτάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην πολιτική βούληση ή και σε κομματικές σκοπιμότητες. Τη στιγμή λοιπόν που διεξαγόταν μια ανοιχτή συζήτηση σχετικά με το νόημα των επίμαχων συνταγματικών επιταγών, διατυπώθηκε σε ευρεία έκταση η άποψη, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, ότι οι συνταγματικές δεσμεύσεις αποτελούν δευτερεύον ζήτημα. Η αντίληψη αυτή είναι, αν μη τι άλλο, επικίνδυνη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και για τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις.
Μια τελευταία αλλά κρίσιμη παρατήρηση αφορά τους όρους διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι με αποδεδειγμένο δημοκρατικό ήθος και διεθνές κύρος δέχθηκαν μια αβασάνιστη κριτική με ευθείες κατηγορίες και υπονοούμενα επειδή κατέθεσαν δημόσια την επιστημονική τους άποψη για ένα κρίσιμο συνταγματικό και πολιτικό πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρήθηκε να αναιρεθεί μια θεμελιώδης παραδοχή της δημοκρατικής πολιτείας, την οποία ο Δ. Τσάτσος έχει συμπυκνώσει επιγραμματικά ως «επιστημονική ευθύνη της πολιτικής και πολιτική ευθύνη της επιστήμης». Ολα τα προηγούμενα συνιστούν πολύ σοβαρότερες παθογένειες του πολιτικού συστήματος από οποιαδήποτε τροπή λάβει τελικά η εκλογή Προέδρου.

27/7/09

ΥΠΟ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.7.2009

Συμπληρώθηκε αυτές τις μέρες η τριακονταπενταετία από τη μεταπολίτευση του 1974 και το πολιτικό μας σύστημα μοιάζει να είναι ώριμο για να «συνταξιοδοτηθεί». Το σύστημα αυτοδιαφημίζεται, με τη βοήθεια και των ΜΜΕ, ως δημοκρατικό. Η Δημοκρατία, όμως, στον τόπο μας είναι επιφανειακή, αφού περιορίζεται στο επίπεδο του κράτους και δεν αγγίζει την πραγματική έδρα της εξουσίας, δηλ. τα πολιτικά κόμματα και τη διαπλοκή τους με το επικοινωνιακό σύστημα.
Η εσωκομματική Δημοκρατία, αν και αποτελεί επιταγή του Συντάγματος για όλα τα κόμματα (άρθρο 29), ουδέποτε λειτούργησε πλήρως, ειδικά στα δύο κόμματα εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια όμως, μετά την εκλογή στην ηγεσία αμφοτέρων των γόνων των χαρισματικών ιδρυτών τους, η κατάσταση έχει χειροτερεύσει τόσο ώστε η εσωκομματική Δημοκρατία να έχει καταστεί είδος υπό εξαφάνιση. Οι οιονεί κληρονομικοί αυτοί αρχηγοί λαμβάνουν συνήθως τις κρίσιμες αποφάσεις μόνοι τους, χωρίς να συγκαλούν καν τα συλλογικά όργανα των κομμάτων τους, τα οποία έχουν ατροφήσει εντελώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επικείμενη (τον Φεβρουάριο του 2010) προεδρική εκλογή, όπου ο πρωθυπουργός μόνος αποφάσισε και εξήγγειλε τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος για την επανεκλογή του Καρόλου Παπούλια. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μόνος του απάντησε με την παραδοξολογία ότι η τελευταία αρνείται να ψηφίσει Παπούλια τον Φεβρουάριο, αλλά θα τον ψηφίσει τον Απρίλιο, αφού πρώτα μεσολαβήσουν, υποχρεωτικά, βουλευτικές εκλογές. Οπως, δηλαδή, ο Λουδοβίκος 14ος της Γαλλίας κόμπαζε «το κράτος είμαι εγώ», έτσι οι δικοί μας κομματικοί ηγεμόνες υπονοούν με τη συμπεριφορά τους «το κόμμα είμαι εγώ». Οι υπουργοί, οι βουλευτές και τα λοιπά στελέχη και μέλη των κομμάτων υποβαθμίζονται, θέλοντας και μη, σε ρόλο άβουλου διεκπεραιωτή εντολών και χειροκροτητή. Για όποιον τολμήσει να διαφωνήσει, επικρέμεται πάντα η δαμόκλειος σπάθη της διαγραφής, δηλαδή του συμβολικού πολιτικού αποκεφαλισμού. Ο συμβολισμός είναι, άλλωστε, η μόνη διαφορά στη συμπεριφορά των κομματικών κληρονόμων του σήμερα από τους βασιλικούς κληρονόμους του παρελθόντος, αφού εκείνοι κυριολεκτικά αποκεφάλιζαν τους διαφωνούντες.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τα δύο αυτά κόμματα έχουν χάσει, ήδη από τη δεκαετία του 1990, τη διακριτή πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία τους, αποκτώντας κοινή λαϊκίστικη ιδεολογία και κοινή κλεπτοκρατική πρακτική. Η επιλογή μεταξύ τους στερείται ολοένα περισσότερο από πολιτική ουσία και έτσι οι βουλευτικές εκλογές καθίστανται, σε μεγάλο βαθμό, τελετουργία κενή περιεχομένου. Το οικογενειοκρατικό και διεφθαρμένο αυτό πολιτικό σύστημα όμως δεν μπορεί, ούτε καν να επιδιώκει, να αντιμετωπίσει τα μεγάλα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που έχει μπροστά της η χώρα μας. Ετσι, όσο τα τελευταία αναπόφευκτα διογκώνονται, το σύστημα χάνει σταδιακά την ευστάθειά του και η κατάρρευσή του διαφαίνεται ως μια ισχυρή πιθανότητα, σε έναν ορίζοντα μερικών ετών. Το ερώτημα είναι αν η κατάρρευση αυτή θα οδηγήσει τον τόπο σε πιο δημοκρατική ή σε πιο αυταρχική (όπως αυτή που ευαγγελίζεται ο ΛΑΟΣ) κατεύθυνση και, βέβαια, αν θα συνοδευτεί με εθνικό κόστος ανάλογο της μεταπολίτευσης του 1974.

21/7/09

ΘΕΜΙΤΟ ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21.7.2009

Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να μπλοκάρει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άκαιρη και πολιτικά άστοχη, αλλά δεν συνιστά κατ’ ανάγκην συνταγματικό ατόπημα.
Από συνταγματική άποψη η αξιολόγηση του εύρους των επιλογών που διαθέτουν τα κόμματα και κάθε βουλευτής αυτοτελώς κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας προϋποθέτει την ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων της ίδιας της συνταγματικής ρύθμισης. Πράγματι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτευχθεί αυξημένη συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας ως μέσο την απειλή των πρόωρων εκλογών. Όμως το μέσο αυτό είναι ατελέσφορο και μάλιστα οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, όταν η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση θεωρήσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρόσφορη για την εκλογική της επικράτηση. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κλασικό παράδειγμα αποτυχημένης συνταγματικής μηχανικής.
Τα πολιτικά κόμματα και οι βουλευτές έχουν ελευθερία επιλογής να ψηφίσουν κάποιον ή να μην ψηφίσουν κανέναν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από καμία διάταξη δεν προκύπτει κάτι αντίθετο. Αποτελεί δείγμα εκλέπτυνσης του πολιτικού μας πολιτισμού η ευθεία δήλωση των αληθών σκοπών της εκάστοτε επιλογής, αντί για τις πάγιες τακτικές πολιτικής υποκρισίας και συνταγματικής υποβάθμισης, τις οποίες κατ’ επανάληψη τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν ακολουθήσει με την επίκληση προσχηματικών εθνικών ζητημάτων για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.

19/7/09

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ "ΠΕΡΙΓΕΛΟ"
Δημήτρης Τσάτσος
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ζούλα
Εφημερίδα "Καθημερινή", 19.7.2009

Αν το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήσει τον Μάρτιο την προεδρική εκλογή για να ρίξει την κυβέρνηση και ψηφίσει εκ των υστέρων τον κ. Κάρολο Παπούλια, θα καταστήσει «ερμηνευτικό περίγελο» το Σύνταγμα, καθώς θα έχει «εξόφθαλμα περιφρονήσει το βαθύτερο νόημά του», υπογραμμίζει σήμερα ο κορυφαίος Συνταγματολόγος κ. Δημήτρης Τσάτσος. Στην βαρύνουσα συνέντευξή του, ο διακεκριμένος καθηγητής και δύο φορές επικεφαλής των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ, καταρρίπτει και το πολιτικό επιχείρημα του κ. Γιώργου Παπανδρέου ότι θα προκαλέσει εθνικές εκλογές για το συμφέρον της χώρας. «Η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει τις πρόνοιες του Συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, το προσδιορίζουν και το προστατεύουν», επισημαίνει και συνιστά στον κ. Κάρολο Παπούλια «να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών», προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος του Συντάγματος.

Κύριε καθηγητά υπήρξατε πάντοτε πολέμιος του Συνταγματικού άρθρου 32 § 4 που προβλέπει τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών, αν δεν συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει προαναγγείλει ότι θα κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου τον προσεχή Μάρτιο και θα ’θελα να μου πείτε αν εμμένετε στη θέση σας.

– Εχω σε ανύποπτο χρόνο υποστηρίξει ότι το να διακόπτεται ο βίος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής λόγω μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ρύθμιση ατυχέστατη και όχι πολύ κοντά στη δημοκρατική αρχή. Η θέση μου αυτή είναι πάγια και δεν θέτω θέμα συνταγματικότητας της εν λόγω ρύθμισης, καθώς το αν υφίστανται «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος» ανέκαθεν υπήρξε μεγάλο ζήτημα στη θεωρία του κλάδου μας. Η θέση μου αφορά καθεαυτή τη ρύθμιση η οποία μπορεί να μετατραπεί σε «εργαλείο» διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο βαθύτερο, αλλά σαφές νόημα του εν λόγω άρθρου. Θα παρατηρούσα μάλιστα ότι μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να χρεωθεί σε όλη τη Βουλή. Θα χρεωθεί μόνο στο κόμμα ή στα κόμματα, τα οποία τυχόν θα δήλωναν ότι η στάση τους στην εκλογή Προέδρου αποβλέπει στη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών.

Υπονοείτε, δηλαδή, ότι αν κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου η αξιωματική αντιπολίτευση, θα έχει προβεί σε θεσμική εκτροπή, όπως υποστήριξε προσφάτως και ο συνάδελφός σας συνταγματολόγος κ. Γιώργος Κασιμάτης;


– Δεν έχω συμπάθεια στη λέξη «εκτροπή». Θα εμμείνω στην πάγια θέση μου, επιχειρώντας να την εξηγήσω και στους αναγνώστες σας που δεν έχουν βαθύτερες νομικές γνώσεις. Η περίπτωση της έκτακτης διάλυσης της Βουλής στο άρθρο 32 προβλέπεται από το Σύνταγμα στην περίπτωση εκείνη και μόνον που διαπιστώνεται πραγματική αδυναμία συμφωνίας της αυξημένης πλειοψηφίας της Βουλής στο πρόσωπο ενός των υποδεικνυομένων υποψηφίων. Ο διακεκριμένος συνάδελφος κ. Κασιμάτης, ορθώς επεσήμανε (σ.σ.: την προηγούμενη Κυριακή στο «Παρόν») ότι τα μόνα θεμιτά κριτήρια της στάσης ενός κόμματος στην εκλογή Προέδρου είναι τα «κριτήρια που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου». Για να γίνω δε ακόμη σαφέστερος, θα σας έλεγα ότι το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος δεν θέτει την προεδρική εκλογή ως εργαλείο στη διάθεση εκείνων που θέλουν, για λόγους άσχετους με το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου, να επιτύχουν βουλευτικές εκλογές. Το νόημα του εν λόγω άρθρου είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι πρόωρες εκλογές είναι αυτές που τίθενται στη διάθεση μιας προεδρικής εκλογής ως ultimum remedium. Δηλαδή, ως «έσχατο μέσο λύσης». Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ κρίσιμη και σωστή και την παρατήρηση του κ. Κασιμάτη ότι το Σύνταγμα προσδιορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις πρόωρων εκλογών.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, ωστόσο, επικαλείται ως κεντρικό επιχείρημά της για την εσπευσμένη πρόκληση εκλογών τον Μάρτιο, το εθνικό συμφέρον της χώρας…


– Δεν αμφισβητώ το εθνικό κίνητρο σε κανένα κόμμα και πολύ περισσότερο στο ιστορικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομως, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει το προφανές νόημα του Συντάγματος, πόσω μάλλον τις πρόνοιες του συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, προσδιορίζουν και προστατεύουν το εθνικό συμφέρον.

Από τις απαντήσεις σας αντιλαμβάνομαι ότι θα θεωρούσατε συνταγματικά και θεσμικά δόκιμη μόνον την περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ πρότεινε για πρόεδρο κάποιο άλλο πρόσωπο και όχι τον κ. Καρ. Παπούλια.

– Καίτοι με προκαλείτε, θα αποφύγω να μπω στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, καθώς η θέση μου, όπως σας είπα, είναι πάγια, θεσμική και, νομίζω, σαφέστατη. Προφανώς ένα κόμμα μπορεί να ματαιώσει μια προεδρική εκλογή. Μπορεί να το πράξει είτε απορρίπτοντας τον υποδεικνυόμενο, από τα άλλα κόμματα, πρόεδρο, είτε και προτείνοντας κάποιο άλλο πρόσωπο. Τότε η διάλυση της Βουλής θα έχει προκύψει για λόγους που εμπίπτουν στο νόημα του Συντάγματος. Οταν όμως εκ των προτέρων δηλώσει ότι αρχικώς δεν θα ψηφίσει τον υποδεικνυόμενο από τα άλλα κόμματα πρόεδρο, για να προκληθούν εκλογές, και μετά την επίτευξη του στόχου του θα τον ψηφίσει τότε μια σοβαρή ρύθμιση του Συντάγματος γίνεται ερμηνευτικός περίγελος, καθώς περιφρονείται εξόφθαλμα το βαθύτερο νόημά της. Εξυπακούεται, δε, ότι αν το ίδιο κόμμα ενεργήσει έτσι, χωρίς να το δηλώσει, τότε είναι θέμα πειστικότητας της εξήγησης που θα δώσει στο τέλος.

Υπάρχουν νομικές συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση;

– Κυρώσεις δεν προβλέπονται και ευτυχώς δεν έχουμε συνταγματικό δικαστήριο. Ομως, αν η «κοινή γνώμη» ή η «κοινωνική συνείδηση» αντιληφθεί το ερμηνευτικά παραποιητικό τέχνασμα, θα το καταγράψει. Και αυτό δεν είναι λίγο. Η καταγραφή αυτή αποτελεί ιστορικοπολιτική κύρωση. Η σημασία της ιστορικοπολιτικής κύρωσης είναι, βέβαια, μόνον τόση, όσος και ο εν τόπω και χρόνω πολιτικός πολιτισμός. Το κύρος και η ισχύς του δικαίου, ιδιαίτερα του Συντάγματος, δεν εξαρτάται από τον εξαναγκασμό ως μορφή κύρωσης αλλά από τη θέση που έχουν οι θεσμοί στη συνείδηση των πολιτών.

Αν, παρά ταύτα, η αξιωματική αντιπολίτευση εμμείνει στη διακηρυγμένη θέση της;

– Θέλω να ελπίζω πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Αν συμβεί, όμως, νομικά δεν μπορεί κανείς να παρέμβει.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν λάβει τα πράγματα, η διαστρέβλωση του συνταγματικού πνεύματος, όπως την περιγράφετε, φαντάζει αναπόφευκτη…

– Οχι αναγκαία. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί κι ένα ακόμη ενδεχόμενο: Ο υποψήφιος Πρόεδρος να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να αρνηθεί την έτσι σχεδιασμένη υποψηφιότητά του. Βέβαια, μπορεί να βρεθεί νέος πρόθυμος να παίξει τον ρόλο του εργαλείου. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, η άρνηση του πρώτου θα έχει βαρύνουσα συνέπεια στο πεδίο του πολιτικού πολιτισμού. Και επιτρέψτε μου μια τελευταία παρατήρηση: Πρέπει να γίνει στη χώρα μας επιτέλους αντιληπτό ότι η παραβίαση του Συντάγματος, όπως στο θέμα που συζητάμε, δεν παύει να είναι καταδικαστέα παραβίαση επειδή μπορεί να συντελεστεί «ανενόχλητα» μιας που ούτε προβλέπονται ούτε θα μπορούσαν να προβλέπονται νομικές κυρώσεις. Η κοινωνικοπολιτική μομφή σε μια Δημοκρατία πρέπει να έχει τη σημασία της και να τη λαμβάνουν υπόψη τα μέλη του πολιτικού προσωπικού.

15/7/09

ΟΙ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.7.2009

Στην Ελλάδα δημοσκοπήσεις για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων διενεργούνται πλέον όλο τον χρόνο, από τον Σεπτέμβριο έως το τέλος Ιουνίου. Αυτές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, πριν από τις βουλευτικές εκλογές ή τις ευρωεκλογές, παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που δικαιολογεί μια ξεχωριστή ρύθμισή τους.
Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις αυτές, ακόμη και αν διεξάγονται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της επιστήμης και παρέχουν σωστή πληροφόρηση για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη γνησιότητα της ψήφου στις πραγματικές εκλογές. Η γνώση της πρόθεσης ψήφου των άλλων μπορεί να μεταβάλει την αυθεντική προτίμηση του εκλογέα και να τον οδηγήσει σε μια επιλογή που αλλιώς δεν θα έκανε.
Γι' αυτό, στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες, αν και όχι σε όλες, υπάρχει μια χρονικά κυμαινόμενη απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Στην Πορτογαλία, η απαγόρευση ισχύει σε όλη την προεκλογική περίοδο, στην Ιταλία περιορίζεται στις δεκαπέντε μέρες πριν από τις εκλογές, στην Ισπανία στις πέντε μέρες πριν. Στη Γαλλία μέχρι το 2002 ίσχυε απαγόρευση επτά ημερών πριν από τις εκλογές. Όμως, ύστερα από μια απόφαση του γαλλικού Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε, με αποφθεγματικό μάλλον τρόπο και χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, ότι η απαγόρευση ερχόταν σε σύγκρουση με την ελευθερία της πληροφόρησης κατά το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απαγόρευση ισχύει πλέον μόνο για την προηγούμενη ημέρα των εκλογών και φυσικά για την ημέρα της ψηφοφορίας. Με τον ν. 2623/1998 εισήχθη και στην Ελλάδα απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, κατά τις δεκαπέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Από όσο γνωρίζω, κανείς δεν προέβαλε, με κάποια σοβαρά επιχειρήματα, ζήτημα αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης αυτής.
Ο νόμος αυτός, παρά τις πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής του στο Ιντερνετ, ανταποκρίθηκε στον σκοπό του, δηλαδή στην προστασία, κατά το δυνατόν, της αυτόνομης διαμόρφωσης της βούλησης των εκλογέων.
Αιφνιδίως, το καλοκαίρι του 2008, η κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Επικρατείας, επαναπαυμένοι από τις ευνοϊκές μέχρι εκείνη την περίοδο δημοσκοπήσεις και χωρίς να ακούν τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», απαγόρευσαν τη δημοσιοποίησή τους μόνο την προηγούμενη ημέρα της διενέργειας των εκλογών και την ημέρα της ψηφοφορίας (ν. 3688/2008).
Έναν χρόνο μετά, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επαναφέρει την απαγόρευση των δεκαπέντε ημερών, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ διατηρεί και σταθεροποιεί το προβάδισμά του στις δημοσκοπήσεις που επιβεβαιώθηκε και στις ευρωεκλογές. Όπως είπαμε, η απαγόρευση είναι δικαιολογημένη κα σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Το πρόβλημα είναι η αντίληψη του κυβερνώντος κόμματος για τη νομοθετική λειτουργία. Από την οποία απουσιάζει πλήρως η έννοια της «ουδετερότητας» του νόμου, δηλαδή του προσανατολισμού του στο γενικό συμφέρον και όχι σε ιδιωφελή κομματικά συμφέροντα.

14/7/09

ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14.7.2009

Καθώς πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Siemens αναδεικνύεται πόσο βαθιά έχει αλλοιωθεί όχι μόνο η λειτουργία βασικών θεσμών της πολιτείας, αλλά και οι ίδιες οι αντιλήψεις της κοινωνίας γι’ αυτούς. Πώς, δηλαδή, η κομματοκρατία και η διαφθορά εκλαμβάνονται πλέον ως κάτι δεδομένο και «φυσιολογικό».
Στο επίκεντρο της διαφθοράς και της διαστρέβλωσης των θεσμών εντοπίζεται ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται και ασκούν τον θεσμικό τους ρόλο τα πολιτικά κόμματα. Αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις, απουσία αξιόπιστων εσωτερικών μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου, έλλειψη ουσιαστικής λογοδοσίας για τις κομματικές δαπάνες, άδηλες ή έκνομες οικονομικές συναλλαγές, νομή της εξουσίας κατά τρόπο ώστε να αντλούνται οικονομικά οφέλη για το κόμμα, διευκολύνοντας την προεκλογική προετοιμασία του αλλά και χρηματοδοτώντας δραστηριότητες εκτός των θεμιτών σκοπών του. Ταυτόχρονα, οι υπέρογκες εκλογικές δαπάνες των υποψήφιων βουλευτών, ως αποτέλεσμα του συστήματος του σταυρού προτίμησης, τους καθιστούν ομήρους κρυφών ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων ή «διευκολύνσεων» από κέντρα επικοινωνιακής και οικονομικής ισχύος, που ασφαλώς προσφέρουν τις ενισχύσεις τους με το αζημίωτο, προσδοκώντας στη μελλοντική «εύνοια» των πολιτικών.
Ολα τα προηγούμενα είναι γνωστά, όπως και το γεγονός ότι μέσα σε αυτή τη συμφωνία συνενοχής και συγκάλυψης ορισμένοι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης δεν περιορίζονται στην άντληση πόρων για τη χρηματοδότηση των εκλογικών δαπανών τους και των λοιπών αναγκών «αναπαραγωγής» τους, αλλά αυξάνουν προκλητικά την ατομική περιουσία τους. Όμως σοβαρές ενδείξεις ή αποδείξεις μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν. Είκοσι χρόνια, ωστόσο, μετά την υπόθεση Κοσκωτά, το σκάνδαλο Siemens φέρνει στην επιφάνεια ορισμένα ίχνη για όσα οι πολίτες υποπτεύονται. Είναι μάλιστα καθοριστικής σημασίας ότι κορυφαίοι πολιτικοί ευθαρσώς δηλώνουν ότι έτσι λειτουργεί το πολιτικό μας σύστημα και ουδείς θα έπρεπε να εκπλήσσεται.
Ποιος αμφιβάλλει για τον τρόπο που χρηματοδοτούνται σήμερα τα κόμματα και οι πολιτικοί; Ποιος τους ελέγχει; Ποιος εμπιστεύεται τους εικονικούς ισολογισμούς που δημοσιεύουν τα κόμματα, όταν άλλωστε τα διπλά βιβλία αποτελούν κοινό τόπο στο πλαίσιο της παραοικονομίας; Ποιοι πείθονται από το κατ’ ουσίαν ανέλεγκτο πόθεν έσχες των βουλευτών; Πώς μπορεί να περιμένει κανείς να παρέμβει αποτελεσματικά η Δικαιοσύνη όταν ποικίλες μορφές εξάρτησης τη συνδέουν με την πολιτική τάξη;
Οι πολίτες φοβούνται το κενό εξουσίας και την ακυβερνησία. Παρ’ όλο που το βαρόμετρο της Διεθνούς Διαφάνειας αποκαλύπτει ότι 6 στους 10 Έλληνες χαρακτηρίζουν τα κόμματα διεφθαρμένα και η εκλογική αποχή ανέρχεται στο υψηλότερο επίπεδο διαχρονικά, ωστόσο το κομματικό σύστημα φαίνεται να αντέχει. Εάν όμως η υποψία καταστεί βεβαιότητα, η αγανάκτηση και η δυσθυμία των πολιτών δεν αποκλείεται να λάβουν απρόβλεπτη τροπή. Η απουσία σοβαρών μηχανισμών δημόσιου ελέγχου ενδέχεται να υποκατασταθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, από τη δημόσια διαπόμπευση των συνενόχων. Τα κρίσιμα ερωτήματα είναι ποιοι θα ωφεληθούν από μια τέτοια «πολιτική πανδημία» και εάν υπάρχει πλέον δυνατότητα για αναδιοργάνωση των όρων διεξαγωγής της πολιτικής.