27/1/09

Το τέλος του "βασικού μετόχου"
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.1.2009

Τον περασμένο μήνα γράφτηκε κατ’ ουσίαν η τελευταία πράξη στην πολύκροτη υπόθεση του «βασικού μετόχου», που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής και νομικής συζήτησης για περισσότερο από μία πενταετία. Στην αναθεώρηση του 2001, ύστερα από θυελλώδεις κοινοβουλευτικές και επιστημονικές αντιπαραθέσεις, κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα το ασυμβίβαστο μεταξύ των ιδιοτήτων του ιδιοκτήτη, εταίρου, βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους αφ ενός σε επιχειρήσεις μέσων μαζικής επικοινωνίας και αφ ετέρου σε επιχειρήσεις που διαγωνίζονται και αναλαμβάνουν δημόσια έργα ή υπηρεσίες και προμήθειες του Δημοσίου. Το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε στους συγγενείς έως και τέταρτου βαθμού των προσώπων αυτών, προκαλώντας καθημερινές ιστορίες επιχειρηματικής, γραφειοκρατικής, πολιτικής και οικογενειακής τρέλας.
Όλα τα προηγούμενα πραγματοποιήθηκαν εν ονόματι της καταπολέμησης της λεγόμενης «διαπλοκής», που υπήρξε το κεντρικό πολιτικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2000-2005. Οι περίφημοι «νταβατζήδες» του Μπαϊρακτάρη κατασκευάστηκαν ως νέος εσωτερικός εχθρός, που οι μέντορες της πολιτικής ηθικολογίας θα έριχναν στο πυρ το εξώτερον. Είναι αξιομνημόνευτο, βέβαια, ότι η σχετική συνταγματική διάταξη περί «βασικού μετόχου» υπερψηφίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών. Όποιος τολμούσε να διαφωνήσει, είτε πολιτικός είτε νομικός, κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως «διαπλεκόμενος» ή υπάλληλος των «νταβατζήδων». Το ΕΣΡ κατακλύστηκε από στοίβες δικαιολογητικών οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης, τα οποία αγωνιζόταν να διεκπεραιώσει. Και όλα αυτά εις μάτην. Εάν κάποιος επιχειρηματίας σκοπεύει να ασκήσει επιρροή στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, μπορεί να το επιχειρήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και μάλιστα πολύ οικονομικότερα και απλούστερα από το να εμπλακεί ο ίδιος ή συγγενικό του πρόσωπο στο επιχειρηματικό πεδίο των μέσων ενημέρωσης. Αλλά και πέρα από αυτό υπάρχει ακόμη κανείς σήμερα που δεν γνωρίζει ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων και της πολιτικής τάξης πραγματοποιείται με αδιαφανείς μεθόδους ή ότι στη σύγχρονη τηλεοπτική δημοκρατία η πολιτική αναπαραγωγή εξαρτάται από τη διασύνδεση των πολιτικών, με κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος;
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που επιχείρησε να κατοχυρώσει ένα τέτοιο ασυμβίβαστο, με μια συνταγματική ρύθμιση που αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτικά ατελέσφορη και νομικά προβληματική. Το ζήτημα έλυσε τελικά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κρίνοντας ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εξειδίκευσαν τη συνταγματική επιταγή είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο. Ήδη βέβαια η επίμαχη διάταξη είχε καταστεί στην πράξη ανενεργή, όταν κινήθηκε προ τετραετίας εναντίον της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν από όλα αυτά μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι ότι η υποκρισία και ο λαϊκισμός περισσεύουν στην ελληνική πολιτική τάξη. Ας θεσπιστούν και ας εφαρμοστούν επιτέλους μηχανισμοί διαφάνειας και ελέγχου της ροής του πολιτικού χρήματος. Χρήσιμες επ’ αυτού προτάσεις έχουν υποβάλει κατά καιρούς τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε τελική ανάλυση, ποιος ευθύνεται κατά βάση για τη διαφθορά και τη «διαπλοκή»; Μόνο οι «κακοί» επιχειρηματίες ή ιδίως οι «αθώοι» πολιτικοί, που χρηματοδοτούνται για να εξυπηρετούν;

20/1/09

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14.1.2009

Ύστερα από κάθε ανασχηματισμό, υπάρχουν αναπόφευκτα δυσαρεστημένοι βουλευτές. Για μια κυβέρνηση που διαθέτει πλειοψηφία μίας μόνο έδρας στη Βουλή αυτό δεν είναι ένα πρόβλημα ήσσονος σημασίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας υποδέχτηκαν με ικανοποίηση, ίσως και ανακούφιση, τον πρόσφατο ανασχηματισμό λειτουργεί αποτρεπτικά για την εξωτερίκευση διαφωνιών ή αντιρρήσεων. Έτσι, δεν φαίνεται πιθανή μια κρίση στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τουλάχιστον προς το παρόν.
Η απομάκρυνση των «Βατοπεδινών» από την κυβέρνηση επιβεβαιώνει τον καθοριστικό ρόλο που έχουν αποκτήσει τα μέσα ενημέρωσης στη διαδικασία καταλογισμού της ατομικής πολιτικής ευθύνης των υπουργών. Η «θεσμική-κοινοβουλευτική» ευθύνη των υπουργών ευρίσκεται πλέον σε παραλυσία και τείνει να υποκατασταθεί από τη «διάχυτη» πολιτική τους ευθύνη, την οποία καταλογίζουν τα μέσα ενημέρωσης, ασκώντας την ελευθερία πληροφόρησης και κριτικής. Ο νόμος της «διάχυτης» πολιτικής ευθύνης είναι αμείλικτος. Κι αν ο υπουργός, στον οποίο καταλογίζεται ευθύνη για ηθικά αξιόμεμπτες πράξεις του, δεν παραιτείται οικειοθελώς, τότε ο πρωθυπουργός είναι αναγκασμένος, για να προστατεύσει τον εαυτό του, συνεπώς και την κυβέρνησή του, να ζητήσει την παραίτησή του ή να τον απομακρύνει στον επόμενο ανασχηματισμό. Ορισμένοι θα σπεύσουν να κάνουν λόγο για «δημοκρατία των μέσων ενημέρωσης» που υποκαθιστά την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Υπό κάποιες προϋποθέσεις, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί ως μια καινούργια εκδοχή άμεσης δημοκρατίας.
Θα άξιζε, ίσως, να ερμηνεύσουμε και τη συμπάθεια που εκδηλώνει η κοινή γνώμη στον νέο υπουργό Παιδείας. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη μας, στο ότι είναι ένα από τα λίγα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος που έχει αντιληφθεί ότι η «κομματοκρατική» και αλαζονική άσκηση της εξουσίας είναι πλέον παρωχημένη και αναποτελεσματική. Κανείς υπουργός Παιδείας δεν μπορεί να πετύχει στο έργο του, αν πιστεύει ότι το μόνο που έχει να κάνει είναι να εφαρμόσει απαρέγκλιτα την πολιτική του κόμματός του, χωρίς «συμβιβασμούς» με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και τα υποκείμενα της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Ο κεντρικός, αν όχι μοναδικός, στόχος του πρόσφατου ανασχηματισμού ήταν να καταστήσει την κυβέρνηση εκλογικά πιο ελκυστική. Αυτό δεν σημαίνει -κατά τη γνώμη μας- ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών πριν από τις ευρωεκλογές. Έτσι όπως έχουν έλθει τα πράγματα, αυτό που συμφέρει τη Νέα Δημοκρατία είναι να μετατεθούν οι βουλευτικές εκλογές όσο το δυνατόν αργότερα. Θα ήταν, ωστόσο, πολύ σημαντικό για τη Νέα Δημοκρατία να μην είναι ξεκάθαρο το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2009, δηλαδή να μην προδικάζει την έκβαση των βουλευτικών εκλογών. Με βάση το προηγούμενο των ευρωεκλογών του 1999 (ΠΑΣΟΚ 32,91% - Νέα Δημοκρατία 36,00%), θα της αρκούσε να μην υπολείπεται από το ΠΑΣΟΚ περισσότερο από τρεις ποσοστιαίες μονάδες. Έτσι θα μπορούσε να υποστηρίξει, επικοινωνιακά τουλάχιστον, ότι οι βουλευτικές εκλογές θα είναι αμφίρροπες. Στην παρούσα συγκυρία δεν φαίνεται ότι έχει τη δυνατότητα να πετύχει κάτι καλύτερο από αυτό.

13/1/09

ΝΕΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.1.2009

Το 2008 σημαδεύθηκε από την κρίση του δικομματισμού. Στις δημοσκοπήσεις της περασμένης χρονιάς αποτυπώθηκε η αποδοκιμασία προς τα κόμματα εξουσίας, καθώς τα εκλογικά τους ποσοστά έφτασαν σε αρκετές έρευνες κοινής γνώμης να κινούνται συνολικά κάτω από το 55% των ψηφοφόρων, στοιχείο πρωτοφανές για τη μεταπολιτευτική περίοδο. Την ίδια στιγμή στον δημόσιο διάλογο κορυφώθηκαν οι αναλύσεις περί μετάβασης σε ένα νέο κομματικό σύστημα. Βέβαια η μείωση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων εξουσίας δεν ήταν τυχαία. Εντάσσεται σε ένα πλαίσιο καθολικής απαξίωσης βασικών θεσμών της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας - κυβέρνηση, Κοινοβούλιο, πολιτικά κόμματα, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Κατεξοχήν απέναντι στα κόμματα καταγράφεται η πεποίθηση του συντριπτικά μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας, ότι δεν διαθέτουν ούτε τη βούληση ούτε την ικανότητα να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και τη βελτίωση των όρων διαβίωσης των πολιτών. Ολα τα προηγούμενα τροφοδοτούνται περαιτέρω από την οικονομική κρίση, τη συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων, τα φαινόμενα της ανεργίας των νέων και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και από την παρατεταμένη ένταση στο εκπαιδευτικό σύστημα, με διαρκείς καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημίων κατά τα τελευταία δύο χρόνια. Κυρίως όμως η κοινωνική δυσαρέσκεια διογκώθηκε από τα σκάνδαλα οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς. Αλλωστε αυτή ακριβώς η δυσθυμία απέναντι στο πολιτικό σύστημα σε συνδυασμό με τις σοβαρές ανεπάρκειες στην κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική αποτέλεσαν το εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε στην κοινωνική εξέγερση του Δεκεμβρίου, με σπινθήρα τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή. Κι όμως, μέσα στη συσσωρευμένη αποδοκιμασία απέναντι στην πολιτική τάξη, εμφανίζονται σαφή δείγματα ανάκαμψης του δικομματισμού. Το σημαντικότερο δείγμα είναι η άνοδος της εκλογικής δύναμης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αργά αλλά σταθερά, από τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ενώ λοιπόν επί έναν ολόκληρο χρόνο η δύναμη των δύο κομμάτων εξουσίας εμφανιζόταν να φθίνει κατά τρόπο αναλογικό, σταδιακά το ΠΑΣΟΚ ενισχύεται, έχοντας άλλωστε ξεπεράσει την οξεία ενδοκομματική αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα ο κομματικός ανταγωνισμός να επανέρχεται στη φυσιολογική τροχιά κάθε δικομματικού συστήματος: Η εκλογική φθορά του κυβερνώντος κόμματος διοχετεύεται ιδίως στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο αποκτά υπεροχή στον μεσαίο χώρο και κυριαρχεί στην παράσταση νίκης. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα θέσεων.
Η κρίση των πολιτικών κομμάτων και η δυσθυμία απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς δεν αποτελούν ελληνική ιδιοτυπία. Τις συναντάμε περίπου σε όλες τις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα κυκλικό φαινόμενο, που εκδηλώνεται με περιοδική έξαρση των αρνητικών τάσεων έναντι του κομματικού συστήματος. Οι τάσεις αυτές αντιστρέφονται, όταν οι πολίτες αναγνωρίσουν την αναγκαιότητα νέων ισορροπιών και επανατοποθετηθούν θετικά απέναντι σε εκείνους τους κομματικούς σχηματισμούς που φαίνεται να εξασφαλίζουν εχέγγυα στοιχειωδώς αποτελεσματικής διαχείρισης των κρατικών λειτουργιών και κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό τον παράδοξο πολιτικό κύκλο φαίνεται να διαγράφει σήμερα το ελληνικό κομματικό σύστημα, καθώς η κορύφωση της αποδοκιμασίας απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς συμβαδίζει με τάσεις αναβίωσης του δικομματισμού. Πολλά εξαρτώνται πλέον από την ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να πείσει ότι μπορεί να εισφέρει ένα νέο μοντέλο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας.

12/1/09

ΠΟΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΘΕΛΟΥΜΕ
Ναπολέων Μαραβέγιας
"Κοινωνία Πολιτών", τχ. 14

Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά μια κρίση που ίσως δεν έχει προηγούμενο. Μετά την ευφορία της δεκαετίας του ’80 με την ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής και το διπλασιασμό των πόρων για τις πολιτικές Συνοχής, καθώς και της δεκαετίας του ’90, με την επιτυχή κατάληξη της πορείας προς την νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να έχει χάσει το δυναμισμό και τον προσανατολισμό του.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Ε.Ε πάσχει από σοβαρή ασθένεια απώλειας προσανατολισμού που μπορεί να είναι και ανίατη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει απλώς «δυσπεψία» γιατί δεν μπορεί να αφομοιώσει τη μεγάλη διεύρυνση προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ μερικοί ακόμη θεωρούν ότι η απόσυρση της Συνταγματικής Συνθήκης και η υιοθέτηση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβόνας μπορεί να είναι σύμπτωμα της κρίσης και όχι η αιτία της.
Σχεδόν όλοι ,ωστόσο, συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 δεν μπορεί να είναι πλέον η Ευρώπη των 15. Και μόνο ο διπλασιασμός σχεδόν των χωρών-μελών αλλάζει το χαρακτήρα του οικοδομήματος από κάθε άποψη. Με την διεύρυνση διευρύνονται οι κάθε μορφής διαφορές: γεωγραφικές, οικονομικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές. Διευρύνεται το φάσμα των προτιμήσεων των πολιτών των Χωρών-Μελών και διασπάται η, μετά από πολλά χρόνια κοινής πορείας αίσθηση συμμετοχής σε κάποιο κοινό σχέδιο πολιτικής ενοποίησης, η οποία υπήρχε σε διαφορετικό βαθμό στις παλαιότερες Χώρες-Μέλη.
Με τη διεύρυνση διευρύνονται και τα ελλείμματα κάθε μορφής : Έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης, έλλειμμα διαφάνειας, έλλειμμα κοινωνικής πολιτικής, έλλειμμα συνοχής, έλλειμμα κοινής στρατηγικής απέναντι στις προκλήσεις του σημερινού κόσμου .
Συνεπώς ,μήπως είναι η διεύρυνση που οδήγησε στη σημερινή κρίση; Αν είναι έτσι τότε γιατί όλες σχεδόν οι παλαιότερες χώρες-μέλη συμφώνησαν τελικά να πραγματοποιηθεί η διεύρυνση. Προφανώς, η κάθε μια είχε να κερδίσει κάτι από την διεύρυνση αλλά όλες μαζί μάλλον έχασαν συνολικά.
Μήπως όμως τελικά η διεύρυνση δεν είναι παρά μόνο μια από τις αιτίες της σημερινής κατάστασης. Μήπως η βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι η άρνηση όλων των Κρατών-Μελών, με προφανείς διαβαθμίσεις , να προχωρήσουν στην οικονομική ολοκλήρωση πέρα από την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και την νομισματική ένωση .
Όμως το κρίσιμο βήμα που θα άλλαζε ριζικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς υπερεθνικό επίπεδο στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η δημοσιονομική πολιτική δηλ. η σε ευρωπαϊκό επίπεδο είσπραξη των εσόδων και η κατανομή των δαπανών μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα άλλαζε την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα της έδινε χαρακτηριστικά με πολιτικής οντότητας. Οι πολίτες των Χωρών -Μελών της Ευρώπης θα ήταν και φορολογούμενοι πολίτες της Ευρώπης και επωφελούμενοι από τον Κοινό Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό.
Οι πολίτες της Ευρώπης θα είχαν έτσι πλέον κοινά συμφέροντα ανεξαρτήτως εθνικότητας και η πολιτική διαμάχη για την αναδιανομή μέσω φόρων-δαπανών θα προσελάμβανε πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά με ιδεολογικό και όχι εθνικό περιεχόμενο, όπως συμβαίνει σήμερα με τους πολίτες ενός εθνικού κράτους, οι οποίοι συνεισφέρουν και επωφελούνται από τον εθνικό προϋπολογισμό ανάλογα με το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στην εθνική Βουλή, ανεξάρτητα από την περιφέρεια που κατοικούν.
Όμως σ’ αυτό το κρίσιμο βήμα δεν φαίνεται να είναι καμιά Χώρα-Μέλος διατεθειμένη να προχωρήσει. Αντίθετα, υπάρχει μια γενικευμένη αντίθεση στην αύξηση των πόρων και συνεπώς των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Αργά αλλά σταθερά οι κοινές πολιτικές που συνοδεύονται με κοινή χρηματοδότηση υποχωρούν (Κοινή Αγροτική Πολιτική) και στη θέση τους αναπτύσσονται κοινοτικές πολιτικές με εθνική χρηματοδότηση, ενώ η μέθοδος του ανοικτού συντονισμού για την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών γενικεύεται (κοινωνική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική κλπ).
Βέβαια, η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς το ευρωπαϊκό επίπεδο στο δημοσιονομικό τομέα (φόροι-δαπάνες-αναδιανομή) είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση διότι η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί τον όρο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους. Φαίνεται ότι είναι ακόμη δυσκολότερη και από την εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Όμως, χωρίς αυτό το βήμα κάθε συζήτηση για παραπέρα εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χωρίς περιεχόμενο.
Όσο δεν προχωρούν τα Κράτη-Μέλη σε τέτοιου είδους εγχείρημα έστω και σταδιακά, η αίσθηση της κρίσης θα είναι παρούσα γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες νοιώθουν ότι ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής και δράσης τους ρυθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται από τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει με την αναγκαία χρηματοδότηση.
Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια απόσταση μεταξύ της ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο. Μ’ άλλα λόγια είναι αντιφατικό να υιοθετούνται οι στόχοι μιας κοινής πολιτικής από όλα τα Κράτη-μέλη αλλά η χρηματοδότηση για την επίτευξή των στόχων αυτών να εξαρτάται από τον εθνικό προϋπολογισμό κάθε κράτους-μέλους. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλειμμάτων που υποσκάπτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών οφείλεται σ’ αυτή την αντίφαση μεταξύ ευρωπαϊκών στοχεύσεων και της ευρωπαϊκής χρηματοδοτικής αδυναμίας να υποστηριχθούν αυτές οι στοχεύσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντιμετώπιση της ανεργίας και γενικότερα την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτές διακηρύχτηκαν με την Στρατηγική της Λισαβόνας.
Ακόμη και το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έννοια της λήψης αποφάσεων από όργανα χωρίς άμεση δημοκρατική εντολή και χωρίς λογοδοσία, θα μπορούσε να μειωθεί αν τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων συγκροτούνταν σε ευρωπαϊκό και όχι εθνικό επίπεδο λόγω της κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής και οδηγούσαν σε πραγματικά ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα με σαφείς ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τελικά σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα στηριζόταν στην εκάστοτε πολιτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όσον αφορά στη διαμόρφωση μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα μπορούσε να ασκηθεί στηριζόμενη σε μια κοινή αμυντική πολιτική και σε ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις, και εδώ απαιτείται εκχώρηση των εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας ο οποίος επίσης αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της κρατικής υπόστασης ενός έθνους, όπως και ο δημοσιονομικός τομέας (είσπραξη φόρων και κατανομή των δαπανών).
Μήπως, σ’ αυτούς τους δύο τομείς δεν μπορεί να περιμένει κανείς καμιά υποχώρηση του εθνικού Κράτους; Μήπως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση έχει φθάσει τα όριά της στη σημερινή ιστορική φάση; Μήπως, τελικά η κρίση που διαπιστώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστικά μια σειρά άλυτων αντιφάσεων μεταξύ της ανάγκης για κοινές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και της αδυναμίας εφαρμογής αυτών των ευρωπαϊκών πολιτικών επειδή τα εθνικά κράτη αρνούνται να «παραδώσουν» τα τελευταία οχυρά της κρατικής τους υπόστασης;
Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι ποια Ευρώπη θέλουμε αλλά ποια Ευρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερινή πραγματικότητα .Βεβαίως, η μελλοντική εξέλιξη είναι άδηλη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το 1940 ότι 60 χρόνια αργότερα η Γερμανία και η Γαλλία θα είχαν κοινό νόμισμα.