30/6/09

ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.6.2009

Το κλείσιμο μιας ιστορικής εφημερίδας της χώρας μας θα μπορούσε να θεωρηθεί επιστέγασμα της αργόσυρτης πορείας μετασχηματισμού των ΜΜΕ και ειδικότερα της παραδοσιακής τους μορφής, που είναι οι καθημερινές πολιτικές εφημερίδες. Πώς από τη μάχη του βασικού μετόχου πριν από λίγα χρόνια φτάσαμε σήμερα στην αναγκαστική ή αυτόβουλη εγκατάλειψη ενός ισχυρού επικοινωνιακού μηχανισμού; Τι σηματοδοτεί η μετάβαση από τη σύγκρουση μεταξύ πολιτικής εξουσίας, επικοινωνιακής ισχύος και επιχειρηματικών συμφερόντων για τον έλεγχο των μέσων επικοινωνίας στην οικειοθελή αποχώρηση μεγάλων επιχειρηματιών από τον χώρο του Τύπου;
Μια πρώτη, εύκολη απάντηση θα ήταν ότι πράγματι ο Τύπος χάνει σταδιακά τη λάμψη και την επιρροή του. Τόσο στην Ελλάδα όσο και, ιδίως, στην Αγγλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία αλλά και στις ΗΠΑ διεξάγεται μια εντεινόμενη συζήτηση για τη μείωση της κυκλοφορίας των σημαντικότερων εφημερίδων, για τα φαινόμενα κατασκευασμένων ρεπορτάζ, για τις απειλές κατά του πλουραλισμού των ΜΜΕ, για την ολοένα στενότερη σχέση του επικοινωνιακού συστήματος με την πολιτική και την οικονομική εξουσία και για τη συρρίκνωση της δημοσιογραφίας ως αυτόνομου επαγγέλματος. Υπό αυτήν την εκδοχή η υποχώρηση του Τύπου τον καθιστά μια δαπανηρή επένδυση, χωρίς να εξασφαλίζονται κατ’ ανάγκην τα αντίστοιχα «ανταποδοτικά οφέλη» για τις επιχειρήσεις.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι το κράτος και η πολιτική εξουσία πέτυχαν να χειραγωγήσουν τον Τύπο; Υφίσταται, δηλαδή, πράγματι μια κρατική παρέμβαση στο πεδίο των ΜΜΕ και ειδικότερα του Τύπου, που υπερβαίνει τη θεμιτή, αναγκαία και συνταγματικά επιβεβλημένη παρέμβαση της πολιτείας; Μορφές χειραγώγησης του Τύπου ασφαλώς υπάρχουν και δεν είναι καινούργιες. Έχουν να κάνουν με τη διανομή της διαφημιστικής πίτας από την πλευρά του κράτους, με την παράλληλη απασχόληση ή και την άδηλη χρηματοδότηση δημοσιογράφων, αλλά και με τον ανοιχτό πόλεμο μεταξύ πολιτικής τάξης και τμήματος των ΜΜΕ που είχε ως επίκεντρο την περιβόητη συνταγματική ρύθμιση περί βασικού μετόχου, που κατέρρευσε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ενδεχομένως θα ήταν πιο εύστοχο να επιχειρηθεί η εξήγηση της υποχώρησης του Τύπου κάτω από ένα συνδυαστικό πρίσμα. Χωρίς αμφιβολία οι εφημερίδες στη μεταβιομηχανική δημοκρατία όπου κυριαρχούν τα ηλεκτρονικά μέσα πωλούν λιγότερο, άρα γίνονται και λιγότερο ελκυστικές για τους διαφημιστές. Ταυτόχρονα, όμως, η εφημερίδα ως επικοινωνιακό μέσο κατ’ εξοχήν έκφρασης γνώμης αποδυναμώνεται στην εποχή του life style, της πολιτικής απάθειας και της ιδιωτικοποίησης της πολιτικής. Ο μετασχηματισμός του Τύπου αντανακλά τον μετασχηματισμό της πολιτείας, τη συγκρότηση ενός νέου τύπου πολίτη, τη μετάβαση σε νέες μορφές πολιτικής έκφρασης και επικοινωνίας. Το πρόβλημα δεν είναι, λοιπόν, εάν το κράτος χειραγωγεί τα ΜΜΕ ή τα media χειραγωγούν την πολιτική εξουσία, αλλά ποια αυτοτελή αξία διαθέτει πλέον η ελευθερία της πληροφόρησης και του Τύπου, όταν η ίδια η λειτουργία των εφημερίδων συντελείται υπό εντελώς νέους όρους. Η σχετική συζήτηση πρέπει να γίνει πρωτίστως με πρωτοβουλία όσων έχουν ενεργό ρόλο στο πεδίο των ΜΜΕ, με γνώμονα τις αρχές της ανεξαρτησίας του Τύπου.

16/6/09

ΑΠΟΧΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.6.2009

Το ποσοστό της αποχής στις ευρωεκλογές είναι το σημαντικότερο «εύρημα» για την κατανόηση μιας σειράς κρίσιμων μεταλλάξεων στις οποίες υπόκειται η ελληνική κοινωνία. Οι πιο αισιόδοξοι επιχειρούν βέβαια να εξηγήσουν την αδιαφορία του μισού εκλογικού σώματος είτε ως συγκυριακό φαινόμενο είτε ως απομάκρυνση των πολιτών από το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ερμηνεία όλων των δεδομένων και τάσεων που καταγράφονται στις έρευνες κοινής γνώμης των τελευταίων χρόνων αποκαλύπτει ότι πίσω από την έκρηξη αδιαφορίας και απόρριψης υποβόσκει μια παγιωμένη πλέον κρίση αντιπροσώπευσης.
Τον σκληρό πυρήνα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί η διεξαγωγή περιοδικών εκλογών, με την απρόσκοπτη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και την εγγύηση ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων συλλογικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτό δεν αρκεί, ωστόσο, η διασφάλιση της δυνατότητας συμμετοχής του πολίτη στις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά η επιβεβαίωση του νοήματος της πολιτικής συμμετοχής. Μια πολιτεία όπου οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, μετατρέπεται σε ελλειμματική δημοκρατία. Οπως έχει επισημάνει ο νομπελίστας Πoλ Κρούγκμαν, εάν οι πολίτες ψήφιζαν με μόνο κριτήριο το συμφέρον τους, πιθανόν δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να ψηφίσουν, αφού το κόστος της προσέλευσης στην κάλπη ξεπερνάει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της οποιασδήποτε ψήφου στη δική τους ευημερία. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συνέβη την Κυριακή των ευρωεκλογών. Όμως, εν προκειμένω οι πολίτες δεν επέλεξαν την αποχή μόνο επειδή θεώρησαν ότι ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν στο σημερινό καταθλιπτικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ως έκφραση απαξίωσης της πολιτικής τάξης και δυσθυμίας απέναντι στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτεία.
Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας επιτείνεται εξαιτίας της κρίσης του πολιτικού λόγου. Η διαρκής αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνονται, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του σταδιακού μετασχηματισμού τους σε κόμματα με άμεση, εξωθεσμική ή και παρασιτική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειάς τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει μια διαμεσολαβητική-διαχειριστική λογική.
Η απόσταση ανάμεσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των κομμάτων και στα μέλη ή τους ψηφοφόρους τους φαίνεται να διευρύνεται σταθερά. Από την άλλη πλευρά, η άμβλυνση των διακριτικών ιδεολογικών γνωρισμάτων των κομμάτων δεν σημαίνει ότι έχουν παύσει να λειτουργούν, έστω κατά τρόπο ελλειμματικό, ως θεσμοί διαμεσολάβησης της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Όπως έχει όμως επισημάνει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Κλάους Οφε, οι ηθοποιοί της πολιτικής σκηνής δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους με το επιχείρημα ότι αυτοί θέλουν αυτό που κάνουν, αλλά με το επιχείρημα ότι αυτοί δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε άλλο από αυτό που κάνουν. Όσο και αν η λεγόμενη δημοκρατία των μέσων μαζικής επικοινωνίας προσφέρει νέες δυνατότητες πρόσβασης και συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια σφαίρα, ωστόσο τείνει να εκτραπεί σε επικοινωνιακή ψευδοπολιτική.
Το ερώτημα είναι εάν την εκλογική αποχή θα ακολουθήσει η κοινωνική έκρηξη ή η επιβίωση ενός κομματικού συστήματος χωρίς πραγματική κοινωνική νομιμοποίηση.

2/6/09

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 2.6.2009

Παρά την προεκλογική πόλωση που επιδιώκεται, ιδίως από τα δύο κόμματα εξουσίας, προκειμένου να αυξήσουν τα ποσοστά συσπείρωσης των ψηφοφόρων τους, οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν υψηλό ποσοστό αποχής την ερχόμενη Κυριακή. Αυτό δεν οφείλεται κυρίως στην αποτελμάτωση της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά κατά βάση στη γενικευμένη δυσθυμία των πολιτών απέναντι στο ελληνικό κομματικό σύστημα και στην πολιτική τάξη. Τούτο αποτυπώνεται, άλλωστε, και στα απρόσμενα υψηλά ποσοστά που καταγράφουν οι Οικολόγοι Πράσινοι, των οποίων οι πολιτικές θέσεις δεν έχουν γίνει ακόμη ευρέως γνωστές στο εκλογικό σώμα, όμως εκπροσωπούνται από στελέχη άφθαρτα, χωρίς προηγούμενη εμπλοκή σε «βρώμικα» παιχνίδια εξουσίας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο ενδεχόμενο ενός ρεκόρ αποχής, που μάλιστα δεν θα εκφράζει μόνο την αδιαφορία, αλλά σε έντονο βαθμό τη δυσανεξία και την αποδοκιμασία των πολιτών απέναντι σε πρόσωπα και θεσμούς. Αυτή η εκλογική στάση πιθανόν αποτελεί προπομπό μιας ευρύτερης αντι-συστημικής τοποθέτησης διευρυνόμενων τμημάτων της κοινωνίας και ασφαλώς συναρτάται με την παρατεταμένη σκανδαλολογία και τη συρρίκνωση της αξιοπιστίας της πολιτικής τάξης.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν αποκλείεται βέβαια να θεωρηθεί θετική από όσους πρεσβεύουν τη ριζική ανατροπή του σημερινού πολιτικού-κομματικού σκηνικού και την ολική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, ωστόσο εγκυμονεί ταυτόχρονα σοβαρούς κινδύνους για την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Είναι όλοι οι πολιτικοί σήμερα διεφθαρμένοι και επίορκοι; Εχουν διαβρωθεί οι θεσμοί και η πολιτική τάξη σε τέτοιο βαθμό, ώστε οποιαδήποτε συμμετοχή στα κοινά να θεωρείται εξ ορισμού ύποπτη ή μάταιη; Οσα πολιτικά πρόσωπα κατηγορήθηκαν για εμπλοκή σε σκάνδαλα κρύβουν πράγματι σκοτεινές διαδρομές και συναλλαγές;
Ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η Βουλή, η κυβέρνηση αλλά και τμήμα της Δικαιοσύνης στο ζήτημα των σκανδάλων πολιτικής διαφθοράς ενίσχυσε τις υποψίες και παρείχε σοβαρά ερείσματα στους υποστηρικτές της άποψης ότι «όλα είναι σάπια». Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών αποδείχτηκε διάτρητος. Οι παρεμβάσεις του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου χαρακτηρίστηκαν ως συνταγματικά απαράδεκτες. Η πρόωρη λήξη της δεύτερης Συνόδου της Βουλής εξέθρεψε ποικίλα σενάρια περί συγκάλυψης σκανδάλων. Η πολιτική τάξη λειτούργησε, εν τέλει, κατά τρόπο ώστε να υποσκαφθεί η αξιοπιστία της εν συνόλω. Ολοι πλέον εμφανίζονται δυνάμει ένοχοι, συνένοχοι ή συγκαλύπτοντες. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να αποκατασταθεί η χαμένη τιμή της πολιτικής τάξης, όταν δίωξη για ποινικά αδικήματα κατά όσων διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης την περίοδο 2004-2007 δεν είναι πλέον επιτρεπτό να ασκηθεί λόγω παραγραφής; Θα μείνει για πάντα αναπόδεικτη και ανεξιχνίαστη η τυχόν εμπλοκή τους, όταν η τιμή τους έχει ίσως θιγεί ανεπανόρθωτα;
Την έσχατη διέξοδο (αυτο)προστασίας τόσο των «ύποπτων» πολιτικών προσώπων όσο και του συνόλου της πολιτικής τάξης προσφέρει το άρθρο 86 παρ. 5 του Συντάγματος, που προβλέπει τη σύσταση από τη Βουλή ειδικής επιτροπής για τον έλεγχο των κατηγοριών, ύστερα από αίτηση των διωχθέντων ή των κληρονόμων τους. Αυτή τη διαδικασία οφείλουν να ακολουθήσουν όσοι έχουν το θάρρος, για να αποκαταστήσουν έστω την έσχατη ώρα τη χαμένη τιμή των πολιτικών.