29/1/10

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29.1.2010

Τα αίτια της διαμαρτυρίας των αγροτών είναι πολύ γνωστά. Συμπυκνώνονται στη συνεχή μείωση των αγροτικών εισοδημάτων, που είναι αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της αγροτικής παραγωγής, λόγω έλλειψης διεθνούς ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων. Όλο και πιο δύσκολα τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να ανταγωνισθούν ομοειδή σε τιμές και ποιότητα, τα οποία ελεύθερα σχεδόν εισάγονται όχι μόνο από την Ε.Ε. των 27 αλλά και από όλο τον Κόσμο. Τα προβλήματα που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση είναι διαρθρωτικά και σχετίζονται με τη μικρή κλίμακα παραγωγής, με το γερασμένο και ελάχιστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με την ανυπαρξία υποστηρικτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών για τις τεχνικές και την οργάνωση της παραγωγής, με την αδυναμία των συνεταιριστικών δομών να οργανώσουν την εμπορία των προϊόντων προς όφελος των αγροτών, με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς εισροών και συνεπώς των υψηλών τιμών τους, με τις αυξημένες τιμές αγοράς και ενοικίασης αγροτικής γης κ.ά.. Όλα αυτά τα προβλήματα, που οδηγούν σε υψηλό κόστος παραγωγής και χαμηλές τιμές παραγωγού και συνεπώς σε χαμηλά εισοδήματα, δεν είναι ούτε νέα ούτε αναλύονται για πρώτη φορά. Όμως, σταθερά επιδεινούμενα, οδήγησαν στις πρώτες κινητοποιήσεις το 1994 ,όταν σταδιακά περιοριζόταν η γενναιοδωρία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και άρχισε να απελευθερώνεται το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων μέσω των διαδικασιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Το μέγα ζήτημα είναι ότι η πολιτική διαχείριση του αγροτικού τομέα. Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα η αγροτική πολιτική ασκήθηκε με περισσότερο κοινωνικούς και λιγότερο με αναπτυξιακούς όρους (όπως εξάλλου και ολόκληρο το σύστημα εφαρμογής πολιτικών στη χώρα μας, εκτός από μικρά διαλλείματα) με στόχο την κοινωνική συναίνεση και όχι την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Σχεδόν κανένα από τα προαναφερθέντα διαρθρωτικά προβλήματα δεν βρήκε ευτυχή λύση, με αποτέλεσμα σήμερα, λόγω της αποδόμησης της ΚΑΠ, της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και της δημοσιονομικής ασφυξίας, τα προβλήματα αυτά να παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις. Με βάση τα σημερινά δεδομένα και την εμπειρία του παρελθόντος η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων του αγροτικού τομέα ακόμη και αν είναι εύστοχη και αποτελεσματική, θα χρειασθεί χρόνο προκειμένου να ανακόψει την αρνητική πορεία, ενώ είναι αμφίβολο αν θα οδηγήσει στην αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων μέσα στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Συνεπώς, παράλληλα με την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγροτικής παραγωγής τόσο από την Πολιτεία όσο και από τους αγρότες, πρέπει να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί μια ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου. Μια τέτοια στρατηγική θα συμβάλει στην απορρόφηση της αυξανόμενης ανεργίας στον αγροτικό χώρο, λόγω της συρρίκνωσης της γεωργίας και θα προσφέρει ικανοποιητικά εισοδήματα στους κατοίκους της Υπαίθρου τα οποία δεν μπορεί να προσφέρει πλέον η αγροτική παραγωγή. Η στρατηγική για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου πρέπει να στηρίζει και τις άλλες, εκτός της γεωργίας, παραγωγικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην Ύπαιθρο, όπως ο τουρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η μικρή βιομηχανία και βιοτεχνία, οι κατασκευές δεύτερης κατοικίας, οι νέες υπηρεσίες αναψυχής, η αξιοποίηση του περιβάλλοντος και του φυσικού πλούτου κ.λπ. Κύριος στόχος μιας τέτοιας στρατηγικής είναι να δημιουργήσει ελκυστικό περιβάλλον στις αγροτικές περιοχές με τη βελτίωση των κοινωνικών υποδομών και των υπηρεσιών για την παρακίνηση νέων δυναμικών ανθρώπων, που επιλέγουν την ποιότητα ζωής στην Ύπαιθρο, να επιχειρήσουν στους προαναφερόμενους τομείς. Η στρατηγική αυτή έχει ήδη εφαρμοσθεί σ’ άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες και διευκολύνεται σήμερα από την σχεδιαζόμενη διοικητική αποκέντρωση και την στροφή της Κ.Α.Π. περισσότερο προς την ενίσχυση της ανάπτυξης της Υπαίθρου και λιγότερο των αγροτικών εισοδημάτων.

27/1/10

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.1.2010

Σε αυτήν τη δύσκολη και γεμάτη αγωνία περίοδο που διανύουμε χρειάζεται ίσως να ανακαλύψουμε ξανά μια λησμονημένη, σχεδόν, συνταγματική διάταξη. Αναφερόμαστε εδώ στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματός μας, το οποίο ορίζει ότι «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης». Η αντίληψη των συντακτών του Συντάγματος του 1975, ότι η αλληλεγγύη των πολιτών προς το Κράτος θα έπρεπε να πάρει τη μορφή συνταγματικού κανόνα, ερχόταν σίγουρα σε αντίθεση με το «πνεύμα της εποχής».
Μετά την επταετία και την οριστική κατάρρευση του «Κράτους των εθνικοφρόνων», το ζητούμενο ήταν η πλήρης κατοχύρωση των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και όχι βέβαια η συνταγματική επιβολή ενός γενικού καθήκοντος αλληλεγγύης των πολιτών προς το Κράτος. Η αρχή «κανένα δικαίωμα χωρίς υποχρεώσεις», ακόμη κι αν είναι σωστή στη θεωρία, δεν ήταν εκείνη την περίοδο σωστή στην πράξη. Για τον λόγο αυτόν, οι περισσότεροι Έλληνες συνταγματολόγοι αντιμετώπισαν με καχυποψία το άρθρο 25 παρ. 4, περίπου ως ένα πρόσχημα που θα μπορούσε να επικαλεστεί η κρατική εξουσία προκειμένου να χρησιμοποιήσει το Σύνταγμα εναντίον των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Έτσι επικράτησε μια μινιμαλιστική ερμηνεία τής συνταγματικής αρχής της αλληλεγγύης, που συνέδεσε την αρχή αυτή με τα κατ’ ιδίαν συνταγματικά καθήκοντα (στρατιωτική υποχρέωση, φορολογική υποχρέωση, τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, καθήκον της ψήφου κ.λπ.), χωρίς να προσθέτει κάτι ιδιαίτερο σε αυτά. Η ερμηνεία αυτή έγινε δεκτή και από τη νομολογία.
Ωστόσο, το περιεχόμενο της αρχής της αλληλεγγύης δεν εξαντλείται στον κατάλογο των συνταγματικών καθηκόντων του πολίτη. Κατ’ αρχάς, δεν αφορά μόνο τα καθήκοντα αυτά, αλλά προσδιορίζει συγχρόνως και το νόημα της αρχής του κοινωνικού Κράτους, που κατοχυρώνεται ρητά σε μια ξεχωριστή διάταξη, στο άρθρο 25 παρ. 1. Η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί το κανονιστικό φίλτρο για να διακριθούν τα γνήσια κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά στον βαθμό που αυτό είναι δημοσιονομικά δυνατό, από τα προνόμια και τις πελατειακές παροχές που έχουν αποσπάσει από το δημόσιο ταμείο ορισμένες ισχυρές κοινωνικές ομάδες.
Αυτά τα προνόμια έχουν γίνει πλέον δυσβάστακτα για το κοινωνικό σύνολο και η κατάργησή τους δεν σημαίνει αποδιάρθρωση του κοινωνικού Κράτους, αλλά στοιχειώδη εξυγίανσή του. Από την άλλη, όμως, πλευρά, η αρχή της αλληλεγγύης περιέχει και μια ύστατη συνταγματική έκκληση προς τους πολίτες για αυτοπεριορισμό των δικαιωμάτων και των διεκδικήσεών τους, ιδίως σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές όπως η σημερινή. Το μέλλον αυτής της χώρας εξαρτάται για μίαν ακόμη φορά από τον πατριωτισμό των Ελλήνων, στις σημερινές συνθήκες, από την κοινωνική υπευθυνότητά τους.

26/1/10

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26.1.2010

Η ελληνική κοινωνία βιώνει τους τελευταίους μήνες ένα σύνδρομο διογκούμενου φόβου. Φόβου για τη χρεοκοπία της οικονομίας και τον εγκλωβισμό της χώρας σε καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας, για τη γεωμετρική αύξηση της ανεργίας, για απροσδιόριστης έκτασης και επιπτώσεων φορολογικές επιβαρύνσεις όλων των κοινωνικών στρωμάτων, ιδίως των μεσαίων. Φόβου για την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος, για τη συνολική αποδιάρθρωση του μοντέλου ανάπτυξης αλλά και των κρατικών μηχανισμών.
Η παρατεταμένη διασπορά ενίοτε αλληλοδιαψευδόμενων φημών και σεναρίων, η επίμονη προβολή από την πλευρά της ίδιας της νέας κυβέρνησης του «χάους» που παρέλαβε, οι απαξιωτικές εκτιμήσεις αξιωματούχων της ΕΕ, του ΔΝΤ ή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων τροφοδοτούν σύνδρομα φόβου και ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά μέτρα μοιάζουν να καθυστερούν, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια της αγοράς έχουν αποσυντονίσει τη θεσμική λειτουργία της οικονομίας, ενώ τα ΜΜΕ διαχειρίζονται την κατάσταση κατά τρόπο που αντί να εξισορροπεί και να «προσγειώνει» με νηφάλιες αναλύσεις, συχνά επιτείνει τη συνωμοσιολογία και την καταστροφολογία.
Την ίδια στιγμή δεν έχει παύσει να διαχέεται ο φόβος της πανδημίας της νέας γρίπης, παρότι αποδείχθηκε ότι οι προβλέψεις ήταν υπερβολικές, με αποτέλεσμα ο πανικός που προκλήθηκε να αποφέρει μεν υψηλότατα κέρδη σε συγκεκριμένες εταιρείες, όμως να λειτουργεί προσθετικά στα φοβικά αντανακλαστικά του πληθυσμού. Πρωτίστως, η διαχείριση της πανδημίας προκάλεσε ισχυρά πλήγματα στην αξιοπιστία των φορέων, διεθνών και εθνικών, που είχαν εμπλοκή στο ζήτημα του εμβολιασμού. Πέρα από τα προηγούμενα, η ψυχολογία της κρίσης συνδιαμορφώθηκε από την έξαρση των φαινομένων τρομοκρατικής βίας, που εκδηλώνονται πλέον σε εβδομαδιαία βάση, συνθέτοντας ένα σκηνικό αλληλένδετων φοβικών συμπεριφορών και αντιδράσεων. Οι συνέπειες της ψυχολογίας της κρίσης είναι εξαιρετικά σοβαρές. Ο φόβος για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών συνδυάζεται με την αγωνία για τη διατήρηση της απασχόλησης, της ασφάλισης και ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Πρώτα απ’ όλα προκαλεί την κατάρρευση της ζήτησης, καθώς οι καταναλωτές βλέπουν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται ή να είναι επισφαλές. Περαιτέρω, την καθίζηση της επιχειρηματικότητας αλλά και τη διόγκωση της αναξιοπιστίας των θεσμών. Μέσα σε αυτό το κλίμα απαισιοδοξίας, ανασφάλειας και αποστέρησης της ελπίδας κυοφορείται η σταδιακή κατάρρευση του κοινωνικού ιστού.
Παράλληλα, ο φόβος αποτελεί το κατάλληλο υπόβαθρο για την περιστολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και τη χειραγώγηση της κοινωνίας. Η ψυχολογία της κρίσης υποθάλπει, σε τελική ανάλυση, τη δημαγωγία των αντισυστημικών κομμάτων της ακροδεξιάς. Ίσως όσοι φρονούν ότι αυτός ο «ψυχολογικός πόλεμος» εναντίον της κοινωνίας προσφέρει μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών ή απόσειση ευθυνών να αγνοούν ότι ενδέχεται να καταλήξει σε απρόβλεπτες αναταράξεις. Τη στιγμή που ο φόβος μετατρέπεται σε απόγνωση και οργή, η ψυχολογία της κρίσης παύει να λειτουργεί ως μηχανισμός χειραγώγησης.

25/1/10

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ...
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.1.2010

Ο αποκλεισμός διαφόρων κομβικών σημείων στις εθνικές οδούς από διαμαρτυρόμενους αγρότες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική από δεκαετίες, την ίδια περίπου εποχή κάθε χρόνο (δηλ. τον χειμώνα, οπότε δεν υπάρχουν γεωργικές εργασίες). Η πρακτική αυτή είναι βέβαια καταφανώς παράνομη και μάλιστα αξιόποινη (άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, παρακώλυση συγκοινωνιών). Είναι επίσης αντισυνταγματική, επειδή παρεμποδίζει την οικονομική ελευθερία τρίτων προσώπων (άρθρο 5 παρ. 1 Σύντ.), ενώ δεν καλύπτεται από το δικαίωμα συνάθροισης (άρθρο 11 Σύντ.), διότι η συνάθροιση έχει εξ ορισμού παροδικό χαρακτήρα.
Το κωμικοτραγικό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι σ’ εκείνους που διεκδικούν μ’ έναν τέτοιο ακραίο τρόπο την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, αδιαφορώντας για τη ζημία που προκαλούν στην εθνική οικονομία, περιλαμβάνονται και πολλά στελέχη και οπαδοί των δύο μεγάλων κομμάτων. Διερωτάται λοιπόν κανείς πώς είναι δυνατόν οι αγρότες, από τη μια, να υποστηρίζουν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές τούς οδηγούν στην εξαθλίωση και, από την άλλη, να ψηφίζουν ή και να συμμετέχουν ενεργά στα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία και εφαρμόζουν τις πολιτικές αυτές.
Η πραγματικότητα είναι ότι η παρανομία τόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα όσο και σε πολλά άλλα ανθεί στην Ελλάδα επειδή την υποθάλπει η ίδια η εξουσία. Οι αποκλεισμοί εθνικών οδών από τους αγρότες επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση, επειδή οι αυτουργοί τους όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά και ανταμείβονται, αποσπώντας διάφορες παραχωρήσεις και προνόμια από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με πολλές άλλες μορφές παραβατικότητας προερχόμενες από κοινωνικές ομάδες που για διάφορους λόγους βρίσκονται de facto σε θέση ισχύος και την εκμεταλλεύονται στο έπακρο, σε βάρος των δημόσιων ταμείων. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα αυτά, επειδή και το ίδιο είναι δομημένο κατά παρόμοιο τρόπο, δηλ. με την «αποικιοποίηση» του δημόσιου χώρου από ιδιωτικά ή μερικά συμφέροντα, τα οποία οδηγούν στον εκφεουδαρχισμό της πολιτικής και στη λεηλασία των δημόσιων ταμείων.
Η επιδίωξη ενός κοινωνικού σχηματισμού με αυτά τα χαρακτηριστικά να ανταγωνιστεί με ίσους όρους τις μητροπολιτικές καπιταλιστικές κοινωνίες και οικονομίες της Ευρώπης, συμμετέχοντας στην ευρωζώνη, αποτελούσε μια μετανεοτερική επανέκδοση της «Μεγάλης Ιδέας». Οπως η τελική έκβαση του πρωτοτύπου ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, έτσι και η σημερινή μας οικονομική και δημοσιονομική περιπέτεια κινδυνεύει να έχει τραγικό τέλος, με την αδυναμία δανεισμού και τη συνακόλουθη παύση πληρωμών του ελληνικού δημοσίου και μετά ταύτα την αναγκαστική επάνοδο σε μια αναδρομικά και σωρευτικά υποτιμημένη δραχμή. Ακόμη κι αν υπάρχει χρόνος για αλλαγή πορείας, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε τη διάθεση για κάτι τέτοιο, αφού μοιάζει να θεωρεί κεκτημένο δικαίωμα το να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει. Η ελπίδα ότι θα μας σώσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έχει σήμερα τόση βάση όση είχε το 1920-22 η προσδοκία βοήθειας ή μεσολάβησης από τους ίδιους. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει.

24/1/10

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΒΗΜΑ", 24.1.2010

Οι αγρότες είναι στους δρόμους διεκδικώντας, όπως κάθε χρόνο, αύξηση των αγροτικών τιμών, μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση των επιδοτήσεων προκειμένου να αυξηθούν τα εισοδήματα τους. Όμως, το ζήτημα των χαμηλών εισοδημάτων οφείλεται στα δομικά προβλήματα του ελληνικού αγροτικού τομέα και δεν αντιμετωπίζεται με καταπραϋντικά μέτρα όπως: διοικητικές παρεμβάσεις για το ύψος των αγροτικών τιμών, (ιδίως μετά την αποδόμηση της Κ.Α.Π), μείωση των τιμών των εισροών ή/και εθνικές αποζημιώσεις στο όριο της κοινοτικής νομοθεσίας (όπως έγινε πέρυσι). Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν βιώσιμες λύσεις ούτε τα αντέχει ο ελληνικός Προϋπολογισμός, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Το ζήτημα είναι ότι μέσα στο σημερινό διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, χωρίς την θαλπωρή της Κ.Α.Π, σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης και με δεδομένα τα δομικά προβλήματα του αγροτικού τομέα (γεωμορφολογία, μικρή κλίμακα, χαμηλό οργανωτικό και τεχνολογικό επίπεδο, γερασμένο και ελάχιστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αδύναμες συνεταιριστικές και επαγγελματικές οργανώσεις κ.α) τα αγροτικά εισοδήματα δεν φαίνεται ότι θα βελτιωθούν με βιώσιμο τρόπο τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας στην Ύπαιθρο.
Χρειάζεται συνεπώς μία ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου, η οποία θα υποστηρίζει, παράλληλα με τον αγροτικό τομέα, και άλλες σημαντικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στον χώρο της Υπαίθρου όπως: τουρισμός, βιοτεχνία, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατασκευές, νέες υπηρεσίες αναψυχής, αξιοποίηση του περιβάλλοντος και του φυσικού πλούτου κ.λπ. Μια τέτοια στρατηγική θα περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα με στόχο την παρακίνηση νέων δυναμικών ανθρώπων, που θέλουν να μείνουν ή που αναζητούν καλλίτερη ποιότητα ζωής στην Ύπαιθρο, να αναλάβουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στους τομείς που προαναφέρθηκαν (π.χ πράσινη ανάπτυξη). Συνεπώς η δημιουργία ελκυστικών προϋποθέσεων στο επίπεδο της χωροταξίας, των κοινωνικών υποδομών, του πολιτισμού κ.λπ., αποτελεί προτεραιότητα, η οποία διευκολύνεται με την επιχειρούμενη διοικητική αναδιάρθρωση και την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Τα παραδείγματα άλλων χωρών είναι πολλά. Όμως μια τέτοια στρατηγική προϋποθέτει την συνεργασία και το συντονισμό πολλών Υπουργείων (Παιδείας, Υγείας, Υποδομών , Περιβάλλοντος, Πολιτισμού κ.ά) πέρα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, πράγμα που επιβάλλει την δημιουργία ενός συντονιστικού διυπουργικού οργάνου για την ανάπτυξη της Υπαίθρου, ίσως σε επίπεδο Γραμματείας, υπό τον Πρωθυπουργό ή τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως επίσης συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

13/1/10

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΕΝΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 13.1.2010

Μέσα στο σκοτεινό τοπίο της απαισιοδοξίας για τα πολλαπλά ελλείμματα εμπιστοσύνης στη χώρα μας υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Καταγράφεται αύξηση του βαθμού εμπιστοσύνης των πολιτών προς το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε σχέση με πέρυσι, (όπου ήταν σχετικά υψηλός), σύμφωνα με τη μέτρηση της Public Issue (βλ. Καθημερινή 3/1/10). Αν μάλιστα συγκρίνει κανείς τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς άλλους θεσμούς, η θέση του Δημόσιου Πανεπιστημίου είναι περίοπτη. Η εξέλιξη αυτή είναι ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει ότι το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, που έχει συχνά «χλευασθεί» δίκαια ή άδικα , κυρίως από τους ίδιους τους λειτουργούς του, Καθηγητές, καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματα τόσο στη διοίκηση και τη λειτουργία του, όσο και στο ζήτημα της εικόνας του προς την κοινωνία, ιδίως μετά τις πρόσφατες καταλήψεις και τις πράξεις βίας με αποκορύφωμα τον τραυματισμό και την παραίτηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητή κ. Χρ. Κίττα.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Πανεπιστήμιο δημιουργεί τεράστιες υποχρεώσεις στους λειτουργούς του Καθηγητές να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι ξέρουμε ότι η κοινωνία στη χώρας μας πάντοτε προσβλέπει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς την Ανώτατη Εκπαίδευση, ως μέσο κοινωνικής ανόδου, ίσως περισσότερο από όσο μπορεί να είναι, πράγμα που προκαλεί μεγάλες στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Η μέριμνα των λειτουργών των Πανεπιστημίων συνεπώς πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης και της έρευνας, η οποία προφανώς δεν εξαρτάται μόνο από τους ίδιους αλλά και από τα οικονομικά μέσα και το θεσμικό πλαίσιο που τους παρέχει η Πολιτεία. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι μόνο μια απλή εκτίμηση, αλλά τεκμηριώνεται στην Έκθεση προς τη Βουλή των Ελλήνων που κατέθεσε τον περασμένο Ιούνιο 2009 η Αρχή για την Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ).
Βεβαίως, η ευθύνη και οι δυνατότητες βελτίωσης από την πλευρά των λειτουργών της Ανώτατης Εκπαίδευσης τόσο στο επίπεδο της διοίκησης (Πρυτανικές Αρχές) όσο και στο επίπεδο της καθημερινής λειτουργίας και πρακτικής (μέλη ΔΕΠ κλπ) είναι μεγάλες : από τις διοικητικές μεθόδους μέχρι τις μεθόδους εκλογής των μελών ΔΕΠ, την μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης των φοιτητών, το επίπεδο των συγγραμμάτων και της έρευνας κ.ά. και δεν συγκαλύπτονται από την ολιγωρία, την αδιαφορία η/και την αστοχία της Πολιτείας. Τα περισσότερα ελληνικά Πανεπιστήμια πρόκειται σε μερικούς μήνες να εκλέξουν νέες Πρυτανικές Αρχές, οι οποίες θα κληθούν να διοικήσουν μέσα ένα νέο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Από τις ηγετικές ικανότητές τους και προφανώς από τις θεσμικές δυνατότητες τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η βελτίωση της σημερινής κατάστασης.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα Πανεπιστήμια μπορεί να μην είναι άσχετη με το χρόνο που έγινε η μέτρηση (Δεκέμβριος 2009) και έτσι να επηρεάστηκε από τις προσδοκίες που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία η νέα Κυβέρνηση της χώρας. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις, μέσα στην αναπόφευκτη γενικότητά τους, οι καλές προθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας και κυρίως η εμπιστοσύνη της προς το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, (όπως φαίνεται και από την πρόσφατη απόφαση για τα λεγόμενα Κολέγια), πρέπει να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένα μέτρα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αύξηση της χρηματοδότησης και η θέσπιση ενός νέου νόμου πλαισίου μετά από τριάντα χρόνια εφαρμογής του προηγούμενου αποτελεί ώριμο αίτημα τόσο της κοινωνίας όσο και της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τα κρίσιμα ζητήματα του βαθμού αυτοδιοίκησης του Πανεπιστημίου σε συνδυασμό με τους τρόπους χρηματοδότησης, εξασφάλισης διαφάνειας , λογοδοσίας και πιστοποίησης της ποιότητας πρέπει οπωσδήποτε, μεταξύ πολλών άλλων, να απαντηθούν.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.1.2010

Για την Eλλάδα η δεκαετία 2000-2009 ήταν, μεταξύ άλλων, και μία δεκαετία συνταγματικών εξελίξεων. Eίχαμε δύο Aναθεωρητικές Bουλές και δύο συνταγματικές αναθεωρήσεις, αυτήν του 2001, που ήταν μία σχεδόν ολική αναθεώρηση, αφού επεκτάθηκε σε 113 συνταγματικές διατάξεις, που αφορούσαν τόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα όσο και το οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, και εκείνη του 2008, που τελικά περιορίστηκε σε τρεις μόνο διατάξεις, και κυρίως στην κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, που είχε εισαχθεί με την αναθεώρηση του 2001. Tο πρακτικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 2008 είναι ότι η επόμενη αναθεωρητική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τις 3.6.2013, οπότε θα έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα πενταετία. Θεωρητικά, η Bουλή που αναδείχθηκε στις 4.10.2009 θα μπορούσε οριακά να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία, αν η τελευταία τακτική σύνοδός της λειτουργήσει χωρίς διακοπή και τους καλοκαιρινούς μήνες του 2013, ώστε να έχουν διεξαχθεί οι δύο προβλεπόμενες από το Σύνταγμα ψηφοφορίες πριν από τη φυσιολογική λήξη της θητείας της. Eίναι φανερό ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πολύ στενά.
Tο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν ακόμη ζητήματα διόρθωσης ή βελτίωσης του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο κλείνει το καλοκαίρι του 2010 τα 35 του χρόνια. Aυτά δεν αφορούν το συνταγματικό σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το οποίο είναι από τα πληρέστερα και τα πιο προοδευτικά στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο θέμα αυτό καθοριστική υπήρξε η συμβολή της αναθεώρησης του 2001, η οποία εμπλούτισε τον συνταγματικό κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων με «νέα» δικαιώματα (π.χ. το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, το δικαίωμα στην υγεία σε όλες τις διαστάσεις του, τα μέτρα θετικής δράσης υπέρ των γυναικών και όχι μόνον κ.λπ.), αλλά και με τη ρήτρα του κοινωνικού Kράτους (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η οποία εγγυάται, ακόμη και σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε, ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής προστασίας, όχι όμως και τα προνόμια που έχουν εξασφαλίσει από το δημόσιο ταμείο ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων (π.χ. οι υπάλληλοι της Bουλής).
Aλλα είναι τα κρίσιμα θέματα στα οποία θα πρέπει να στραφεί η επόμενη αναθεώρηση, όποτε κι αν γίνει αυτή. Xρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει σαφέστερη η συνταγματική διάταξη για την εσωκομματική δημοκρατία, ιδίως από τη στιγμή που ο Aρειος Πάγος αποφάνθηκε πρόσφατα ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κανόνες για την εσωτερική δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων. Σίγουρα θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εκλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και να αποπολιτικοποιηθεί, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της, η διαδικασία για τα υπουργικά αδικήματα. Στην προοπτική της ολοκλήρωσης του σχεδίου «Kαλλικράτης» είναι πλέον αμφίβολο αν έχει νόημα η συνταγματική εγγύηση της ύπαρξης περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Aλλά η μεγαλύτερη τομή στο ελληνικό πολιτικοσυνταγματικό σύστημα θα είναι ασφαλώς η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.

12/1/10

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12.1.2010

H δημόσια συζήτηση για τη θέση των μεταναστών στην ελληνική πολιτεία είναι βαθύτατα πολιτική, κατ’ αρχάς υπό την έννοια ότι οι αντιλήψεις για τα δικαιώματα των «Άλλων» εδράζονται σε διακριτές ιδεολογικές αφετηρίες για τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με μια δεξιά, συντηρητική-εθνοκεντρική και ξενοφοβική προσέγγιση, οι μετανάστες αποτελούν ξένο σώμα για την ελληνική κοινωνία, «αναλώσιμο υλικό» χωρίς δικαιώματα και μέλλον στη χώρα μας, πέραν της χρησιμοθηρικής-εκμεταλλευτικής σχέσης που κρίνεται αποδεκτή με γνώμονα αποκλειστικά τα οφέλη που εισφέρουν στην οικονομία. Αντίθετα, μια αντίληψη ανοιχτή στην ενσωμάτωση των μεταναστών, στη διεύρυνση των δικαιωμάτων τους και στην αναγνώριση της αυτοτελούς αξίας τους για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη αντλεί ασφαλώς από το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Aριστεράς. Ωστόσο, η συζήτηση για το μεταναστευτικό είναι βαθιά πολιτική και για έναν επιπλέον λόγο.
Ως τέχνη του εφικτού, η πολιτική για το μεταναστευτικό στερείται σοβαρότητας εάν δεν λαμβάνει υπόψη τα αντικειμενικά-πραγματολογικά δεδομένα του προβλήματος. Στερούνται πολιτικής σοβαρότητας απόψεις που, εν ονόματι μιας κακώς νοούμενης ιδεολογικής «καθαρότητας», υποστηρίζουν το άνοιγμα των συνόρων σε κάθε ξένο, τη νομιμοποίηση των μεταναστών άνευ όρων ή την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με συνοπτικές διαδικασίες.
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη η ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση του μεταναστευτικού φαινομένου από το κομματικό σύστημα αποτελεί το καθοριστικότερο κριτήριο για την ταξινόμηση ενός πολιτικού κόμματος στον χώρο της αντισυστημικής, άκρας Δεξιάς. Για παράδειγμα, στη Γαλλία οι ρατσιστικές-ξενοφοβικές θέσεις εναντίον της ενσωμάτωσης και αναγνώρισης βασικών δικαιωμάτων των μεταναστών έχουν απομονωθεί από τα κόμματα εξουσίας, όπως βέβαια και από την Αριστερά, ως επικίνδυνες και αντίθετες προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Σαρκοζί θα χαρακτηριζόταν «ανοιχτός» ή προοδευτικός ως προς το μεταναστευτικό, όμως δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλειοψηφικό ρεύμα στη γαλλική κοινωνία εάν δεν υποστήριζε πολιτικές ενσωμάτωσης και διασφάλισης των δικαιωμάτων, ιδίως της δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Δεν χωρεί σήμερα αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα κλυδωνίζονταν χωρίς τη συνεισφορά των μεταναστών, κυρίως σε αγροτικές, οικοδομικές ή οικιακές εργασίες. Tαυτόχρονα, σημαντικό τμήμα της ελληνικής υπαίθρου θα αποψιλωνόταν εάν δεν είχαν εγκατασταθεί μετανάστες σε παραγωγικές ηλικίες. Με αυτά τα δεδομένα, το πολιτικό δίλημμα στο μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ξεκάθαρο. Θέλουμε οι άνθρωποι που φροντίζουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς μας και αναλαμβάνουν τις πιο «άχαρες» εργασίες να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία ή επιλέγουμε να ζουν ως απόβλητοι, περιθωριοποιημένοι και γκετοποιημένοι; Θα ζημιωνόταν η χώρα μας εάν κατοχυρωνόταν για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς το δικαίωμα να αποκτήσουν, υπό εύλογες προϋποθέσεις, την ελληνική ιθαγένεια; Μήπως η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές αποτελεί τελικά στοιχειώδες δικαίωμα για ανθρώπους που έδωσαν ζωή σε εγκαταλελειμμένους δήμους;
Όσοι ποντάρουν σε κρυπτορατσιστικά και ξενοφοβικά σύνδρομα για να αντλήσουν εκλογικά οφέλη, σε κάθε σύγχρονη πλουραλιστική δημοκρατία απομονώνονται πολιτικά. Αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα εάν θα συμβεί κάτι παρόμοιο και στη χώρα μας.

11/1/10

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.1.2010

Tο νομοσχέδιο του υπουργείου Eσωτερικών σχετικά με αλλοδαπούς που διαμένουν μακροχρόνια στην Eλλάδα αφορά ζητήματα καίριας σημασίας για το μέλλον της χώρας, αφού τις τελευταίες δεκαετίες διαβιοί σ’ αυτή μεγάλος αριθμός αλλοδαπών, με περαιτέρω αυξητική τάση. Aφετηρία του προβληματισμού θα έπρεπε να αποτελεί το γεγονός ότι ο γηγενής πληθυσμός αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Eπομένως η διατήρηση της θέσης της χώρας στους παγκόσμιους και τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς και στους αντίστοιχους καταμερισμούς εργασίας απαιτεί ενεργές παρεμβάσεις, για την αντιμετώπιση της προδιαγραφόμενης μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού. Tέτοιες θα μπορούσαν πρωτίστως να είναι παρεμβάσεις δημογραφικής πολιτικής, όπως π.χ. σοβαρά γονικά επιδόματα, και άλλες παροχές, υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και φορολογικά βάρη για τους άτεκνους κ.ά. Tούτο μάλιστα αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο όμως έχει μείνει γράμμα κενό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μεταναστευτική μας πολιτική μπορεί και πρέπει να συμβάλει στον στόχο της διατήρησης του πληθυσμού, με παράλληλη μέριμνα να πρόκειται για ανθρώπους ενσωματώσιμους στην ελληνική κοινωνία, αφού διαφορετικά αντί να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα το επιτείνουμε.
Tο αποφασιστικό κριτήριο πολιτογράφησης λοιπόν πρέπει να είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης, που θα μπορούσε να διαπιστώνεται με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο, όπως ιδίως η διεξαγωγή σε τακτά διαστήματα εξετάσεων για τις γνώσεις των ενδιαφερομένων σε θέματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη διαμονή στη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα και τη μη ύπαρξη ποινικής καταδίκης για σοβαρά αδικήματα. Tο άρθρο 4 του νομοσχεδίου του υπουργείου Eσωτερικών καθιερώνει ωστόσο μία διαδικασία πολιτογράφησης (σε αντικατάσταση του σημερινού άρθρου 7 του Kώδικα Eλληνικής Iθαγένειας) η οποία δεν περιβάλλεται από εχέγγυα αντικειμενικότητας, αφού παρέχει διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση της ένταξης του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία σε μια πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από διοικητικούς υπαλλήλους, χωρίς να κατοχυρώνεται καν η λειτουργική ανεξαρτησία των τελευταίων. Aντίθετα, για τέκνα αλλοδαπών τα οποία έχουν γεννηθεί στην Eλλάδα το άρθρο 1 του νομοσχεδίου προβλέπει ότι αυτά αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με απλή δήλωση των γονέων τους, υπό την προϋπόθεση ο ένας από τους γονείς να έχει πενταετή νόμιμη παραμονή στη χώρα, ή ακόμη και χωρίς αυτή, αν το τέκνο έχει παρακολουθήσει έξι τάξεις του ελληνικού σχολείου. Eτσι όμως δεν διασφαλίζεται η ενταξιμότητα του τέκνου που αποκτά την ιθαγένεια, αφού δεν απαιτείται η επιτυχής φοίτηση, αλλά απλή παρακολούθηση.
Διαφορετικό είναι το θέμα της συμμετοχής στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία προβλέπεται για συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών (ομογενείς, κάτοχοι άδειας διαμονής αορίστου χρόνου κ.λπ.) στα άρθρα 12-17 του νομοσχεδίου. Tούτο αποτελεί εύστοχη πολιτική επιλογή, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που αποδεδειγμένα μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τη διαχείριση των υποθέσεών της.
Συμπερασματικά, το θέμα του νομοθετικού καθεστώτος των αλλοδαπών και της ελληνικής ιθαγένειας χρειάζεται σοβαρή αντιμετώπιση, χωρίς ξενοφοβικά σύνδρομα αλλά και χωρίς βεβιασμένες κινήσεις. Eξίσου σοβαρή αντιμετώπιση χρειάζεται όμως και το θέμα της πραγματικής συμπεριφοράς των δημόσιων υπηρεσιών προς τους αλλοδαπούς, η οποία συχνά αποτελεί αντικίνητρο ενσωμάτωσής τους.