27/6/08

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ;
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22/04/2008

Η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε πριν από δύο ακριβώς χρόνια, με πρωτοβουλία της Ν.Δ., βαίνει άδοξα τις επόμενες μέρες προς ένα προαναγγελθέν αδιέξοδο. Η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει το κυβερνών κόμμα δεν επιτρέπει την ολοκλήρωσή της χωρίς τη σύμπραξη ενός μέρους τουλάχιστον των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όμως από την πλευρά όλων των λοιπών πολιτικών κομμάτων είναι σαφής η πρόθεση να μη στηρίξουν τις προτάσεις αναθεώρησης που ψηφίστηκαν από την προηγούμενη Βουλή. Πώς εξηγείται αυτό το αδιέξοδο; Γιατί την περίοδο 1998-2001 όλα τα κόμματα συνέπραξαν ώστε να ολοκληρωθεί, με ευρύτατη συναίνεση, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ενώ κατά την προηγούμενη διετία δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα; Και, σε τελική ανάλυση, είναι αναγκαία σήμερα η αναθεώρηση του Συντάγματος ή, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, εντελώς περιττή;
Ξεκινώντας από το τελευταίο: Ασφαλώς και η μεταρρύθμιση του Συντάγματος θα ήταν αναγκαία και χρήσιμη, αρκεί αυτό να γινόταν σε μια προοδευτική κατεύθυνση. Αρκετές διατάξεις του αποδείχθηκε, κατά τη δοκιμασία τους στην πράξη, ότι παρουσιάζουν σημαντικές αδυναμίες. Κορυφαίο παράδειγμα το περίφημο άρθρο 14 παρ. 9 για τον βασικό μέτοχο, που όχι μόνο προκάλεσε τον ευρωπαϊκό διασυρμό της χώρας μας, αλλά παρέμεινε κατ ουσίαν ανεφάρμοστο και αλυσιτελές. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αποτελεί στοιχειώδες σφάλμα, ή ενίοτε και σκόπιμη παραπλάνηση, να υποστηρίζεται ότι μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης θα λύνονταν κρίσιμα προβλήματα του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας. Ήταν λοιπόν άστοχο να χαρακτηριστεί από την κυβέρνηση η αναθεωρητική πρωτοβουλία ως «ναυαρχίδα των μεταρρυθμίσεων». Στην πραγματικότητα, η αναθεώρηση του Συντάγματος χρησιμοποιείται ενίοτε για να συγκαλυφθεί η απουσία ουσιαστικών δημόσιων πολιτικών για την αντιμετώπιση εξαιρετικά σοβαρών προβλημάτων της ελληνικής πολιτείας. Κατ΄αυτό τον τρόπο όμως αποδυναμώνεται παράλληλα και η ίδια η συμβολική και πολιτική λειτουργία του Συντάγματος.
Η Νέα Δημοκρατία «έπαιξε» λοιπόν με την αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς να κερδίσει τελικά τίποτα. Άλλωστε εξαρχής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επέδειξε βούληση επίτευξης των συναινέσεων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα αναθεωρητικό εγχείρημα. Όμως με την αναθεώρηση «έπαιξε» και το ΠΑΣΟΚ, που αρχικά την απαξίωσε, εν συνεχεία κατέθεσε τη δική του συνολική πρόταση και στο τέλος αποχώρησε από τη διαδικασία, κατά τρόπο προσχηματικό, προκειμένου να μην κορυφωθούν οι εσωκομματικές διαμάχες που πυροδότησε η επιμονή της ηγεσίας του να στηρίξει την αναθεώρηση του άρθρου 16. Κάποια αδιευκρίνιστα σενάρια φέρουν και το ΚΚΕ να «παίζει» σήμερα με την αναθεώρηση, σχεδιάζοντας να υπερψηφίσει μια-δυο διατάξεις ώστε η αναθεώρηση να ολοκληρωθεί τύποις, αλλά στην πράξη να μπλοκαριστεί η δυνατότητα μιας νέας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία. Και τούτο, δεδομένου ότι κατά το Σύνταγμα αναθεώρηση δεν είναι επιτρεπτό να κινηθεί αν δεν παρέλθουν πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της προηγούμενης.
Όλα αυτά δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το Σύνταγμα υπηρετεί πρωτίστως τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των κανόνων του πολιτικού γίγνεσθαι καθώς και την προστασία των ποικιλοτρόπως απειλούμενων σήμερα ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Παιχνίδια με το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του μπορεί όμως να οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση των θεσμών και της πολιτικής τάξης.

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21/04/2008

Η πρόσφατη άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του προέδρου της Ένωσης Εισαγγελέων για αδικήματα γνώμης, καθώς και η δημόσια κατακραυγή που ακολούθησε την ενέργεια αυτήν της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, φέρνουν στο προσκήνιο της επικαιρότητας το υπαρκτό και οξύ πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας της ελληνικής δικαιοσύνης, ιδίως της πολιτικής και ποινικής. Ο κορυφαίος συνδικαλιστής του εισαγγελικού κλάδου απλώς εξέφρασε δημόσια την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι κρίσεις των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων για την υπηρεσιακή κατάσταση (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις κ.λπ.) των δικαστικών λειτουργών συχνά δεν είναι αξιοκρατικές. Η δυσανεξία της ηγεσίας της Δικαιοσύνης στην κριτική, την οποία αποδεικνύει η πειθαρχική του δίωξη, καθώς και ο τρόπος μεθόδευσης της τελευταίας, με την προαναγγελία (!) της από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ενώπιον συγκέντρωσης εισαγγελικών λειτουργών, καθιστούν ακόμη περισσότερο εμφανές το πρόβλημα.
Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 90 του Συντάγματος, με βάση τις οποίες τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών κρίνονται από τα μέλη του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου (σε σχηματισμό ανώτατου δικαστικού συμβουλίου ή ολομέλειας), έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί στην καταστρατήγηση της θεμελιώδους συνταγματικής επιταγής της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87, παρ. 1 του Συντάγματος). Στην πράξη επιτυγχάνεται με τον τρόπο αυτόν ο ασφυκτικός έλεγχος της δικαιοδοτικής συμπεριφοράς των δικαστών (της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης) και των εισαγγελέων από τον Άρειο Πάγο. Έτσι όμως τα ηλικιωμένα μέλη του τελευταίου, που για τον λόγο ακριβώς αυτόν εμφορούνται συνήθως από συντηρητικές νομικές και κοινωνικές αντιλήψεις, επηρεάζουν υπέρμετρα την απονομή της Δικαιοσύνης.
Μακροπρόθεσμα, η πιο ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η αναθεώρηση του άρθρου 90 του Συντάγματος, προκειμένου να δοθεί στον κοινό νομοθέτη, ενδεχομένως με ειδικές προϋποθέσεις (π.χ. νόμος ψηφιζόμενος με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών), η δυνατότητα να θεσπίσει ένα, δεσμευτικό για τα κρίνοντα όργανα (ανώτατο δικαστικό συμβούλιο ή ολομέλεια) σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων για τις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Τα κριτήρια αυτά θα μπορούσαν να σχετίζονται με την αρχαιότητα, την οικογενειακή κατάσταση και την υπηρεσιακή απόδοση (μετρήσιμη όμως και πάλι με αντικειμενικό τρόπο, π.χ. ταχύτητα στη διεκπεραίωση των υποθέσεων κ.ο.κ.). Μια πιο ακραία εκδοχή, η οποία ακολουθείται κυρίως σε χώρες εντασσόμενες στην αγγλοσαξονική νομική παράδοση, είναι η μη πρόβλεψη γενικά υπηρεσιακών μεταβολών, δηλ. η εκλογή και τοποθέτηση του δικαστικού (ή εισαγγελικού) λειτουργού σε συγκεκριμένη θέση, χωρίς προοπτική είτε μετάθεσης είτε προαγωγής του. Ούτως ή άλλως, όμως, πρέπει και στη χώρα μας να αντιληφθούμε ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, που αποτελεί ασφαλώς έναν από τους πυλώνες του συνταγματικού δημοκρατικού πολιτεύματος, χρειάζεται κατοχύρωση απέναντι όχι μόνο στις εξωδικαστικές, αλλά και στις ενδοδικαστικές επιρροές και επιδράσεις.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 08/04/2008

Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι στο στόχαστρο του πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου εδώ και πολλές δεκαετίες. Αποτελούν κοινό μυστικό οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οι πελατειακές πρακτικές, ο νομικισμός που υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα, τα φαινόμενα διαφθοράς και αναξιοκρατίας, ο κομματισμός, οι χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες προς τον πολίτη. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα συγκροτήθηκαν αρκετές επιτροπές εμπειρογνωμόνων, με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων διεθνούς κύρους, που υπέβαλαν συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις, χωρίς όμως να αξιοποιηθούν από την πολιτεία. Από την άλλη πλευρά, επιμέρους πρωτοβουλίες είτε παρέμειναν ημιτελείς είτε ακυρώθηκαν στην πορεία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη διαδικασία πρόσληψης των δημοσίων υπαλλήλων, όπου οι εγγυήσεις του ΑΣΕΠ παρακάμφθηκαν από τόσες νομοθετικές εξαιρέσεις και «παραθυράκια».
Ωστόσο, το μεγάλο όνειδος για τη δημόσια διοίκηση δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς, καθώς, εάν λάμβανε ευρεία δημοσιότητα, θα προκαλούσε σοβαρούς κλυδωνισμούς στο πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για το οικονομικό κόστος που συνεπάγονται οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις. Από πρόσφατες μελέτες προκύπτει ότι η πολυνομία, η κακονομία και η συνακόλουθη ανομία στη χώρα μας, σε συνάρτηση με την πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων μεταξύ πολλών επιπέδων διοίκησης και υπηρεσιών, προκαλούν όχι μόνο σημαντικές δυσχέρειες στον πολίτη, αλλά ταυτόχρονα συνεπάγονται τη δημιουργία εστιών αδιαφάνειας και διαφθοράς, ενώ δυσβάστακτο είναι πρωτίστως το οικονομικό κόστος της περιττής γραφειοκρατίας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα τα ανώφελα διοικητικά βάρη επιβαρύνουν με το 6,8% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας τη χώρα μας πρώτη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, τη στιγμή που στις άλλες χώρες το κόστος της γραφειοκρατίας υπολογίζεται κατά μέσο όρο στο 3,5% του ΑΕΠ. Χωρίς καν να ληφθούν υπόψη οι εκατοντάδες χιλιάδες εργατοώρες που αναλώνονται σε περιττές διοικητικές διαδικασίες, το κόστος της γραφειοκρατίας πλησιάζει στην Ελλάδα τα 16 δισ. ευρώ ετησίως.
Ήδη έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Ο υπ. Εσωτερικών έχει εξαγγείλει μία σειρά γενναίων παρεμβάσεων για τον περιορισμό του κόστους που επωμίζονται οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, προκειμένου να συμμορφωθούν σε συχνά περιττές και χρονοβόρες υποχρεώσεις πληροφόρησης και προσαρμογής προς ρυθμίσεις και διαδικασίες. Εάν οι παρεμβάσεις αυτές προχωρήσουν, απέναντι σε ποικίλα μικροπολιτικά ή συντεχνιακά συμφέροντα, θα πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική μεταρρύθμιση αυτής της κυβέρνησης.
Αντιλαμβάνεται κανείς, επί παραδείγματι, ότι οι όποιες εξοικονομήσεις πόρων επιτεύχθηκαν με τον πολυδιαφημισμένο νέο νόμο για την κοινωνική ασφάλιση και μάλιστα εις βάρος ευπαθών κατηγοριών ασφαλισμένων, αποτελούν σταγόνα μπροστά στα τεράστια οφέλη που θα επέφερε για τη χώρα και για κάθε πολίτη ξεχωριστά η μείωση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων.

ΑΠΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΣΧΕΔΙΟ, ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ
Κώστας Χρυσόγονος

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7/04/2008

Το πρόσφατα ψηφισμένο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αποτελεί ακόμη μία απόδειξη της διαρκούς αποτυχίας του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει με σχέδιο, όραμα και τόλμη το πραγματικά μεγάλο ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας - όπως άλλωστε συμβαίνει και με πολλά άλλα καίρια προβλήματά της. Στη βάση του ασφαλιστικού αυτού προβλήματος εντοπίζεται, όπως επισημαίνει η εισηγητική έκθεση του νομοσχεδίου, η ραγδαία επιδείνωση της σχέσης μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων, που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στο 1,75 προς 1, ενώ θα έπρεπε να είναι στο 4 προς 1 για να μπορεί να θεωρηθεί υγιές το όλο ασφαλιστικό σύστημα. Η «φιλοσοφία» του νομοσχεδίου είναι όμως καθαρά «πυροσβεστική», αφού επιχειρείται αύξηση των ορίων ηλικίας για τη συνταξιοδότηση και ενοποίηση επιμέρους ασφαλιστικών φορέων, με διακηρυγμένο στόχο τις οικονομίες κλίμακας και διαφαινόμενη «παράπλευρη απώλεια» την περικοπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων για σημαντική μερίδα ασφαλισμένων των περισσότερο «υγιών» Ταμείων. Σε παρόμοια κατεύθυνση κινούνταν άλλωστε και οι προηγούμενοι ασφαλιστικοί νόμοι (2084/1992, 3029/2002 κ.ά.), σε εποχές κυβερνήσεων τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ.
Εκείνο που φαίνεται πως αδυνατούν να αντιληφθούν οι εμπνευστές τέτοιων ρυθμίσεων είναι ότι η επιδείνωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης και η μείωση των παροχών δεν θίγουν τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος. Οι αιτίες αυτές είναι αφενός η δραματική υπογεννητικότητα στη χώρα μας (μια από τις χειρότερες παγκοσμίως) και αφετέρου η αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Εξάλλου σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων είναι αλλοδαποί ανασφάλιστοι, είτε επειδή πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους εργοδότες είτε επειδή και οι ίδιοι δεν διεκδικούν σθεναρά το δικαίωμά τους στην κοινωνική ασφάλιση, αφού τελούν σε γενικότερη αβεβαιότητα ως προς το καθεστώς και τη διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα. Η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος θα μπορούσε επομένως να επιτευχθεί μόνο μέσα από έναν ολοκληρωμένο συνδυασμό δημογραφικής πολιτικής (κίνητρα και ενισχύσεις για τους γονείς, αντικίνητρα για τους άτεκνους), πολιτικής απασχόλησης (διασφάλιση παραγωγικών θέσεων εργασίας και δημιουργία νέων) και μεταναστευτικής πολιτικής (αποτελεσματική ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία). Τίποτε από όλα αυτά δεν υπάρχει σήμερα, ούτε γίνεται αντικείμενο σοβαρής πολιτικής συζήτησης, έστω ως μελλοντική προοπτική. Η πολιτική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για τη βραχυπρόθεσμη νομή και αναδιανομή της εξουσίας. Έτσι η εκάστοτε κυβέρνηση προωθεί μόνο ό,τι θεωρεί απαραίτητο για να μη σταματήσει η καταβολή συντάξεων (έστω πείνας) και άλλων (έστω και υποβαθμισμένων) παροχών στους ασφαλισμένους κατά το (εικαζόμενο) διάστημα της δικής της εξουσίας και η εκάστοτε αντιπολίτευση προσπαθεί απλώς να επωφεληθεί από την εύλογη λαϊκή αντίδραση και δυσαρέσκεια, χωρίς όμως να διαθέτει πραγματική δική της εναλλακτική πρόταση. Η χώρα μοιάζει με αεροπλάνο που έχει αφεθεί στον «αυτόματο πιλότο», την ώρα που τα καύσιμά του τελειώνουν.