20/5/09

ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.5.2009

Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και όχι μόνο στην Ελλάδα- οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχουν αποκτήσει ακόμη μια αυθεντικά «ευρωπαϊκή» διάσταση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει ένα σύστημα «κομματικής κυβέρνησης» αντίστοιχο με εκείνο των κρατών-μελών και δεν είναι βέβαιον ότι ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη και μετά τη συγκρότηση ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων.
Γι’ αυτό οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λειτουργούν ουσιαστικά ως «ενδιάμεσες» εκλογές (mid-term elections), ενταγμένες στον εσωτερικό εκλογικό κύκλο των εθνικών πολιτικών συστημάτων. Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλες μορφές «ενδιάμεσων» εκλογών, όπως αυτών που διεξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την ανανέωση μέρους της σύνθεσης των νομοθετικών σωμάτων, οι ευρωεκλογές έχουν κατά κανόνα χαρακτηριστικά εκλογών «δεύτερης τάξης», δηλαδή δεν θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Το μοντέλο των εκλογών «δεύτερης τάξης» (second-order elections) χαρακτηρίζεται από τα εξής κυρίως στοιχεία. Πρώτον, μεγάλη αποχή σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, η οποία δεν επιτρέπει ασφαλή διάγνωση ή πρόγνωση του πραγματικού συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Δεύτερον, πτώση της εκλογικής δύναμης του κόμματος που νίκησε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, το οποίο υφίσταται το αναπόφευκτο «κόστος διακυβέρνησης». Αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση διεξαγωγής των ευρωεκλογών αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές, όπου ο «μήνας του μέλιτος» των εκλογέων με τον νικητή παρατείνεται (Ελλάδα, 2004), είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα δικομματικά συστήματα το δεύτερο κόμμα στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές να έρχεται πρώτο στις ευρωεκλογές. Χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνο αν η ήττα του κυβερνώντος κόμματος είναι μεγάλη. Και τρίτον, προτίμηση των εκλογέων στα μικρά ή σε νέα κόμματα, η οποία πάντως μπορεί να αποδειχθεί εφήμερη.
Ωστόσο, το μοντέλο των εκλογών «δεύτερης τάξης» μπορεί να μην επαληθευθεί στην ελληνική περίπτωση. Αυτό που καθιστά πολιτικά σημαντικές τις ευρωεκλογές του 2009 στην Ελλάδα είναι το ενδεχόμενο μιας μεγάλης ήττας της Νέας Δημοκρατίας, τέτοιας που να θέτει ζήτημα ύπαρξης προφανούς δυσαρμονίας της υπάρχουσας Βουλής προς τη λαϊκή βούληση, διαπιστωμένης πλέον με βάση αντικειμενικά δεδομένα και όχι δημοσκοπικές εκτιμήσεις.
Συνυπολογιζομένου του «κόστους διακυβέρνησης», ως τέτοια ήττα, που μαρτυρεί τη δυσμενή μεταβολή του λαϊκού αισθήματος απέναντι στην κυβέρνηση, μπορεί να θεωρηθεί εκείνη που υπερβαίνει τις πέντε ή έξι ποσοστιαίες μονάδες διαφοράς από το ΠΑΣΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι η αποχή δεν θα είναι ασυνήθιστα μεγάλη.
Αναφερόμαστε στο ενδεχόμενο αυτό, το οποίο σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις φαίνεται αυτή τη στιγμή αρκετά πιθανό (βλ. τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της Public Issue και της Metron Analysis), διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έχει επιβεβαιωθεί επίσημα η διάσταση ανάμεσα στη Βουλή και το εκλογικό σώμα, και ο πρωθυπουργός, έστω και αν έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, θα είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη την ανάγκη για συνέχιση και κανονική λήξη της παρούσας βουλευτικής περιόδου.