27/11/08

ΚΡΙΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (The Economist), 27.11.2008

Η χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία αρχικά οφείλεται στην «απληστία» του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αδυναμία ελέγχου από τις εποπτικές αρχές, επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο ως κρίση εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και κατέληξε ως κρίση της πραγματικής οικονομίας. Η κρίση αυτή εκδηλώνεται ήδη ως μείωση της ζήτησης σε πολλές χώρες (λόγω της μείωσης της ρευστότητας ) με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής και την αύξηση της ανεργίας. Η κρίση δηλαδή έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως.
Σε ένα πρώτο στάδιο η χρηματοπιστωτική κρίση αντιμετωπίζεται με παροχή εγγυήσεων από το κράτος προκειμένου να μην καταρρεύσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η δημόσια αυτή παρέμβαση στοχεύει άμεσα στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές ενώ μεσοπρόθεσμα επιδιώκει μεγαλύτερο έλεγχο και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σε ένα δεύτερο στάδιο η κρίση της πραγματικής οικονομίας αντιμετωπίζεται με αύξηση της ρευστότητας προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μείωση της ζήτησης και να περιορισθεί η μείωση της παραγωγής και η αύξηση της ανεργίας. Η αύξηση της ρευστότητας επιδιώκεται είτε με μείωση των επιτοκίων είτε με άμεση παροχή κεφαλαίων από το κράτος προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα που συνοδεύονται με αύξηση των ελέγχων, προκειμένου να διευκολυνθεί η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Η αναγκαστική κρατική αυτή παρέμβαση ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τον Κέϋνς και προσφέρει μια ανέλπιστη ευκαιρία στη σοσιαλδημοκρατική άποψη για την οικονομική πολιτική να κερδίσει οπαδούς και στους σοσιαλδημοκράτες να κατηγορήσουν δικαίως τους νέο-φιλελεύθερους ότι με την κυριαρχία της πολιτικής τους τα τελευταία 30 χρόνια το καπιταλιστικό σύστημα οδηγήθηκε σε κρίση παρόμοια με την κρίση του 1929. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται και η άποψη ότι το κράτος κακώς στηρίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με δημόσιους πόρους που προέρχονται από την φορολογία των πολιτών, οι οποίοι καθόλου δεν ευθύνονται για την κρίση.
Ταυτόχρονα διατυπώνονται σκέψεις ότι πέρα από την δημόσια στήριξη των τραπεζών χρειάζονται άμεση στήριξη και άλλοι κλάδοι της οικονομίας που κινδυνεύουν με κατάρρευση λόγω μείωσης της ζήτησης. Επίσης, κερδίζουν έδαφος και απόψεις περί άμεσης στήριξης των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με μέτρα κοινωνικής πολιτικής και μείωση της φορολογίας στα μικρά και μεσαία εισοδήματα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση χωρίς ωστόσο να υποδεικνύεται και εναλλακτικός τρόπος άντλησης δημοσίων πόρων για να αντιμετωπισθούν οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες.
Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί από την παγκόσμια αυτή κρίση, ευτυχώς όμως πολύ λιγότερο από ότι χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης χάρις στη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Έχει δοθεί η εντύπωση ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν υπέστη σοβαρές απώλειες από την κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος διότι δεν είχε ακολουθήσει τις αμερικανικές «πρακτικές». Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επλήγη από τη μείωση της ρευστότητας διεθνώς με αποτέλεσμα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να μειώσει τη χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξάνοντας ταυτόχρονα τα επιτόκια . Έτσι, οι μικρομεσαίες κυρίως επιχειρήσεις έχουν ήδη προβλήματα ενώ η μείωση της καταναλωτικής πίστης και των στεγαστικών δανείων πλήττει άμεσα τη ζήτηση των νοικοκυριών. Συνεπώς η παραγωγή των ελληνικών κυρίως κατασκευαστικών επιχειρήσεων και βέβαια οι εισαγωγές είναι επόμενο ότι θα μειωθούν άμεσα.
Η μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στις οικοδομές είναι ήδη ορατή και ενδέχεται να ενταθεί στο άμεσο μέλλον, ενώ η μείωση του διεθνούς τουρισμού αναμένεται θεαματική με προφανή αποτελέσματα στην οικονομία συνολικά αλλά και στις τοπικές οικονομίες που κυρίως βασίζονται στον τουρισμό (ελληνικά νησιά και όχι μόνο). Ακόμη, είναι γνωστό ότι η ελληνική ναυτιλία στηρίζεται στις διεθνείς μεταφορές, οι οποίες ήδη υφίστανται σοβαρό πλήγμα λόγω της διεθνούς ύφεσης. Επίσης, η ελληνική γεωργία, που λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων τον περασμένο χρόνο είχε αυξήσει την παραγωγή της, υφίσταται τις συνέπειες της διεθνούς ύφεσης με απότομη μείωση αυτών των τιμών των δημητριακών κατά 50% μέσα σε μερικούς μήνες.(Ανάλογη με αυτή του πετρελαίου) Τέλος, συνολικά οι ελληνικές εξαγωγές που με δυσκολία καλύπτουν το 25% των εισαγωγών μας, θα υποστούν και αυτές πλήγμα από τη διεθνή ύφεση.
Είναι προφανές, ότι η διάρκεια και η ένταση της κρίσης είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Έτσι, η συζήτηση στρέφεται περισσότερο προς τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπισθεί η κατάσταση. Πέρα από όσα γενικά αναφέρθηκαν σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης της διεθνούς κρίσης, τα οποία ισχύουν και για την Ελλάδα,(η οποία παρά τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης έχει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες και μεγάλο ποσοστό ανεργίας) εκείνο που θα έπρεπε να προστεθεί είναι, ότι η σημερινή κρίση μπορεί να είναι μια ευκαιρία για να επανεξετάσουμε την οικονομική μας πολιτική, να βελτιώσουμε την κοινωνική μας πολιτική και να αυξήσουμε τις επενδύσεις κυρίως σε ανθρώπινο κεφάλαιο δηλ. στην εκπαίδευση και στην έρευνα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να γίνει περισσότερο παραγωγική. Να στηρίζεται δηλαδή λιγότερο στον τουρισμό και τις κατασκευές κατοικιών και περισσότερο στην παραγωγή προϊόντων διεθνώς ανταγωνιστικών, έτσι ώστε να είναι λιγότερο ευάλωτη στις διεθνείς κρίσεις.

19/11/08

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 19.11.2008

Η περίοδος από τον Νοέμβριο 2007 μέχρι σήμερα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την εξέλιξη των πολιτικών μας πραγμάτων. Ας επιχειρήσουμε έναν πρώτο απολογισμό.
Πέρυσι τέτοιον καιρό το ΠΑΣΟΚ έβγαινε ψυχολογικά διχασμένο από μια σκληρή ενδοκομματική σύγκρουση. Το μέλλον του ως ενιαίου κόμματος δεν ήταν πλέον δεδομένο. Αν τα πράγματα έφταναν στα άκρα, δηλαδή στο σχίσμα, τότε θα διαμορφωνόταν ένα άλλο κομματικό σύστημα. Η επόμενη Βουλή θα ήταν σίγουρα εξακομματική, ενδεχομένως και επτακομματική, με την παρουσία και των Οικολόγων - Πρασίνων. Με έξι ή επτά κόμματα στη Βουλή, το «πριμ» των 40 ή 50 εδρών στο πρώτο κόμμα δεν θα ήταν αρκετό και θα οδηγούμασταν αναγκαστικά σε κυβερνήσεις συνεργασίας ή μειοψηφίας. Πάντως, η Νέα Δημοκρατία θα διατηρούσε μάλλον την πρώτη θέση, έστω και με σημαντικά μειωμένο εκλογικό ποσοστό, και έτσι θα ήταν δύσκολο να σχηματισθεί κυβέρνηση χωρίς αυτήν.
Ενώ το ΠΑΣΟΚ κατάφερε τελικά να διατηρήσει την ενότητά του και να βελτιώσει την πολιτική του λειτουργία, ιδίως σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, η Νέα Δημοκρατία έδινε πλέον την εντύπωση ότι δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο παρά μόνον η διατήρησή της στην εξουσία και η απόλαυση των ωφελημάτων της, μέσα από τη χρήση -και την κατάχρηση- των κρατικών πόρων.
Το «σύστημα των λαφύρων» λειτουργούσε πλέον, κατά ένα μέρος, έξω από το νόμιμο πλαίσιο, και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν ολοένα και πιο επιλεκτική. Όταν ήρθε στην επιφάνεια ο κραυγαλέος ή και άνομος πλούτος κυβερνητικών στελεχών και αξιωματούχων, δημιουργήθηκε χάσμα ανάμεσα στη βάση και την κορυφή του κόμματος. Από την ηθική κατάπτωση στη δημοσκοπική κατάρρευση η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Έτσι, η Νέα Δημοκρατία κινδυνεύει στις επόμενες εκλογές να πέσει κάτω από το 35%, που αποτελούσε μέχρι σήμερα τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής της δύναμης. Στην περίπτωση αυτή το μόνο ερώτημα είναι αν το ΠΑΣΟΚ θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή θα χρειασθεί και τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ. Στη δεύτερη περίπτωση η πίεση τουλάχιστον ενός μέρους των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ θα είναι μεγάλη.
Υπάρχει μόνον ένας αστάθμητος παράγων που αποτελεί και τη μεγάλη ευκαιρία της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του πρωθυπουργού: η οικονομική κρίση. Αν καταφέρει να τη διαχειρισθεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι συνέπειές της να μην είναι οδυνηρές για τη μεσαία τάξη και τους ασθενέστερους, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση με καλύτερους όρους. Αυτό σημαίνει ότι το συμφέρον της Νέας Δημοκρατίας είναι να διεξαχθούν οι εκλογές όσο το δυνατόν αργότερα, όχι πάντως πριν από τον Μάρτιο 2010, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ όμως παρεμβάλλονται οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009. Δεν αποκλείεται το αποτέλεσμά τους να είναι τέτοιο, ώστε να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται πλέον προς το λαϊκό αίσθημα.

18/11/08

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18.11.2008

Το πολιτισμικό επίπεδο μιας κοινωνίας αναδεικνύεται σε σημαντικό βαθμό από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται όσα μέλη της διαφέρουν ή μειονεκτούν. Το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν επιδιώκεται, πραγματικά και όχι προσχηματικά, να διασφαλιστούν η ένταξη και η συμμετοχή στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή των συμπολιτών μας που μειονεκτούν. Δεν απαιτείται, ωστόσο, ενδελεχής έρευνα για να διαπιστωθεί ότι περίπου το 9% των κατοίκων της επικράτειας, που χαρακτηρίζονται ως άτομα με αναπηρία, παραμένει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και –χυδαίου συχνά– κοινωνικού ρατσισμού.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, για παράδειγμα, ότι ένας τυφλός ή ένας κινητικά ανάπηρος έχει πράγματι τη δυνατότητα να κυκλοφορήσει σήμερα στην Αθήνα χωρίς να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες, είτε λόγω αρχιτεκτονικών ή κατασκευαστικών ατελειών είτε εξαιτίας της σώρευσης στα πεζοδρόμια ποικίλων εμποδίων; Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των συνθηκών ως προς τη δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να εργαστούν, να εκπαιδευτούν, να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις ή να ψυχαγωγηθούν; Τι συνεπάγεται για την προσωπικότητα και τη στάση των συγκεκριμένων συμπολιτών μας απέναντι στην αναπηρία τους το γεγονός ότι η πολιτεία και το κοινωνικό περιβάλλον αδιαφορούν για τον σεβασμό στοιχειωδών δικαιωμάτων τους; Είναι προφανές ότι οδηγούνται βαθμιαία προς τη λεγόμενη «μη ενταγμένη στάση», δηλαδή την αίσθηση απόρριψης και μειονεκτικότητας, την περιθωριοποίηση ή την γκετοποίηση, ως αποτέλεσμα ποικίλων προκαταλήψεων.
Οι συμπολίτες μας με αναπηρία δεν παύουν να αποτελούν φορείς προσωπικής ελευθερίας, αξιοπρέπειας και δημιουργικότητας. Το κράτος είναι, κατά το Σύνταγμα, υποχρεωμένο να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη εις βάρος τους και να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προώθηση της πραγματικής ισότητας. Η αποτελεσματικότητα των σχετικών δημόσιων πολιτικών αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής τάξης, που συνήθως θυμάται την αναπηρική κοινότητα είτε «επετειακά», την 3η Δεκεμβρίου, είτε προεκλογικά.
Τα άτομα με αναπηρία έχουν μεν ειδικές ανάγκες, όμως διαθέτουν ασφαλώς και ειδικές ικανότητες, τις οποίες αναπτύσσουν, με αξιοθαύμαστο τρόπο, ως μηχανισμούς αναπλήρωσης έναντι των πεδίων όπου υστερούν. Τα άτομα με αναπηρία δεν είναι ούτε κοινωνικοί παραβάτες, ούτε απόβλητοι, αλλά άνθρωποι που αποκλίνουν από έναν ιδεατό τύπο «μέσου ανθρώπου», ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Τα άτομα με αναπηρία μάς διδάσκουν τη σημασία και την αξία της διαφορετικότητας σε κάποιες από τις πιο σκληρές εκφάνσεις της. Ο αποκλεισμός τους από την κοινωνική ζωή είναι ένδειξη πολιτισμικής υπανάπτυξης. Η ελλιπής εφαρμογή των δικαιωμάτων τους στην πράξη αποδεικνύει τα κενά του θεσμικού πλαισίου και του διοικητικού συστήματος, αλλά και τις επικίνδυνες ρωγμές στη λειτουργία της πολιτείας ως κοινωνικού κράτους δικαίου. Σε τελική ανάλυση, τεράστια σημασία για την κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων με αναπηρία έχει η αποκατάσταση του κοινωνικού τους κύρους και η αναγνώριση του ρόλου τους στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση.

17/11/08

ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.11.2008

Το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής του Νοεμβρίου 2008 στις ΗΠΑ δημιούργησε μια αίσθηση ευφορίας σχεδόν σε όλη την υφήλιο και μεταξύ των άλλων και στη χώρα μας. Ωστόσο οι προσδοκίες που συνοδεύουν την εκλογή αυτή, για αλλαγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι μάλλον υπερβολικές.
Βέβαια η επικράτηση για πρώτη φορά ενός Αφροαμερικανού υποψηφίου είναι από μόνη της ιστορικό γεγονός, πολύ περισσότερο όταν αυτή γίνεται στη βάση ενός ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος. Οι εξαγγελίες του προέδρου Ομπάμα, για μείωση της φορολογίας των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, και αντίστροφα μεγαλύτερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, για βελτίωση των δημόσιων παροχών υγείας, για περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κ.ά., συγκροτούν μια κατά κυριολεξία προοδευτική πρόταση εξουσίας. Η υλοποίησή τους πάντως δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου, αφού απαιτείται η συγκατάθεση του Κογκρέσου, ενώ η οικονομική συγκυρία είναι, ως γνωστό, ιδιαίτερα δυσμενής.
Όλα αυτά αφορούν όμως την εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Στις διεθνείς σχέσεις το περισσότερο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι μια σχετική περιστολή της αμερικανικής επιθετικότητας, χωρίς όμως να μεταβάλλεται η βασική «λογική» της συμπεριφοράς τους, η οποία συνίσταται στη μονομερή επιβολή των συμφερόντων τους, ακόμη και με τη χρήση βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος πρόεδρος είχε αντιταχθεί το 2003 στην εισβολή στο Ιράκ, όχι επειδή αυτή παραβίαζε θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά επειδή ήταν ένας «ανόητος» πόλεμος. Δεν επρόκειτο λοιπόν για αντίθεση αρχής, αλλά για διαφωνία σκοπιμότητας. Άλλωστε και στην προεκλογική του εκστρατεία ως υποψήφιος του «Δημοκρατικού Κόμματος», δεν απέκλεισε νέους επιθετικούς πολέμους στη διάρκεια της προεδρίας του, εφόσον θίγονται τα κατά την κρίση του ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Η διαφορά με την πολιτική της «ρεπουμπλικάνικης» κυβέρνησης Μπους είναι λοιπόν ποσοτική και όχι ποιοτική. Ας μην ξεχνούμε και τους εγκληματικούς βομβαρδισμούς αμάχων στη Σερβία το 1999, κατ εντολήν του «Δημοκρατικού» Κλίντον. Ένας καλύτερος κόσμος δεν μπορεί όμως να οικοδομηθεί παρά μόνο στη βάση της διεθνούς νομιμότητας και η βάση αυτή θα παραμένει σαθρή, τουλάχιστον για όσον καιρό η υπερδύναμη δίνει το κακό παράδειγμα, συμπεριφερόμενη ως αυτόκλητος διεθνής χωροφύλακας.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα, τα περιθώρια αλλαγών είναι περιορισμένα. Η αναγνώριση της FYROM με το συνταγματικό της όνομα από τις ΗΠΑ είναι τετελεσμένο γεγονός, όπως και το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, οι (απαράδεκτες) προβλέψεις του οποίου θα επανέρχονται ούτως ή άλλως ως βάση των διαπραγματεύσεων. Σε όλα αυτά μια επίδειξη αμερικανικής «καλής θέλησης» ή μιας μεγαλύτερης κατανόησης των ελληνικών θέσεων θα είναι ασφαλώς χρήσιμη και ευπρόσδεκτη, αλλά το κρίσιμο ζήτημα είναι τελικά η δική μας πολιτική. Και για την αποτελεσματικότητα της τελευταίας δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, όσο υφίσταται το σημερινό οικογενειοκρατικό και διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας στη χώρα μας.

5/11/08

ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 5.11.2008

Το ελληνικό συνταγματικο-πολιτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, αποτελεί τυπικό παράδειγμα «πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού». Στα συστήματα του «πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού» οι εκλογές επιτρέπουν τον σχηματισμό μιας συμπαγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αποτελούμενης από ένα μόνον κόμμα, όταν το κομματικό σύστημα είναι δικομματικό, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, ή συνασπισμό κομμάτων, όταν το κομματικό σύστημα είναι διπολικό, όπως συμβαίνει τώρα στην Ιταλία. Αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στηρίζει την κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου, εκτός εάν μεταβληθεί, μετά τις εκλογές, ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, λόγω αποχώρησης ή διαγραφής βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος ή διάσπασής του ή διάλυσης του συνασπισμού των κομμάτων που κέρδισε τις εκλογές, οπότε διενεργούνται κατά κανόνα πρόωρες εκλογές.
Στα συστήματα αυτά, η κοινοβουλευτική πολιτική ευθύνη των μεμονωμένων υπουργών έχει στην πράξη πλήρως ατονήσει, τουλάχιστον όσον αφορά τον καταλογισμό της μέσα από την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση επιβεβαιώνει, θέλοντας και μη, την εμπιστοσύνη της προς τον υπουργό εναντίον του οποίου έχει κατατεθεί τέτοια πρόταση. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο πρωθυπουργός δεν προβαίνει ο ίδιος στον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης των υπουργών του, απομακρύνοντάς τους ή ζητώντας την παραίτησή τους, οι υπουργοί μπορούν να συνεχίσουν απερίσπαστοι να εκτίθενται σε συμπεριφορές που θέτουν ζήτημα πολιτικής ευθύνης, φοβούμενοι πλέον μόνον τον τυχόν καταλογισμό της από τους εκλογείς τους.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη αποτελεσματική μορφή πολιτικής ευθύνης των υπουργών είναι η «διάχυτη» πολιτική τους ευθύνη, δηλαδή εκείνη που καταλογίζεται σε αυτούς μέσα από την άσκηση της ελευθερίας της πολιτικής κριτικής από τα μέσα ενημέρωσης. Οταν η κριτική αυτή είναι αιτιολογημένη και ανταποκρίνεται προς το λαϊκό αίσθημα, μπορεί να επιφέρει τις ίδιες συνέπειες με την αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας κατά ενός μεμονωμένου υπουργού, να προκαλέσει δηλαδή την παραίτησή του.
Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία παρέχει μια σειρά από παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την υποκατάσταση της «τυποποιημένης» πολιτικής ευθύνης από τη «διάχυτη» πολιτική ευθύνη. Οι παραιτήσεις Τσιτουρίδη, Μαγγίνα, Βουλγαράκη και Ρουσόπουλου -ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες παραμέτρους της καθεμιάς από αυτές- υπήρξαν όλες αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της «διάχυτης» πολιτικής ευθύνης, δηλαδή της «κυρωτικής» λειτουργίας της άσκησης της πολιτικής κριτικής από τα μέσα ενημέρωσης. Μπορούμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε τη θεμελιώδη σημασία που έχει για την εφαρμογή του θεσμού της πολιτικής ευθύνης, ιδίως σε κοινοβουλευτικά συστήματα στα οποία έχουν χάσει κάθε αποτελεσματικότητα οι άλλες μορφές καταλογισμού της, ο σεβασμός της ελευθερίας και του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επανεξετασθεί, μεταξύ άλλων, το ισχύον σύστημα αστικής ευθύνης των μέσων ενημέρωσης, με τα υψηλά κατώτατα χρηματικά όριά του, που λειτουργούν ως «φόβητρο» για την ελευθερία της πολιτικής πληροφόρησης και κριτικής.

4/11/08

ΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΗΓΕΣΙΕΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4.11.2008

Εάν προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές προτού συμπληρωθούν 18 μήνες από τη διενέργεια των προηγούμενων, δηλαδή μέχρι τη 15η Μαρτίου 2009, τότε αυτές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστα). Ενα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θεωρείται καθόλου απίθανο, λαμβανομένης υπόψη της οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η Νέα Δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων σκανδάλων, οικονομικής κρίσης αλλά και «αντάρτικου» από την πλευρά αρκετών βουλευτών της. Αλλωστε, έχει αποτελέσει κατ επανάληψη αντικείμενο πολιτικής συζήτησης τους τελευταίους μήνες ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες συνιστά κρυφό όπλο για τον πρωθυπουργό, προκειμένου να «εκκαθαρίσει» την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ από τους διαφωνούντες βουλευτές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μια διαδεδομένη αντίληψη, τίθεται στη διακριτική ευχέρεια των κομματικών ηγεσιών να καταρτίσουν τις εκλογικές λίστες, χωρίς να δεσμεύονται από τη νωπή λαϊκή ψήφο με σταυροδοσία. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη. Στην εκλογική νομοθεσία προβλέπεται η λίστα ως εξαίρεση στον κανόνα του σταυρού προτίμησης, προκειμένου να μην επιβαρύνονται οι βουλευτές με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί σκοπό του εκλογικού νομοθέτη να καταστήσει τη λίστα μέσο χειραγώγησης των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες. Στην αντίθετη εκδοχή, ο θεσμικός ρόλος των βουλευτών θα αλλοιωνόταν, αφού θα τελούσαν υπό καθεστώς έμμεσης απειλής ότι δεν θα συμπεριληφθούν σε εκλόγιμη θέση στους εκλογικούς συνδυασμούς.
Η ορθή ερμηνεία της ρύθμισης περί διενέργειας εκλογών με λίστα, όταν δεν έχει παρέλθει δεκαοκτάμηνο, είναι ότι η λίστα δεν καταρτίζεται αυθαίρετα από την κομματική ηγεσία, αλλά υποχρεωτικά ακολουθείται η σειρά εκλογής των βουλευτών και των επιλαχόντων στις προηγούμενες εκλογές. Τρεις εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από αυτόν τον κανόνα. Πρώτον, οι βουλευτές Επικρατείας, που ούτως ή άλλως δεν έχουν εκλεγεί με σταυρό προτίμησης. Δεύτερον, προφανώς αποκλείονται από τα ψηφοδέλτια όσοι παραιτήθηκαν ή διαγράφηκαν από το κόμμα. Τρίτον, εάν συγκροτηθεί συνασπισμός κομμάτων ή νέο κόμμα η κατάρτιση των ψηφοδελτίων του νέου πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο εξ αρχής πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Η επιλογή από τον νομοθέτη του συστήματος του σταυρού προτίμησης οφείλεται κατ ουσίαν στην αναγνώριση του γεγονότος ότι στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα δεν είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται με δημοκρατικές διαδικασίες κρίσιμες αποφάσεις, όπως η κατάρτιση δεσμευμένων συνδυασμών. Η λίστα ενσωματώθηκε στο εκλογικό σύστημα ως εξαιρετική περίπτωση ακριβώς για να μην υπόκεινται οι βουλευτές στον «εκβιασμό» των πρόωρων εκλογών. Αυτός ο «εκβιασμός» επιτυγχάνεται, όμως, πολύ περισσότερο εφόσον γίνει δεκτό ότι η λίστα είναι αντικείμενο ανέλεγκτης επιλογής από τις κομματικές ηγεσίες. Δεν χωρεί συνεπώς αμφιβολία ότι η σειρά εκλογής στις πρόσφατες εκλογές πρέπει να αποτυπωθεί και στη λίστα. Μια διαφορετική εξέλιξη, που θα συνεπαγόταν άλλωστε δικαστικές και πολιτικές περιπέτειες, θα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραποίηση της λαϊκής βούλησης, αλλά παράλληλα την περαιτέρω απαξίωση του κομματικού θεσμού και την αποδοκιμασία των κομματικών ηγεσιών. (Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτεί εκτενής σχετική επιστημονική μελέτη του υπογράφοντος, από κοινού με τον Ανδρέα Λοβέρδο).

3/11/08

"ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ" ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.11.2008

Η συνταγματική νομιμότητα έχει αρχίσει να παραβιάζεται στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό με ανησυχητική συχνότητα. Το τελευταίο κρούσμα ήταν τα συμβάντα της Παρασκευής 24ης Οκτωβρίου 2008, μιας ημέρας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Μαύρη Παρασκευή» για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό. Στην ημερομηνία αυτή είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής η πρόταση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, για άσκηση δίωξης κατά δύο υπουργών και ενός υφυπουργού των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, για ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο των «ανταλλαγών» ακινήτων μεταξύ του Δημοσίου και της Μονής Βατοπεδίου. Προκειμένου να προχωρήσει η Βουλή στη συγκρότηση της προβλεπόμενης από την παραπάνω συνταγματική διάταξη επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης της κατηγορίας απαιτούνταν η απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή 151 βουλευτές, σε μυστική ψηφοφορία σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής.
Η ψηφοφορία αυτή ωστόσο ουδέποτε έλαβε χώρα, διότι νωρίτερα η κυβερνητική επιτροπή (!) αποφάσισε να απουσιάσει ολόκληρη η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας από τη συζήτηση και την ψηφοφορία. Το πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά μας χρονικά φαινόμενο της αποχώρησης της συμπολίτευσης (αφού στο παρελθόν είχαν αποχωρήσει σε κάποιες περιπτώσεις, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για κυβερνητικές πρακτικές, οι βουλευτές κομμάτων της αντιπολίτευσης) είχε ως αποτέλεσμα να μείνει στην αίθουσα αριθμός βουλευτών κάτω των 150 και έτσι να σταματήσει η διαδικασία. Πρόκειται βέβαια για ωμή και ανερυθρίαστη παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Αντισυνταγματική ήταν, πρώτα απ όλα, η ανάμειξη της κυβερνητικής επιτροπής, αφού η τελευταία είναι ολιγομελές κυβερνητικό όργανο (αποτελούμενο από τον πρωθυπουργό και μερικούς υπουργούς), ενώ η διαδικασία της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, μια αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία, η οποία μάλιστα στρέφεται κατά της κυβέρνησης.
Ουσιαστικά φθάσαμε έτσι στο σημείο ο ελεγχόμενος (δηλαδή η κυβέρνηση) να ματαιώνει εκ των προτέρων κάθε προοπτική και πιθανότητα να ελεγχθεί για όσα (δι)έπραξε. Αντισυνταγματική και αντίθετη στον Κανονισμό της Βουλής είναι περαιτέρω και η, με τον τρόπο αυτόν, καταστρατήγηση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, αφού οποιοσδήποτε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας αποτολμούσε να παραστεί στη Βουλή θα στοχοποιούνταν και, κατά πάσα πιθανότητα, θα διαγραφόταν αμέσως από το κόμμα. Ετσι, αντί για ψήφο των βουλευτών κατά συνείδηση, όπως είναι επιβεβλημένη και κατοχυρωμένη σε μια τέτοια ποινικής φύσης διαδικασία, καταλήξαμε στην επιβολή κομματικής πειθαρχίας, με στόχο να διαφύγουν από τη δίωξη οι κατηγορούμενοι.
Με όλα αυτά αποδεικνύεται ότι ο πιο κρίσιμος ίσως για την αποτροπή της πολιτικής διαφθοράς συνταγματικός θεσμός, δηλαδή η ποινική ευθύνη των υπουργών, ουσιαστικά δεν λειτουργεί. Η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας φαίνεται πως θα μείνει ατιμώρητη. Το χειρότερο όμως είναι ότι οι εξουσιαστές της χώρας αυτής δίνουν έτσι, πρώτοι αυτοί, το παράδειγμα της ανομίας στους πολίτες της. Ο ελληνικός δημόσιος βίος έχει εισέλθει σε μια πορεία εξευτελισμού, χωρίς ορατό τέλος.