13/1/10

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΕΝΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 13.1.2010

Μέσα στο σκοτεινό τοπίο της απαισιοδοξίας για τα πολλαπλά ελλείμματα εμπιστοσύνης στη χώρα μας υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Καταγράφεται αύξηση του βαθμού εμπιστοσύνης των πολιτών προς το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε σχέση με πέρυσι, (όπου ήταν σχετικά υψηλός), σύμφωνα με τη μέτρηση της Public Issue (βλ. Καθημερινή 3/1/10). Αν μάλιστα συγκρίνει κανείς τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς άλλους θεσμούς, η θέση του Δημόσιου Πανεπιστημίου είναι περίοπτη. Η εξέλιξη αυτή είναι ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει ότι το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, που έχει συχνά «χλευασθεί» δίκαια ή άδικα , κυρίως από τους ίδιους τους λειτουργούς του, Καθηγητές, καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματα τόσο στη διοίκηση και τη λειτουργία του, όσο και στο ζήτημα της εικόνας του προς την κοινωνία, ιδίως μετά τις πρόσφατες καταλήψεις και τις πράξεις βίας με αποκορύφωμα τον τραυματισμό και την παραίτηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητή κ. Χρ. Κίττα.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Πανεπιστήμιο δημιουργεί τεράστιες υποχρεώσεις στους λειτουργούς του Καθηγητές να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι ξέρουμε ότι η κοινωνία στη χώρας μας πάντοτε προσβλέπει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς την Ανώτατη Εκπαίδευση, ως μέσο κοινωνικής ανόδου, ίσως περισσότερο από όσο μπορεί να είναι, πράγμα που προκαλεί μεγάλες στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Η μέριμνα των λειτουργών των Πανεπιστημίων συνεπώς πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης και της έρευνας, η οποία προφανώς δεν εξαρτάται μόνο από τους ίδιους αλλά και από τα οικονομικά μέσα και το θεσμικό πλαίσιο που τους παρέχει η Πολιτεία. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι μόνο μια απλή εκτίμηση, αλλά τεκμηριώνεται στην Έκθεση προς τη Βουλή των Ελλήνων που κατέθεσε τον περασμένο Ιούνιο 2009 η Αρχή για την Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ).
Βεβαίως, η ευθύνη και οι δυνατότητες βελτίωσης από την πλευρά των λειτουργών της Ανώτατης Εκπαίδευσης τόσο στο επίπεδο της διοίκησης (Πρυτανικές Αρχές) όσο και στο επίπεδο της καθημερινής λειτουργίας και πρακτικής (μέλη ΔΕΠ κλπ) είναι μεγάλες : από τις διοικητικές μεθόδους μέχρι τις μεθόδους εκλογής των μελών ΔΕΠ, την μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης των φοιτητών, το επίπεδο των συγγραμμάτων και της έρευνας κ.ά. και δεν συγκαλύπτονται από την ολιγωρία, την αδιαφορία η/και την αστοχία της Πολιτείας. Τα περισσότερα ελληνικά Πανεπιστήμια πρόκειται σε μερικούς μήνες να εκλέξουν νέες Πρυτανικές Αρχές, οι οποίες θα κληθούν να διοικήσουν μέσα ένα νέο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Από τις ηγετικές ικανότητές τους και προφανώς από τις θεσμικές δυνατότητες τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η βελτίωση της σημερινής κατάστασης.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα Πανεπιστήμια μπορεί να μην είναι άσχετη με το χρόνο που έγινε η μέτρηση (Δεκέμβριος 2009) και έτσι να επηρεάστηκε από τις προσδοκίες που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία η νέα Κυβέρνηση της χώρας. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις, μέσα στην αναπόφευκτη γενικότητά τους, οι καλές προθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας και κυρίως η εμπιστοσύνη της προς το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, (όπως φαίνεται και από την πρόσφατη απόφαση για τα λεγόμενα Κολέγια), πρέπει να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένα μέτρα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αύξηση της χρηματοδότησης και η θέσπιση ενός νέου νόμου πλαισίου μετά από τριάντα χρόνια εφαρμογής του προηγούμενου αποτελεί ώριμο αίτημα τόσο της κοινωνίας όσο και της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τα κρίσιμα ζητήματα του βαθμού αυτοδιοίκησης του Πανεπιστημίου σε συνδυασμό με τους τρόπους χρηματοδότησης, εξασφάλισης διαφάνειας , λογοδοσίας και πιστοποίησης της ποιότητας πρέπει οπωσδήποτε, μεταξύ πολλών άλλων, να απαντηθούν.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.1.2010

Για την Eλλάδα η δεκαετία 2000-2009 ήταν, μεταξύ άλλων, και μία δεκαετία συνταγματικών εξελίξεων. Eίχαμε δύο Aναθεωρητικές Bουλές και δύο συνταγματικές αναθεωρήσεις, αυτήν του 2001, που ήταν μία σχεδόν ολική αναθεώρηση, αφού επεκτάθηκε σε 113 συνταγματικές διατάξεις, που αφορούσαν τόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα όσο και το οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, και εκείνη του 2008, που τελικά περιορίστηκε σε τρεις μόνο διατάξεις, και κυρίως στην κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, που είχε εισαχθεί με την αναθεώρηση του 2001. Tο πρακτικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 2008 είναι ότι η επόμενη αναθεωρητική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τις 3.6.2013, οπότε θα έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα πενταετία. Θεωρητικά, η Bουλή που αναδείχθηκε στις 4.10.2009 θα μπορούσε οριακά να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία, αν η τελευταία τακτική σύνοδός της λειτουργήσει χωρίς διακοπή και τους καλοκαιρινούς μήνες του 2013, ώστε να έχουν διεξαχθεί οι δύο προβλεπόμενες από το Σύνταγμα ψηφοφορίες πριν από τη φυσιολογική λήξη της θητείας της. Eίναι φανερό ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πολύ στενά.
Tο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν ακόμη ζητήματα διόρθωσης ή βελτίωσης του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο κλείνει το καλοκαίρι του 2010 τα 35 του χρόνια. Aυτά δεν αφορούν το συνταγματικό σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το οποίο είναι από τα πληρέστερα και τα πιο προοδευτικά στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο θέμα αυτό καθοριστική υπήρξε η συμβολή της αναθεώρησης του 2001, η οποία εμπλούτισε τον συνταγματικό κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων με «νέα» δικαιώματα (π.χ. το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, το δικαίωμα στην υγεία σε όλες τις διαστάσεις του, τα μέτρα θετικής δράσης υπέρ των γυναικών και όχι μόνον κ.λπ.), αλλά και με τη ρήτρα του κοινωνικού Kράτους (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η οποία εγγυάται, ακόμη και σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε, ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής προστασίας, όχι όμως και τα προνόμια που έχουν εξασφαλίσει από το δημόσιο ταμείο ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων (π.χ. οι υπάλληλοι της Bουλής).
Aλλα είναι τα κρίσιμα θέματα στα οποία θα πρέπει να στραφεί η επόμενη αναθεώρηση, όποτε κι αν γίνει αυτή. Xρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει σαφέστερη η συνταγματική διάταξη για την εσωκομματική δημοκρατία, ιδίως από τη στιγμή που ο Aρειος Πάγος αποφάνθηκε πρόσφατα ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κανόνες για την εσωτερική δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων. Σίγουρα θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εκλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και να αποπολιτικοποιηθεί, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της, η διαδικασία για τα υπουργικά αδικήματα. Στην προοπτική της ολοκλήρωσης του σχεδίου «Kαλλικράτης» είναι πλέον αμφίβολο αν έχει νόημα η συνταγματική εγγύηση της ύπαρξης περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Aλλά η μεγαλύτερη τομή στο ελληνικό πολιτικοσυνταγματικό σύστημα θα είναι ασφαλώς η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.