27/6/08

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21/04/2008

Η πρόσφατη άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων για αδικήματα γνώμης, καθώς και η δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε την ενέργεια αυτήν της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, φέρνουν στο προσκήνιο της επικαιρότητας το υπαρκτό και οξύ πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας της ελληνικής δικαιοσύνης, ιδίως της πολιτικής και ποινικής. Ο κορυφαίος συνδικαλιστής του εισαγγελικού κλάδου απλώς εξέφρασε δημόσια την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι κρίσεις των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων για την υπηρεσιακή κατάσταση (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις κ.λπ.) των δικαστικών λειτουργών συχνά δεν είναι αξιοκρατικές. Η δυσανεξία της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην κριτική, την οποία αποδεικνύει η πειθαρχική του δίωξη, καθώς και ο τρόπος μεθόδευσης της τελευταίας, με την προαναγγελία (!) της από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώπιον συγκέντρωσης εισαγγελικών λειτουργών, καθιστούν ακόμη περισσότερο εμφανές το πρόβλημα.
Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 90 του Συντάγματος, με βάση τις οποίες τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών κρίνονται από τα μέλη του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου (σε σχηματισμό ανώτατου δικαστικού συμβουλίου ή ολομέλειας), έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί στην καταστρατήγηση της θεμελιώδους συνταγματικής επιταγής της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87, παρ. 1 του Συντάγματος). Στην πράξη επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτόν ο ασφυκτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστών (της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης) και των εισαγγελέων από τον Άρειο Πάγο. Έτσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο ακριβώς αυτόν εμφορούνται συνήθως από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της Δικαιοσύνης.
Μακροπρόθεσμα, η πιο ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος, προκειμένου να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος ψηφιζόμενος με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια) σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Τα κριτήρια αυτά θα μπορούσαν να σχετίζονται με την αρχαιότητα, την οικογενειακή κατάσταση και την υπηρεσιακή απόδοση (μετρήσιμη όμως και πάλι με αντικειμενικό τρόπο, π.χ. ταχύτητα στη διεκπεραίωση των υποθέσεων κ.ο.κ.). Μια πιο ακραία εκδοχή, η οποία ακολουθείται κυρίως σε χώρες εντασσόμενες στην αγγλοσαξονική νομική παράδοση, είναι η μη πρόβλεψη γενικά υπηρεσιακών μεταβολών, δηλ. η εκλογή και τοποθέτηση του δικαστικού (ή εισαγγελικού) λειτουργού σε συγκεκριμένη θέση, χωρίς προοπτική είτε μετάθεσης είτε προαγωγής του. Ούτως ή άλλως, όμως, πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που αποτελεί ασφαλώς έναν από τους πυλώνες του συνταγματικού δημοκρατικού πολιτεύματος, χρειάζεται κατοχύρωση απέναντι όχι μόνο στις εξωδικαστικές, αλλά και στις ενδοδικαστικές επιρροές και επιδράσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: