21/10/09

Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21.10.2009

Με αφορμή την άρνηση ορισμένων βουλευτών να δώσουν τον προβλεπόμενο από το άρθρο 59 του Συντάγματος θρησκευτικό όρκο, ετέθη ξανά το ζήτημα τι ισχύει στην περίπτωση αυτή, δηλαδή αν το Σύνταγμα επιτρέπει ή όχι σε όσους βουλευτές δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο να αναλάβουν τις δεσμεύσεις που περιέχει η δόση του όρκου, επικαλούμενοι την τιμή και τη συνείδησή τους.
Το άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού της Βουλής ορίζει ότι αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του θρησκευτικού όρκου κατά το άρθρο 59 του Συντάγματος δεν επιτρέπονται, μπορούν όμως να διατυπωθούν πριν από τη δόση του όρκου επιφυλάξεις με γραπτή δήλωση που κατατίθεται στο προεδρείο της Βουλής. Στην πράξη, οι βουλευτές που δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο παρίστανται στην αίθουσα κατά τη στιγμή της ορκωμοσίας, αλλά δεν υψώνουν το χέρι τους, δηλαδή τυπικά δεν ορκίζονται. Στη συνέχεια, όμως, υπογράφουν το πρωτόκολλo ορκωμοσίας, αφού διαφορετικά δεν μπορούν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ούτε να λάβουν βουλευτική αποζημίωση.
Η προαναφερθείσα διάταξη του Κανονισμού της Βουλής που δεν επιτρέπει αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του θρησκευτικού όρκου έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 13 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. Με βάση το άρθρο αυτό θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι βουλευτές που για οποιονδήποτε συνειδησιακό λόγο δεν επιθυμούν να δώσουν θρησκευτικό όρκο μπορούν να ορκιστούν με άλλον τρόπο, δηλαδή χωρίς αναφορά στην Αγία Τριάδα, αλλά με επίκληση στην τιμή και τη συνείδησή τους. Αλλιώς, δηλαδή, αν δεν τους παρασχεθεί αυτή η δυνατότητα, η διαδικασία της ορκωμοσίας παραβιάζει την ελευθερία της συνείδησής τους, όπως αποφάνθηκε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του της 18ης Φεβρουαρίου 1999 (Μπουσκαρίνι κατά Σαν Μαρίνο). Το ίδιο ισχύει και για τον όρκο του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του Συντάγματος καθώς και για τον όρκο του πρωθυπουργού και των υπουργών, ο οποίος επιβάλλεται από την κοινή νομοθεσία.
Είναι ένα δευτερεύον και καθαρά εθιμοτυπικό ζήτημα αν στις διαδικασίες ορκωμοσίας των βουλευτών, του Προέδρου της Δημοκρατίας και των μελών της κυβέρνησης παρίστανται θρησκευτικοί λειτουργοί. Μια τέτοια παρουσία δεν απαγορεύεται, ούτε ενοχλεί, δεν είναι όμως υποχρεωτική.
Πιο σημαντικό είναι το «πολιτικό» περιεχόμενο του όρκου, ιδίως στην περίπτωση των μελών της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός και τα άλλα μέλη της κυβέρνησης αναλαμβάνουν με τον όρκο τους το καθήκον να υπηρετούν αποκλειστικά το «γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού», χωρίς ιδιωφελείς προσωπικούς ή κομματικούς υπολογισμούς. Η ανταπόκριση της συμπεριφοράς των μελών της κυβέρνησης στο κριτήριο αυτό δεν είναι μόνο ηθικά αλλά και πολιτικά κρίσιμη, όπως αποδείχθηκε με τον πλέον καταφανή τρόπο στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου.

20/10/09

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.10.2009

Στις σημαντικότερες εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης περιλαμβάνεται η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με την κατάθεση νομοσχεδίου σε άμεση προτεραιότητα. Είναι σημαντικό να επισημανθεί εξαρχής ότι ο εκλογικός νόμος δεν αποτελεί πλέον ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που προσαρμόζεται στα μέτρα της εκλογικής της στρατηγικής, αφού μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 οι νομοθετικές μεταβολές που εισάγονται στο εκλογικό σύστημα τίθενται σε ισχύ από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, εκτός εάν κατά την ψήφισή τους συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών, οπότε μπορούν να ισχύσουν άμεσα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει το συντομότερο στην ψήφιση νέου εκλογικού νόμου δεν αποσκοπεί σε «ύποπτα» εκλογικά οφέλη, όπως συνέβη κατ επανάληψη πριν από το 2001, αλλά συνιστά πράγματι ένα εγχείρημα εκσυγχρονισμού των θεσμών.
Η αναγκαιότητα για αναδιάρθρωση του τρόπου εκλογής των βουλευτών και κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν υποστηρίχθηκε πρόσφατα. Οι δυσλειτουργίες του ισχύοντος εκλογικού συστήματος έχουν από μακρού επισημανθεί κατά τον επιστημονικό και τον πολιτικό διάλογο. Το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει προς συζήτηση ήδη πριν από δύο χρόνια την πρότασή του για ένα νέο εκλογικό σύστημα, που υιοθετεί αρκετά στοιχεία από το γερμανικό εκλογικό μοντέλο, διατηρώντας ωστόσο την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, προκειμένου να διευκολύνεται η ανάδειξη ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Ειδικότερα, η πλειονότητα των βουλευτικών εδρών, περίπου 180 έδρες, θα κατανέμεται σε μονοεδρικές περιφέρειες, ενώ οι υπόλοιπες έδρες θα προκύπτουν από την εκλογή με λίστα. Το πρώτο κόμμα θα ενισχύεται, πάντως, με έναν αριθμό περίπου 40 εδρών, αλλοιώνοντας την αναλογικότητα του συστήματος. Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου μοντέλου είναι εμφανή. Πρώτα απ όλα, η συρρίκνωση του μεγέθους των εκλογικών περιφερειών θα περιορίσει τις εκλογικές δαπάνες των υποψηφίων, άρα και τις αθέμιτες εξαρτήσεις τους από κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Επιπλέον, οι υποψήφιοι στις μονοεδρικές περιφέρειες θα τίθενται ενώπιον περίπου 60.000 εκλογέων, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγγύτητα και προσιτότητα μεταξύ ψηφοφόρων και βουλευτών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδίως στις τεράστιες εκλογικές περιφέρειες των μητροπολιτικών κέντρων αυτή η σχέση έχει τα τελευταία χρόνια καταστεί «τηλεοπτική». Τέλος, μέσα από τους δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες) θα προκύψει η δυνατότητα να συμμετάσχουν στα ψηφοδέλτια πρόσωπα που δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν στο προεκλογικό παιχνίδι και, εν γένει, στην ενεργό πολιτική ζωή υπό όρους επαγγελματιών της πολιτικής.
Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση ενός τέτοιου τύπου εκλογικού συστήματος συνίσταται στον μετασχηματισμό της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Προϋπόθεση για να μην αποτελέσει το νέο εκλογικό σύστημα μέσο περαιτέρω ενδυνάμωσης των κομματικών ηγεσιών εις βάρος του συνταγματικά κατοχυρωμένου αιτήματος της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι η διασφάλιση ανοιχτών και διάφανων διαδικασιών ανάδειξης των υποψήφιων βουλευτών, με την ουσιαστική συμμετοχή της κομματικής βάσης. Στην αντίθετη περίπτωση, όχι μόνο θα διευρυνθεί η αναξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων, αλλά θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο η ικανότητα των βουλευτών και των Κοινοβουλευτικών Ομάδων να λειτουργούν ως αντίβαρα απέναντι στον εγγενή αυταρχισμό των κομματικών ηγεσιών και στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες.

6/10/09

ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.10.2009

Η απερχόμενη κυβέρνηση απέφυγε να αντιμετωπίσει, με βάση ένα συνεκτικό σχέδιο, χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους και της οικονομίας. Απέτυχε επίσης να εμπνεύσει και να οργανώσει συλλογικές μορφές λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Οι περίφημες «μεταρρυθμίσεις» υπήρξαν μια διαρκώς αναβαλλόμενη φούσκα, που συγκάλυπτε επικοινωνιακά την απραξία, τον κομματισμό και τη διαφθορά. Πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό στη Δημόσια Διοίκηση παρέμεινε αναξιοποίητο εξαιτίας πολιτικών διωγμών. Το επιστημονικό προσωπικό και οι ερευνητικοί οργανισμοί που θα μπορούσαν να εισφέρουν τεχνοκρατική υποστήριξη στο κυβερνητικό έργο υποκαταστάθηκαν από κομματικά στελέχη ή εταιρείες-συμβούλους με αμφίβολη τεχνογνωσία και σκοτεινές διασυνδέσεις. Οι πολιτικές επιλογές αξιολογούνταν με κριτήριο το κομματικό συμφέρον και τη διάκριση μεταξύ «ημετέρων» και «άλλων», παραβιάζοντας τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Έπειτα από πεντέμισι χρόνια κυβερνητικής αδράνειας και εν μέσω οικονομικής κρίσης, με διογκούμενες κοινωνικές προεκτάσεις, η νέα κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον χρονικά περιθώρια περισυλλογής και επεξεργασίας των επιβεβλημένων αποφάσεων. Πολιτικοί σχηματισμοί, επαγγελματικοί φορείς και εμπειρογνώμονες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι περαιτέρω καθυστερήσεις σε τομείς όπως η Δημόσια Διοίκηση, η εκπαιδευτική πολιτική, το σύστημα υγείας, το ασφαλιστικό και, ιδίως, η οικονομική και φορολογική πολιτική, θα συνεπάγονταν την κατάρρευση κεντρικών πυλώνων της ελληνικής πολιτείας.
Όμως τη σημαντικότερη πρόκληση συνιστά σήμερα ο τρόπος λήψης των πολιτικών αποφάσεων καθαυτός και η διαδικασία νομιμοποίησής τους. Η αναζωογόνηση του κράτους και της οικονομίας προϋποθέτουν την ανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα. Οι έρευνες κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια αναδεικνύουν μία διαρκώς αυξανόμενη απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και άμεσων οργάνων του κράτους όπως η Βουλή, η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη. Η αναξιοπιστία των θεσμών και της πολιτικής μετατρέπει τις κυβερνήσεις σε έρμαια συντεχνιακών συμφερόντων και άδηλων κέντρων εξουσίας.
Απαιτείται, λοιπόν, η συγκρότηση μιας νέας συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ξεκινώντας από την ίδια την κυβέρνηση, ως συλλογικό όργανο, όπου, κατά το Σύνταγμα, πρέπει να διεξάγεται διάλογος και όχι να επικυρώνονται αποφάσεις που έχει ήδη λάβει ο εκάστοτε πρωθυπουργός-ηγεμόνας με έναν κλειστό, άτυπο κύκλο συμβούλων. Πολύ περισσότερο, κρίνεται αναγκαία η αναβάθμιση της λειτουργίας της Βουλής, ως του κορυφαίου πεδίου δημόσιας διαβούλευσης, ελέγχου της εξουσίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αναγκαία είναι, εξάλλου, η οργάνωση μιας νέας συλλογικότητας σε όλα τα επίπεδα της νομοθετικής παραγωγής, με διαδικασίες ανοιχτής διαβούλευσης, καθώς και ένας νέος ρόλος για την τοπική αυτοδιοίκηση, ως τον εγγύτερο προς τον πολίτη κρατικό μηχανισμό. Απαιτείται, τέλος, μια νέα κουλτούρα διαπραγμάτευσης σε όλα τα πεδία όπου προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης αποτελεί η σύνθεση αντιλήψεων και συμφερόντων, όπως στις εργασιακές σχέσεις και στα πανεπιστήμια.
Μόνο σε ένα πλαίσιο συλλογικής λειτουργίας θα καταστεί εφικτή η επίτευξη τομών στο κράτος και την οικονομία, που όχι μόνο θα σχεδιαστούν και θα θεσπιστούν, αλλά και θα εφαρμοστούν αποτελεσματικά. Άλλωστε, αυτή ακριβώς η νέα συλλογικότητα συνιστά τον πυρήνα της έννοιας της συμμετοχικής δημοκρατίας, την οποία οραματίζεται ο νέος πρωθυπουργός.