23/5/09

ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 23.5.2009

Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις του Ευρωβαρομαρόμετρου (Ελευθεροτυπία 15.4.2009) μόνο το 34% των ευρωπαίων πολιτών είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν στις επικείμενες ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009. Η αδιαφορία αυτή των ευρωπαίων για αυτή την εξέχουσα δημοκρατική διαδικασία οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι δεν έχουν πεισθεί ότι μπορούν με την ψήφο τους να διαμορφώσουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φαίνεται ότι οι ευρωπαίοι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για το γεγονός ότι οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν αυξηθεί, (δεν είναι βέβαιο ότι αυτό το γνωρίζουν όλοι), και ότι στους τομείς που έχει αρμοδιότητα η ΕΕ δεν μπορούν πλέον να ληφθούν αποφάσεις χωρίς τη συμφωνία της πλειοψηφίας των ευρωβουλευτών. Μεγαλύτερη σημασία έχει ο τρόπος που σχηματίζεται η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Είναι γνωστό ότι πλειοψηφία σχηματίζεται συνήθως χωρίς ευρωπαϊκά πολιτικό-ιδεολογικά κριτήρια και χωρίς σαφείς πολιτικές αντιπαραθέσεις, επειδή τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα (πολιτικές ομάδες) είναι τόσο ανομοιογενή στο εσωτερικό τους, που δεν μπορούν η/και δεν έχουν ισχυρή βούληση να καταρτίσουν συγκεκριμένα κοινά πολιτικά προγράμματα και συνεπώς σαφείς προτάσεις για την πορεία της Ευρώπης.
Έτσι, οι ευρωπαίοι πολίτες κρίνουν ότι είναι πολιτικά ανώφελο στις Ευρωεκλογές να ψηφίζουν τα πολιτικά κόμματα των χωρών τους, τα οποία συνήθως έχουν συγκεκριμένα πολιτικά προγράμματα για την Ευρώπη, αλλά είναι ανίσχυρα από μόνα τους, εφόσον δεν υπάρχει πολιτική προγραμματική συμφωνία με τα αντίστοιχα κόμματα και των άλλων χωρών-μελών, να σχηματίσουν πολιτική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να καθορίσουν έτσι την πορεία της Ε.Ε
Η σημερινή οικονομική κρίση, η οποία αποτελεί για όλους τους ευρωπαίους πολίτες ένα πολύ μεγάλο και κατεξοχήν κοινό πρόβλημα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγή της σημερινής κατάστασης. Τα ευρωπαϊκά κόμματα θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στα σημερινά κοινά προβλήματα των ευρωπαίων πολιτών καταρτίζοντας προγράμματα χωρίς μεγάλες εθνικές κομματικές διαφοροποιήσεις αλλά με συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις για την έξοδο της Ε.Ε από την σημερινή κρίση.
Βεβαίως, είναι προφανές ότι στην Ε.Ε των 27, η ανομοιογένεια στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κομμάτων είναι αναπόφευκτη. Όμως, αν υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση, δεν μπορεί να αποκλεισθεί μια εξέλιξη, στην οποία η σημερινή οικονομική κρίση θα είναι καταλύτης, όπου οι ευρωπαίοι πολίτες θα ψηφίζουν πραγματικά ευρωπαϊκά κόμματα.
Τα κόμματα αυτά θα προτείνουν τους υποψηφίους τους σε κάθε χώρα –μέλος, οι οποίοι θα αναπτύσσουν το ενιαίο πρόγραμμά τους για την Ευρώπη. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα θα ήταν κάθε ευρωπαϊκό κόμμα να επιλέγει ως Πρόεδρο του αυτόν που θα ήθελε να προτείνει για Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να είναι σαφέστερη η πολιτική επιλογή. Μόνον τότε οι ευρωπαίοι πολίτες θα έχουν ενδιαφέρον για την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία της οικονομικής κρίσης.
Όλα τα παραπάνω μοιάζουν σήμερα ουτοπικά. Δεν φαίνεται να υπάρχουν σαφείς ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές και συνεπώς πολιτικές αντιπαραθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής απάντησης στην σημερινή οικονομική κρίση. Έτσι οι αποφάσεις που αφορούν άμεσα την Ε.Ε και τους ευρωπαίους πολίτες λαμβάνονται σχεδόν αποκλειστικά από τα μεγάλα Κράτη-μέλη στις διεθνείς συναντήσεις, συντηρώντας την πεποίθηση των ευρωπαίων πολιτών ότι η συμμετοχή τους στις ευρωεκλογές είναι πολιτικά ατελέσφορη.
Όμως αυτή η κατάσταση δεν πρέπει να αποθαρρύνει τους ευρωπαίους πολίτες, οδηγώντας τους στην αποχή από τις ευρωεκλογές, αλλά αντίθετα να τους ωθεί να ψηφίσουν εκείνα τα πολιτικά κόμματα που επιδιώκουν την πολιτικοποίηση και συνεπώς τον εκδημοκρατισμό της λήψης των αποφάσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και προσπαθούν να διαμορφώσουν μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στη σημερινή οικονομική κρίση.

20/5/09

ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.5.2009

Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και όχι μόνο στην Ελλάδα- οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχουν αποκτήσει ακόμη μια αυθεντικά «ευρωπαϊκή» διάσταση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει ένα σύστημα «κομματικής κυβέρνησης» αντίστοιχο με εκείνο των κρατών-μελών και δεν είναι βέβαιον ότι ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να δημιουργηθεί ακόμη και μετά τη συγκρότηση ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων.
Γι’ αυτό οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λειτουργούν ουσιαστικά ως «ενδιάμεσες» εκλογές (mid-term elections), ενταγμένες στον εσωτερικό εκλογικό κύκλο των εθνικών πολιτικών συστημάτων. Ωστόσο, σε σύγκριση με άλλες μορφές «ενδιάμεσων» εκλογών, όπως αυτών που διεξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για την ανανέωση μέρους της σύνθεσης των νομοθετικών σωμάτων, οι ευρωεκλογές έχουν κατά κανόνα χαρακτηριστικά εκλογών «δεύτερης τάξης», δηλαδή δεν θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Το μοντέλο των εκλογών «δεύτερης τάξης» (second-order elections) χαρακτηρίζεται από τα εξής κυρίως στοιχεία. Πρώτον, μεγάλη αποχή σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές, η οποία δεν επιτρέπει ασφαλή διάγνωση ή πρόγνωση του πραγματικού συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Δεύτερον, πτώση της εκλογικής δύναμης του κόμματος που νίκησε στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, το οποίο υφίσταται το αναπόφευκτο «κόστος διακυβέρνησης». Αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση διεξαγωγής των ευρωεκλογών αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές, όπου ο «μήνας του μέλιτος» των εκλογέων με τον νικητή παρατείνεται (Ελλάδα, 2004), είναι συνηθισμένο φαινόμενο στα δικομματικά συστήματα το δεύτερο κόμμα στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές να έρχεται πρώτο στις ευρωεκλογές. Χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνο αν η ήττα του κυβερνώντος κόμματος είναι μεγάλη. Και τρίτον, προτίμηση των εκλογέων στα μικρά ή σε νέα κόμματα, η οποία πάντως μπορεί να αποδειχθεί εφήμερη.
Ωστόσο, το μοντέλο των εκλογών «δεύτερης τάξης» μπορεί να μην επαληθευθεί στην ελληνική περίπτωση. Αυτό που καθιστά πολιτικά σημαντικές τις ευρωεκλογές του 2009 στην Ελλάδα είναι το ενδεχόμενο μιας μεγάλης ήττας της Νέας Δημοκρατίας, τέτοιας που να θέτει ζήτημα ύπαρξης προφανούς δυσαρμονίας της υπάρχουσας Βουλής προς τη λαϊκή βούληση, διαπιστωμένης πλέον με βάση αντικειμενικά δεδομένα και όχι δημοσκοπικές εκτιμήσεις.
Συνυπολογιζομένου του «κόστους διακυβέρνησης», ως τέτοια ήττα, που μαρτυρεί τη δυσμενή μεταβολή του λαϊκού αισθήματος απέναντι στην κυβέρνηση, μπορεί να θεωρηθεί εκείνη που υπερβαίνει τις πέντε ή έξι ποσοστιαίες μονάδες διαφοράς από το ΠΑΣΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι η αποχή δεν θα είναι ασυνήθιστα μεγάλη.
Αναφερόμαστε στο ενδεχόμενο αυτό, το οποίο σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις φαίνεται αυτή τη στιγμή αρκετά πιθανό (βλ. τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της Public Issue και της Metron Analysis), διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έχει επιβεβαιωθεί επίσημα η διάσταση ανάμεσα στη Βουλή και το εκλογικό σώμα, και ο πρωθυπουργός, έστω και αν έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, θα είναι πολύ δύσκολο να δικαιολογήσει στην κοινή γνώμη την ανάγκη για συνέχιση και κανονική λήξη της παρούσας βουλευτικής περιόδου.

19/5/09

ΣΚΑΝΔΑΛΑ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 19.5.2009

Τους τελευταίους μήνες τα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς δεσπόζουν στον δημόσιο διάλογο. Παράλληλα η εντεινόμενη εκλογολογία ματαιώνει κάθε πρωτοβουλία συγκροτημένης αντιμετώπισης των σύνθετων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων που επέφερε η διεθνής κρίση. Η σκανδαλολογία λειτουργεί ως ένα εντυπωσιακό θέαμα, με ηθικές, θεσμικές και πολιτικές προεκτάσεις, που απομακρύνει το βλέμμα από την κοινωνική δυστυχία και την παντελή απουσία αποτελεσματικών κρατικών πολιτικών για την αποτροπή ή τον μετριασμό της. Στην «κοινωνία του θεάματος», όπως έχει γράψει ο Γάλλος διανοητής Γκι Ντεμπόρ, το αληθινό μετατρέπεται σε μια στιγμή του ψεύτικου. Οι 150 χιλιάδες επιπλέον άνεργοι που σώρευσε κατά το τελευταίο εξάμηνο η οικονομική κρίση στη χώρα μας, όπως καταδεικνύουν πρόσφατα στοιχεία του ΟΑΕΔ και της ΕΣΥΕ, αποτελούν μια αμείλικτη πραγματικότητα, που σκιάζεται από την υπερχειλίζουσα δημοσιότητα των σκανδάλων.
Ομως, το οδυνηρότερο σκάνδαλο δεν είναι άλλο από τη διογκούμενη περιθωριοποίηση τμημάτων του εργατικού δυναμικού, χωρίς ορατή επιστροφή στην αγορά εργασίας ή, έστω, ικανοποιητική εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ανέργων, των υποαπασχολουμένων και των οικογενειών τους. Η έξαρση της μικρομεσαίας εγκληματικότητας με εμπλοκή προσώπων «υπεράνω υποψίας» είναι απόρροια της διάτρησης της κοινωνικής συνοχής. Οι συνταγματικές και θεσμικές εγγυήσεις της απασχόλησης, των συνθηκών εργασίας, της προστασίας των εργαζομένων απέναντι σε καταχρηστικούς όρους και αθέμιτες πρακτικές των εργοδοτών αποδεικνύονται ανεπαρκείς για τη διατήρηση έστω και ενός πυρήνα σεβασμού της αξιοπρέπειας στην εργασία. Η απελπισία των ανέργων τούς οδηγεί σε πελατειακές συναλλαγές, μετατρέποντάς τους σε θύματα των ψηφοθηρικών πρακτικών του κομματικού συστήματος. Η ανασφάλεια των εποχικών, προσωρινής ή μερικής απασχόλησης εργαζομένων και των απασχολουμένων σε προγράμματα stage τους καθιστά εύκολο στόχο μικροκομματικών συναλλαγών. Παράλληλα, οι εταιρείες που «νοικιάζουν» εργαζομένους, μεθοδεύοντας την αποσάθρωση θεμελιωδών κοινωνικών τους δικαιωμάτων, λίγο απέχει από το να χαρακτηριστούν ως μεσάζοντες της ανθρώπινης εκμετάλλευσης.
Η επικύρωση του τετραημέρου ως ευέλικτης μορφής απασχόλησης στη Σύνοδο της Πράγας πριν από μερικές εβδομάδες δεν έτυχε της οφειλόμενης προσοχής. Πρόκειται για κρίσιμη υποχώρηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, που σε συνάρτηση με την προ πολλού εγκατάλειψη του στόχου της πλήρους απασχόλησης αναδεικνύει την απόλυτη αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να ισορροπήσει την επιδίωξη συγκεκριμένων οικονομικών δεικτών με τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Η Ευρώπη, αντί να κατευθύνει και να συνδράμει τα κράτη-μέλη στην άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης, εμμένει στη λογιστική προσέγγιση του Συμφώνου Σταθερότητας και νομιμοποιεί την αποχαλίνωση των εργοδοτών.
Λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν φαίνεται να προβάλλεται επαρκώς μέσα από τον προεκλογικό πολιτικό λόγο το αίτημα για μια Ευρώπη που θα στηρίξει τα κοινωνικά δικαιώματα. Για εκείνους που βιώνουν τις συνέπειες ή τον κίνδυνο της ανεργίας, ισχυρό κίνητρο συμμετοχής στις εκλογές και αποτροπής της προσχώρησής τους σε αντισυστημικές τάσεις ή σε ακραίες κομματικές εκφράσεις δεν αποτελεί η σκανδαλολογία, αλλά η διατύπωση εφαρμόσιμων προτάσεων για ενίσχυση της απασχόλησης και των εγγυήσεων της εργασίας.

18/5/09

ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18.5.2009

Οι επερχόμενες ευρωεκλογές έχουν οξύνει τις τελευταίες εβδομάδες τη συνηθισμένη -όσο και ανούσια- κομματική αντιπαράθεση, καθώς τα κόμματα επιχειρούν να συσπειρώσουν τους πελάτες-οπαδούς τους, για να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα. Αν επιχειρήσει ωστόσο κανείς μια κάπως βαθύτερη εξέταση του πράγματος, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται για δημοκρατική εκλογική διαδικασία, όπως ίσως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά για αναπαράσταση τέτοιας διαδικασίας, δηλαδή για (κακοπαιγμένη) θεατρική παράσταση.
Κατ’ αρχάς δεν πρόκειται για δημοκρατική διαδικασία, αφού, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, οι «λίστες» των υποψήφιων ευρωβουλευτών και η σειρά εκλογιμότητας καθορίσθηκαν κατά την ανέλεγκτη βούληση των ηγεσιών των κομμάτων. Ιδίως σε ό,τι αφορά τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, που θα εκλέξουν ασφαλώς και τους περισσότερους ευρωβουλευτές, πρόκειται ουσιαστικά για απευθείας ανάθεση αξιώματος από τον κληρονομικό ηγεμόνα του κόμματος στους εκλεκτούς του, κατ’ αναλογία π.χ. της απονομής τίτλων ευγενείας από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Το αναμενόμενο αντάλλαγμα βέβαια είναι η αφοσίωση και η υποταγή τους σ' αυτόν που τους έχρισε. Εξυπακούεται ότι όχι μόνο για τα πρόσωπα, αλλά ούτε και για κανένα ζήτημα πολιτικής, ευρωπαϊκής ή άλλης, υπήρξε οποιοσδήποτε σοβαρός διάλογος σε κάποιο συλλογικό όργανο των κομμάτων αυτών. Στην πραγματικότητα άλλωστε τα κομματικά όργανα είναι διακοσμητικού χαρακτήρα και ο βασικός τους ρόλος συνίσταται στο να χειροκροτούν τους ανωτέρω κληρονομικούς ηγεμόνες στις θεατρικές εμφανίσεις τους. Ούτε και σοβαρή εκλογική διαδικασία είναι όμως οι «ευρωεκλογές», επειδή οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο όλο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άκρως περιορισμένες. Γι’ αυτό άλλωστε τα ευρωπαϊκά θέματα θίγονται ελάχιστα ή καθόλου στην προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, αφού (εύλογα) δεν συγκινούν τους ψηφοφόρους. Οι «ευρωεκλογές» είναι στην πραγματικότητα μια πανάκριβη δημοσκόπηση για τα εθνικά πολιτικά δρώμενα, όπου το «δείγμα», αντί για 1.000 ή 2.000 άτομα, όπως στις λοιπές δημοσκοπήσεις, είναι μερικά εκατομμύρια εκλογέων.
Τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, τόσο τα βραχυπρόθεσμα (οικονομική κρίση, κίνδυνος δημοσιονομικής κατάρρευσης, υγεία, παιδεία, εθνικά θέματα), όσο και τα μακροπρόθεσμα (δημογραφικό, περιβαλλοντικό, πολιτισμικό), θα υπάρχουν αναλλοίωτα την επαύριον όχι μόνο των ευρωεκλογών, αλλά και των μελλοντικών εθνικών εκλογών. Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα όχι μόνο αδυνατεί, αλλά και δεν ενδιαφέρεται να τα αντιμετωπίσει. Το ζητούμενο για τα κόμματα εξουσίας είναι η εξουσία ως αυτοσκοπός (ή έστω ως μέσο για την επίτευξη προσωπικών ή οικογενειακών-δυναστικών σκοπών) και για τα κόμματα διαμαρτυρίας η διαμαρτυρία ως αυτοσκοπός (γι’ αυτό και αρνούνται εκ των προτέρων κάθε σκέψη για συνεργασία, που θα νόθευε την ιδεολογική τους «καθαρότητα»). Μια καλύτερη προοπτική για τη χώρα θα μπορούσε να προέλθει μόνο μέσα από μια συνολική ανατροπή, όπως εκείνη η οποία συνέβη πριν από ακριβώς εκατό χρόνια με την επανάσταση στου Γουδή και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου.

11/5/09

ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.5.2009

Σύμφωνα με το άρθρο 64 του Συντάγματος, η ετήσια τακτική σύνοδος της Βουλής αρχίζει την πρώτη Δευτέρα κάθε Οκτωβρίου και διαρκεί τουλάχιστον πέντε μήνες. Κατά συνέπεια ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δηλαδή ουσιαστικά η κυβέρνηση που του προτείνει την έκδοση του σχετικού διατάγματος, μπορεί να κηρύξει τη λήξη της συνόδου οποτεδήποτε από τις αρχές Μαρτίου και μετά.
Έτσι, η προχθεσινή έκδοση του διατάγματος λήξης της συνόδου 2008 - 2009 ήταν συνταγματικά επιτρεπτή, αν και συνιστά απόκλιση από την ακολουθούμενη συνήθως πρακτική να διαρκεί η σύνοδος ως τα τέλη Ιουνίου. Οι ευρωεκλογές δεν αποτελούσαν εμπόδιο προς τούτο, αφού το άρθρο 40 του Συντάγματος δίνει την ευχέρεια να ανασταλούν οι εργασίες της Βουλής για το διάστημα της προεκλογικής περιόδου (ώστε να συμμετάσχουν οι βουλευτές ανεμπόδιστα στην προεκλογική εκστρατεία).
Είναι άρα προφανές ότι, πίσω από την πρόωρη λήξη της παρούσας δεύτερης συνόδου της Βουλής, η οποία προήλθε από τις εκλογές του 2007, υποκρύπτονταν κυβερνητική σκοπιμότητα. Η σκοπιμότητα συνίσταται στην, επερχόμενη αυτοδίκαια με τη λήξη της συνόδου αυτής, απόσβεση του δικαιώματος της Βουλής να ασκήσει δίωξη κατά υπουργών για αδικήματα της βουλευτικής περιόδου 2004-2007. Πρόκειται λοιπόν για ένα ακόμη βήμα προς τον ευτελισμό των δημοκρατικών θεσμών, στον οποίο επιδίδεται ακάθεκτος ο κληρονομικός ηγεμόνας της «Νέας Δημοκρατίας».

6/5/09

ΠΑΘΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.5.2009

Όποιος γνωρίζει το συνταγματικό δίκαιο και αγνοεί τη λειτουργία των κομμάτων έχει μια λανθασμένη ιδέα για τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Αντίθετα, όποιος γνωρίζει τη λειτουργία των κομμάτων και αγνοεί το συνταγματικό δίκαιο, έχει μια ακριβή, αν και όχι πλήρη, ιδέα των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων. Τροποποιώντας κάπως το γνωστό αυτό απόφθεγμα του Maurice Duverger, μπορούμε να πούμε ότι κατά τη σημερινή φάση εξέλιξης των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων, όποιος γνωρίζει τη λειτουργία των κομμάτων μπορεί συγχρόνως να εντοπίσει και κάποιες αιτίες της αποδυνάμωσης της «κανονιστικότητας» του Συντάγματος, που οφείλονται στις πολιτικές συμπεριφορές των κομμάτων.
Πράγματι, σε ορισμένα πολιτικά συστήματα η σύγκρουση ανάμεσα στις πολιτικές συμπεριφορές των κομμάτων και το γραπτό Σύνταγμα τείνει να αποκτήσει ενδημικό χαρακτήρα. Μια τέτοια περίπτωση πολιτικού συστήματος αποτελεί το ελληνικό, μεταπολιτευτικό, πολιτικό σύστημα, το οποίο πλέον λειτουργεί όχι μόνο παράλληλα, αλλά συχνά και αντίθετα προς το ισχύον Σύνταγμα.
Για παράδειγμα, το πελατειακό σύστημα των προσλήψεων στη δημόσια διοίκηση, το οποίο αναπτύχθηκε κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και έφτασε στο αποκορύφωμά του τα τελευταία πέντε χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, αποτελεί κατάφωρη άρνηση του ισχύοντος Συντάγματος. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την αρχή της ελεύθερης εντολής και της κατά συνείδηση ψήφου των βουλευτών. Ελεύθερη εντολή σημαίνει πως ο βουλευτής είναι ελεύθερος να ψηφίσει ή να μην ψηφίσει σύμφωνα με τις υποδείξεις του κόμματός του. Τυχόν διαφοροποίησή του από την κομματική γραμμή μπορεί να έχει πολιτικές συνέπειες, αλλά όχι την απώλεια του αξιώματός του. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να μπορεί να εκφράσει τη βούλησή του, όποια κι αν είναι αυτή. Κάτι το οποίο αρνήθηκε η Νέα Δημοκρατία στους βουλευτές της, επιλέγοντας την αποχώρηση από τη διαδικασία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου. Με τη συμπεριφορά του αυτή το κυβερνών κόμμα αφήρεσε από τους βουλευτές του κάθε αντιπροσωπευτική λειτουργία και κατήργησε στην πράξη την αυτονομία του αντιπροσωπευτικού οργάνου. Αλλά, κατά το Σύνταγμά μας, κόμμα, κυβέρνηση και Κοινοβουλευτική Ομάδα δεν είναι ένα και το αυτό.
Με αυτά και άλλα συναφή θέματα, στρεφόμενα όλα γύρω από τις παθολογίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ασχολείται ο Ξενοφών Κοντιάδης στο πρόσφατο βιβλίο του «Ελλειμματική Δημοκρατία. Κράτος και κόμματα στη σύγχρονη Ελλάδα» (εκδ. Ι. Σιδέρη, 2009). Στο βιβλίο του αυτό ο Κοντιάδης αναδεικνύει την ουσία του «ελληνικού προβλήματος», που βρίσκεται στον μετασχηματισμό της «δημοκρατίας των κομμάτων» σε κομματοκρατία, δηλαδή στην κατάληψη του Κράτους και όλων των θεσμών του από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Δίνει έτσι αφορμή όχι μόνο στη συνειδητοποίηση του προβλήματος αυτού αλλά και σε μια γόνιμη δημόσια συζήτηση για τη θεραπεία του, η οποία πλέον δεν μπορεί να καθυστερήσει, αν δεν θέλουμε να βυθιστεί οριστικά η Ελλάδα σε μια γενική παρακμή.

5/5/09

ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΟΡΑΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 5.5.2009

Έναν μήνα πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι πλέον προφανές ότι ουδείς αναγνωρίζει τη σημασία τους για το μέλλον της Ευρώπης. Απροκάλυπτα το διακύβευμα των εκλογών έχει συνδεθεί αποκλειστικά με τις επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης ήττας της ΝΔ. Αλλωστε, όπως φαίνεται ήδη από τον προεκλογικό λόγο που αρθρώνουν τα κόμματα, η επιχειρηματολογία δεν στηρίζεται στις θέσεις τους σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά στην τρέχουσα, παρακμιακή ελληνική επικαιρότητα. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που οι ευρωεκλογές διεξάγονται δίχως να προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος και ενημέρωση των πολιτών για την πορεία του ενωσιακού εγχειρήματος. Όμως στις ευρωεκλογές του Ιουνίου το φαινόμενο λαμβάνει ακραίες διαστάσεις.
Οι λόγοι είναι προφανείς: Κατ’ αρχάς η κυβέρνηση Καραμανλή ακροβατεί και οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν την εκλογική επιρροή της ΝΔ στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δέκα χρόνων, εν μέσω εντεινόμενων συμπτωμάτων κρατικής αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς.
Από την άλλη πλευρά, υποτονικό εμφανίζεται σήμερα το όραμα μιας ισχυρής Ευρώπης, ικανής να διαμορφώσει συνεκτικές πολιτικές για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και να παρέμβει σε κρίσιμα ζητήματα όπως η διεθνής ασφάλεια, η ενέργεια και οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, η ανεργία, η φτώχεια και οι μεταναστευτικές και δημογραφικές προκλήσεις. Σε όλα τα προηγούμενα πεδία αποδεικνύεται ότι τα κράτη-έθνη μεμονωμένα δεν μπορούν πλέον να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν αποτελεσματικές πολιτικές. Παρ’ όλα αυτά, ο εσωτερικός διχασμός και η ακυβερνησία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επέτρεψαν τη συγκρότησή της ως αυτοδύναμου πόλου ισχύος και διαπραγμάτευσης απέναντι στις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία και τις ανερχόμενες περιφερειακές δυνάμεις. Η Ευρώπη εμφανίζεται εσωτερικά διασπασμένη σε ετερογενείς και διαρκώς μεταβαλλόμενες συμμαχίες, χωρίς να διαθέτει πολιτικό όραμα. Η βιαστική διεύρυνση, που υπέσκαψε την προοπτική διαμόρφωσης ενός ευρωπαϊκού δήμου με κοινές αξίες και αρχές, σε συνάρτηση με τις ιδεολογικές και πολιτικές συνέπειες της αδυναμίας να προχωρήσει το εγχείρημα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, οδήγησαν στην αποτελμάτωση της ευρωπαϊκής ιδέας.
Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες αποδείχθηκαν την τελευταία δεκαετία καταστροφικά ανεπαρκείς. Οι λαοί εμπιστεύονται λιγότερο παρά ποτέ την Ένωση. Το δημοκρατικό και το κοινωνικό έλλειμμα διογκώνονται, η κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης είναι εκρηκτική. Οι πολίτες αδιαφορούν για την εκπροσώπησή τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η στρατηγική των κομμάτων αποδίδει εξαιρετικά χαμηλή προτεραιότητα στην άρθρωση ενός συγκροτημένου προγραμματικού λόγου. Η ηθική και πολιτική κατάρρευση της Ευρώπης δεν μοιάζει, τελικά, να απέχει πολύ. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει βαριές συνέπειες για το μέλλον των ευρωπαϊκών κρατών και λαών. Για να καταστεί ωστόσο μια άλλη ΕΕ εφικτή προϋποτίθεται πρωτίστως η ενεργοποίηση των ίδιων των λαών, ώστε να μη λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις ερήμην τους και να αντιστραφεί η τάση περιθωριοποίησης της Ευρώπης στη διεθνή σκακιέρα. Η Κυβέρνηση Καραμανλή αργά ή γρήγορα θα παρέλθει, όμως το ερώτημα «ποια Ευρώπη θέλουμε» είναι πλέον επιτακτικό και μακράν σημαντικότερο.

4/5/09

Η ΕΚΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4.5.2009

Οι τελευταίες εξελίξεις στο σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου αποδεικνύουν ότι ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών έχει εκπέσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να πρόκειται μόνο κατ επίφαση για ευθύνη και κατά βάθος για διασφαλισμένη ατιμωρησία. Στην έκπτωση αυτή καίριο ρόλο διαδραματίζει, ως μη όφειλε, ο επιλεγμένος από τη σημερινή κυβέρνηση εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Το άρθρο 86 παρ. 2 Συντ. σαφώς ορίζει ότι αν στο πλαίσιο ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με υπουργούς για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους «αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Η διάταξη αυτή του θεμελιώδους νόμου της χώρας έχει υπέρτερη ισχύ από κάθε άλλη διάταξη νόμου, Κανονισμού της Βουλής, εγκυκλίου κ.λπ.
Ειδικότερα μάλιστα η εγκύκλιος του προηγούμενου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δ. Λινού (4/24-12-2003), την οποία επικαλείται ο νυν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, δεν αποτελεί καν πηγή δικαίου και πάντως παρερμηνεύει το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής. Το τελευταίο αφορά τη διαδικασία δίωξης βουλευτών για αδικήματα άσχετα προς τα βουλευτικά τους καθήκοντα, ενώ δεν αφορά καθόλου την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Συνεπώς ο έλεγχος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που προβλέπεται στο άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής δεν μπορεί να επεκταθεί σε ζητήματα σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Εφόσον λοιπόν οι δύο εισαγγελείς εφετών που διερεύνησαν την υπόθεση Βατοπεδίου καταλήγουν σε ενδείξεις για ποινική ευθύνη υπουργών, οφείλουν να διαβιβάσουν οι ίδιοι τη σχετική αναφορά τους στη Βουλή χωρίς καθυστέρηση μαζί με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.
Το ίδιο οφείλει να κάνει και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, εφόσον οι δύο χειριστές της υπόθεσης εισαγγελείς διαβίβασαν σε αυτόν την αναφορά τους, αντί να τη στείλουν απευθείας στη Βουλή. Οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο όλο θέμα και πολύ περισσότερο η εκ μέρους του απαγόρευση στους αρμόδιους εισαγγελείς που ενήργησαν την έρευνα να εκπληρώσουν το συνταγματικό καθήκον τους, δηλαδή να αποστείλουν τον φάκελο αμελλητί στη Βουλή, αποτελεί νόσφιση αρμοδιότητας και απροσχημάτιστη παραβίαση του Συντάγματος.
Η αντισυνταγματική αυτή παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αποσκοπεί προφανώς στη συγκάλυψη όχι μόνο των ποινικών ευθυνών συγκεκριμένων προσώπων, αλλά και της γενικότερης πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης, η οποία τον επέλεξε στη θέση που κατέχει για το σκάνδαλο Βατοπεδίου. Ο ίδιος άλλωστε είχε φροντίσει εξαρχής να προκαταλάβει την εισαγγελική έρευνα της υπόθεσης, αθωώνοντας προκαταβολικά τους εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς, με τη μνημειώδη δήλωσή του ότι «παραπλανήθηκαν», ως να ήσαν μωρές παρθένες. Με όλα αυτά εμφανίζεται να ενεργεί όχι ως ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός της χώρας, αλλά ως συνήγορος της κυβέρνησης, εξευτελίζοντας έτσι τον θεσμικό του ρόλο.