27/8/08

Η ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.08.2008

Στις εκλογές του 2004 η Νέα Δημοκρατία επαγγέλθηκε την επανίδρυση του Κράτους. Τεσσεράμισι χρόνια μετά είναι πλέον φανερό ότι αυτό που κυρίως την ενδιέφερε ήταν η «επανακατάληψη» του Κράτους και η χρησιμοποίησή του για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Οι επεμβάσεις στη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη, που δεν ήταν σπάνιες κατά την περίοδο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αυξήθηκαν και κορυφώθηκαν κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υπόθεση Παυλίδη, η οποία φανέρωσε όχι μόνο την αυθαιρεσία του συστήματος της κομματικής διοίκησης, αλλά και την εισχώρηση κομματικού πνεύματος στη δικαστική διαχείριση υποθέσεων πολιτικού ενδιαφέροντος.
Πέρα όμως από αυτό ή το άλλο ειδικό γεγονός, θα πρέπει ίσως να δεχθούμε ότι κάθε κόμμα που κυβερνά τείνει να εξέλθει από τον κύκλο της συνταγματικής του αποστολής, που είναι η διεύθυνση της γενικής πολιτικής της χώρας (άρθρο 82 παρ. 1 Συντ.), και έχει τη ροπή να ασκεί επίδραση στη διοίκηση και τη Δικαιοσύνη με σκοπό να διατηρήσει και να επεκτείνει τη δύναμή του. Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η αντιμετώπιση του κινδύνου των κομματικών καταχρήσεων δεν είναι μόνο ηθικό ή πολιτικό ζήτημα, είναι προπάντων ζήτημα δημοσίου δικαίου. Μάλιστα, όταν το κακό υπερβεί κάποιο βαθμό και προσλαμβάνει αφόρητες διαστάσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, είναι ίσως ευκολότερο να αρχίσει η προσπάθεια για τη θεραπεία του. Έτσι, νομίζω ότι έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για να συγκροτηθεί μια ευρεία συμμαχία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων με κεντρικό αίτημα την «αποκομματικοποίηση» του Κράτους. Για να πραγματοποιηθεί το αίτημα αυτό είναι απαραίτητες οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις και στις τρεις παραδοσιακές εξουσίες του Κράτους, στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική.
Στο επίπεδο της νομοθετικής λειτουργίας, το ζητούμενο είναι η χειραφέτηση της κοινοβουλευτικής δραστηριότητας από τον ασφυκτικό κομματικό έλεγχο. Δεν μπορεί να υπάρχει ζωντανό Κοινοβούλιο χωρίς κάποια αυτονομία του από τα κόμματα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί θεσμικά η δημοκρατική λειτουργία των κοινοβουλευτικών ομάδων και να διασφαλισθεί σε κάποιο βαθμό η αυτονομία των μεμονωμένων βουλευτών έναντι των κοινοβουλευτικών τους ομάδων αλλά και αυτών των τελευταίων έναντι των κομμάτων τους.
Στο επίπεδο της Δημόσιας Διοίκησης πρέπει να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των δημοσίων θέσεων που διανέμονται εν είδει ανταμοιβής σε στελέχη, φίλους και θεράποντες του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος. Κυρίως όμως πρέπει να καταργηθούν όλες οι διατάξεις που επιτρέπουν την παράκαμψη του ΑΣΕΠ στις διαδικασίες προσλήψεων στον δημόσιο τομέα. Τέλος, στο επίπεδο της Δικαιοσύνης η πείρα απέδειξε ότι το άρθρο 90 παρ. 5 Συντ. που προβλέπει την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο, χρησιμοποιείται συνήθως για την επιλογή όχι των καλύτερων δικαστών αλλά των κομματικά αρεστών, από τους οποίους αναμένεται να επιδείξουν κάποια επιμέλεια για τα συμφέροντα του κυβερνώντος κόμματος. Αν χρειάζεται μια νέα συνταγματική αναθεώρηση, είναι κυρίως για να καταργηθεί η διάταξη αυτή.

26/8/08

"ΑΝΤΑΡΣΙΕΣ" ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΤΟΛΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26.08.2008

Τις τελευταίες εβδομάδες εντάθηκαν τα φαινόμενα δημόσιας διαφοροποίησης βουλευτών, και των δύο κομμάτων εξουσίας, από τις επίσημες κομματικές θέσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές θα κλιμακώνονται όσο συνεχίζει να φθίνει η εκλογική δύναμη των μεγάλων κομμάτων. Για την κυβέρνηση, που διαθέτει οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κάθε δήλωση των «ανταρτών» βουλευτών της εμφανίζεται ως απειλή για την κυβερνητική σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, οι αποκλίσεις που καταγράφονται σε επιμέρους θέματα από αρκετούς βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στις επιλογές ή στις ανακοινώσεις της κομματικής ηγεσίας τροφοδοτούν μία συνεχή συζήτηση σχετικά με την πολιτική ικανότητα του κόμματος να διεκδικήσει την εξουσία.
Η αντίδραση των κομματικών ηγεσιών, τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΠΑΣΟΚ, συνίσταται στην άμεση ή έμμεση διάχυση της απειλής διαγραφών προς τους διαφωνούντες βουλευτές, ως δείγματος αρχηγικής πυγμής και ως μέσου διαφύλαξης της κομματικής πειθαρχίας. Για τον πρωθυπουργό μία απόφαση διαγραφής ασφαλώς εμπεριέχει υψηλό βαθμό ρίσκου, τη στιγμή που το κόμμα του διαθέτει μόλις 152 βουλευτές, ενώ ταυτόχρονα εκκρεμούν σοβαρά σκάνδαλα στα οποία κατηγορούνται ως εμπλεκόμενοι βουλευτές της πλειοψηφίας. Από την πλευρά του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν δίστασε να διαγράψει τον πρώην πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, με μία θεσμικά πρωτοφανή απόφαση, επειδή διατύπωσε διαφορετική γνώμη σε ένα ζήτημα «υψηλής πολιτικής», προφανώς με σκοπό να προειδοποιήσει τους βουλευτές που εκφράζουν ελεύθερα τις τυχόν διαφορετικές τους θέσεις. Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα εν προκειμένω είναι ότι τείνει πλέον να επικρατήσει μία στρεβλή αντίληψη περί υποχρέωσης των βουλευτών να χειροκροτούν πειθήνια κάθε πράξη, παράλειψη και δήλωση των κομματικών ηγεσιών ή, τουλάχιστον, να σιωπούν. Η δημόσια διατύπωση μίας άλλης άποψης θεωρείται, κατά την αντίληψη αυτή, ως ατόπημα που ευλόγως θα επέσυρε τη διαγραφή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Ανάμεσα στις ποικίλες θεσμικές και πολιτικές παθογένειες που συνοδεύουν την εντεινόμενη κρίση του πολιτικού συστήματος φαίνεται, λοιπόν, να εγκαθιδρύεται ένας νέου τύπου «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός», που μέχρι πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν ίδιον μόνο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Έτσι αναιρείται άλλωστε και η συνταγματική επιταγή της ελεύθερης εντολής, που κατοχυρώνει την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο των βουλευτών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η διαφοροποίηση του βουλευτή σε μείζονος σημασίας ζητήματα, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η ψήφιση του προϋπολογισμού, στερείται συνεπειών ως προς τη σχέση του με το κόμμα. Όμως, αποτελεί θεσμική και πολιτική έκπτωση να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό ατόπημα ο ανοικτός δημόσιος διάλογος, ειδικά όταν μετέχουν σε αυτόν πρόσωπα περιβεβλημένα με την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η επιχειρούμενη φίμωση των βουλευτών υπό την απειλή της διαγραφής και, κατ επέκταση, του αποκλεισμού τους από τα ψηφοδέλτια του κόμματος στις επόμενες εκλογές, συνιστά στρέβλωση του πολιτικού συστήματος που, σε συνδυασμό με τα σοβαρά ελλείμματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ενισχύει την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής και την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική.

25/8/08

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.08.2008

Ο όρος «αυτοκρατορία του κακού» (Evil Empire) χρησιμοποιήθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, τη δεκαετία του 1980, στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής ρητορικής του για να χαρακτηρίσει την τότε Σοβιετική Ένωση. Αν υπάρχει σήμερα κάποιος που να αξίζει τον παραπάνω χαρακτηρισμό, αυτός είναι το πολιτικό σύστημα των ίδιων των ΗΠΑ, όπως επιβεβαιώνει ο ρόλος του στην τελευταία κρίση του Καυκάσου. Το ισχυρότερο κράτος του κόσμου, αντί να δίνει το παράδειγμα μιας συμπεριφοράς σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο, δρα ως διεθνής ταραχοποιός, πότε με τυχοδιωκτικές κατακτητικές περιπέτειες τύπου Ιράκ, πότε με δολοφονικούς βομβαρδισμούς αμάχων, όπως στη Σερβία το 1999, και πότε υποκινώντας τρίτους σε παιχνίδια πολέμου, όπως τώρα στον Καύκασο.
Οι ΗΠΑ ενορχήστρωσαν την άνοδο στην εξουσία, πριν από λίγα χρόνια, του σημερινού προέδρου της Γεωργίας και υποστηρίζουν παντοιοτρόπως το αυταρχικό καθεστώς του. Μεταξύ άλλων, εξόπλισαν και εκπαίδευσαν τον στρατό της Γεωργίας, ο οποίος εισέβαλε, την ημέρα της έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, στην αποσχισθείσα de facto πριν από 15 χρόνια επαρχία της Νότιας Οσετίας.
Ο πραγματικός σκοπός της εισβολής δεν ήταν, βέβαια, η κατάληψη της μικρής και καθεαυτής ασήμαντης, ορεινής εκείνης περιοχής, αφού πρόκειται για ρωσικό προτεκτοράτο και ο στρατιωτικός συσχετισμός μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας είναι συντριπτικός σε βάρος της δεύτερης. Ο πραγματικός σκοπός ήταν προφανώς να παρασυρθεί η Ρωσία, αντιτιθέμενη, στην κατοχή ολόκληρης της Γεωργίας, ώστε να απομονωθεί διεθνώς και να εμπλακεί σε έναν ατέρμονα ανταρτοπόλεμο, όπως η τέως Σοβιετική Ενωση στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, η ρωσική ηγεσία δεν ενέδωσε στον πειρασμό και έτσι το μόνο που απομένει στον πολεμοκάπηλο πλανητάρχη και τους Ευρωπαίους υποτακτικούς του είναι να κλαυθμυρίζουν για τη (χαμένη προ πολλού) εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας.
Και, όμως, οι ίδιοι πριν από λίγους μήνες ολοκλήρωσαν τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Σερβίας, αναγνωρίζοντας και επίσημα την απόσχιση του ΝΑΤΟϊκού προτεκτοράτου του Κοσόβου. Η υποκρισία αποτελεί, άλλωστε, πάγιο χαρακτηριστικό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Έτσι, π.χ., ενώ το υπουργείο Εξωτερικών της Υπερδύναμης συντάσσει ετήσιες εκθέσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε καθεμιά από τις υπόλοιπες χώρες, οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει σειρά σημαντικών σχετικών διεθνών συμβάσεων και δεν αναγνωρίζουν τη δικαιοδοσία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβιάσεις των Δικαιωμάτων αυτών στο εσωτερικό τους, ούτε και του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για εγκλήματα πολέμου των στρατιωτικών.
Θα ήταν ευκταίο, προκειμένου να υπάρξει ένας πιο ισορροπημένος πλανητικός συσχετισμός δυνάμεων και να ενισχυθεί έτσι η διεθνής σταθερότητα, να μετασχηματιστεί η ΕΕ τις επόμενες δεκαετίες σε ένα μικρότερο και πιο συνεκτικό μόρφωμα, και να αποκτήσει πραγματική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ. Διαφορετικά, η άνευ όρων πρόσδεση στο αμερικανικό άρμα θα έχει ολοένα και πιο οδυνηρές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές χώρες μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης, ούτως ή άλλως, κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού.

13/8/08

ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.08.2008

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θεωρείται περίπου αυτονόητο ότι ο νομοθέτης έχει μια σχεδόν απεριόριστη ελευθερία ρύθμισης του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους, που μπορεί να φθάσει μέχρι και στην πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος, ακόμη και στα μπαρ, τα εστιατόρια και τις ταβέρνες, τα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης, ενδεχομένως και στις πλατείες, τα πάρκα ή τις παραλίες. Έχει δηλαδή επικρατήσει η αντίληψη ότι το δικαίωμα στην υγεία των μη-καπνιστών διαθέτει μια απόλυτη προτεραιότητα απέναντι στην ελευθερία του καπνίσματος. Από τη στιγμή που ο νομοθέτης αποφασίσει να περιορίσει ή και να απαγορεύσει την ελευθερία του καπνίσματος, καμιά αμφισβήτηση δεν προβάλλεται ως προς τη συνταγματική νομιμότητα των παρεμβάσεών του. Την αντίληψη ότι η ελευθερία του καπνίσματος στερείται συνταγματικής προστασίας υιοθετεί και το νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας, το οποίο, μεταξύ άλλων, υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες μπαρ, εστιατορίων, ντισκοτέκ κ.λπ. να διαθέτουν ειδικούς κλειστούς χώρους για τους καπνιστές, ρύθμιση που θα τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 2010.
Η πρόσφατη απόφαση (30.7.2008) του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο κήρυξε ως αντισυνταγματική την απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος στα μικρά μπαρ -τα περίφημα eckkneipen-, που δεν μπορούσαν να έχουν ειδική αίθουσα για τους καπνιστές, ανέδειξε και μια άλλη πλευρά του ζητήματος που αφορά την επαγγελματική ελευθερία. Η επιχειρηματολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και από τον Ελληνα νομοθέτη, έτσι ώστε να υπάρξει ειδική ρύθμιση για τα μπαρ ή τα εστιατόρια τα οποία έχουν μόνο μια μικρή αίθουσα, και θα αναγκαστούν να απαγορεύσουν πλήρως το κάπνισμα στον χώρο αυτό, χάνοντας τους καπνιστές πελάτες τους.
Οι οργανωμένες κοινότητες των καπνιστών στον ευρωπαϊκό χώρο χαιρέτισαν την απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ως μια νίκη της ελευθερίας του καπνίσματος. Τα επιχειρήματα όμως των δικαστών της Καρλσρούης στηρίζονται αποκλειστικά στην επαγγελματική ελευθερία και όχι στην ελευθερία του καπνίσματος. Θα περίμενε κανείς από το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο να αναδείξει και τη συνταγματική διάσταση της ελευθερίας του καπνίσματος. Το κάπνισμα μπορεί να βρει συνταγματική προστασία στο δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο στο γερμανικό όσο και στο ελληνικό Σύνταγμα.
Η αναγνώριση ενός συνταγματικού θεμελίου της ελευθερίας του καπνίσματος δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίσει περιορισμούς και απαγορεύσεις που αποσκοπούν στην προστασία του δικαιώματος στην υγεία των μη-καπνιστών, από τη στιγμή μάλιστα που έχουν πιστοποιηθεί επιστημονικά οι βλαπτικές συνέπειες του παθητικού καπνίσματος. Η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη θα πρέπει όμως να υπακούει σε κριτήρια ορθολογικότητας και αναλογικότητας, έτσι ώστε σε ορισμένους δημόσιους χώρους, όπως στα μπαρ, τα εστιατόρια και τα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης, να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των ιδιοκτητών η δυνατότητα να απαγορεύσουν, να περιορίσουν ή να επιτρέψουν το κάπνισμα. Έτσι, τόσο οι καπνιστές όσο και οι μη-καπνιστές θα έχουν δικαίωμα επιλογής.

12/8/08

ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12.08.2008

Τη στιγμή που οι τιμές του πετρελαίου καλπάζουν, θα ήταν αναμενόμενο να ενθαρρυνθούν και να επιταχυνθούν από την πολιτεία οι πρωτοβουλίες και οι παρεμβάσεις που αφορούν εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Δεν είναι άλλωστε μόνο οικονομικά-ενεργειακά τα επιχειρήματα υπέρ των εναλλακτικών ενεργειακών πηγών, αλλά πρωτίστως περιβαλλοντικά. Κι όμως, ακριβώς σε μια περίοδο που τα προβλήματα της ενέργειας και της οικολογικής καταστροφής εμφανίζονται παγκοσμίως ως οι μείζονες προκλήσεις για τις επόμενες δεκαετίες, το ελληνικό κράτος επιδεικνύει πρωτοφανή αδυναμία ακόμη και να εφαρμόσει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.
Συμπληρώθηκαν αυτές τις μέρες δύο χρόνια από την ψήφιση του νόμου για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που αποσκοπούσε στην επιτάχυνση της ανάπτυξής τους. Αντί να επιτευχθεί ωστόσο ο στόχος αυτός, οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες χαρακτηρίζονται ως πρωτοφανείς. Ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι σχετικές διαδικασίες προωθούνται με ταχύτατους ρυθμούς, η Ελλάδα κατατάσσεται, με βάση έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ζήτημα της διοικητικής αποτελεσματικότητας ως προς την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην Ελλάδα, χώρα του ήλιου και των ανέμων, εγκαταστάθηκαν κατά την τελευταία διετία 327 μεγαβάτ ανανεώσιμων πηγών, ενώ ως προς την ηλεκτροπαραγωγή από γεωθερμία η χώρα μας πέτυχε το απόλυτο μηδέν. Την ίδια ώρα η ΔΕΗ επιχειρεί με παραδοσιακές, κοστοβόρες και περιβαλλοντοκτόνες τεχνολογίες να καλύψει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες, ως αποτέλεσμα της απουσίας ενός συνεκτικού ενεργειακού σχεδιασμού και, ευρύτερα, ενός ορθολογικού και περιβαλλοντικά ευαισθητοποιημένου μοντέλου ανάπτυξης από την πλευρά της πολιτείας.
Ενδεικτικές είναι οι επιδόσεις στα φωτοβολταϊκά, όπου ο χρόνος έγκρισης της παραγωγής μικρών συστημάτων, που προβλέπεται να μην υπερβαίνει τις δέκα ημέρες, στην πράξη υπολογίζεται λόγω των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων σε αρκετούς μήνες. Στα γραφεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας έχουν σωρευτεί χιλιάδες αιτήσεις για άδειες παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων, των οποίων η αξιολόγηση δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών. Εύλογη είναι η αγανάκτηση των υποψήφιων επενδυτών, που έχουν δαπανήσει συνολικά τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ σε μελέτες, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., χωρίς να καθίσταται προβλέψιμο εάν και πότε θα κατορθώσουν να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στο πεδίο των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών. Ανάλογη είναι η εικόνα και στην αιολική ενέργεια, όπου οι νέες διαδικασίες και τα πρόσθετα διοικητικά βάρη συνεπάγονται αύξηση του μέσου χρόνου για την έκδοση άδειας εγκατάστασης κατά είκοσι δύο επιπλέον μήνες.
Η πολιτεία όχι μόνο δεν έχει θεσπίσει επαρκή κίνητρα για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά με τις απίστευτες διοικητικές επιβαρύνσεις και τις χρονοβόρες διαδικαστικές εμπλοκές αποθαρρύνει τόσο τους μεγάλους επενδυτές όσο και εγχειρήματα σε νέες τεχνολογίες που αφορούν τον οικιακό τομέα. Οι γραφειοκρατικές δυσλειτουργίες επενεργούν ως μηχανισμός στρέβλωσης των αγορών, ενισχύουν τη διαφθορά και την ακρίβεια, δυσχεραίνουν την προστασία του περιβάλλοντος. Οι εκκλήσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων παραμένουν αναπάντητες από τους αρμοδίους. Αποτελεί λοιπόν επιτακτική ανάγκη να δραστηριοποιηθεί περαιτέρω, με κάθε θεμιτό μέσο, η κοινωνία πολιτών, για να αποτρέψει τη διαιώνιση αυτού του ενεργειακού και περιβαλλοντικού παραλογισμού.

11/8/08

Η ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.08.2008

Οι επικείμενες απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο «κοινοτήτων» για την επίλυση του Κυπριακού αποτελούν ίσως την τελευταία ευκαιρία για τη μερική έστω ανατροπή των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής του 1974. Είναι φανερό πως μια νέα αποτυχία, όπως αυτή στην οποία οδηγήθηκε το σχέδιο Ανάν το 2004, θα έχει αυτή τη φορά ως αποτέλεσμα την οριστική αλλαγή στάσης της διεθνούς κοινότητας και την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους από μεγάλο αριθμό κρατών.
Ωστόσο, οι θέσεις με τις οποίες, σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, προσέρχονται οι δύο πλευρές στις συνομιλίες δεν δικαιολογούν καμία αισιοδοξία. Ο μέσος όρος μεταξύ των θέσεων αυτών, όπου είναι λογικό να καταλήξει (αν καταλήξει) πάνω- κάτω η διαπραγμάτευση, ισοδυναμεί με μια ελαφρά παραλλαγή του σχεδίου Ανάν, ελαφρώς βελτιωμένου στην καλύτερη περίπτωση και ελαφρώς επιδεινωμένου στη χειρότερη. Μια «λύση» αυτής της μορφής, όμως, δεν είναι απλά κακή αλλά και μακροπρόθεσμα επικίνδυνη για την ίδια την επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού. Πολύ συνοπτικά μπορεί να επισημανθεί ότι, με αντίτιμο την επιστροφή ενός μικρού μέρους των κατεχόμενων, οι δήθεν Τουρκοκύπριοι (στην πραγματικότητα κατά πλειοψηφία Τούρκοι έποικοι) θα καταστούν συγκύριοι της κυπριακής Δημοκρατίας και συγκυρίαρχοι ολόκληρου του νησιού. Ο νέος αυτός «συνεταιρισμός» θα είναι όμως ετεροβαρής, αφού εκ των πραγμάτων οι Ελληνοκύπριοι, με τα υψηλότερα εισοδήματά τους, θα είναι οι σχεδόν αποκλειστικοί χρηματοδότες του κοινού κράτους. Έτσι το τελευταίο θα λειτουργεί de facto ως μηχανισμός οικονομικής αναδιανομής υπέρ των Τούρκων και σε βάρος των Ελλήνων, αλλά και πολιτικής καταπίεσης των τελευταίων από τους Ιρώτους.
Φοβάμαι ότι το σχήμα αυτό θα αποδειχθεί βραχύβιο. Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία μάς διδάσκει ότι κρατικοί σχηματισμοί με παρόμοια χαρακτηριστικά παρουσιάζουν εγγενείς τάσεις κατάρρευσης, ακόμη και όταν πρόκειται για λαούς με κοινή ιστορία, όπως οι Φλαμανδοί και οι Βαλλόνοι στο Βέλγιο ή οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πολύ πιο επικίνδυνο να καταρρεύσει θα είναι το νέο κυπριακό «κράτος» (στην πραγματικότητα, ένωση προτεκτοράτων της Τουρκίας και της Ελλάδας, αφού μόνο δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στο νησί), όπου υπάρχει η γνωστή αιματηρή διένεξη εδώ και πολλές δεκαετίες και τεράστιο πολιτισμικό, οικονομικό και κοινωνικό χάσμα μεταξύ δύο διαφορετικών πια λαών. Το τελικό επακόλουθο της κατάρρευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική θέση της Κύπρου και το καταθλιπτικό δημογραφικό και πολιτικοστρατιωτικό βάρος της «προστάτιδας» Τουρκίας, ενδέχεται να είναι η προσφυγοποίηση του κυπριακού ελληνισμού.
Αν υπήρχε πολιτικός ρεαλισμός, θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό αντιληπτό ότι η διχοτόμηση του 1974 δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο σε βάρος των Ελληνοκυπρίων και ότι το μόνο ουσιαστικό αντικείμενο διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να είναι οι τουρκικές εδαφικές παραχωρήσεις. Επιδιώκοντας το ανέφικτο, δηλαδή την επανένωση του νησιού υπό συνθήκες πραγματικής ισότητας και ελευθερίας των κατοίκων του, ο κυπριακός ελληνισμός διακινδυνεύει μακροπρόθεσμα την ίδια την ύπαρξή του.