29/9/09

Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ (;)
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29.9.2009

Πριν από μερικές μέρες επανεξελέγη ο κ. Ζοζέ Μπαρόζο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. με την απόλυτη πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Προφανώς ο κ. Μπαρόζο ψηφίστηκε όχι μόνο από την Πολιτική Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στην οποία ανήκει, αλλά και από αρκετούς Ευρωβουλευτές της Ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Ομάδας. Ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας κ. Γκόρντον Μπράουν, αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, το οποίο μετέχει στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα, δήλωσε ότι πρόκειται για μια πολύ καλή επιλογή.
Οι Έλληνες ευρωβουλευτές που ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο επίσης μετέχει στην Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Ομάδα δεν ψήφισε τον κ. Μπαρόζο γιατί η πολιτική του ως Προέδρου της Ε.Ε. από το 2004 και οι δεσμεύσεις του ως υποψηφίου για τη θέση αυτή, κρίθηκαν και είναι πραγματικά συντηρητικές σε μια σειρά ζητημάτων όπως: η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, η καταπολέμηση της ανεργίας, η διασφάλιση δημοσίων υπηρεσιών καθολικής πρόσβασης κ.ά.
Βεβαίως μέσα στο προεκλογικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας, το κορυφαίο αυτό ευρωπαϊκό πολιτικό γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Είναι αλήθεια ,ωστόσο, ότι ακόμη και ο ενδιαφερόμενος πολίτης νοιώθει εντελώς αποπροσανατολισμένος παρακολουθώντας την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όπου τα συγγενή πολιτικά κόμματα των χωρών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία αποτελούν τις Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ομάδες, δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε στην επιλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είναι μάλλον βέβαιο ότι αν συνεχισθεί ο σημερινή κατάσταση, όπου δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική για σαφείς ιδεολογικά πολιτικές επιλογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς για σαφείς πολιτικές αντιπαραθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ( με κορυφαίο παράδειγμα την απουσία τέτοιων αντιπαραθέσεων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης βλ. Ελευθεροτυπία 28.3 .2009), οι ευρωπαίοι πολίτες δεν πρόκειται να ενδιαφερθούν για την Ευρώπη πράγμα που φαίνεται από την όλο και μικρότερη συμμετοχή τους στις Ευρωεκλογές.
Το ζήτημα βεβαίως είναι ότι το 80% περίπου των αποφάσεων που αφορούν στη ζωή των ευρωπαίων πολιτών λαμβάνονται άμεσα ή έμμεσα στις Βρυξέλλες και προφανώς διαφεύγουν από τον πολιτικό έλεγχο και τη δημοκρατική λογοδοσία, πράγμα που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Επιπλέον είναι φανερό ότι, πέρα από το προαναφερόμενο έλλειμμα δημοκρατίας, και ίσως εξαιτίας του , όλες οι διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, μετά την επίτευξη της Νομισματικής Ένωσης και τη μεγάλη Διεύρυνση, έχουν εξασθενήσει και σχεδόν τελματωθεί από έλλειψη πολιτικής βούλησης αλλά και ουσιαστικού ενδιαφέροντος από την πλευρά των ευρωπαίων πολιτών. Φαίνεται να επικρατούν εκείνες οι δυνάμεις που ωθούν τις ευρωπαϊκές πολιτικές να χαλαρώνουν σταδιακά και να κινούνται μεταξύ της Επικουρικότητας και της Μεθόδου Ανοικτού Συντονισμού, με απώτερη επιδίωξη την επανεθνικοποίηση και τον περιορισμό των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού.
Αν οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιωθούν, η Ελλάδα μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά ζημιωμένη διότι: Πρώτο, η χαλάρωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης περιορίζει τους πόρους για την ΚΑΠ και τις πολιτικές της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, από τις οποίες η χώρα μας είχε και έχει οικονομικά οφέλη, και δεύτερο, ίσως σημαντικότερο ,η αποδυνάμωση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξασθενίζει τις εκσυγχρονιστικές επιδράσεις της σ’ ολόκληρη την ελληνική οικονομία, την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζει την γεωπολιτική της θέση της χώρας μας στην περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια η σημερινή Κυβέρνηση δεν έδειξε να ασχολείται με τα ζητήματα αυτά. Ευτυχώς στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει σοβαρός προβληματισμός. Όμως, στον τρέχοντα προεκλογικό διάλογο δεν υπάρχει χώρος για ευρωπαϊκά θέματα παρά μόνο για τους περιορισμούς που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΟΝΕ στην αύξηση των δημόσιων δαπανών.

23/9/09

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.9.2009

Η στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας για τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου εξαντλείται βασικά στην επιδίωξη να πεισθεί το εκλογικό σώμα ότι το πολιτικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ είναι αόριστο και ανεφάρμοστο.
Άλλωστε δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει από την πλευρά του κυβερνώντος κόμματος μια άλλη στρατηγική για την απόσπαση της ψήφου των πολιτών, αφού δεν έχει να επικαλεσθεί κάποια θετικά πεπραγμένα, για τα οποία θα άξιζε να λάβει μια νέα εντολή από το εκλογικό σώμα. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, η μάχη των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου δεν θα κριθεί με βάση την πολιτική που διακηρύσσει η Νέα Δημοκρατία ή το ΠΑΣΟΚ κατά την προεκλογική εκστρατεία, αλλά με βάση το προηγούμενο κυβερνητικό έργο της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο είναι το μόνο δεδομένο που μπορούν με βεβαιότητα να αξιολογήσουν οι πολίτες-εκλογείς. Εξάλλου είναι αμφίβολο αν τα πολιτικά προγράμματα παίζουν καθοριστικό ρόλο στον εκλογικό ανταγωνισμό. Όχι μόνο επειδή οι πολίτες δεν μπορούν εύκολα, ούτε έχουν τον χρόνο ή το ενδιαφέρον να εκτιμήσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που έχουν γι’ αυτούς τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων, αλλά κυρίως διότι έχει καταστεί πλέον πολύ δύσκολο, σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις καλούνται καθημερινά να διαχειρίζονται κρίσεις κάθε είδους, να υπάρξει ένα προκαθορισμένο και αμετάβλητο πολιτικό πρόγραμμα.
Έτσι, τελικά, η ψήφος στις γενικές βουλευτικές εκλογές, ιδίως στα δικομματικά πολιτικά συστήματα, δεν εμπεριέχει τόσο έναν προληπτικό «υπολογισμό» του ψηφοφόρου για τη μελλοντική του ωφέλεια από την πολιτική της επόμενης κυβέρνησης όσο μια αναδρομική «κρίση» για το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης. Αν η κρίση αυτή είναι αρνητική, ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων μετακινείται από το κυβερνών κόμμα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αυτό αρκεί συνήθως για να του δώσει την εκλογική νίκη.
Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό που θα μετρήσει περισσότερο στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είναι το διάχυτο αίσθημα στην ελληνική κοινωνία -το οποίο καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, αλλά θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό και χωρίς αυτές- ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποδείχθηκε αναποτελεσματική σε όλα τα πεδία των δημοσίων πολιτικών και ιδίως στη διαχείριση των κρίσεων που έχουν πλέον καταστεί στοιχείο της καθημερινότητας, και εκτός αυτού ότι δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να γίνει κυβέρνηση όλων των πολιτών, δηλαδή αποδείχθηκε ανίκανη να υπηρετήσει το γενικό συμφέρον.
Αυτό το τελευταίο είναι ίσως και το πιο καθοριστικό για την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης. Επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας, η οποία είχε υποσχεθεί, μεταξύ άλλων, και την «επανίδρυση του κράτους», ζήσαμε την αποθέωση του «κομματικού κράτους», το οποίο σε αυτό το ανώτερο και τελευταίο στάδιό του λειτούργησε ως ένα κλειστό κύκλωμα προνομίων προς όφελος όχι τόσο των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος όσο μιας στενής ομάδας κυβερνητικών και κρατικών αξιωματούχων, καθώς και των ακολούθων τους, των φίλων τους και των συγγενών τους. Έτσι, αυτό που ιδιωτικοποιήθηκε επί των ημερών της Νέας Δημοκρατίας δεν ήταν το κράτος, αλλά η πολιτική.

22/9/09

Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.9.2009

Το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, στο πλαίσιο ενός συστήματος πλειοψηφικού δικομματικού κοινοβουλευτισμού, διαμορφώνεται κυρίως με γνώμονα δύο βασικές συνιστώσες: Αφενός τον βαθμό επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της εκάστοτε κυβέρνησης και αφετέρου την ένταση της ελπίδας και των προσδοκιών που εμπνέουν οι αντιμαχόμενοι κομματικοί σχηματισμοί. Μια ευρεία εκλογική νίκη του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας αποτελεί, κατά κανόνα, παράγωγο συνδυαστικής επενέργειας των δύο αυτών στοιχείων, δηλαδή της διάψευσης προσδοκιών ή και της οργής που προκαλεί μια παράταξη, συνήθως η κυβερνώσα, και ταυτόχρονα του κύματος ελπίδας που γεννούν ο προγραμματικός λόγος, τα πρόσωπα και οι επαγγελλόμενες πολιτικές της αντίπαλης κομματικής δύναμης. Από την άλλη πλευρά, η απογοήτευση απέναντι και στα δύο κόμματα εξουσίας συνεπάγεται την ενίσχυση των μικρών κομμάτων, που εκφέρουν κατά βάση έναν καταγγελτικό ή ενίοτε και αντισυστημικό λόγο.
Συντριπτικές νίκες, κατά τα 35 χρόνια της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας, πέτυχαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, εκφράζοντας την απαίτηση για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, με την προσδοκία της Αλλαγής. Με καθαρές νίκες επικράτησαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989-90, με την επαγγελία της «Κάθαρσης», ο Κώστας Σημίτης το 1996 με το αίτημα του εκσυγχρονισμού, αλλά και ο Κώστας Καραμανλής το 2004, με σύνθημα τον πόλεμο κατά της «διαπλοκής» και την «επανίδρυση» του κράτους. Σε όλες τις προηγούμενες χρονικές περιόδους το διακύβευμα ήταν διαυγές και η ελπίδα στην ελληνική κοινωνία ισχυρή.
Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, την οποία προαναγγέλλουν οι δημοσκοπήσεις, βασίζεται στην απογοήτευση από πεντέμισι άγονα χρόνια κεντροδεξιάς διακυβέρνησης, που σημαδεύτηκαν από ακραία κρούσματα διαφθοράς, πολιτικού αμοραλισμού και νωχελικότητας στην άσκηση εξουσίας, από μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές καταστροφές και επιδείνωση όλων των κοινωνικών και οικονομικών δεικτών. Όμως η ελπίδα που εμπνέει το κόμμα της Κεντροαριστεράς, όπως άλλωστε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, εμφανίζεται περιορισμένη. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν επιτρέπει βάσιμες προσδοκίες για βελτίωση των όρων διαβίωσης για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει πλέον ότι διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία για να διασφαλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και συνθηκών απασχόλησης για όλους. Το κοινωνικό κράτος, ως προνομιακό πεδίο πολιτικής για την Κεντροαριστερά και την Αριστερά, συνεχίζει σταδιακά να καταρρέει.
Στη μάχη της 4ης Οκτωβρίου κυριαρχεί ο φόβος για το χειρότερο. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε κατά τον τελευταίο χρόνο να πείσει ότι αποτελεί ένα συλλογικό υποκείμενο με σταθερό κέντρο εξουσίας και συνεκτικό λόγο. Όμως το φορτίο ελπίδας που φέρει παραμένει χαμηλό. Η σημαντική εκλογική διαφορά που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας εκφράζει πρωτίστως την αποδοκιμασία απέναντι σε μια αποτυχημένη κυβέρνηση, αλλά και την απομάκρυνση μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων από την παραπαίουσα «ανανεωτική» Αριστερά. Η Κεντροαριστερά δεν θα κυβερνήσει, συνεπώς, με κατοχυρωμένη τη δύναμη της ελπίδας. Η εμπιστοσύνη και η ανάταση που προσδοκά η ελληνική κοινωνία και οικονομία μένει να κατακτηθούν εκ των υστέρων, ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης, αποτελεσματικής και συλλογικής κυβερνητικής πολιτικής.

9/9/09

ΠΡΟΩΡΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.9.2009

Τα δύο άρθρα του Συντάγματος που επιτάχυναν τις πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή το άρθρο 32 Συντ., το οποίο ορίζει τα σχετικά με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και προβλέπει την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία, και το άρθρο 412 Συντ., το οποίο προβλέπει τη διάλυση της Βουλής με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης και αποτέλεσε -όπως και το 2007- τη συνταγματική δίοδο για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, έχουν ένα κοινό στοιχείο: μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις πολιτικές δυνάμεις και ιδίως από τα δύο μεγάλα κόμματα ως μέσα για την επίτευξη των πολιτικών τους στόχων.
Το άρθρο 412 Συντ., όπως διαμορφώθηκε από τον αναθεωρητικό νομοθέτη του 1986, καθιερώνει τη διάλυση της Βουλής «αλά αγγλικά», δηλαδή δίνει τη δυνατότητα στην Κυβέρνηση να επιλέξει ελεύθερα τον χρόνο των εκλογών, με σκοπό τη διατήρηση ή την ενίσχυση του κυβερνώντος κόμματος ή ενδεχομένως -όταν η εκλογική του ήττα φαίνεται πολύ πιθανή- την αποφυγή μιας δραματικής συρρίκνωσής του. Υποτίθεται ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να επικαλεσθεί ως δικαιολογητική περίσταση την ανάγκη αντιμετώπισης εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση του ίδιου θέματος για τη διάλυση της νέας Βουλής. Από τη στιγμή όμως που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει το δικαίωμα να ελέγξει αν πρόκειται για πραγματικό ή κατασκευασμένο εθνικό θέμα ή αν το ίδιο θέμα ήταν η αιτία και για τη διάλυση της προηγούμενης Βουλής, είναι φανερό ότι το άρθρο 412 Συντ. δεν μπορεί, από μόνο του, να εμποδίσει τη χρησιμοποίησή του από την Κυβέρνηση ως «όπλο» εναντίον της αντιπολίτευσης, με κίνδυνο φυσικά να λειτουργήσει ως μπούμερανγκ εναντίον της ίδιας της Κυβέρνησης.
Το ίδιο ισχύει και για το άρθρο 32 Συντ. Από νομική άποψη το άρθρο αυτό επιτάσσει η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνει με μία -οποιαδήποτε- από τις πλειοψηφίες που διαδοχικά ορίζει: από την πλειοψηφία των δύο τρίτων κατά την πρώτη ψηφοφορία στη θητεύουσα Βουλή μέχρι τη σχετική πλειοψηφία κατά την τρίτη ψηφοφορία στη νέα Βουλή. Αν υπάρχουν σοβαρές, σταθερές και αντικειμενικές ενδείξεις ότι η θητεύουσα Βουλή έχει απολέσει την αντιπροσωπευτικότητά της, η αξιωματική αντιπολίτευση, επικαλούμενη την υπέρτατη αρχή του Συντάγματος, δηλαδή την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία υπαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη μεγαλύτερη δυνατή ανταπόκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, έχει μια επαρκή πολιτικο-συνταγματική δικαιολογία για να αμφισβητήσει τη νομιμοποίηση της θητεύουσας Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως και στην περίπτωση της «κυβερνητικής» διάλυσης της Βουλής, έτσι και στην περίπτωση αυτήν, υπάρχει ασφαλώς ένας κομματικός υπολογισμός πίσω από μια τέτοια απόφαση.
Ωστόσο, οι κομματικοί υπολογισμοί αποτελούν, σε μια «δημοκρατία των κομμάτων», φυσιολογικό στοιχείο του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η πρόωρη διάλυση της Βουλής δίνει τον λόγο στον λαό.

8/9/09

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.9.2009

Η μεγαλύτερη πρόκληση μπροστά στην οποία θα τεθεί η επόμενη κυβέρνηση, μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, είναι ο μετασχηματισμός του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Μία από τις κεντρικές, αν όχι η κορυφαία μεταρρυθμιστική εξαγγελία της Νέας Δημοκρατίας το 2004 ήταν η περίφημη «επανίδρυση» του κράτους, για την οποία δεσμεύτηκαν τεράστιοι κοινοτικοί πόροι από το ΕΣΠΑ, στο πλαίσιο του προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση». Ωστόσο, αυτές οι εξαγγελίες έμειναν στα χαρτιά. Οι κοινοτικοί πόροι έμειναν αναξιοποίητοι. Το κράτος παρουσιάζει σε πολλούς τομείς εικόνα διάλυσης, αναξιοκρατίας, ακραίας διαφθοράς ή και αποσύνθεσης, με τεράστιες επιπτώσεις για την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και για την ίδια τους την ασφάλεια, όπως απέδειξαν κατ’ εξοχήν οι καταστροφικές πυρκαγιές τα δύο τελευταία χρόνια.
Αξιολογώντας τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης διαχρονικά, βασική διαπίστωση αποτελεί ότι η δημόσια γραφειοκρατία αναπτύχθηκε κατά τρόπο υπερτροφικό, πελατειακό και αναποτελεσματικό, αποτυγχάνοντας να αντισταθεί στην υπερπολιτικοποίηση, ενώ οι λειτουργικές της ατέλειες, η χαμηλή ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων και των παρεχόμενων υπηρεσιών, των μηχανισμών ελέγχου και του ανθρώπινου δυναμικού μετέτρεψαν εντέλει τη διοίκηση από ατμομηχανή σε τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτές τις παθογένειες οξύνει ο γραφειοκρατικός δυϊσμός της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, γεγονός που οδήγησε στη θεμελίωση ενός ιδιότυπου, μη ορθολογικού και με περιορισμένη προβλεψιμότητα και λογοδοσία διοικητικού μηχανισμού.
Οι κυριότερες αλλαγές στις οποίες πρέπει να προχωρήσει η νέα κυβέρνηση έχουν ως αφετηρία την αναδιοργάνωση της ίδιας της λειτουργίας της κυβέρνησης σε ένα μικρό και ευέλικτο σχήμα με επιτελικό ρόλο. Εξίσου αναγκαία με την ενίσχυση του επιτελικού και ρυθμιστικού ρόλου του κράτους είναι η αναβάθμιση της ποιότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων, αφού η πολυνομία, η κακονομία και η συνακόλουθη ανομία, σε συνάρτηση με την πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιπέδων της διοίκησης, προκαλούν δυσχέρειες στον πολίτη και εστίες αδιαφάνειας και διαφθοράς. Απαιτείται, επίσης, η διασφάλιση της αξιοκρατίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς και η αναβάθμιση και η συνεχής αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού. Τέλος, είναι πλέον επιβεβλημένο να εισαχθεί η μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας των δημόσιων υπηρεσιών, αξιοποιώντας σύγχρονα εργαλεία της διοικητικής επιστήμης. Ασφαλώς αυτές οι αλλαγές συνδέονται άρρηκτα με την εμπέδωση μιας νέας διοικητικής κουλτούρας, που προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα ένα νέο ήθος πολιτικής ηγεσίας.
Απαιτείται, λοιπόν, μια θεσμική επανάσταση στη δημόσια διοίκηση, με τη συμμετοχή και τη συναίνεση των πολιτών και προς χάριν της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η αναδιοργάνωση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, την ενδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών μεταβιβάσεων, για την περιβαλλοντική και πολιτική προστασία, εντέλει για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή όλων των επιμέρους δημόσιων πολιτικών. Τα νέα προβλήματα και οι ανάγκες που καλείται να αντιμετωπίσει το κράτος μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από μια νέα δημόσια διοίκηση, η συγκρότηση της οποίας δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά είναι σήμερα εφικτή όσο και αναγκαία.

7/9/09

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7.9.2009

Το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της κυβέρνησης... για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Ο Πρόεδρος, όπως προκύπτει από την οριστική διατύπωση της συνταγματικής αυτής διάταξης («διαλύει» και όχι «μπορεί να διαλύσει»), έχει υποχρέωση να δεχθεί τη σχετική πρόταση της κυβέρνησης, χωρίς καν να εξετάσει αν υφίσταται εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Κατά συνέπεια, το τι συνιστά τέτοιο θέμα και τι όχι καταλήγει να έχει θεωρητικό μόνο ενδιαφέρον.
Η πρόταση ωστόσο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, προέρχεται από την κυβέρνηση ως συλλογικό όργανο και όχι ατομικά από τον πρωθυπουργό (ή, πολύ περισσότερο, από τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος). Γι’ αυτόν τον λόγο η διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, την οποία εξήγγειλε ο πρωθυπουργός με τηλεοπτικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό στις 2 Σεπτεμβρίου 2009, συνιστά καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Στην πραγματικότητα τη Βουλή δεν τη διέλυσε ούτε ο τυπικά αρμόδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε η ουσιαστική αρμόδια κυβέρνηση, αλλά ο αναρμόδιος πρωθυπουργός, με προσωπική του απόφαση. Το γεγονός ότι την επομένη, 3 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε μια ολιγόλεπτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία επικύρωσε τυπικά την ειλημμένη και διακηρυγμένη απόφαση αυτή του πρωθυπουργού, δεν αλλάζει την παραπάνω πραγματικότητα.
Το πιο εξοργιστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι από αρκετές ημέρες νωρίτερα μεγάλος αριθμός υπουργών είχε ταχθεί, με δημόσιες δηλώσεις, κατά της διάλυσης της Βουλής και της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών. Κατ’ ουσία δηλαδή η πλειοψηφία της κυβέρνησης δεν ήθελε τις πρόωρες εκλογές και πειθαναγκάστηκε να τις προτείνει, συμμορφούμενη προς τη θέληση του πρωθυπουργού.
Ολα αυτά αποτελούν ακόμη μία απόδειξη για το πόσο επιφανειακή και προσχηματική έχει καταντήσει να είναι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στη σημερινή Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός είναι ο απόλυτος άρχων της κυβέρνησης, όχι επειδή είναι πρωθυπουργός, αλλά επειδή είναι ο κληρονομικός ηγεμόνας του κυβερνώντος κόμματος, τα στελέχη του οποίου διατελούν σε σχέση υποτέλειας προς αυτόν. Ετσι, ακόμα και υπουργοί που έχουν δημόσια εκφραστεί αρνητικά για τις πρόωρες εκλογές, αναγκάζονται να τις προσυπογράψουν, γελοιοποιώντας όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά -αυτό είναι το χειρότερο- και τον θεσμικό τους ρόλο.
Κάτω από τη λεπτή επιφάνεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβεται η μεσαιωνική πολιτική πραγματικότητα της αιρετής μοναρχίας, όπου στην εξουσία εναλλάσσονται οι κληρονομικοί ηγεμόνες μαζί με έναν συρφετό υποτελών του καθενός τους. Ο ρόλος του θεωρητικά κυρίαρχου λαού περιορίζεται στην επιλογή του ενός ή του άλλου από τους δύο αυτούς σχηματισμούς, οι οποίοι, αν και εμφανίζονται ως πολιτικά κόμματα, κατά βάθος είναι οικογενειακές επιχειρήσεις που εμπορεύονται ψευδαισθήσεις δημοκρατίας με σκοπό το κέρδος. Η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική προοπτική της χώρας όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά διαρκώς σκοτεινιάζει.