31/12/08

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 31.12.2008

Μετά την έλευση του Ιντερνετ ορισμένοι προέβλεπαν ότι η ελευθερία του συνέρχεσθαι θα έχανε μεγάλο μέρος από τη σπουδαιότητά της ως μέσο διαμόρφωσης και όργανο έκφρασης της κοινής γνώμης. Ομως, σε αυτήν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, παντού -και όχι μόνο στην Ελλάδα- η ελευθερία του συνέρχεσθαι ζει μια «νέα νεότητα» και σε αυτό παραδόξως έχουν βοηθήσει και οι νέες τεχνολογίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ακόμη κι αν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να εκφράσουν οι πολίτες τις απόψεις, τις διαμαρτυρίες και τις διεκδικήσεις τους, η ελευθερία τού συνέρχεσθαι παραμένει πάντοτε ένας αποφασιστικός παράγοντας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και η πιο αποτελεσματική μορφή άσκησης κριτικής και πίεσης προς τους κυβερνώντες. Συγχρόνως, σε μια περίοδο όπου η κρίση κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας των πολιτικών κομμάτων βαθαίνει όλο και περισσότερο, η ελευθερία τού συνέρχεσθαι αποτελεί το κατ εξοχήν όργανο έκφρασης άτυπων μαζικών κινημάτων, μέσα από τα οποία οι πολίτες ανακαλύπτουν ξανά ή για πρώτη φορά την πολιτική.
Με αυτό το κλασικό και το καινούργιο πολιτικό νόημά του το δικαίωμα συνάθροισης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας του δημοκρατικού κράτους. Γι αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στις προτάσεις για μια περιοριστική ρύθμισή του, οι οποίες ξανακερδίζουν έδαφος μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Αλλωστε, για την αντιμετώπιση των πράξεων βίας στους δρόμους δεν χρειάζονται νέες ρυθμίσεις, αφού το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 11 παρ. 1 Συντ.) απαγορεύει τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων κατά τη διάρκεια των συναθροίσεων και των διαδηλώσεων. Η διατύπωση, πάντως, του άρθρου 11 παρ. 1 Συντ. δεν αφήνει περιθώρια για την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε υπαίθριες συναθροίσεις προσώπων που χρησιμοποιούν κράνη, κουκούλες ή άλλα καλύμματα, για να καταστήσουν δύσκολη την αναγνώριση της ταυτότητάς τους, εφόσον αυτά ασκούν το δικαίωμα συνάθροισης «ήσυχα και χωρίς όπλα». Διότι τα κράνη, οι κουκούλες και τα άλλα καλύμματα (π.χ. τα κασκόλ) δεν είναι «όπλα» και όποιος τα χρησιμοποιεί δεν παύει κατ ανάγκη να ενεργεί «ήσυχα», αφού αυτό συμβαίνει μόνο όταν εκτρέπεται σε βίαιες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι διοργανωτές και οι άλλοι συμμετέχοντες θα πρέπει να ανέχονται την παρουσία τέτοιων προσώπων. Οι ίδιοι θα πρέπει να περιφρουρήσουν το νόημα και την αξία της φανερής πολιτικής δράσης.
Αντίθετη με το Σύνταγμα θα ήταν και η αναγνώριση της δυνατότητας στην αστυνομική Αρχή να απαγορεύει γενικό αριθμό συναθροίσεων και για αόριστο χρόνο, όταν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια (άρθρο 11 παρ. 2). Αυτό μπορεί να γίνει μόνο για συγκεκριμένη συνάθροιση και για ορισμένο χρόνο. Δεν προσκρούει, όμως, στο Σύνταγμα η νομοθετική θέσπιση εύλογων περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης, με σκοπό την προστασία της ελευθερίας της οδικής κυκλοφορίας, ανάλογα με τον όγκο των συγκεντρώσεων, τις ώρες κυκλοφοριακής αιχμής στις κεντρικές οδικές αρτηρίες κ.λπ. Αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να συζητηθεί.

30/12/08

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.12.2008

Οι δυσλειτουργίες της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν προκαλέσει την αγανάκτηση της κοινωνίας. Από την περίφημη υπόθεση της «ζαρντινιέρας» και τις αθλιότητες εις βάρος μεταναστών, μέχρι τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή, η περιπτωσιολογία περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια κατάχρησης εξουσίας και κακουργηματικών πράξεων. Για όλα αυτά η Ελλάδα έχει κατ επανάληψη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κυριότερα αίτια της αστυνομικής εγκληματικότητας είναι η κακή διοικητική οργάνωση, η ανεπαρκής εκπαίδευση, η καλλιέργεια εξουσιαστικών συνδρόμων, οι περιορισμένοι εξωτερικοί μηχανισμοί ελέγχου, οι συχνά απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές που οδηγούν σε παράλληλη απασχόληση, η διαρκής έκθεση σε κινδύνους χωρίς σοβαρή ψυχολογική υποστήριξη, τα στερεότυπα που συνεπάγονται την κοινωνική απαξία.
Η χώρα μας έχει βαρύ ιστορικό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα η εικόνα της αστυνομίας να συνδεθεί, στο συλλογικό υποσυνείδητο, με τον κρατικό αυταρχισμό. Αυτό το βάρος επιχειρήθηκε να μετριαστεί, ιδίως μετά το 1981, με τον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας. Κάθε παρέκκλιση αστυνομικού οργάνου αρκεί όμως για να επανέρχεται στο προσκήνιο η αρνητική φόρτιση. Οταν λοιπόν η Αστυνομία συγκρούεται με τους «κουκουλοφόρους», που καταστρέφουν αδιακρίτως δημόσια και ιδιωτική περιουσία, ο λεγόμενος «προοδευτικός» λόγος φαίνεται ενίοτε προδιατεθειμένος εναντίον της Αστυνομίας.
Κάθε συμψηφισμός θα ήταν απαράδεκτος. Ο ρόλος της Αστυνομίας είναι να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα, πρωτίστως τη ζωή, την ασφάλεια και την περιουσία όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, και όχι να σκοτώνει, να εκβιάζει ή να βασανίζει. Είναι σήμερα επιβεβλημένη η εκ βάθρων ανασυγκρότησή της, η καλλιέργεια μιας νέας διοικητικής κουλτούρας και η αποβολή από τις τάξεις της όσων αντιλαμβάνονται το λειτούργημά τους με όρους Αγριας Δύσης.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κοινωνία δεν αρμόζει να απαξιώνει συλλήβδην τον ρόλο της αστυνομίας και τους φορείς της, όχι μόνο επειδή υποκατάστατο για την προστασία από το έγκλημα δεν έχει ακόμη εφευρεθεί, αλλά και διότι είναι άδικο να στιγματίζεται το σύνολο των αστυνομικών.
Ενα αστυνομικό σώμα με υποβαθμισμένο κύρος, στελεχωμένο με αστυνομικούς των 800 ευρώ, που λοιδορούνται σε καθημερινή βάση, συγκροτεί μια κρατική υπηρεσία αναποτελεσματική, αλλά και ευάλωτη σε φαινόμενα παρέκκλισης. Αλλωστε, η Αστυνομία δεν αποτελεί παρά τμήμα της γενικότερα δυσλειτουργούσας κρατικής μηχανής, υπό τον υποτυπώδη έλεγχο μιας πολιτικής τάξης ασθμαίνουσας και μιας κοινωνίας που συγκαλύπτει τις ενοχές της κατασκευάζοντας συμβολικούς εχθρούς. Είτε οι εχθροί αυτοί ονομάζονται «μετανάστες», για την άκρα Δεξιά, είτε «μπάτσοι», για μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, η ιδεοληπτική τύφλωση είναι παρεμφερής.
Επικεντρώνοντας την κριτική στην Αστυνομία ξεχνάμε, εν τέλει, ότι για τα εκρηκτικά ελλείμματα στην κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική, για την ακρίβεια και την ανεργία, είναι κάποιοι άλλοι υπεύθυνοι. Ας μην υποβαθμίζονται οι ευθύνες των κρατούντων με τη μετάθεσή τους σε ένα τμήμα της πολιτείας που μόνο «ελίτ» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

17/12/08

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.12.2008

Ότι ο φόνος του δεκαπεντάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από σφαίρα αστυνομικού θα προκαλούσε την οργή και τη διαμαρτυρία των μαθητών και των φοιτητών στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα ήταν κάτι το φυσιολογικό και το ευπρόσδεκτο. Αλίμονο, αν οι νέοι πολίτες έμεναν αδιάφοροι και παθητικοί μπροστά σε ένα τέτοιο εξοργιστικό γεγονός.
Ωστόσο, αυτό που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα στην Ελλάδα, δεν ήταν μόνο μια νεανική κινητοποίηση και διαμαρτυρία εναντίον της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Ήταν μια χαοτική κοινωνική σύγκρουση που έφερε την ελληνική κοινωνία στα πρόθυρα της «φυσικής κατάστασης», εκεί όπου αρχίζει ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Και δεν ήταν μόνο το αίσθημα του δικαίου που προκάλεσε αυτό το τυφλό ξέσπασμα, αλλά κυρίως το αίσθημα της αδικίας και της ανασφάλειας που εξαπλώνεται στη νέα γενιά.
Αν ένας νέος δεν μπορεί να βρει εργασία ή δεν απολαμβάνει από την εργασία του μια αξιοπρεπή αμοιβή, ακόμη κι αν είναι πτυχιούχος, γνωρίζει μία-δύο ξένες γλώσσες και ξέρει να χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή, τότε χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στην κοινωνία και στο κράτος και μπορεί απογοητευμένος απ όλα να μεταμορφωθεί συγκυριακά σε «καταστροφέα», όπως οι Άγγλοι υφαντουργοί που κατέστρεφαν τα μηχανήματα στις βιομηχανικές μονάδες για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας -οι περιώνυμοι «λουδίτες». Αν μάλιστα έχει απέναντί του ένα διεφθαρμένο κομματοκρατικό σύστημα και μια πολιτική τάξη με συμπεριφορές «κάστας», τότε η Αργεντινή είναι κοντά -και το «que se vayan todos» μπορεί σύντομα να γίνει και στη χώρα μας παλλαϊκό αίτημα.
Όμως από το κακό μπορεί να προέλθει το καλό. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει αυτή η αντιπολιτική κοινωνική σύγκρουση να κατανοηθεί -και ο Λεωνίδας Κύρκος στη συνέντευξή του στο Mega είπε ό,τι χρειαζόταν να ειπωθεί πάνω στο θέμα αυτό- και κυρίως να μετασχηματισθεί σε μια μεταρρυθμιστική πολιτική που να ανταποκρίνεται στο ύψος των περιστάσεων. Ότι η πολιτική και διοικητική διαφθορά, οι πελατειακές πρακτικές, ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία, φαινόμενα που υπήρχαν και πριν από το 2004 αλλά διογκώθηκαν κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, αυξάνουν την οργή των πολιτών, είναι κάτι που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επισήμανση. Το πρώτο κεφάλαιο μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αντι-διαφθοράς.
Ας πάμε, όμως, παρακάμπτοντας ενδιάμεσα θέματα, στην καρδιά του προβλήματος. Στο ζήτημα του δικαιώματος στην εργασία, το οποίο επανέρχεται σήμερα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ως το πιο θεμελιώδες από όλα τα ζητήματα. Τώρα που ο νεοφιλελεύθερος κύκλος κλείνει, αφήνοντας πίσω του τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το 1929, η δημοκρατική σταθερότητα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί στο πρόβλημα αυτό, δηλαδή από το αν θα ξεκινήσει ένας νέος «μεγάλος μετασχηματισμός» που θα καταστήσει την πλήρη απασχόληση πρώτη προτεραιότητα των κοινωνιών.

16/12/08

ΒΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.12.2008

Τα τελευταία χρόνια τα Πανεπιστήμια βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό. Το εγχείρημα να αναθεωρηθεί το άρθρο 16, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, υπήρξε το έναυσμα μιας παρατεταμένης περιόδου κρίσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Παράλληλα, η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του «νόμου-πλαισίου» για τα Πανεπιστήμια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, παρότι οι αλλαγές που επιβλήθηκαν τελικά στερούνται ουσίας. Τη διαρκή κρίση τροφοδότησε, επίσης, η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων με βάση τίτλους σπουδών από «κολέγια» συμβεβλημένα με Πανεπιστήμια άλλων κρατών-μελών της Ε Ε. Ωστόσο, αυτό που έμεινε από αυτή την περίοδο αναβρασμού δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση της φθίνουσας πορείας του δημόσιου Πανεπιστημίου, οι σκηνές τυφλής βίας εις βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πανεπιστημιακής περιουσίας, ιδίως όμως μια γενικευμένη αίσθηση ότι η σταδιακή αποδόμηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι προδιαγεγραμμένη.
Ποια είναι λοιπόν σήμερα η πανεπιστημιακή πραγματικότητα; Πρώτα απ όλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τα τελευταία 20 χρόνια διευρύνθηκε η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ήταν όμως τα επιστημονικά πεδία των νέων Σχολών κατά κανόνα τα ενδεδειγμένα; Συνοδεύθηκε το άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης από βελτίωση του επιπέδου σπουδών και της έρευνας, ή μήπως συνέβαλε στην υποβάθμισή τους; Δεν εξυπηρετεί κανέναν ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας στα Πανεπιστήμια, εκτός ίσως από εκείνους που είχαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, ακόμη και σχολές που διαθέτουν εξαιρετικούς καθηγητές -κι αυτές δεν είναι λίγες- παραμένει ένας θεσμός που υπολειτουργεί. Τα ελλείμματα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των Πανεπιστημίων από το κράτος, η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η παγίωση μιας γραφειοκρατικής κουλτούρας σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν θα έπρεπε να ενισχύονται η καινοτομία και η ευελιξία, οι συντεχνίες που υποσκάπτουν την ανανέωση και την αξιοκρατία, η αλλοίωση της αποστολής του ασύλου, όλα αυτά ναρκοθετούν την ποιότητα και το κύρος των Πανεπιστημίων. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα πανεπιστημιακή οργάνωση και κουλτούρα, όμως ουδείς τολμάει τις αναγκαίες ρήξεις.
Μπορεί λοιπόν να είναι τυφλή, όμως δεν είναι ανεξήγητη η βία που ασκείται μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια. Η ανεκπλήρωτη επιθυμία για σοβαρές σπουδές, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι το πτυχίο διαθέτει πλέον περιορισμένη αξία για την επαγγελματική εξέλιξη, συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι βόμβες μολότοφ εναντίον του Πανεπιστημίου, οι επαναλαμβανόμενες καταλήψεις, η διογκούμενη οργή των νέων απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει ανασφάλεια, δεν είναι παρά αποτελέσματα της απογοήτευσης για την απουσία ίσων ευκαιριών, ουσιαστικής παιδείας, προοπτικών απασχόλησης και, τελικά, σεβασμού από την πολιτεία, η οποία φαίνεται να θέτει καθημερινά στο περιθώριο ένα σημαντικό τμήμα των νέων. Για κάποιους αρκούσε άλλο ένα θανατηφόρο κρούσμα αστυνομικής ασυδοσίας, ώστε η συσσωρευμένη απογοήτευση να μετατραπεί σε βανδαλισμούς και παράλογη καταστροφικότητα.

15/12/08

ΕΛΠΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.12.2008

Η έκρηξη βίας των τελευταίων ημερών, ύστερα από την ανθρωποκτονία μαθητή από αστυνομικό, αποδεικνύει την κατάσταση αποσύνθεσης στην οποία βρίσκονται το ελληνικό κράτος και το πολιτικό μας σύστημα. Σε αποσύνθεση βρίσκεται κατ αρχάς η Αστυνομία, η οποία δεν εκπαιδεύει κατάλληλα το προσωπικό της στη χρήση των όπλων, ούτε το υποβάλλει στους σχετικούς, προβλεπόμενους από τον νόμο ψυχολογικούς ελέγχους. Το να συμβεί, λοιπόν, ένα παρόμοιο περιστατικό ήταν μάλλον θέμα χρόνου. Η συνέχεια θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης σχεδόν αναμενόμενη, αφού επί δεκαετίες η καταστροφική δράση κουκουλοφόρων εξτρεμιστών αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όπως σύνηθες φαινόμενο αποτελεί και η απέναντί τους αδράνεια της Αστυνομίας.
Σε αποσύνθεση και σήψη βρίσκεται όμως και το πολιτικό μας σύστημα, αφού για τη διαχρονική αυτή αδράνεια των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν ασφαλώς οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, δηλαδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Η ανοχή που επιδεικνύουν οι τελευταίες στο παρακράτος των Εξαρχείων εναρμονίζεται προς την ανοχή τους στο παρακράτος των Ζωνιανών και προς την ανοχή τους και σε άλλες μορφές παραβατικότητας, όπως στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, στην καταστρατήγηση της πολεοδομικής νομοθεσίας κ.λπ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι κατά βάθος τόσο αδύνατο, ώστε να μην μπορεί ούτε να αγγίξει οτιδήποτε δημιουργεί έστω και την υποψία πολιτικού κόστους. Είναι άλλωστε εμφανές ότι μια κυβέρνηση η οποία επιδίδεται στη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου, όπως αποδεικνύει η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, δεν έχει ούτε το ηθικό ούτε το πολιτικό ανάστημα για να παρεμποδίσει την καταστροφή και τη λεηλασία ιδιωτικών περιουσιών από τους «αντιεξουσιαστές».
Τα χειρότερα δυστυχώς έρχονται, αφού η διεθνής οικονομική και κοινωνική κρίση μόλις έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή στη χώρα μας. Η Ελλάδα μοιάζει με ακυβέρνητο σκάφος που βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πρωτοφανή τρικυμία. Η εναλλαγή των δύο κομμάτων εξουσίας στην κυβέρνηση δεν αποτελεί λύση για την ακυβερνησία, αφού αυτά, έχοντας κοινή λαϊκιστική ιδεολογία και κοινή κλεπτοκρατική πρακτική, αποτελούν ουσιαστικά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για πολιτικά κόμματα, αφού αμφότερα στερούνται σαφούς και ρεαλιστικού πολιτικού προγράμματος, αλλά για οικογενειακές επιχειρήσεις πώλησης ψευδαισθήσεων δημοκρατίας στο καταναλωτικό κοινό (δηλαδή τον λαό). Όσο για τα κόμματα διαμαρτυρίας, τα οποία κινούνται στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, αυτά αποτελούν σε τελική ανάλυση διακοσμητικά στοιχεία στην πρόσοψη της ρηχής ελληνικής δημοκρατίας των γόνων.
Η ελπίδα, αν υπάρχει, μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από μια συνολική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, με διαφορετικές πολιτικές, με διαφορετικά πρόσωπα και με βαθιές θεσμικές τομές, που θα συνοδεύεται από μια γενικότερη αλλαγή πλεύσης της ελληνικής κοινωνίας. Μια άλλη Ελλάδα θα ήταν εφικτή, αν την ήθελαν οι Έλληνες.

6/12/08

Ευάγγελος Βενιζέλος
Η κυβέρνηση τροφοδοτεί μια τριπλή οικονομική κρίση
συνέντευξη στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 6/12/2008

Η ειδησεογραφία κυριαρχείται από τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση Βατοπεδίου, ωστόσο, πέραν αυτού, εκτός από τα σήμαντρα της μονής άρχισαν να ηχούν και οι καμπάνες για την κοινωνία, εν πρώτοις από τις δηλώσεις του κ. Μίχαλου. Δυσάρεστη πρόβα για το νέο έτος, δεν είναι;
«Η πρόβλεψη είναι δυσάρεστη όχι μόνον για το 2009, αλλά τουλάχιστον για τα τρία επόμενα χρόνια. Στην Ελλάδα ζούμε ακόμη το προοίμιο της κρίσης με το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα και το οποίο μετακυλίεται ολοένα και πιο έντονα στην πραγματική οικονομία: στα κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων, στους περιορισμούς των δανειοδοτήσεων. Βλέπουμε ήδη την πτώση της κίνησης στην οικοδομή, την κακή πρόγνωση για τον τουρισμό, τις απειλές κατά των εργασιακών σχέσεων, την τάση διόγκωσης της ανεργίας. Θεωρώ πολύ δύσκολο να υπάρξει το 2009 έστω και μικρός θετικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ. Η χώρα αντιμετωπίζει σωρευτικά μια τριπλή οικονομική κρίση: κρίση του χρηματοοικονομικού συστήματος, κρίση του μοντέλου ανάπτυξης και της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, που βασίζεται στους ευάλωτους τομείς της οικοδομής, του τουρισμού και της ναυτιλίας, και κρίση δημοσιονομική, που παίρνει τώρα εκρηκτικές διαστάσεις λόγω της διόγκωσης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και της εκτίναξης του κόστους του δανεισμού, που με τη σειρά του τινάζει στο αέρα τις εικονικές προγνώσεις του προϋπολογισμού».

Είναι δυνατόν μια κυβέρνηση τόσο αδυνατισμένη στο εσωτερικό της, όπως η Ν.Δ., να αντιμετωπίσει την οικονομική και κοινωνική κρίση που έρχεται, και μάλιστα την ώρα που έχει ξεκινήσει η διαδοχολογία;
«Το κακό για τη χώρα είναι πως η τριπλή οικονομική κρίση στην οποία αναφέρθηκα διασταυρώνεται με τη βαθιά κρίση της δημόσιας ηθικής και με την εξίσου βαθιά κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων που νιώθουν εχθρικές προς το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση έχει χάσει προ πολλού τη νομιμοποιητική της βάση. Εχει διαρραγεί όχι μόνον η σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αλλά και η απλή σχέση ανοχής. Η ηττοπάθεια και η αμηχανία που κυριαρχούν πλέον στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης μετατρέπονται σε οξύ πρόβλημα για τη χώρα, γιατί η κυβέρνηση όχι μόνον αδυνατεί να διαχειριστεί την οικονομική κρίση και να αναλάβει πρωτοβουλίες υπέρβασής της, αλλά με τη στάση της την τροφοδοτεί διαρκώς. Γι' αυτό είναι επείγουσα η ανάγκη αλλαγής της κυβέρνησης».

Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ανακάμπτει, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, όμως απέχει ακόμα αρκετά από το να διαμορφώνει ένα ρεύμα αδιαμφισβήτητου νικητή. Είναι θέμα προγράμματος, στιλ αντιπολίτευσης ή κάτι άλλο;
«Κατ' αρχάς η αντιστροφή του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο γεγονός. Επί δύο και πλέον μήνες το ΠΑΣΟΚ καταγράφεται ως πρώτο κόμμα με διευρυνόμενη διαφορά. Αυτό αλλάζει την ψυχολογική κατάσταση των δύο χώρων. Αλλάζει την παράσταση νίκης. Οι πολίτες ξέρουν ότι οι θεσμικά προσφερόμενες και εφικτές λύσεις για τη διακυβέρνηση του τόπου και τη διαχείριση της κρίσης είναι πολύ συγκεκριμένες. Βεβαίως δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη λογική του "ώριμου φρούτου". Η αποσάθρωση της Ν.Δ., η πολιτική και επικοινωνιακή ακύρωση του κ. Καραμανλή και η καταβύθιση της κυβέρνησης στο πέλαγος των σκανδάλων διευκολύνουν το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν συνιστούν τα υλικά μιας νέας διακυβέρνησης. Μια νέα διακυβέρνηση πρέπει να είναι ικανή να γυρίσει σελίδα, να πει την αλήθεια στο λαό, να διαμορφώσει μια στέρεη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, να συγκροτήσει τις αναγκαίες εθνικές και κοινωνικές συμφωνίες για το φορολογικό σύστημα, την παραγωγική αναδιάρθρωση, τους τομείς αιχμής της ελληνικής οικονομίας, την απασχόληση, το ρόλο της περιφέρειας. Από αυτά τα νέα υλικά έχει ανάγκη ο τόπος και αυτά θέλουμε και οφείλουμε να εγγυηθούμε ως ΠΑΣΟΚ».

Ποιες πρέπει να είναι οι άμεσες προτεραιότητές σας στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, ενόψει μάλιστα και του εκλογικού, τουλάχιστον για την Ευρώπη, 2009;
«Κορυφαία προτεραιότητα είναι η διαχείριση και η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης. Η κρίση δεν είναι φυσικά μόνον εξωγενής και εισαγόμενη. Είναι ταυτόχρονα και κρίση ενδογενής, που οφείλεται αφενός μεν στις πολιτικά τυφλές, κοινωνικά άδικες, δημοσιονομικά εσφαλμένες και αντιαναπτυξιακές επιλογές της πενταετίας της Ν.Δ., αφετέρου δε στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Κορυφαίο διαρθρωτικό πρόβλημα, που η κρίση το βγάζει στην επιφάνεια σε όλη του την έκταση, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στα τυπικά και τα άτυπα χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ανάμεσα στην οικονομία και την παραοικονομία που τροφοδότησε επί δεκαετίες την ανάπτυξη, αλλά συνδέεται και με το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, στο μέτρο που και αυτό με τη σειρά του συνδέεται με τους παραλογισμούς και τις αντιφάσεις του φορολογικού συστήματος. Το άμεσο συνεπώς οικονομικό ζήτημα είναι η αποκατάσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης, ώστε με ένα πλεόνασμα πολιτικής εμπιστοσύνης να καλυφθεί το έλλειμμα οικονομικής εμπιστοσύνης που υπάρχει τόσο στην αγορά όσο και στη σχέση οικονομίας, κοινωνίας και κράτους».

Θεωρείτε ότι ο δικομματισμός έχει ούτως ή άλλως κλείσει τον κύκλο του; Υπάρχει ανάγκη ανασύνθεσης του πολιτικού συστήματος με σχήματα συνεργασίας, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής κρίσης;
«Πολλοί εδώ και καιρό έχουν κηρύξει το τέλος του δικομματισμού και την οριστική μετάβαση στην εποχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Η πολιτική και ψυχολογική κατάρρευση της κυβέρνησης και η πρώτη θέση του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν όμως και πάλι το αίτημα για πολιτική σταθερότητα ως προέχον στη συνείδηση των πολιτών. Οι πολίτες είναι βεβαίως δύσπιστοι και επιφυλακτικοί. Δίνουν δύσκολα την ψήφο τους και ακόμη δυσκολότερα την εμπιστοσύνη τους. Θεωρώ συνεπώς ότι είναι όχι μόνο θεμιτός, αλλά και αναγκαίος στόχος για το ΠΑΣΟΚ η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία ως εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και προγραμματικής σαφήνειας, αλλά και ως βάση για τη διαμόρφωση των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών συνεργασιών που είναι αναγκαίες για να κυβερνηθεί με άλλο δημόσιο ήθος και με πολιτική αποτελεσματικότητα ο τόπος. Με την κυβέρνηση της Ν. Δ. δεν κλείνει ο κύκλος των κοινοβουλευτικά αυτοδύναμων κυβερνήσεων, αλλά ο κύκλος της προσωποκεντρικής και μονοπρόσωπης διακυβέρνησης, της μονοκομματικής και αυτάρεσκης νοοτροπίας. Καμιά κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον εφάπαξ νομιμοποίηση που αρχίζει στις εκλογές και τελειώνει στις επόμενες εκλογές. Κάθε κυβέρνηση οφείλει να διαλέγεται συνεχώς με την κοινωνία, να πείθει καθημερινά τους πολίτες και να κατακτά την πολιτική νομιμοποίηση για κάθε μεγάλη πολιτική της απόφαση και πρωτοβουλία».

Μια τελευταία ερώτηση για το Βατοπέδι. Θα επανέλθει το ΠΑΣΟΚ στην πρότασή του για προανακριτική επιτροπή; Και ο κ. Καραμανλής από την πλευρά του τι θα κάνει;
«Η εξεταστική επιτροπή ολοκλήρωσε ουσιαστικά το έργο της, καθώς η πλειοψηφία της Ν.Δ. απέρριψε τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για εξέταση ορισμένων ακόμη μαρτύρων. Εκκρεμεί κυρίως η συζήτηση για τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Θα αξιολογήσουμε με πλήρη συνείδηση πολιτικής αλλά και νομικής ευθύνης το υλικό που έχει συγκεντρωθεί. Δεν επιδιώκουμε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Δεν θέλουμε ένα αντεστραμμένο 1989. Οφείλουμε όμως να εγγυηθούμε την αποκατάσταση της δημόσιας ηθικής. Οφείλουμε να στείλουμε στον πολίτη το μήνυμα ότι μπορούν να υπάρξουν στον τόπο μας εγγυήσεις διαφάνειας, και διαφάνεια δεν υπάρχει χωρίς ανάληψη ευθύνης. Είναι επίσης γνωστό ότι εκκρεμεί τυπικά, γιατί δεν έχει απορριφθεί, η αρχική πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που βασιζόταν στους λόγους για τους οποίους ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρήγγειλε την διεξαγόμενη από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση. Η θέση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί εγκλωβίστηκαν στην άρνηση να αποδεχθούν την ύπαρξη του σκανδάλου και στην αστεία προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης στο ΠΑΣΟΚ. Με βάση το γενικότερο πολιτικό κλίμα, την καθολική πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης και την οριακή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία προφανώς και δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίσπευση των εκλογών».

3/12/08

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.12.2008

Η ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης και κριτικής και το δικαίωμα της προσωπικότητας βρίσκονται σχεδόν καθημερινά σε αντιπαράθεση στις αίθουσες των δικαστηρίων μας, τα οποία έχουν το δύσκολο, πράγματι, έργο να επιλύουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο αυτά εκ φύσεως ανταγωνιστικά δικαιώματα. Φαίνεται, όμως, ότι κάτι δεν πάει καλά με τη νομολογία των δικαστηρίων μας γύρω από το θέμα αυτό. Ήδη κατά τη διετία 2007-2008 έχουν εκδοθεί τρεις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που καταδικάζουν την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, στο οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης και κριτικής (υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας, υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας, υπόθεση «Αυγή» και Κάρης κατά Ελλάδας). Παραδόξως, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ακροθιγώς ασχολούνται με το θέμα αυτό, μολονότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δημιουργούν νέα δεδομένα για την άσκηση της δημοσιογραφικής ελευθερίας, αναγνωρίζοντας στην ελευθερία αυτή μια «προνομιούχο θέση» σε σχέση με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Ας δούμε συντομογραφικά τι κομίζει η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και πού διαφέρει από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει κατ αρχάς ότι τα όρια της επιτρεπτής κριτικής κατά πολιτικών προσώπων είναι ευρύτερα σε σχέση με τα όρια της κριτικής κατά απλών ιδιωτών. Σε αντίθεση με τους απλούς ιδιώτες, τα πολιτικά πρόσωπα εκτίθενται αναπόφευκτα και συνειδητά σε αυστηρό έλεγχο της δημόσιας ή και της ιδιωτικής τους συμπεριφοράς. Θεωρητικά αυτό γίνεται δεκτό και από τα ελληνικά δικαστήρια, τα συμπεράσματά τους όμως δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στην παραδοχή αυτήν. Το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει επίσης ότι η κριτική δεν υπόκειται στον κανόνα της αλήθειας, εκτός εάν βασίζεται σε συνειδητή αλλοίωση των γεγονότων. Τα ελληνικά δικαστήρια απαιτούν συχνά από τους δημοσιογράφους να αποδείξουν την «αλήθεια» των αξιολογικών τους κρίσεων, σύμφωνα όμως με το ΕΔΔΑ αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ διαχωρίζει την ευθύνη του δημοσιογράφου-συνεντευκτή από εκείνη του συνεντευξιαζομένου. Ο πρώτος ευθύνεται για τις εξυβριστικές ή συκοφαντικές δηλώσεις του δεύτερου, μόνο όταν τις υιοθετεί και όχι όταν λειτουργεί ως ουδέτερος παρατηρητής. Ένα τέτοιο «δικαίωμα συνέντευξης» δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη από τα ελληνικά δικαστήρια.
Το ΕΔΔΑ δεν ψάχνει να βρει αν ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να διατυπώσει τη σκέψη του με άλλες λέξεις ή φράσεις που θα ήταν λιγότερο δηκτικές. Όπως παρατηρεί: «Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων... δεν συνίσταται στο να επισημαίνουν αυτά στον δημοσιογράφο το απολύτως μίνιμουμ των όρων που ο τελευταίος δύναται να χρησιμοποιήσει, όταν ασκεί το δικαίωμά του στην κριτική...» (βλ. Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2008, σ. 507). Και εκφράζει την έκπληξή του για την εμμονή των ελληνικών δικαστηρίων να εμπλέκονται σε ζητήματα δημοσιογραφικού ύφους.
Ύστερα από τις αποφάσεις αυτές οι Έλληνες δικαστές γνωρίζουν πλέον πώς μπορούν να αποφευχθούν καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της χώρας μας για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Προς το παρόν πάντως δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι αυτό.

2/12/08

Η ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.12.2008

Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει άμεσα τον κόσμο της εργασίας. Όλες οι έρευνες και οι προγνώσεις καταλήγουν σήμερα στο συμπέρασμα ότι η περίοδος βαθιάς ύφεσης, στην οποία εισήλθε η παγκόσμια οικονομία, θα επιφέρει, κατά τους επόμενους μήνες, κύματα απολύσεων. Οι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα, κατά κανόνα «εύκολα», θύματα της απο-ανάπτυξης. Ωστόσο, το έδαφος για τη θυματοποίηση των εργαζομένων προετοιμάστηκε σταδιακά ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, μέσα από την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους και την υπονόμευση των προστατευτικών ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας. Βασικό δικαιολογητικό λόγο για την υποχώρηση των εγγυήσεων της εργασίας υπέρ του οικονομικού ανταγωνισμού αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια τα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί παγκοσμιοποίησης και διόγκωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των διεθνοποιημένων αγορών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης το επιχείρημα που προβάλλεται πλέον είναι η αναγκαστική μείωση προσωπικού, ως προϋπόθεση για την επιβίωση ακόμη και επιχειρηματικών κολοσσών. Όμως και στις δύο περιπτώσεις το σκεπτικό εμφανίζεται παρόμοιο: Η μείωση του εργασιακού κόστους, η ευελιξία στην απασχόληση, η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων προσεγγίζονται ως «αυτονόητες» κινήσεις στην επιχειρηματική σκακιέρα προς όφελος των επιχειρήσεων και εις βάρος της επιβίωσης των εργαζομένων.
Θα ήταν ασφαλώς αντίθετο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος να περιμένει κανείς ότι οι επιχειρήσεις θα αναλάβουν αυτοβούλως το κοινωνικό κόστος της οικονομικής κρίσης. Η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως το κράτος, του οποίου ο ρόλος στα πεδία της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας επιχειρήθηκε συστηματικά να υποβαθμιστεί. Η κρατική παρέμβαση είναι όμως αδιανόητο να περιορίζεται στη διασφάλιση των μηχανισμών συμβιβασμού και διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και των επιμέρους ομάδων ειδικών συμφερόντων. Κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος διατηρεί την υποχρέωση να παρεμβαίνει για τη συνολική εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας και για τη ρύθμιση των συνθηκών άσκησης του δικαιώματος στην εργασία, να μεσολαβεί για την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας ή την επίλυση μισθολογικών διαφορών, να ενισχύει την επενδυτική δραστηριότητα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, να μεριμνά για την ασφάλεια στους χώρους εργασίας, καθώς και για την επαγγελματική επιμόρφωση και επαναπροώθηση στην εργασία του εργατικού δυναμικού.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν φαίνεται, όπως προκύπτει από πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης, να εμπιστεύονται την ελληνική πολιτεία ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Όσο επινοητική και αυστηρή εμφανίζεται η πολιτεία στη λειτουργία της ως κράτος επιτήρησης και καταστολής, άλλο τόσο ασυνεπής και άπραγη αποδεικνύεται σε σχέση με την προστασία της εργασίας. Όμως ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση που συνεπάγονται η ανεργία, η υποαπασχόληση, η φτώχεια και, τελικά, η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, δεν αποτελούν παρά τον προθάλαμο της παραβατικότητας. Αν το κράτος έχει επιλέξει να λειτουργεί αποτελεσματικότερα ως κράτος καταστολής παρά ως κοινωνικό κράτος δικαίου, τότε δεν απέχουμε πολύ είτε από μια κοινωνική έκρηξη είτε από έναν οργουελικού τύπου ολοκληρωτισμό με κατ' επίφαση δημοκρατικούς θεσμούς.

1/12/08

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Ευρωπαϊκές Εξελίξεις, τχ. 12/2008

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, όπως ήταν αναπόφευκτο, επεκτάθηκε γρήγορα προκαλώντας ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα σ’ ολόκληρο τον Κόσμο, πλήττει και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταση των προβλημάτων που προκαλεί σε κάθε χώρα-μέλος ποικίλει ανάλογα με την μακροοικονομική κατάσταση που βρίσκεται κάθε εθνική οικονομία της Ένωσης καθώς και με το βαθμό έκθεσής της στη διεθνή αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση με πρωτοβουλία του Προεδρεύοντος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλλου Προέδρου Ν. Σαρκοζί προσπάθησε να επεξεργασθεί ένα σχέδιο Κοινοτικής απάντησης στην οικονομική κρίση, πράγμα που θα έδινε την αίσθηση της κοινότητας των συμφερόντων όλων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνεκτικής Πολιτικής Οντότητας.
Από την αρχή ωστόσο διεφάνη ότι μια τέτοια Κοινοτική απάντηση στην οικονομική κρίση δεν ήταν εφικτή. Αντίθετα, επελέγη ο δρόμος του συντονισμού των αναγκαίων δημοσίων παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο, ενώ η πρωτοβουλία των παρεμβάσεων αυτών καθώς και η εξειδίκευσή τους αφέθηκε στην αρμοδιότητα των χωρών-μελών. Πρωταγωνιστής στην επιλογή αυτή ήταν κυρίως η Γερμανία, φοβούμενη, ίσως, ότι μια πραγματική Κοινοτική απάντηση στην οικονομική ύφεση θα κόστιζε δημοσιονομικά περισσότερο στις ισχυρές εθνικές οικονομίες, όπως είναι η γερμανική οικονομία.
Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (11-12 Δεκ. 2008) επιβεβαίωσε αυτή την επιλογή των επιμέρους δημόσιων εθνικών παρεμβάσεων των χωρών-μελών μέσα σ’ ένα πλαίσιο βασικών αρχών προκειμένου να υπάρχει ο αναγκαίος συντονισμός. Έτσι, οριστικοποίησε τα περιθώρια υπέρβασης από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και καθόρισε τις Ευρωπαϊκές προθέσεις σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και σχετικά με τις διευκολύνσεις χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Είναι προφανές ότι οι αποφάσεις αυτές δεν συνιστούν ολοκληρωμένη Κοινοτική δράση απέναντι στην διεθνή οικονομική κρίση και συνεπώς δεν συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας πιο συνεκτικής ευρωπαϊκής απάντησης, η οποία θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μια Κοινότητα με σαφέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.12.2008

Η ανώτατη εκπαίδευση βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση αναβρασμού, με αφορμή την έκδοση της απόφασης του ΔΕΚ για τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ένα μέρος των σπουδών των οποίων έχει γίνει στην Ελλάδα σε συμβεβλημένους ιδιωτικούς φορείς. Στην πραγματικότητα όμως, όλα αυτά, όπως και γενικότερα η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με την (ενταφιασμένη) αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, απλώς αποσπούν την προσοχή της κοινής γνώμης από το αληθινό πρόβλημα, δηλαδή την απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων. Η απαξίωση αυτή δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, ούτε οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τις διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες συνειδητά απαξιώνουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τείνοντας να τα μετατρέψουν σε ΙΕΚ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο φοιτητικός υπερπληθυσμός. Οι καθοριζόμενοι από το υπ. Παιδείας αριθμοί των εισακτέων είναι υπερβολικοί σε σχέση τόσο με την υφιστάμενη υποδομή των ιδρυμάτων όσο και με τον γενικό πληθυσμό, αφού οι θέσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ συνολικά είναι σχεδόν ίσες με το σύνολο των αποφοίτων λυκείου κάθε χρόνο. Έτσι πολλοί από όσους εισάγονται δεν έχουν τα πνευματικά εφόδια για σοβαρή φοίτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σημαντικό ποσοστό ακόμη και οι φοιτητές Νομικής, οι οποίοι έχουν εισαχθεί ύστερα από πανελλαδικές εξετάσεις κυρίως σε μαθήματα σχετικά με τη γλώσσα, όπως έκθεση και αρχαία, και έλαβαν υψηλή βαθμολογία, είναι ανελλήνιστοι και κακοποιούν κατ εξακολούθηση την ελληνική γλώσσα.
Υπερβολικοί σε σχέση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες είναι, όμως, και οι αριθμοί των πτυχιούχων, με αποτέλεσμα πολλοί -ίσως οι περισσότεροι- να είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων στην ανεργία, την υποαπασχόληση ή την ετεροαπασχόληση. Εξάλλου, η μετέπειτα σταδιοδρομία καθενός μικρή σχέση έχει με τις φοιτητικές επιδόσεις του, αφού ένας υψηλός βαθμός πτυχίου δεν διασφαλίζει επαγγελματική επιτυχία, ούτε το αντίστροφο. Παράλληλα, οι ρυθμίσεις οι σχετικές με τις ενδοπανεπιστημιακές εξεταστικές διαδικασίες είναι τόσο επιεικείς, ώστε σχεδόν όλοι όσοι εισάγονται να αποκτούν τελικά πτυχίο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι φοιτητές δεν έχουν επαρκή κίνητρα για μελέτη.
Έλλειψη κινήτρων παρατηρείται, όμως, και ως προς το διδακτικό - ερευνητικό προσωπικό, οι αποδοχές του οποίου κινούνται σε άθλια επίπεδα, ακόμα και σε σχέση με τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Είναι άρα αναμενόμενο πολλά από τα μέλη του να στρέφονται σε εξωπανεπιστημιακές δραστηριότητες και να παραμελούν την έρευνα και τη διδασκαλία. Τα πράγματα χειροτερεύουν εξαιτίας των νομοθετικών ρυθμίσεων για την επιλογή και εξέλιξη του προσωπικού αυτού, που δεν διασφαλίζουν την αξιοκρατία, αλλά αντίθετα προωθούν τον συντεχνιασμό και /ή τον φατριασμό. Όσο για την πρόσφατα νομοθετημένη «αξιολόγηση» των πανεπιστημίων, αυτή, κάτω από τέτοιες συνθήκες, προδιαγράφεται ότι θα καταλήξει σε φάρσα.
Λύσεις για όλα αυτά θα μπορούσαν ασφαλώς να βρεθούν, αλλά θα είχαν οικονομικό και πολιτικό κόστος. Εφόσον καμία κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση να αναλάβει το κόστος αυτό, τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει το τέλμα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης.