23/3/10

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.3.2010

Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά στην Ευρώπη εμφανίζονται αμήχανες μπροστά στη χρηματοπιστωτική κρίση. Εξίσου αμήχανο είναι κατ’ ουσίαν το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε όσες ευρωπαϊκές χώρες την εξουσία κατέχουν κεντροαριστερά κόμματα, οι πολιτικές που εφαρμόζουν τείνουν να χαρακτηριστούν ως εν τοις πράγμασι νεοφιλελεύθερες. Όπου τα κόμματα αυτά παραμένουν στην αντιπολίτευση, η κριτική που ασκούν αξιολογείται ως μάλλον υποτονική.
Το κυριότερο, πάντως, πρόβλημα του αριστερού πολιτικού λόγου σήμερα είναι ότι δεν προτείνει συγκεκριμένες λύσεις εξόδου από την κρίση. Είτε ως κυβερνώσα πλειοψηφία είτε ως αντιπολίτευση, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά αρθρώνουν έναν λόγο που δεν πείθει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόκειται για την αναπαραγωγή κεϊνσιανών στερεοτύπων, διανθισμένων με την επωδό τετριμμένων παραινέσεων περί παγκόσμιας διακυβέρνησης και υπερεθνικών κανόνων ρύθμισης των αγορών. Συγκεκριμένες, όμως, θέσεις και δημόσιες πολιτικές σχετικά με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τη μείωση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων χωρίς εκτόξευση της ανεργίας, συρρίκνωση των δικαιωμάτων και διόγκωση των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχουν υποστηριχθεί κατά τρόπο συνεκτικό.
Για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά το συγκριτικό πλεονέκτημα, που διασφάλισε την ιδεολογική της ηγεμονία για αρκετές δεκαετίες στην Ευρώπη, αποτέλεσε η νομιμοποιητική λειτουργία και η ηθική υπεροχή που απέρρεαν από τη συγκρότηση ισχυρών μηχανισμών κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας της εργασίας, διαμορφώνοντας το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Τα πλήγματα που δέχεται αυτό το μοντέλο είναι τους τελευταίους μήνες συντριπτικά, ενώ, όπως φαίνεται, οι συνέπειες της κρίσης θα γίνουν τα επόμενα χρόνια ακόμη πιο επώδυνες για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η αδυναμία της αριστερής και κεντροαριστερής πολιτικής επιχειρηματολογίας και δράσης να προσφέρουν, αν όχι ισχυρές αντιστάσεις, έστω μια τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους, λειτουργεί ως στοιχείο εσωτερικής διάβρωσης της αξιοπιστίας της. Πιο ελκυστική υπό αυτές τις συνθήκες αποδεικνύεται για ολοένα περισσότερους εκλογείς η λαϊκιστική ρητορεία της ακροδεξιάς, που εμφανίζεται ενισχυμένη από την οικονομική κρίση.
Για την Αριστερά η κρίση μετατρέπεται, λοιπόν, από προνομιακό πεδίο άρθρωσης ενός λόγου υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, σε παγίδα απώλειας των κοινωνικών της ερεισμάτων. Μόνο η ανανέωση του ιδεολογικοπολιτικού της οπλοστασίου μπορεί να αποτρέψει αυτή την απίσχνανση και την κατάρρευση της πολιτικής της αξιοπιστίας. Πέρα από τα προηγούμενα, δεν πρέπει να υποτιμάται η υποχώρηση μιας σειράς άλλων διεκδικήσεων, που παραδοσιακά συνιστούσαν κεντρικό πεδίο αναφοράς του αριστερού λόγου: Τα αιτήματα για διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής και ενδυνάμωση της προστασίας των ατομικών ελευθεριών βρίσκουν ολοένα μικρότερη απήχηση στις «κρισιακές» κοινωνίες του φόβου και της ανασφάλειας. Η ψυχολογία της κρίσης καθιστά τους πολίτες πιο ευάλωτους ως προς τη συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων και ενισχύει τις τάσεις ιδιώτευσης. Η δεξαμενή μαχητικών, ενεργών πολιτών μοιάζει να στερεύει για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Και αυτό συνιστά ίσως το ισχυρότερο πλήγμα.

22/3/10

ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.3.2010

Οι πρόσφατες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών για το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και/ή αποκλεισμού δημοσιονομικά «απείθαρχων» χωρών από την Ευρωζώνη καταδεικνύουν την προχειρότητα με την οποία σχεδιάσθηκε η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση.
Η τελευταία θεωρήθηκε ότι αποτελεί μονόδρομο, με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ καμία οδός είτε επιστροφής είτε διαφυγής. Ετσι οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, με τελευταία τη Συνθήκη της Λισαβόνας που μόλις πριν από μερικούς μήνες τέθηκε σε ισχύ, δεν αντιμετωπίζουν καν το ενδεχόμενο ένα κράτος-μέλος να αποχωρήσει από το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Προβλέπεται μόνο το ενδεχόμενο εξόδου συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη. Κατά συνέπεια, η «απόδραση» ενός κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη, με ταυτόχρονη μετατροπή του δημοσίου χρέους του από ευρώ σε εθνικό νόμισμα και κατόπιν τούτου υποτίμηση του τελευταίου, ώστε να υποτιμηθεί έμμεσα και το χρέος και έτσι να μπορέσει να εξυπηρετηθεί, ουσιαστικά απαγορεύεται.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν προβλέπεται μηχανισμός οικονομικής ενίσχυσης μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης, αντίστοιχης π.χ. με τη λεγόμενη «δημοσιονομική εξισορρόπηση» (Finanzausgleich) μεταξύ των ομόσπονδων χωρών (Lander) που συγκροτούν την ομοσπονδιακή Γερμανία. Το ενωσιακό δίκαιο περιέχει μόνο διατάξεις για τα δημοσιονομικά και οικονομικά μεγέθη κάθε χώρας (έλλειμμα, χρέος, πληθωρισμός) και κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης ορισμένων τιμών των τελευταίων.
Οι κυρώσεις αυτές μπορούν να φθάσουν έως την επιβολή προστίμων, η οποία προφανώς στερείται νοήματος αν το κράτος-μέλος έχει οδηγηθεί σε παύση πληρωμών, λόγω αδυναμίας δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές.
Το χειρότερο είναι ότι μεταβολές σε αυτό το δυσλειτουργικό, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, θεσμικό πλαίσιο δεν μπορούν να επέλθουν παρά μόνο με νέα μεταρρυθμιστική ευρωπαϊκή Συνθήκη. Αν αναλογισθεί κανείς τις πολυετείς περιπέτειες με τη θνησιγενή Συνθήκη για το «Σύνταγμα της Ευρώπης», εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να αποτελέσει χρονικά επίκαιρη απάντηση στο πρόβλημα υπερχρέωσης ενός κράτους-μέλους.
Απομένουν εμβαλωματικές λύσεις, όπως η φημολογούμενη συνεννόηση μεταξύ κρατικών τραπεζών των πιο εύρωστων χωρών για την αγορά ομολόγων της «άσωτης» χώρας, οι οποίες εκ των πραγμάτων (αν δηλαδή ληφθούν υπόψη τα αριθμητικά μεγέθη) δεν μπορούν να δώσουν κάτι περισσότερο από μια ολιγόμηνη παράταση ζωής στον ασθενή. Ακόμη και η προσφυγή στο ΔΝΤ, δεν αποτελεί πανάκεια, αφού ούτε αυτό έχει ανεξάντλητα διαθέσιμα και οι «πτωχεύσεις» κρατών όπου επενέβη στο παρελθόν ήταν σε τάξη μεγέθους δεκάδων και όχι εκατοντάδων δισ. δολαρίων. Αλλωστε ο δανεισμός από το Ταμείο αυτό δεν γίνεται δωρεάν, αλλά με υψηλά επιτόκια.
Συμπερασματικά, το οικοδόμημα του ευρώ στηρίχθηκε σε υπεραισιόδοξες παραδοχές, ενώ διορθωτικές παρεμβάσεις στα θεμέλιά του είναι πολιτικά και νομικά δυσχερείς.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ενδέχεται να αποδειχθεί πως είναι μια σεισμική δόνηση υπερβολικά ισχυρή για τις αντοχές αυτού του οικοδομήματος.

21/3/10

ΠΟΣΟ ΣΥΜΦΕΡΕΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 21.3.2010

Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις περιφερειακές οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) τίθενται δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο τίθεται από ορισμένους κύκλους κυρίως της αριστεράς μέσα στις ίδιες τις προαναφερόμενες χώρες και αφορά στο κατά πόσο ωφελεί ή βλάπτει συμμετοχή των χωρών αυτών στην ευρωζώνη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την σημερινή κρίση. Το δεύτερο ερώτημα τίθεται από διάφορους διεθνείς παρατηρητές και αφορά στη δυνατότητα των περιφερειακών χωρών- μελών της Ε.Ε να συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Στο πρώτο ερώτημα υπάρχουν απαντήσεις που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Η χρησιμότητα της συμμετοχής των χωρών αυτών στο Ευρώ είναι προφανής προκειμένου να ξεπεράσουν τη σημερινή κρίση και μόνον επειδή η συμμετοχή στο Ευρώ εμποδίζει την υποτίμηση του νομίσματός τους σε χαμηλά επίπεδα, οι οποία θα οδηγούσε σε δυσθεώρητους ρυθμούς πληθωρισμού και σε ακόμη μεγαλύτερες υποτιμήσεις που θα εκτίνασσαν στα ύψη το κόστος δανεισμού. Παράλληλα τα επιτόκια θα ανέρχονταν, ως συνέπεια των προηγούμενων εξελίξεων, και το κόστος του δανεισμού θα αυξανόταν ακόμη περισσότερο, ενώ το σημερινό τους χρέος σε ευρώ θα ήταν σε συνάλλαγμα .Στο δεύτερο ερώτημα οι απαντήσεις είναι περισσότερο περίπλοκες. Η αμφισβήτηση της δυνατότητας των περιφερειακών χωρών-μελών της Ευρωζώνης να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η υιοθέτηση του Ευρώ βρίσκει έρεισμα στη σημερινή κατάσταση ανισορροπίας των οικονομιών τους. Βεβαίως, το δεύτερο ερώτημα μπορεί να τεθεί με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή αν οι προαναφερόμενες χώρες είναι ικανές να συμμετέχουν στην υφιστάμενη Ευρωζώνη, η οποία σχεδιάστηκε με ορισμένο τρόπο χωρίς δηλ. κοινοτική δημοσιονομική αλληλεγγύη, πράγμα που εξυπηρετεί μόνο τις χώρες που είχαν εξασφαλίσει ένα ήδη υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβών πριν από τη συμμετοχή τους στη νομισματική ένωση (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, κ.ά.) και μπορούσαν έτσι να εφαρμόσουν συγκρατημένη εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική.
Στις περιφερειακές χώρες ,όπως η Ελλάδα, ούτε οι οικονομικές συνθήκες (υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και αμοιβών ) υπήρχαν ούτε το πολιτικό σύστημα μπορούσε να συγκρατήσει τις αμοιβές σε επίπεδα που επέτρεπε η παραγωγικότητα, να τιθασεύσει τον συνεχώς αυξανόμενο και ελάχιστα παραγωγικό δημόσιο τομέα και να προχωρήσει στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να συλληφθεί η φοροδιαφυγή. Αντίθετα η επιθυμία για κατανάλωση –λόγω της εξάπλωσης καταναλωτικών προτύπων από χώρες-μέλη με υψηλή παραγωγικότητα– και συνεπώς η πίεση μεγάλου μέρους πληθυσμού για αύξηση των αμοιβών πέρα από τα όρια της παραγωγικότητας, οι εκλογικοί σχεδιασμοί και οι πελατειακές σχέσεις οδήγησαν σε χαλάρωση της εισοδηματικής, της δημοσιονομικής και της φορολογικής πολιτικής με αποτέλεσμα τη μείωση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας την αύξηση των εισαγωγών και της διαφθοράς και τελικά τον υπέρμετρο δανεισμό. Ταυτόχρονα, τα χαμηλά επιτόκια (λόγω συμμετοχής στην Ευρωζώνη) αντί να συμβάλλουν στην αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης και του δανεισμού.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι συμφέρει η συμμετοχή στην ευρωζώνη και σε χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης με δύο προϋποθέσεις ότι προβλέπονται δημοσιονομικές αντισταθμίσεις, προς τις χώρες αυτές ως αναγκαίο συμπλήρωμα της νομισματικής ένωσης και ότι το πολιτικό τους σύστημα μπορεί και θέλει να εφαρμόσει τις απαιτούμενες πολιτικές.

14/3/10

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ ΚΑΙ Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 14.3.2010

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ακινησία στην διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η φιλόδοξη προσπάθεια για μια Συνταγματική Συνθήκη προσέκρουσε στις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις της Γαλλίας με αποτέλεσμα το γνωστό αρνητικό δημοψήφισμα, που μαζί με το Ολλανδικό ανάλογο, ανέτρεψαν την δυναμική της περιόδου εκείνης. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη διέσωσε τα βασικά σημεία της Συνταγματικής Συνθήκης, χωρίς τους ενοποιητικούς συμβολισμούς, που έχουν μεγάλη σημασία για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Σήμερα διαπιστώνει κανείς, με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση, αρνητική διάθεση σε οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής ακόμη και αύξησης των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια προοπτική, όμως, μαζί με κοινή άμυνα και κοινή εξωτερική πολιτική θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τις βάσεις για μια πολιτική ένωση. Παρατηρείται απροθυμία κυρίως της Γερμανίας, η οποία ενθαρρύνεται και από την παραδοσιακά αντίθετη στην πολιτική ένωση της Ευρώπης Μ. Βρετανία, ενώ η Γαλλία εμφανίζεται υπέρμαχος της ενοποίησης της Ευρώπης. Τι συμβαίνει; Υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των δυο χωρών; Υπάρχει ρήγμα στο γαλλογερμανικό άξονα; Πρόκειται για αναβίωση του Γερμανικού Εθνικισμού, όπως γράφει ο Ν. Κοτζιάς (Ελευθεροτυπία 7/3/10) ή για ραγδαία αλλαγή των δεδομένων στο ευρωπαϊκό επίπεδο ή και τα δύο; Είναι βέβαιο ότι συντελείται σταδιακά αλλαγή των δεδομένων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Η Γερμανία ενώνεται, αυξάνει την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη διεύρυνση, ισχυροποιείται σημαντικά και κυρίως αρχίζει να λειτουργεί ως κανονικό εθνικό κράτος απαλλαγμένη από όποιες ενοχές του παρελθόντος. Η νομισματική ένωση, ως προϊόν γερμανικής έμπνευσης, είχε πολύ θετικά αποτελέσματα γι αυτήν, ενώ δυσκολεύει άλλες χώρες-μέλη συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας. Η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης φαίνεται να μην είναι πλέον η πρώτη προτεραιότητα της Γερμανίας, όπως ήταν στο παρελθόν. Η Ευρώπη μοιάζει να μην της είναι απολύτως απαραίτητη. Αντίθετα, η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης φαίνεται να ενδιαφέρει σήμερα περισσότερο τη Γαλλία, η οποία δεν κέρδισε τόσο όσο η Γερμανία ούτε από την διεύρυνση ούτε από την νομισματική ένωση με τη σημερινή μορφή της, ενώ η παραδοσιακή επιρροή της στη Μεσόγειο δεν φαίνεται να είναι πολύ αποδοτική. Βεβαίως, η στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να συνδέεται και με τις διαθέσεις των πολιτών πού καλούνται να πληρώσουν σε περίοδο κρίσης ιδίως μετά τις οικονομικές θυσίες που υπέστησαν για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας. Όμως, αν η στάση της Κυβερνήσεων των χωρών-μελών της Ε.Ε. βρισκόταν πάντα σε αρμονία με τις διαθέσεις των πολιτών τους, τότε δεν θα είχε υπάρξει Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση από την οποία αναμφισβήτητα έχουν ωφεληθεί πολλαπλά όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες και ιδιαίτερα οι Γερμανοί.
Όπως και να έχει το ζήτημα, φαίνεται ότι δύσκολα θα προχωρήσουν οι διαδικασίες για τη συμπλήρωση της νομισματικής ένωσης με μηχανισμούς δημοσιονομικής στήριξης σε περίοδο κρίσης προς όφελος των λιγότερο ισχυρών οικονομιών των χωρών–μελών της με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς και τη διαφαινόμενη απόκλιση των συμφερόντων στο Γερμανογαλλικό άξονα. Μέχρι τότε οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες- μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, πρέπει να στηρίζονται περισσότερο στον εαυτό τους για την αντιμετώπιση των κρίσεων και λιγότερο σε μια κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών τους.

10/3/10

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.3.2010

Λίγο μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είχαμε επισημάνει από αυτήν τη στήλη (βλ. «Εθνος» 16/12/2009) ότι η επιτυχία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν θα εξαρτηθεί από την πιστή τήρηση του προεκλογικού προγράμματός της, αλλά από την ικανότητά της να αντιμετωπίσει την κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης στην οποία περιήλθε η χώρα, ύστερα από την καταστροφική εμπειρία της πενταετούς διακυβέρνησής της από τη Νέα Δημοκρατία και τον Κώστα Καραμανλή.
Εξάλλου, κατά την παρούσα ιστορική φάση, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα και την αβεβαιότητα των οικονομικών και κοινωνικών σεναρίων και την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και των αγορών, είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει προεκλογικό ή κυβερνητικό πρόγραμμα χωρίς τροποποιήσεις και προσαρμογές, ανάλογα με τις περιστάσεις. Και, τελικά, αυτό που μετράει για την αξιολόγηση των κυβερνώντων από το εκλογικό σώμα είναι η ικανότητά τους να υπηρετήσουν αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον, κάτι που εξηγεί και τη συντριβή της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, αφού έγινε αντιληπτό στην κοινωνία -έστω και με κάποια καθυστέρηση- ότι η ηγετική ομάδα αυτού του κόμματος στην κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Δημόσια Διοίκηση ήταν κατά βάθος αδιάφορη για την τύχη και το μέλλον της χώρας και αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο, μέχρι την τελευταία στιγμή, ήταν η μεγιστοποίηση του κομματικού οφέλους, μέσα από τη χρήση -και την κατάχρηση- των κρατικών πόρων (ως μέρος που ισχύει για το όλο μπορεί να αναφερθεί η παραδειγματική στη φαυλότητά της περίπτωση των πολιτικών διορισμών στη Βουλή).
Υπό τις σημερινές συνθήκες το δίλημμα δεν είναι, λοιπόν, ανάμεσα στο γενικό συμφέρον, δηλαδή στην αποσόβηση της χρεοκοπίας της χώρας, και στη διαφύλαξη της πολιτικής και της ιδεολογικής καθαρότητας του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ είναι ιστορικά υποχρεωμένο να θυσιάσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά του, ακόμη και να δυσαρεστήσει την κοινωνική και εκλογική του βάση, λαμβάνοντας αντιδημοφιλείς αλλά εθνικά αναγκαίες αποφάσεις, για να μην καταρρεύσει η χώρα. Η ηθική στην πολιτική -μια καινούργια ιδέα για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα- σημαίνει μεταξύ άλλων και αυτό: ότι τα κόμματα, και ιδίως το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, πρέπει να προτιμούν το εθνικό καλό από το δικό τους καλό. Πιστεύω ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία το ΠΑΣΟΚ θα βγει τελικά ενδυναμωμένο στο εκλογικό σώμα, αλλά ακόμη και αν δεν συμβεί αυτό, όταν θα φτάσει η ώρα του εκλογικού ελέγχου, θα έχει εκπληρώσει μια σπουδαία εθνική αποστολή.
Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει, βέβαια, να αγνοεί τις ενστάσεις των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της (αν και είναι μάλλον παράδοξο αυτές να εκφράζονται από τον εκπρόσωπο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ο οποίος αναπληρώνει τον πρωθυπουργό μέσα στη Βουλή), τις ανησυχίες της κομματικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων. Θα πρέπει, όμως, να διατηρήσει έναν βαθμό ανεξαρτησίας από αυτές τις πιέσεις και να μην υποκύψει στην παραδοσιακή μεταπολιτευτική λογική του «πολιτικού κόστους».

9/3/10

Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.3.2010

Μονότονα επαναλαμβάνεται, από διαφορετικές πλευρές, το σύνθημα ότι η κρίση συνιστά ευκαιρία. Ασφαλώς φαίνεται να υπονοείται μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας. Ενδεχομένως μάλιστα ευκαιρία, υπό μία ευρύτερη οπτική, για να αντιληφθεί και να αναλάβει η ελληνική κοινωνία και κάθε πολίτης ξεχωριστά το βάρος των ευθυνών που τους αναλογούν, στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας. Οι συλλογισμοί που υποστηρίζονται πίσω από το σύνθημα της μόδας είναι απλοί: Η οικονομική κρίση, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας, λειτουργεί ως μηχανισμός αφύπνισης της πολιτείας και ενεργοποίησης ενός συλλογικού ενστίκτου επιβίωσης.
Δεν αμφισβητείται, βέβαια, ότι η κρίση και οι κερδοσκοπικές πιέσεις που ασκούνται στην ελληνική οικονομία καθιστούν επιτακτική την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών, όπως οι οργανωτικές δυσλειτουργίες της Δημόσιας Διοίκησης, οι πελατειακές πρακτικές, η φοροδιαφυγή, το στρεβλό οικονομικό μοντέλο, τα φαινόμενα διαφθοράς, η ανορθολογική διάρθρωση του κοινωνικού κράτους και η φθίνουσα πορεία του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, κατ’ ουσίαν το σύνθημα «η κρίση ως ευκαιρία» χρησιμοποιείται ολοένα συστηματικότερα με τρόπο μονόπλευρο. Τα συμφραζόμενά του παραπέμπουν, εντέχνως, σε μια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση των προβλημάτων. Οσο βαθαίνει η κρίση και εντείνονται οι πιέσεις από το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, τα αίτια της κρίσης αναλύονται με οικονομίστικους όρους: Ποιος φταίει, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή; Το σπάταλο κράτος, οι παρασιτούντες δημόσιοι υπάλληλοι, οι άμυαλοι καταναλωτές. Και η απάντηση έρχεται αβίαστα, με βάση τη νεοφιλελεύθερη αυτή λογική: Συρρίκνωση του κράτους, άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, περικοπές εισοδημάτων για όλους, ιδίως βέβαια για τα χαμηλά και μικρομεσαία στρώματα.
Ετσι όμως η κρίση μετατρέπεται σε ευκαιρία χειραγώγησης της κοινωνίας, καταστρατήγησης βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων και παράδοσης στρατηγικών δημόσιων λειτουργιών σε ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα, υπό την απειλή της πτώχευσης. Η ευκαιρία για καλύτερο κράτος μεταμορφώνεται σε μηχανισμό επιβολής του λιγότερου κράτους, της εργασιακής ανασφάλειας, της οριακής επιβίωσης, της εξουθένωσης των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων.
Σε τελική ανάλυση, η κρίση δεν θα μπορούσε να αποτελεί ευκαιρία, εφόσον δεν συνοδεύεται από τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού λόγου, από τον οποίο να εμφορείται ο μετασχηματισμός του κράτους και της οικονομίας και να εμπνέεται η κοινωνία. Ενας τέτοιος λόγος θεμελιώθηκε το 1974 στο αίτημα για δημοκρατία, το 1981 στην Αλλαγή, το 1996 στον εκσυγχρονισμό, ακόμη και το 2004 στην ψευδεπίγραφη επίκληση των «μεταρρυθμίσεων». Σήμερα ένας αντίστοιχος λόγος απουσιάζει και υποκαθίσταται από την «ψυχολογία της κρίσης» και τον φόβο της οικονομικής κατάρρευσης. Δυστυχώς, όμως, το ιδεολογικοπολιτικό κενό δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο με συνθήματα του τύπου «η κρίση ως ευκαιρία». Μια τέτοια ευκαιρία είναι απατηλή. Εγκυμονεί τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μηχανισμό νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών που δεν συνάδουν ούτε με τις προγραμματικές δηλώσεις της σημερινής κυβέρνησης, ούτε καν με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους δικαίου.

8/3/10

ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.3.2010

Οι περικοπές μισθών και οι αυξήσεις της φορολογίας που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στις 3 Μαρτίου και έσπευσε να ψηφίσει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία σηματοδοτούν την πλήρη αναίρεση των προεκλογικών εξαγγελιών του ΠΑΣΟΚ, πέντε μήνες μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009. Αποδεικνύεται έτσι στην πράξη ότι καθοριστική σημασία για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, ιδίως σε μια υπερχρεωμένη χώρα, έχουν τα κελεύσματα των κεφαλαιαγορών και όχι οι προτιμήσεις του κατ’ επίφαση μόνο «κυρίαρχου» λαού.
Τα νέα μέτρα, στο σύνολό τους, έχουν πυροσβεστικό χαρακτήρα. Δεν θίγουν τις βάσεις του πελατειακού συστήματος που παράγει την υπερχρέωση, όπως π.χ. το πλεονάζον προσωπικό που εντάχθηκε κατά καιρούς με «φωτογραφικές» διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ σε υπηρεσίες και οργανισμούς του Δημοσίου, η μικρή (υπαλληλική) και η μεγάλη (πολιτική) διαφθορά κ.λπ. Δεν σταματούν τη δημοσιονομική αιμορραγία από δεκάδες ελλειμματικές, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, επιχειρήσεις, οι οποίες ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος. Δεν περιορίζουν τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος μέσω της διαρκώς αυξανόμενης συνταγογράφησης άχρηστων και επικίνδυνων φαρμάκων προς όφελος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Με άλλες λέξεις, τα μέτρα είναι μια μεγάλη και κοπιαστική (για την κοινωνία) προσπάθεια να ρίξουμε νερό σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Επιπλέον, η «δοσολογία» των μέτρων είναι άδικη και αντιπαραγωγική. Ετσι π.χ. η πολιτική «τάξη», η οποία δημιούργησε το πρόβλημα με την ανεύθυνη συμπεριφορά της, διατηρεί άθικτα τα σκανδαλώδη προνόμιά της, όπως το αφορολόγητο των βουλευτικών αποδοχών, και εμπαίζει το κοινωνικό σύνολο, καταθέτοντας ψιχία στο «Ταμείο Στήριξης της Ελλάδας». Από την άλλη πλευρά, όμως, επιβάλλεται αύξηση στα ήδη υψηλά, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ποσοστά του ΦΠΑ, ενός φόρου δηλαδή που επιβαρύνει το ίδιο τον εύπορο και τον άπορο καταναλωτή, την κερδοφόρο και τη ζημιογόνο επιχείρηση. Και ακόμη, με τον τρόπο αυτό αναζωπυρώνεται ο πληθωρισμός και άρα υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τα μέτρα της 3ης Μαρτίου δίνουν μια προσωρινή μόνο ανάσα στο κράτος, που κινδυνεύει από δημοσιονομική ασφυξία. Την επομένη της εξαγγελίας τους η νέα προσπάθεια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου τυπικά επέτυχε, αφού συγκέντρωσε το μικρό (συγκριτικά με τις ανάγκες του επόμενου διμήνου) ποσό το οποίο ζητήθηκε από τις αγορές, αλλά ουσιαστικά απέτυχε, αφού το επιτόκιο δανεισμού εκτοξεύτηκε σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, υπερδιπλάσιο π.χ. από το επιτόκιο δανεισμού της ανταγωνίστριάς μας Ισπανίας την ίδια μέρα. Είναι φανερό ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα να δανείζεται με τόσο επαχθείς όρους και ότι τα επιτόκια αρχίζουν να μοιάζουν με μια αυτοεπαληθευόμενη προφητεία πτώχευσης. Η τελευταία, εφόσον επέλθει, ενδέχεται να συμπαρασύρει σε κατάρρευση ολόκληρο το οικογενειοκρατικό και κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας και έτσι μακροπρόθεσμα να αποτελέσει το έναυσμα για την ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σε πιο υγιείς βάσεις.

7/3/10

ΑΠΡΟΘΥΜΗ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 7.3.2010

Είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει μια νομισματική ένωση χωρίς να υπάρχει κάποιας μορφής δημοσιονομική αλληλεγγύη μεταξύ χωρών–μελών της, ιδίως όταν αυτές έχουν διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Ακόμη και στο επίπεδο εθνικού ομοσπονδιακού κράτους, όπως στη Γερμανία, έχουν προβλεφθεί σημαντικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τα πλουσιότερα στα φτωχότερα κρατίδια προκειμένου να αντισταθμίζονται οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα, στο επίπεδο ανάπτυξης και στη φοροδοτική ικανότητα στα κρατίδια αυτά. Μια τέτοια δημοσιονομική αλληλεγγύη προϋποθέτει ένα ορισμένο βαθμό πολιτικής ενοποίησης, δηλ. κοινή δημοσιονομική πολιτική, που στη σημερινή Ε.Ε δεν υπάρχει.
Όμως μεταξύ της δημοσιονομικής αλληλεγγύης ομοσπονδιακού τύπου και της ανυπαρξίας οποιασδήποτε δημοσιονομικής αλληλεγγύης υπάρχει μεγάλη απόσταση. Στο επίπεδο της Ευρωζώνης θα έπρεπε να υπάρχει ένας μηχανισμός δημοσιονομικής υποστήριξης με αυστηρό έλεγχο οποιαδήποτε αναιτιολόγητης χαλαρότητας της δημοσιονομικής πολιτικής από τις Χώρες-μέλη της. Βεβαίως, υπάρχει ο δημοσιονομικός περιορισμός του Συμφώνου της Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να τηρηθεί, γιατί οι χώρες -μέλη είχαν διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και αμοιβών, οι οποίοι οδήγησαν τελικά σε διαφορετική ανταγωνιστικότητα και δημοσιονομική πολιτική.
Η Γερμανία και η Ελλάδα αποτελούν ίσως τα δύο ακραία παραδείγματα. Στη Γερμανία ακολουθήθηκε πολύ συγκρατημένη εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική με αποτέλεσμα συνεχή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της και του εμπορικού ισοζυγίου της, ενώ στην Ελλάδα έγιναν ακριβώς τα αντίθετα προς όφελος προφανώς της πρώτης. Μια εξήγηση θα μπορούσε να αποτελέσει, πέρα από την αδεξιότητα και τους πολιτικούς υπολογισμούς των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, το γεγονός ότι τα καταναλωτικά πρότυπα διαχέονται από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ότι τα παραγωγικά πρότυπα. Οι Έλληνες δηλαδή επιδιώκουν το ίδιο επίπεδο αμοιβών και κατανάλωσης που απολαμβάνουν οι Γερμανοί, ενώ το επίπεδο παραγωγικότητας είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να προκαλεί συνεχή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μεγάλες κρατικές δαπάνες, φοροδιαφυγή, μεγάλα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και συνεπώς δανεισμό.
Σήμερα βιώνουμε αυτό που ήταν σύμφωνα με την οικονομική λογική αναμενόμενο όταν Χώρες με τόσο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, παραδόσεων και συμπεριφορών υιοθετούν κοινό νόμισμα χωρίς να φροντίζουν να υπάρχει κάποιος μηχανισμός δημοσιονομικής αντιστάθμισης .Όμως η Νομισματική Ένωση δημιουργήθηκε με πολιτικά και όχι με αυστηρά οικονομικά κριτήρια και συνεπώς η δημοσιονομική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα και οι άλλες λιγότερο αναπτυγμένες χώρες–μέλη (Πορτογαλία Ισπανία, Ιρλανδία κ.ά.) ανεξαρτήτως ευθυνών, θα αντιμετωπισθεί τελικά, παρά τους δισταγμούς και την απροθυμία της Ε.Ε με πολιτικά κριτήρια, εφόσον οι δημιουργοί της νομισματικής ένωσης επιθυμούν πραγματικά να μην καταρρεύσει το οικοδόμημα του Ευρώ. Αυτό θα γίνει με οδυνηρές θυσίες από την πλευρά των πολιτών της Ελλάδας και των άλλων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών με απροσδιόριστες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες προκειμένου να περιοριστεί η διαφορά μεταξύ παραγωγικών δυνατοτήτων των οικονομιών τους και επιθυμητής κατανάλωσης των πολιτών τους. Η αναπόφευκτη και επώδυνη προσαρμογή των χωρών αυτών μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για τις αναγκαίες δομικές αλλαγές στην οικονομία, στις κοινωνικές συμπεριφορές και στο πολιτικό τους σύστημα , ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τον επανασχεδιασμό της νομισματικής ένωσης της Ε.Ε. σε πιο στέρεες βάσεις.