24/9/08

ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24.9.2008

Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση κατά την παρούσα πολιτική συγκυρία δεν βρίσκεται σε αρμονία προς το λαϊκό αίσθημα. Αυτό οφείλεται, ως έναν βαθμό, στη γενική οικονομική της πολιτική και στα αλλοπρόσαλλα φορολογικά της μέτρα.
Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δείχνει να πιστεύει πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θέλει ή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα της πολιτικής διαφθοράς. Κατά τον Απρίλιο-Ιούνιο του 2007, μεσούντος του σκανδάλου των ομολόγων, το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης εξακολουθούσε να πιστεύει ότι το ηθικό ζήτημα αφορούσε περισσότερο το ΠΑΣΟΚ παρά τη Νέα Δημοκρατία (βλ. σχετικά τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Γ. Μαυρής στην «Καθημερινή» της 18.9.2007). Η υπόθεση Ζαχόπουλου, η υπόθεση Παυλίδη, από μια άποψη η υπόθεση Βουλγαράκη, και κυρίως το μέγα σκάνδαλο της ανταλλαγής κτημάτων με τη Μονή Βατοπεδίου άλλαξαν άρδην την πεποίθηση αυτή. Τώρα πλέον το ηθικό ζήτημα συσχετίζεται πρωτίστως με συμπεριφορές μελών της κυβέρνησης, υφυπουργών ή εμπίστων αξιωματούχων. Έτσι, από εδώ και πέρα, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλείται κάποια υποθετική ηθική ανωτερότητά της, αφού τα γεγονότα βεβαιώνουν το αντίθετο.
Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, έχει μια μεγάλη ευκαιρία να επεξεργασθεί και να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αντι-διαφθοράς, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει και τον αυστηρό οικονομικό έλεγχο των πολιτικών προσώπων από μια πραγματικά ανεξάρτητη Αρχή. Κατά την παρούσα συγκυρία, ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι πολύ χρησιμότερο από οποιοδήποτε γενικό πολιτικό ή οικονομικό πρόγραμμα. Θεωρητικά, το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και η κυβέρνηση. Πλην όμως, για να είναι αξιόπιστο ένα τέτοιο πρόγραμμα από την πλευρά της κυβέρνησης, θα έπρεπε να συνοδεύεται από την αποκομματικοποίηση του κράτους, κάτι το οποίο είναι έξω από τη λογική του κυβερνώντος κόμματος. Η πολιτική διαφθορά είναι γέννημα και θρέμμα του κομματικού κράτους, το οποίο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία έφτασε στο ανώτερό του στάδιο.
Μιλήσαμε προηγουμένως για το λαϊκό αίσθημα που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Το λαϊκό αίσθημα δεν ταυτίζεται με τη λαϊκή θέληση, η οποία εκδηλώνεται μέσω των εκλογών. Από την άποψη αυτή, το κομβικό σημείο της παρούσας πολιτικής φάσης είναι οι ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009. Στις εκλογές αυτές θα εκφραστεί η βούληση του εκλογικού σώματος όχι τόσο για τα ευρωπαϊκά θέματα όσο για τα εσωτερικά θέματα. Εάν διατηρηθεί το προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις και επιβεβαιωθεί στις ευρωεκλογές, τότε οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές θα είναι μάλλον αναπόφευκτες, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά με δυσμενείς γι αυτή πολιτικούς όρους. Εάν παρά ταύτα η Νέα Δημοκρατία ανακτήσει προβάδισμα στις ευρωεκλογές, τότε το πιο πιθανό είναι να εξαντλήσει την κοινοβουλευτική περίοδο ή πάντως να διεκπεραιώσει όλες τις εκκρεμότητές της μέχρι την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 2010.

23/9/08

ΤΟ "ΚΟΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ"
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.9.2008

Δεν είναι περίεργο που ενισχύεται διαρκώς το «Κόμμα του Κανένα». Το αίτημα για σεμνότητα και ταπεινότητα βουλιάζει κάτω από τις πιο απίθανες ανομίες. Η παράταξη που έθεσε ως κεντρικό σύνθημα τον ηθικό πόλεμο κατά της διαφθοράς φέρεται εμπλεκόμενη σε πάσης φύσεως σκάνδαλα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πείθει ότι οι λόγοι για τους οποίους αποδοκιμάστηκε εκλογικά έχουν πλέον εκλείψει. Τούτο καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις με χαμηλά ποσοστά των δύο κομμάτων εξουσίας. Ανάμεσα στη συγκυρία του 2004, όταν έπνεε τα λοίσθια η «οκταετία του εκσυγχρονισμού», και στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, δεν διαπιστώνεται όμως ως βασική διαφορά μόνο η έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, αλλά και το ότι έχουν μεταστραφεί οι οικονομικοί δείκτες και κρίσιμες κοινωνικές συνιστώσες.
Σημαντικό είναι ιδίως ότι διευρύνθηκαν οι οικονομικές ανισότητες, ενώ περιορίστηκαν οι δημόσιες πολιτικές για την αναδιανομή του εισοδήματος. Μελέτες αποδεικνύουν τη συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων και την αύξηση του ποσοστού των Ελλήνων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ακρίβεια, η υπερχρέωση και η υποαπασχόληση συγκροτούν τη μία όψη του προβλήματος. Την άλλη όψη συνιστά η μείωση των κρατικών δαπανών για συλλογικές υπηρεσίες που απευθύνονται πρωτίστως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως είναι οι υπηρεσίες υγείας, η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υποδομές. Στις παραδοσιακές κατηγορίες των κοινωνικά αποκλεισμένων προστίθενται πλέον ομάδες «νεόπτωχων», που προσπαθούν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα στο νέο οικονομικο-κοινωνικό περιβάλλον. Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθεί ένα επιπλέον δεδομένο, που δεν καταγράφεται μόνο στις έρευνες κοινής γνώμης, με τη μορφή της προτίμησης του «Κόμματος του Κανένα», αλλά είναι εμφανώς αντιληπτό στην καθημερινή ζωή. Πρόκειται για την οργή και την απόγνωση, την απουσία της προσδοκίας ότι η πολιτική τάξη διαθέτει εκείνες τις εφεδρείες που θα μπορούσαν να μεταστρέψουν την καθοδική οικονομική, πολιτική και ηθική πορεία. Αυτή η απελπισία δεν απέχει πολύ από το να μεταμορφωθεί σε καθολική αποδοκιμασία ενός πολιτικού-αναπτυξιακού μοντέλου που υποθάλπει τη διαφθορά και τη συνενοχή, εντείνει τις ανισότητες, εξουθενώνει κάθε προοπτική κοινωνικής κινητικότητας.
Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν η συνεχιζόμενη ενίσχυση του «Κόμματος του Κανένα», δηλαδή η αύξηση εκείνων που απαξιώνουν όλα τα πολιτικά κόμματα και τους αρχηγούς τους; Δύο σενάρια είναι πιθανότερα: είτε να αποτυπωθεί η αποδοκιμασία αυτή σε ένα ρεκόρ εκλογικής αποχής και άκυρων/λευκών ψηφοδελτίων, με σαφείς επιπτώσεις για τη νομιμοποίηση και το μέλλον των δύο κομμάτων εξουσίας, είτε να δημιουργηθεί ένας νέος, ενδιάμεσος πολιτικός σχηματισμός, που θα απορροφήσει τμήμα των απογοητευμένων ψηφοφόρων. Εάν μεν το νέο κομματικό μόρφωμα συγκροτηθεί από δοκιμασμένα στελέχη διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων, τότε το στοίχημα θα είναι η υπέρβαση του χαρακτηρισμού τους ως «αποστατών» ή ως «αναλωθέντων».
Στην περίπτωση, πάλι, που ένα νέο κόμμα ιδρυθεί από καινούργια πρόσωπα, το ερώτημα είναι εάν θα συμβάλουν στην ανανέωση της πολιτικής ή θα αποδειχθούν μπερλουσκονικά κακέκτυπα, που απλώς θα εκμεταλλευθούν την αναξιοπιστία, την αναποτελεσματικότητα και τη (δια)φθορά των παλαιών πολιτικών δυνάμεων, όπως συνέβη στην Ιταλία μετά την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια». Δεν αποκλείεται όμως και ένα άλλο σενάριο: από το «Κόμμα του Κανένα» να εκκολαφθεί ένα «αβγό του φιδιού», όπως συνέβη αρκετές φορές τον 20ό αιώνα, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης και απαξίωσης της πολιτικής τάξης.

22/9/08

ΒΑΤΟΠΕΔΙ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.9.2008

Η «ανταλλαγή» οικοπέδων μεταξύ του κράτους και της Μονής Βατοπεδίου (ή μάλλον κατά του κράτους και υπέρ της Μονής) αποτελεί τον τελευταίο, προς το παρόν, κρίκο σε μια αλυσίδα σκανδάλων διασπάθισης του δημόσιου πλούτου που έχουν έρθει στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια. Η Νέα Δημοκρατία κατέλαβε την εξουσία το 2004 καταγγέλλοντας ως διεφθαρμένες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και επαγγελλόμενη την κάθαρση του δημόσιου βίου. Σήμερα καθίσταται πλέον πασιφανές ότι οι εξαγγελίες της αυτές ήταν κενές περιεχομένου, αν μη και συνειδητά παραπλανητικές. Η διαφθορά είναι βαθιά ριζωμένη στις δομές του πολιτικού μας συστήματος και η καταπολέμησή της θα προϋπέθετε μια συνολική ανατροπή και μετεξέλιξή του, όπως εκείνη που ακολούθησε την επανάσταση στο Γουδή και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πριν από περίπου έναν αιώνα (1909-1910).
Η ιδιαιτερότητα πάντως του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο ωφελημένος σε βάρος της περιουσίας του κράτους, δηλαδή του ελληνικού λαού, δεν ήταν, όπως συνήθως, κάποιος ιδιώτης ή ένας επιχειρηματικός φορέας, αλλά ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το οποίο εμφανίζεται ότι λειτούργησε με τη λογική αρπακτικού. Τίθεται λοιπόν επί τάπητος το θέμα της αμαρτωλής διαπλοκής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, καθώς και της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ειδικά μάλιστα ορισμένες Μονές του Αγίου Όρους έχουν συσσωρεύσει επί εκατονταετίες τεράστια ακίνητη και άλλη περιουσία, που φαίνεται να τη χρησιμοποιούν για οτιδήποτε άλλο εκτός από κοινωφελείς αγαθοεργίες. Οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις (όπως άλλωστε και οι Οθωμανοί δυνάστες πριν από αυτές) ανέχθηκαν και ευνόησαν τον αδικαιολόγητο αυτόν, από άποψη χριστιανικής ηθικής και όχι μόνον, πλουτισμό των Μονών, χορηγώντας τους, μεταξύ άλλων, εξαιρετικά εκτεταμένες φοροαπαλλαγές με μια σειρά νομοθετημάτων. Κατά παγκόσμια, μάλιστα, πρωτοτυπία το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα, στο άρθρο 105 παρ. 5, κατοχυρώνει, χρησιμοποιώντας τον σεμνότυφο όρο «φορολογικά πλεονεκτήματα», την παραπάνω προνομιακή μεταχείριση. Το γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με τόσο ευνοϊκό τρόπο τις οικονομικές αξιώσεις ανθρώπων που θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένοι από υλικά πάθη, όπως οι αγιορείτες μοναχοί, τη στιγμή κατά την οποία οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις συχνά αποκρούουν εύλογα αιτήματα πενόμενων κοινωνικών ομάδων με την επίκληση των δυσχερειών του προϋπολογισμού, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ούτως ή άλλως, όμως, το διαχρονικό αυτό πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο πρέπει επιτέλους να τερματισθεί. Εφόσον οι μονές, ή και συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα ή «κοντά» σ' αυτές, εννοούν να συμπεριφέρονται ως στυγνοί επιχειρηματίες, είναι απαράδεκτη η συνέχιση της φορολογικής ασυλίας τους. Πρέπει να αντιμετωπισθούν ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και να υπαχθούν σε φορολόγηση και φορολογικούς ελέγχους, όπως ισχύει για όλους. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν το κράτος εξαπολύει ολόκληρη φοροεπιδρομή (τεκμήρια, κατάργηση αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.), προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματά του, η φορολόγηση των μοναστηριών αποτελεί στοιχειώδη απαίτηση φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.

10/9/08

ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.9.2008

Φαίνεται να υπάρχει κάποια σύγχυση στην κυβέρνηση γύρω από την έννοια της πολιτικής ευθύνης. Η πολιτική ευθύνη είναι μια ιδιότυπη ευθύνη που υπερβαίνει τη νομική σφαίρα, μπορεί δηλαδή να υπάρχει από μόνη της, χωρίς να συνοδεύεται από νομική ευθύνη. Αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα του συνταγματικού δικαίου. Ό,τι είναι νόμιμο, δεν είναι αυτομάτως και άμεμπτο ή ανεκτό, όταν αφορά πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων που ασκούν πολιτική εξουσία. Μάλιστα, οι πράξεις και οι παραλείψεις των προσώπων αυτών μπορούν να γίνουν αντικείμενο καταλογισμού πολιτικής ευθύνης, όχι μόνο όταν αφορούν την πολιτική αλλά και την ιδιωτική δραστηριότητά τους.
Ας περιοριστούμε εδώ στο τρέχον ζήτημα, δηλαδή την υπόθεση Βουλγαράκη, χωρίς να συζητήσουμε το ενδεχόμενο ύπαρξης νομικής ευθύνης λόγω παραβίασης του κοινοβουλευτικού ή υπουργικού ασυμβιβάστου. Ας δεχθούμε μάλιστα ότι τα ασυμβίβαστα αυτά δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι όμως σύμφωνο με τη δημόσια ηθική, ένας εν ενεργεία υπουργός να προβαίνει σε επιχειρηματικές κινήσεις μέσω της σύστασης εμπορικών εταιρειών; Δεν εκτίθεται έτσι στην καχυποψία της κοινής γνώμης ότι μπορεί να επωφεληθεί, έστω έμμεσα, από το αξίωμά του, προκειμένου να αυξήσει την περιουσία του;
Αλλά και ο διορισμός του διαχειριστή μιας από τις ΕΠΕ του υπουργού στη θέση του προέδρου του ΝΑΤ δεν δημιουργεί δυσμενείς εντυπώσεις ή και υπόνοιες στην κοινή γνώμη; Ακόμη λοιπόν και αν η ιδιωτική - επιχειρηματική δραστηριότητα του συγκεκριμένου υπουργού είναι καθ όλα σύννομη, στην προκειμένη περίπτωση τίθεται αντικειμενικά ζήτημα πολιτικής ευθύνης.
Θεωρητικά, η ενεργοποίηση και ο καταλογισμός της πολιτικής ευθύνης ενός μεμονωμένου υπουργού μπορεί να γίνει με την υποβολή πρότασης δυσπιστίας εναντίον του, για την έγκριση της οποίας χρειάζονται τουλάχιστον 151 ψήφοι. Εάν γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας, ο υπουργός οφείλει να παραιτηθεί. Σε συστήματα πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, όπως το δικό μας, είναι μάλλον απίθανο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση να εγκαταλείψει τον ελεγχόμενο υπουργό στην τύχη του. Άλλωστε, τυχόν αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας θα οδηγούσε μάλλον με βεβαιότητα στην παραίτηση της κυβέρνησης, μολονότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει νομική υποχρέωσή της προς παραίτηση. Όμως, οι υπουργοί δεν είναι πολιτικώς υπεύθυνοι μόνο έναντι του Κοινοβουλίου αλλά και έναντι του πρωθυπουργού, ο οποίος τους επιλέγει και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους απομακρύνει ή να ζητήσει την παραίτησή τους.
Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ προσέφερε πλήρη πολιτική κάλυψη στον υπουργό Ναυτιλίας, προσχωρώντας και αυτός στην άποψη ότι η πολιτική ευθύνη προϋποθέτει τη νομική ευθύνη. Το μήνυμα του πρωθυπουργού προς τους υπουργούς του είναι ότι θα πρέπει να έχουν καλούς νομικούς συμβούλους. Θα έπρεπε όμως να αντιληφθεί έγκαιρα, πριν έλθουν να το επιβεβαιώσουν οι δημοσκοπήσεις, ότι με την επιλογή του αυτή μείωσε πρωτίστως τη δική του πολιτική νομιμοποίηση, από την οποία εξαρτάται και η τύχη της Νέας Δημοκρατίας στις επόμενες εκλογές.

9/9/08

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.9.2008

Τι πολιτικές οφείλει να υιοθετήσει μια κυβέρνηση όταν διευρύνονται τα φαινόμενα φτώχειας, κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριοποίησης; Ποιες κρατικές παρεμβάσεις απαιτούνται όταν η πραγματική ανεργία εκτοξεύεται σε επίπεδα που απειλούν την κοινωνική συνοχή, η ακρίβεια γίνεται έντονα αισθητή στις μεσαίες τάξεις και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα διαβιούν σε συνθήκες που δεν χαρακτηρίζονται ως αξιοπρεπείς; Αν ληφθεί υπόψη ότι το Σύνταγμα επιτάσσει τη φορολογική δικαιοσύνη και κατοχυρώνει το κοινωνικό κράτος δικαίου ως θεμελιώδη αρχή που διέπει τη λειτουργία της πολιτείας, η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα προκύπτει αβίαστα: Απαιτείται δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, μέριμνα για τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων.
Αντ’ αυτού όμως η κυβέρνηση ανακοινώνει δημοσιονομικές και φορολογικές επιλογές που δεν αρμόζουν σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου. Τη στιγμή που το ποσοστό των (κοινωνικά άδικων) έμμεσων φόρων στη χώρα μας κρίνεται ήδη υψηλό, επιλέγεται να αυξηθεί περαιτέρω. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η κατάργηση του αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες, που συνεπάγεται ότι θα επιβαρυνθούν πρωτίστως εκείνοι που έχουν οριακά ετήσια εισοδήματα. Επ ονόματι της πάταξης της φοροδιαφυγής επιβάλλεται κεφαλικός φόρος ιδίως σε νέους ανθρώπους που επιχειρούν τα πρώτα τους βήματα στην άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος. Δεν πρόκειται όμως μόνο για παρεμβάσεις ασύμβατες προς την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης, αλλά και για απροκάλυπτη παραδοχή της αναποτελεσματικότητας του κράτους. Πρόκειται για ομολογία της κυβέρνησης ότι οι εξαγγελίες περί πάταξης της φοροδιαφυγής δεν ήταν παρά κενή ρητορεία. Ακριβώς αυτή η αποτυχία αντιμετωπίζεται με αποφάσεις που πλήττουν τις χαμηλές και μεσαίες εισοδηματικές τάξεις, ενώ επιφέρουν ασήμαντες απώλειες για τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα.
Ένα κράτος που δεν διστάζει να «επιτίθεται» στους πιο αδύναμους, λες και εκείνοι είναι υπεύθυνοι για την αναποτελεσματικότητά του, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως κράτος δικαίου, αλλά ως κράτος αδίκου. Όταν η κυβέρνηση δεν τηρεί όσα υποσχέθηκε για να λάβει τη λαϊκή εντολή, δεν μπορεί να θεωρείται αξιόπιστη. Ούτε κρίνεται ως ορθή μια φορολογική πολιτική, η οποία πορεύεται με στόχο να καλύψει πρόχειρα τα ελλείμματα που προκλήθηκαν από την αλόγιστη αύξηση των δαπανών του Δημοσίου, τις απίστευτες γραφειοκρατικές επιβαρύνσεις και τις δυσλειτουργίες των μηχανισμών είσπραξης φόρων και εισφορών.
Τα νέα φορολογικά μέτρα επιβεβαιώνουν ότι σε μια σειρά δημόσιων πολιτικών η χώρα μας απομακρύνεται από επιλογές που να ανταποκρίνονται, έστω οριακά, στις επιταγές του Συντάγματος, αν και θεωρούνται σήμερα αυτονόητες σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Εν μέσω μιας εικονικής κατάστασης αφθονίας, η ελληνική κοινωνία βουλιάζει καθημερινά στη μιζέρια και την απογοήτευση. Όπως προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών, η απογοήτευση δεν αγγίζει την κυβέρνηση περισσότερο απ ό,τι την αξιωματική αντιπολίτευση, που θεωρείται εξίσου ανεπαρκής να προσφέρει λύσεις. Λαμβανομένου υπόψη του ελλείμματος του προγραμματικού λόγου των μικρότερων κομμάτων, το πολιτικό σύστημα φαίνεται να έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση.

8/9/08

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.9.2008

Στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα της προηγούμενης εβδομάδας κυριάρχησαν, παράλληλα με τη σχεδιαζόμενη κυβερνητική φοροεπιδρομή σε βάρος κυρίως των μεσαίων και κατώτερων εισοδημάτων, οι καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί νοθείας στην ψηφοφορία της Βουλής, τον περασμένο Μάιο, σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Βέβαια η αναθεώρηση του 2008 ήταν τελικά εντελώς ανούσια, αφού περιορίστηκε σε ελάχιστες και μάλλον ασήμαντες τροποποιήσεις του ισχύοντος Συντάγματος, λόγω της αποχώρησης του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία και της αδυναμίας να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (δηλαδή 180 βουλευτών). Παρά ταύτα κάθε συνταγματική αναθεώρηση δεν παύει να αποτελεί κορυφαία πολιτειακή διαδικασία και η ενδεχόμενη νόθευσή της συνιστά εξαιρετικά ανησυχητικό φαινόμενο συνταγματικής ανωμαλίας.
Το τι πραγματικά συνέβη αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενης πολιτικής αντιδικίας και πάντως δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί με βάση απλές δημοσιογραφικές πληροφορίες, εφόσον δεν υπάρχει έγκυρη και ενδελεχής δικαστική διερεύνηση του θέματος. Τέτοια διερεύνηση δεν είναι όμως εφικτή, αφού το θέμα ανάγεται στα λεγόμενα interna corporis της Βουλής, δηλαδή στις εσωτερικές διαδικασίες της, για τις οποίες δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου. Ένας τέτοιος έλεγχος μπορούσε και έπρεπε να ανήκει στις αρμοδιότητες ενός ειδικού συνταγματικού δικαιοδοτικού οργάνου, όπως εκείνα που υπάρχουν στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συνήθως με την ονομασία Συνταγματικό Δικαστήριο (όπως π.χ. στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία κ.ά.) ή κάποια άλλη παρεμφερή (π.χ. Συνταγματικό Συμβούλιο στη Γαλλία).
Η μη πρόβλεψη στο ισχύον Σύνταγμα ενός παρόμοιου δικαιοδοτικού οργάνου έχει ως συνέπεια ότι μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα, σχετικά με τον τρόπο ανάδειξης και άσκησης των αρμοδιοτήτων των κυριότερων κρατικών οργάνων, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή και η κυβέρνηση, δεν μπορούν να αχθούν σε δικαιοδοτική κρίση, ώστε να εκτονωθεί η προκαλούμενη από αυτά πολιτική αντιπαράθεση. Παρόμοια ζητήματα είχαν αναφυεί πριν από τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975, όπως π.χ. η διαφωνία βασιλιά και πρωθυπουργού (Γεωργίου Παπανδρέου) για την ανάληψη από τον τελευταίο και του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, το 1965, αλλά εξακολούθησαν να ανακύπτουν και αργότερα, όπως π.χ. η περιβόητη «ψήφος Αλευρά» το 1985. Οι συνέπειες μπορούν να φθάσουν ενίοτε έως το σημείο της πολιτειακής κρίσης και, από την άποψη αυτή, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι υφίσταται ένα σοβαρό έλλειμμα στο ελληνικό σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας.
Είναι τελικά παράλογο υποθέσεις συχνά ήσσονος σημασίας, όπως π.χ. η αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας ατομικής διοικητικής πράξης με ενδιαφέρον μόνο για ένα πρόσωπο, να μπορούν να κριθούν δικαστικά και να μην υφίσταται η ίδια δυνατότητα για μείζονα θέματα λειτουργίας του πολιτεύματος. Γι αυτό και είναι αναγκαία, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο να μπορεί να επιλύει τέτοιες διαφορές και ακόμη να ακυρώνει τους αντισυνταγματικούς νόμους, τερματίζοντας έτσι την ανασφάλεια δικαίου που συνεπάγεται το ισχύον απαρχαιωμένο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητάς τους.

5/9/08

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ Ή ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Βήμα Ιδεών, 5.9.2008

Η πλεονάζουσα ζήτηση βασικών αγροτικών προϊόντων, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της υιοθέτησης δυτικών διατροφικών συνηθειών σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία , καθώς και η υποχώρηση της προσφοράς λόγω της μείωσης της παραγωγής,(η οποία οφείλεται στην παρατεταμένη ξηρασία στην Αυστραλία, αλλά και στην αύξηση των εκτάσεων, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων αντί τροφίμων, στις ΗΠΑ, στην Βραζιλία και σ’ άλλες χώρες) έχει οδηγήσει τους τελευταίους μήνες σε μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων αυτών. Προφανώς, ένα μέρος της αύξησης των τιμών οφείλεται και στην αύξηση του κόστους παραγωγής, λόγω της ραγδαίας αύξησης της τιμής του πετρελαίου, ενώ ένα ακόμη μέρος της αύξησης αυτής των τιμών οφείλεται και στην κερδοσκοπία σε παγκόσμια κλίμακα, όπως συμβαίνει συνήθως με τα προϊόντα των οποίων οι τιμές έχουν αυξητική τάση.
Η αύξηση των τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων, που συχνά ξεπερνά το 50% κατά μέσο όρο, έχει επιβαρύνει το κόστος διατροφής σε όλες τις χώρες του κόσμου με διαφορετική προφανώς ένταση. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που είναι καθαροί εισαγωγείς τροφίμων η κατάσταση, είτε λόγω της αύξησης των τιμών είτε λόγω ελλείψεων στην αγορά έχει προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις.
Όμως όπως ήδη αναφέρθηκε, η εξέλιξη των τιμών των βασικών τροφίμων συνδυαζόμενη προφανώς και με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου έχει προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις και στις πλουσιότερες χώρες. Ειδικότερα στη χώρα μας, οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες λόγω των γνωστών ολιγοπωλιακών δομών της εγχώριας αγοράς, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στο χώρο του εμπορίου αλλά και της πολύ υψηλότερης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το πετρέλαιο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ταυτόχρονα, η αύξηση του όγκου και των τιμών των εισαγωγών όχι μόνο πετρελαίου αλλά και τροφίμων έχει προκαλέσει τεράστια επιβάρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έχει φθάσει πλέον στο 15% του ΑΕΠ έναντι 5% πριν από μερικά χρόνια. Είναι ίσως ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η χώρα μας έχει γίνει πλέον μεγάλος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων δεδομένου ότι ο λόγος κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές στον τομέα αυτό μόλις ξεπερνά το 50% έναντι 80-90% πριν από δέκα χρόνια.
Ας σημειωθεί ότι η υποχώρηση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής σε απόλυτα μεγέθη δεν μπορεί να αποδοθεί στη μείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσμού, δεδομένου ότι στη χώρα μας το ποσοστό παραμένει υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό όρο (περίπου 10% στην Ελλάδα έναντι 5% στην Ευρώπη 27). Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας της αγροτικής παραγωγής, η οποία οφείλεται σε μια σειρά γνωστές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.
Το υψηλό κόστος παραγωγής, λόγω της προβληματικής οργάνωσης και διαχείρισης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και του αναποτελεσματικού συνδυασμού των παραγωγικών συντελεστών (που συχνά οφείλεται στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των αγροτών αλλά και στο μικρό μέγεθος του αγροτικού κλήρου, αποτελεί μαζί με την μέτρια ποιότητα ( σε σχέση με την τιμή) το βασικό παράγοντα που εξηγεί την αδυναμία διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής σε συνθήκες σχεδόν ελεύθερου πλέον διεθνούς εμπορίου. Βεβαίως, η κατάσταση αυτή επιβαρύνεται με τις αδυναμίες στο επίπεδο της μεταποίησης και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων όπου μόνο «νησίδες» εκσυγχρονισμού διακρίνονται μέσα στο πέλαγος των παραδοσιακών πρακτικών.
Το ερώτημα που προβάλει είναι αν η παγκόσμια διατροφική κρίση με την αύξηση των τιμών των τροφίμων που παρατηρείται διεθνώς εκτός από τα προβλήματα που προκαλεί στην ελληνική οικονομία, τα οποία ήδη σκιαγραφήθηκαν, μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία για την ελληνική αγροτική οικονομία και συνεπώς για την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Δεδομένου ότι το βασικό πρόβλημα της έλλειψης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής είναι το κόστος της (σε σχέση με την ποιότητα) και συνεπώς η ανάγκη για υψηλότερες τιμές στην αγορά (που θα καλύπτουν αυτό το κόστος), θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι στη σημερινή συγκυρία, όπου οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν αυξηθεί διεθνώς, η ελληνική αγροτική οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί αυξάνοντας την παραγωγή της, αυξάνοντας τα μερίδια αγοράς στην εγχώρια την Ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά και προκαλώντας έτσι μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας στον τομέα των τροφίμων.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο προϋποθέσεις: Πρώτη προϋπόθεση είναι, η ευνοϊκή αυτή συγκυρία να έχει διάρκεια. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ελληνική αγροτική οικονομία να επωφεληθεί μονιμότερα από αυτή την ευκαιρία. Όσον αφορά στην πρώτη προϋπόθεση, οι διεθνείς προβλέψεις θεωρούν ότι η κατάσταση αυτή θα έχει ορίζοντα δεκαετίας μέχρι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων (δημητριακών κυρίως) να αυξηθεί ώστε να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. Σ’ αυτό προφανώς θα συμβάλει η παραγωγή γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων, η οποία προβάλει πλέον ως αναπόφευκτη λύση μ’ όλους τους κινδύνους που ενδεχομένως περικλείει.
Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή υπόκειται σε μια σειρά άλλων προϋποθέσεων. Η ελληνική αγροτική οικονομία μπορεί να επωφεληθεί σε μονιμότερη βάση, αν η δυνατότητα που έχει να παράγει σε υψηλότερες τιμές στη χρονική περίοδο που διαρκεί η σημερινή συγκυρία, δεν χρησιμοποιηθεί απλώς ως μια παράταση για την επιβίωση των σημερινών δομών του αγροτικού τομέα. Τέτοιες παρατάσεις επιβίωσης των παραδοσιακών δομών της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, έχουν υπάρξει και στο παρελθόν, ιδίως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. και την γενναιόδωρη εφαρμογή της ΚΑΠ στη δεκαετία του ’80, οι οποίες και οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση .
Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία για την ελληνική αγροτική οικονομία μπορεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της συγκυρίας αυτής για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, μόνο στο μέτρο που τόσο οι αγρότες-παραγωγοί , όσο και οι δημόσιες αρχές σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, αντιληφθούν ότι πρόκειται για μια ευνοϊκή χρονική περίοδο που και αυτή θα τελειώσει και ότι πρέπει έστω ως τελευταία ευκαιρία να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές θεσμών και συμπεριφορών προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.