22/9/08

ΒΑΤΟΠΕΔΙ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.9.2008

Η «ανταλλαγή» οικοπέδων μεταξύ του κράτους και της Μονής Βατοπεδίου (ή μάλλον κατά του κράτους και υπέρ της Μονής) αποτελεί τον τελευταίο, προς το παρόν, κρίκο σε μια αλυσίδα σκανδάλων διασπάθισης του δημόσιου πλούτου που έχουν έρθει στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια. Η Νέα Δημοκρατία κατέλαβε την εξουσία το 2004 καταγγέλλοντας ως διεφθαρμένες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και επαγγελλόμενη την κάθαρση του δημόσιου βίου. Σήμερα καθίσταται πλέον πασιφανές ότι οι εξαγγελίες της αυτές ήταν κενές περιεχομένου, αν μη και συνειδητά παραπλανητικές. Η διαφθορά είναι βαθιά ριζωμένη στις δομές του πολιτικού μας συστήματος και η καταπολέμησή της θα προϋπέθετε μια συνολική ανατροπή και μετεξέλιξή του, όπως εκείνη που ακολούθησε την επανάσταση στο Γουδή και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πριν από περίπου έναν αιώνα (1909-1910).
Η ιδιαιτερότητα πάντως του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο ωφελημένος σε βάρος της περιουσίας του κράτους, δηλαδή του ελληνικού λαού, δεν ήταν, όπως συνήθως, κάποιος ιδιώτης ή ένας επιχειρηματικός φορέας, αλλά ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το οποίο εμφανίζεται ότι λειτούργησε με τη λογική αρπακτικού. Τίθεται λοιπόν επί τάπητος το θέμα της αμαρτωλής διαπλοκής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, καθώς και της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ειδικά μάλιστα ορισμένες Μονές του Αγίου Όρους έχουν συσσωρεύσει επί εκατονταετίες τεράστια ακίνητη και άλλη περιουσία, που φαίνεται να τη χρησιμοποιούν για οτιδήποτε άλλο εκτός από κοινωφελείς αγαθοεργίες. Οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις (όπως άλλωστε και οι Οθωμανοί δυνάστες πριν από αυτές) ανέχθηκαν και ευνόησαν τον αδικαιολόγητο αυτόν, από άποψη χριστιανικής ηθικής και όχι μόνον, πλουτισμό των Μονών, χορηγώντας τους, μεταξύ άλλων, εξαιρετικά εκτεταμένες φοροαπαλλαγές με μια σειρά νομοθετημάτων. Κατά παγκόσμια, μάλιστα, πρωτοτυπία το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα, στο άρθρο 105 παρ. 5, κατοχυρώνει, χρησιμοποιώντας τον σεμνότυφο όρο «φορολογικά πλεονεκτήματα», την παραπάνω προνομιακή μεταχείριση. Το γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με τόσο ευνοϊκό τρόπο τις οικονομικές αξιώσεις ανθρώπων που θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένοι από υλικά πάθη, όπως οι αγιορείτες μοναχοί, τη στιγμή κατά την οποία οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις συχνά αποκρούουν εύλογα αιτήματα πενόμενων κοινωνικών ομάδων με την επίκληση των δυσχερειών του προϋπολογισμού, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ούτως ή άλλως, όμως, το διαχρονικό αυτό πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο πρέπει επιτέλους να τερματισθεί. Εφόσον οι μονές, ή και συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα ή «κοντά» σ' αυτές, εννοούν να συμπεριφέρονται ως στυγνοί επιχειρηματίες, είναι απαράδεκτη η συνέχιση της φορολογικής ασυλίας τους. Πρέπει να αντιμετωπισθούν ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και να υπαχθούν σε φορολόγηση και φορολογικούς ελέγχους, όπως ισχύει για όλους. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν το κράτος εξαπολύει ολόκληρη φοροεπιδρομή (τεκμήρια, κατάργηση αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.), προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματά του, η φορολόγηση των μοναστηριών αποτελεί στοιχειώδη απαίτηση φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.