24/6/08

ΤΟ "ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΟΜΜΑ"
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30/1/2008

Κάθε κόμμα έχει έναν αρχηγό, όχι δύο ή περισσότερους. Ενα κόμμα δεν ταυτίζεται όμως με τον αρχηγό του ούτε εξαντλείται σε αυτόν. Το πρώτο καθήκον του αρχηγού ενός κόμματος, ιδίως δε του αρχηγού ενός «κόμματος εξουσίας», είναι να διασφαλίσει την εσωτερική ενότητά του ως προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητά του και τη μεγιστοποίηση των στόχων του. Για να γίνει αυτό πρέπει ο αρχηγός να λειτουργεί με τέτοιον τρόπο ώστε όλα τα θεμελιώδη στοιχεία του κόμματος, δηλαδή τα μέλη του, τα κομματικά στελέχη, οι βουλευτές του και η ηγετική του ομάδα, να εναρμονίζονται σε μια κοινή στρατηγική.
Το πιο αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η κατοχύρωση και η ανάπτυξη της εσωκομματικής δημοκρατίας, ο σεβασμός της διαλεκτικής πλειοψηφίας - μειοψηφίας, η προστασία της διαφωνίας και της ελευθερίας της κριτικής όσον αφορά την πολιτική γραμμή του κόμματος, με όριο τη μη αμφισβήτηση της ιδεολογικής ταυτότητάς του, ακόμη και η αναγνώριση της δυνατότητας δημιουργίας ιδεολογικών ρευμάτων και τάσεων, εφόσον δεν έχουν αυτόνομη οργανωτική δομή. Δεδομένου ότι τα κόμματα υπάρχουν για να εξασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής, οι εγγυήσεις που αφορούν την εσωτερική δημοκρατικότητά τους θα μπορούσαν να θεσπιστούν και με νόμο του Κράτους - μια προοπτική που αφήνει ανοικτή το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος. Αυτή είναι όμως μια άλλη συζήτηση.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, μετά την επανεκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στη θέση του προέδρου του, φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτό που αρκετοί φοβόντουσαν πριν από τις εκλογές της 11ης Νοεμβρίου, δηλαδή τον κίνδυνο μετασχηματισμού του ΠΑΣΟΚ σε ένα «προσωπικό κόμμα», ο Θεμελιώδης Κανόνας του οποίου θα είναι η βούληση του αρχηγού.
Σε ένα τέτοιο κόμμα υπάρχει αρχηγός, αλλά δεν υπάρχει ηγετική ομάδα. Πίσω από τον αρχηγό υπάρχει ένα αδιαφοροποίητο πλήθος κεντρικών πολιτικών στελεχών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς τον βαθμό της νομιμοφροσύνης τους προς αυτόν. Τα εσωτερικά συλλογικά όργανα δεν λειτουργούν ως χώροι επεξεργασίας της πολιτικής γραμμής του κόμματος, αλλά περιορίζονται στην επικύρωση των αποφάσεων του αρχηγού, τις οποίες αυτός λαμβάνει διαλεγόμενος με τους εκάστοτε έμπιστους συνεργάτες του. Ισως είναι και αυτό μια μορφή «διαβουλευτικής δημοκρατίας». Στο κόμμα αυτό είναι ανεκτή η ελευθερία έκφρασης της γνώμης των απλών μελών, ακόμη και όταν αμφισβητούνται οι ιδέες του αρχηγού. Κανείς δεν θα ασχοληθεί με τις γνώμες αυτές. Τα πράγματα είναι δυσκολότερα για τα πιο προβεβλημένα στελέχη, αυτά που θα συγκροτούσαν την ηγετική ομάδα του κόμματος, αν υπήρχε τέτοια: όποιο από αυτά δεν συμφωνεί με τις αποφάσεις του αρχηγού, ή υποτάσσεται σε αυτόν ή εξοστρακίζεται από το κόμμα. Στο κόμμα αυτό αναγνωρίζονται και οι «παράπλευρες οργανώσεις»: όμιλοι, ΜΚΟ, think tanks. Αλλά μόνο όταν εκφράζουν το ρεύμα του αρχηγού ή υπο-ρεύματα που συμπλέουν με αυτό.Μάλλον, κάπως έτσι διαγράφεται, υπό τις παρούσες συνθήκες, το οργανωτικό μέλλον του ΠΑΣΟΚ. Σε σχέση με τα άλλα «προσωπικά κόμματα» που έχουν εμφανισθεί κατά την τελευταία δεκαπενταετία στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, εξακολουθεί να υπάρχει βέβαια μια όχι ασήμαντη διαφορά: στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει κάθε τέσσερα χρόνια η πραγματική δυνατότητα αλλαγής αρχηγού. Ή μήπως όχι;
Η ΓΕΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29/01/2008
Τα πανεπιστήμια και τα ανώτατα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα βρίσκονται πάλι σε αναβρασμό. Οι φοιτητές ξεκίνησαν νέες κινητοποιήσεις, που αναμένεται να φουντώσουν μετά το πέρας της εξεταστικής περιόδου του Φεβρουαρίου και, ιδίως, μόλις το Υπουργείο Παιδείας δημοσιοποιήσει το εξαγγελθέν σχέδιο νόμου για τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών. Το σύνθημα που κυριαρχεί στις φοιτητικές διαμαρτυρίες δεν αφορά όμως μόνο τις σπουδές καθεαυτές, αλλά ευρύτερα τη μελλοντική ένταξη των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας και τους όρους συμμετοχής τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή: «Δεν θα γίνουμε η γενιά των ανασφάλιστων». Ένα σύνθημα το οποίο απηχεί την κοινωνική ανασφάλεια και την ατομική αβεβαιότητα, που φαίνεται ήδη να είναι τμήμα της σημερινής πραγματικότητας των νέων. Η γενιά των 700 ευρώ, της ανασφάλιστης εργασίας, των άνεργων πτυχιούχων διαμαρτύρεται για ένα εκπαιδευτικό σύστημα που πλέον δεν προάγει την κοινωνική κινητικότητα, τη βελτίωση των όρων κοινωνικής και επαγγελματικής ένταξης ή έστω την ουσιαστική παιδεία των αποφοίτων του, αλλά αντίθετα φαίνεται να οδηγεί, σε σημαντικό βαθμό, στην αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων.
Το βασικό πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν είναι ασφαλώς το νομικό καθεστώς των Κέντρων Ελευθέρων Σπουδών. Ωστόσο η επαγγελματική ισοτιμία που κατοχυρώνεται για τα πτυχία που χορηγούν όσα ΚΕΣ είναι συνδεδεμένα με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, σύμφωνα με την κοινοτική Οδηγία 2005/36 ΕΚ, πράγματι μετατρέπει τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών σε ισχυρούς ανταγωνιστές της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι η διαφορά μεταξύ επαγγελματικής και ακαδημαϊκής ισοτιμίας είναι στην πράξη επουσιώδης. Δυστυχώς τα περιθώρια που έχει πλέον σήμερα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ως προς τον τρόπο ενσωμάτωσης της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η χώρα μας, προκειμένου να μην διασυρθεί από τα κοινοτικά όργανα, είναι αναγκασμένη να ενσωματώσει την Οδηγία, επιβάλλοντας πάντως στα ΚΕΣ τις ευρύτερες δυνατές ακαδημαϊκές εγγυήσεις.
Ποια μπορεί όμως να είναι η απάντηση της ελληνικής πολιτείας μπροστά σε αυτά τα δεδομένα και ενόψει του εντεινόμενου πλέον ανταγωνισμού μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης, που υποθάλπτει περαιτέρω τις εκπαιδευτικές-κοινωνικές ανισότητες και την υποβάθμιση της «χρηστικής αξίας» των πτυχίων των δημόσιων πανεπιστημίων; Πρώτα απ’ όλα, μια πραγματική μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου, μετά από ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, αντί για την ανούσια και αδιέξοδη τροποποίηση του νόμου-πλαισίου που επιχείρησε η παρέμβαση Γιαννάκου το 2007. Επίσης, ο σχεδιασμός μιας δημόσιας πολιτικής που θα διασυνδέει το εκπαιδευτικό σύστημα με την αγορά εργασίας και θα κατοχυρώνει επαγγελματικά δικαιώματα με αντίκρισμα για τους πτυχιούχους. Και, ακόμη σημαντικότερο ενόψει της «έξωθεν ανωτατοποίησης» των ΚΕΣ, η διασφάλιση της ελεύθερης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση για όλους τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως κοινωνικού δικαιώματος που θα απέτρεπε τη σταδιακή μεταμόρφωση της πανεπιστημιακής μόρφωσης σε συνιστώσα αναπαραγωγής ταξικών σχέσεων.
Ο ξύλινος λόγος της πολιτικής τάξης και οι κούφιες, επαναλαμβανόμενες υποσχέσεις για καλύτερες σπουδές και για κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων δεν φαίνεται να πείθουν πλέον τους φοιτητές και τους νέους πτυχιούχους. Η εξέγερσή τους είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Μια πολιτεία που δεν κατορθώνει να δώσει απαντήσεις σε τόσο κρίσιμα ζητήματα κινδυνεύει να τεθεί τελικά μπροστά σε μια ευρύτερη κοινωνική απαξίωση και να χαρακτηριστεί ως μια παρακμάζουσα πολιτεία και ως ένα πολιτικό σύστημα σε βαθειά κρίση.
ΓΙΑΤΙ ΥΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15/01/2008

Η φθίνουσα πορεία του δικομματισμού αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για το ελληνικό πολιτικό τοπίο της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια συνεχή συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης, αλλά και ευρύτερα της πολιτικής αποδοχής και αξιοπιστίας τόσο της κυβερνώσας παράταξης όσο και του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τα δυο πολιτικά κόμματα που κυβερνούν εναλλάξ τη χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα φαίνεται να έχουν απωλέσει πλέον τη δυνατότητα να επωφελείται το ένα από τη φθορά του άλλου, λειτουργώντας έτσι κατ’ ουσίαν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Βρισκόμαστε μπροστά στο τέλος ενός συγκεκριμένου μοντέλου κομματικού συστήματος; Είναι παροδική ή δομική η μεταμόρφωση του πολιτικού σκηνικού; Πρόκειται εδώ για δημοσκοπικά ευρήματα που προκύπτουν ως αποτέλεσμα συγκυριακών γεγονότων και συνθηκών ή έχει πλέον εξαντλήσει τη δυναμική του ο δικομματισμός, ως σταθερό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού συστήματος; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά προϋποθέτει καθαρές εξηγήσεις για τα αίτια της υποχώρησης του δικομματισμού σήμερα, στη ρίζα της οποίας δεν κρύβεται τίποτα άλλο από την ανεπάρκεια και την αδυναμία των δυο κομμάτων εξουσίας να εμπνεύσουν με τον πολιτικό λόγο που παράγουν, να σχεδιάσουν σοβαρές δημόσιες πολιτικές για την αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, να πείσουν την κοινωνία ότι οι πολιτικές τους προτάσεις είναι αποτέλεσμα ώριμης επεξεργασίας, ή έστω να εφαρμόσουν με συνέπεια το όποιο πολιτικό τους πρόγραμμα.
Η μεν κυβερνητική παράταξη δεν κατόρθωσε κατά τα τέσσερα χρόνια άσκησης της εξουσίας να προχωρήσει τις επαγγελόμενες μεταρρυθμίσεις στο κράτος, την οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα, την κοινωνική συνοχή, το περιβάλλον ή οποιοδήποτε άλλο πεδίο δημόσιας πολιτικής, ενώ παράλληλα σειρά σκανδάλων και κρουσμάτων διαφθοράς και κακοδιοίκησης αποδυνάμωσε το κεντρικό σύνθημα με το οποίο είχε επικρατήσει ήδη το 2004, δηλαδή την καταπολέμηση της διαφθοράς και της λεγόμενης «διαπλοκής». Από την άλλη πλευρά, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφ’ ενός απέτυχε να πείσει ότι ξεπέρασε τα συμπτώματα αλαζονείας και διγλωσσίας που σημάδεψαν την τελευταία περίοδο της κυβερνητικής του θητείας, αφ’ ετέρου δε, και αυτό είναι το κυριότερο, δεν άρθρωσε έναν πραγματικά νέο πολιτικό λόγο, ώστε να πείσει τους πολίτες ότι μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Εξάλλου, η εσωκομματική αντιπαράθεση κατά το δίμηνο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου ανέδειξε ακόμη περισσότερο τους λόγους της αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει.
Είτε τα προηγούμενα οριοθετηθούν ως κρίση του δικομματισμού, είτε αναχθούν σε μια ευρύτερη κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, σε κάθε περίπτωση υποκρύπτουν την προϊούσα έκλειψη της Πολιτικής. Πολιτική σημαίνει, σε τελική ανάλυση, ανάδειξη ενός οράματος για την πολιτεία, παραγωγή ιδεών και προτάσεων για την εξειδίκευσή του σε επιμέρους τομείς δημόσιας πολιτικής, επίτευξη κοινωνικής αποδοχής επί αυτών και, τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο, ικανότητα υλοποίησης των αντίστοιχων δημόσιων παρεμβάσεων με αποτελεσματικότητα και διαφάνεια.
Σήμερα φαίνεται ότι τα δύο κόμματα εξουσίας δεν πείθουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε τίποτα από τα προηγούμενα. Η Πολιτική, στην ουσία της, είναι απούσα. Βιώνουμε μια έκλειψη της Πολιτικής, που υποκαθίσταται από σπασμωδικές προσπάθειες επικοινωνιακής της διαχείρισης. Στον αντίποδα, τα μικρότερα κόμματα περιορίζονται σε έναν καταγγελτικό λόγο διαμαρτυρίας, χωρίς να φλερτάρουν έστω με την προοπτική συμμετοχής στα βάρη και την ευθύνη της εξουσίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν η υποχώρηση του δικομματισμού και η έκλειψη της Πολιτικής θα επιφέρουν ευρύτερες ανατροπές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα.
ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14/1/2008

Το 2007 ήταν για την Ελλάδα ακόμη ένας χρόνος ουσιαστικής απραξίας απέναντι στη διαρκή και εντεινόμενη υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Μια ένδειξη για το μέγεθος του προβλήματος ήταν οι χωρίς προηγούμενο πολύνεκρες δασικές πυρκαγιές κατά την προεκλογική περίοδο. Ισως ακόμη πιο ανησυχητική από τις ίδιες τις πυρκαγιές ήταν, όμως, η αντιμετώπισή τους από το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση περιορίστηκε στη διακίνηση ανόητων σεναρίων για τους -άφαντους- εμπρηστές και τα υποτιθέμενα κίνητρά τους, καθώς και σε ψηφοθηρικές χρηματικές ενισχύσεις στους πυρόπληκτους. Η αντιπολίτευση αρκέστηκε στις συνήθεις καταγγελίες για κυβερνητική ανικανότητα και για κομματικές επιλογές προσώπων στην ηγεσία της Πυροσβεστικής. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τα πραγματικά, μακροπρόθεσμα αίτια των πυρκαγιών, δηλ. με την κλιματική αλλαγή που προκαλείται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα έχει ήδη υπερβεί τα όρια αύξησης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία της έδινε το πρωτόκολλο του Κιότο για το έτος 2012! Με άλλα λόγια, στην επόμενη τετραετία η οικονομική μας «ανάπτυξη» πρέπει να συνεχιστεί όχι μόνο χωρίς καμία περαιτέρω αύξηση των εκπομπών, αλλά με μείωσή τους. Πώς, όμως, θα μπορούσε να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, όταν η πολιτεία, αντί για άμεση στροφή προς ανανεώσιμες, φιλικές προς το περιβάλλον, πηγές ενέργειας (γεωθερμική, αιολική κ.λπ.), προγραμματίζει παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με νέους σταθμούς λιγνίτη, λιθάνθρακα και πετρελαίου; Και όταν αντί να δοθεί, όπως θα όφειλε, απόλυτη προτεραιότητα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, κατασκευάζονται φαραωνικής κλίμακας οδικά έργα, που σύντομα θα αυτοαχρηστευτούν λόγω της συνεχούς αύξησης του αριθμού των (ρυπογόνων) αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης; Στα ζητήματα αυτά, εξάλλου, το καταστροφικό για το μέλλον της χώρας έργο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί συνέχεια του αντίστοιχου της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η οποία μάλιστα, λίγο πριν από το τέλος της, είχε φροντίσει να μειώσει τη φορολογία των αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού (και αντίστοιχα μεγάλης κατανάλωσης βενζίνης και υψηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα).Η υπερθέρμανση, η αποδάσωση και η διάβρωση του εδάφους κινδυνεύουν να οδηγήσουν, ύστερα από λίγες δεκαετίες, στην ερημοποίηση της χώρας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας θα καταστεί ακατοίκητο. Ολα αυτά, βέβαια, δεν είναι άγνωστα στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Η αιτία, όμως, της αδιαφορίας της είναι ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Ετσι π.χ. το κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων της ΔΕΗ θα προκαλούσε αύξηση της ανεργίας, η αύξηση της τιμής των αυτοκινήτων και των υγρών καυσίμων, για να ενθαρρυνθεί η μεγαλύτερη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, θα είχε ως συνέπεια άνοδο του πληθωρισμού και αυξημένη κοινωνική δυσαρέσκεια κ.ο.κ. Η πραγματικότητα είναι ότι οι σημερινοί πολιτικοί μας δεν έχουν το θάρρος να πουν στον λαό τις δυσάρεστες αλήθειες. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η βραχυπρόθεσμη νομή της εξουσίας και όχι το μακροπρόθεσμο μέλλον του τόπου, το οποίο, κατά συνέπεια, προδιαγράφεται δυσοίωνο.