1/12/08

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Ευρωπαϊκές Εξελίξεις, τχ. 12/2008

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, όπως ήταν αναπόφευκτο, επεκτάθηκε γρήγορα προκαλώντας ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα σ’ ολόκληρο τον Κόσμο, πλήττει και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταση των προβλημάτων που προκαλεί σε κάθε χώρα-μέλος ποικίλει ανάλογα με την μακροοικονομική κατάσταση που βρίσκεται κάθε εθνική οικονομία της Ένωσης καθώς και με το βαθμό έκθεσής της στη διεθνή αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση με πρωτοβουλία του Προεδρεύοντος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλλου Προέδρου Ν. Σαρκοζί προσπάθησε να επεξεργασθεί ένα σχέδιο Κοινοτικής απάντησης στην οικονομική κρίση, πράγμα που θα έδινε την αίσθηση της κοινότητας των συμφερόντων όλων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνεκτικής Πολιτικής Οντότητας.
Από την αρχή ωστόσο διεφάνη ότι μια τέτοια Κοινοτική απάντηση στην οικονομική κρίση δεν ήταν εφικτή. Αντίθετα, επελέγη ο δρόμος του συντονισμού των αναγκαίων δημοσίων παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο, ενώ η πρωτοβουλία των παρεμβάσεων αυτών καθώς και η εξειδίκευσή τους αφέθηκε στην αρμοδιότητα των χωρών-μελών. Πρωταγωνιστής στην επιλογή αυτή ήταν κυρίως η Γερμανία, φοβούμενη, ίσως, ότι μια πραγματική Κοινοτική απάντηση στην οικονομική ύφεση θα κόστιζε δημοσιονομικά περισσότερο στις ισχυρές εθνικές οικονομίες, όπως είναι η γερμανική οικονομία.
Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (11-12 Δεκ. 2008) επιβεβαίωσε αυτή την επιλογή των επιμέρους δημόσιων εθνικών παρεμβάσεων των χωρών-μελών μέσα σ’ ένα πλαίσιο βασικών αρχών προκειμένου να υπάρχει ο αναγκαίος συντονισμός. Έτσι, οριστικοποίησε τα περιθώρια υπέρβασης από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και καθόρισε τις Ευρωπαϊκές προθέσεις σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και σχετικά με τις διευκολύνσεις χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Είναι προφανές ότι οι αποφάσεις αυτές δεν συνιστούν ολοκληρωμένη Κοινοτική δράση απέναντι στην διεθνή οικονομική κρίση και συνεπώς δεν συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας πιο συνεκτικής ευρωπαϊκής απάντησης, η οποία θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μια Κοινότητα με σαφέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.12.2008

Η ανώτατη εκπαίδευση βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση αναβρασμού, με αφορμή την έκδοση της απόφασης του ΔΕΚ για τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ένα μέρος των σπουδών των οποίων έχει γίνει στην Ελλάδα σε συμβεβλημένους ιδιωτικούς φορείς. Στην πραγματικότητα όμως, όλα αυτά, όπως και γενικότερα η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με την (ενταφιασμένη) αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, απλώς αποσπούν την προσοχή της κοινής γνώμης από το αληθινό πρόβλημα, δηλαδή την απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων. Η απαξίωση αυτή δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, ούτε οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τις διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες συνειδητά απαξιώνουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τείνοντας να τα μετατρέψουν σε ΙΕΚ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο φοιτητικός υπερπληθυσμός. Οι καθοριζόμενοι από το υπ. Παιδείας αριθμοί των εισακτέων είναι υπερβολικοί σε σχέση τόσο με την υφιστάμενη υποδομή των ιδρυμάτων όσο και με τον γενικό πληθυσμό, αφού οι θέσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ συνολικά είναι σχεδόν ίσες με το σύνολο των αποφοίτων λυκείου κάθε χρόνο. Έτσι πολλοί από όσους εισάγονται δεν έχουν τα πνευματικά εφόδια για σοβαρή φοίτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σημαντικό ποσοστό ακόμη και οι φοιτητές Νομικής, οι οποίοι έχουν εισαχθεί ύστερα από πανελλαδικές εξετάσεις κυρίως σε μαθήματα σχετικά με τη γλώσσα, όπως έκθεση και αρχαία, και έλαβαν υψηλή βαθμολογία, είναι ανελλήνιστοι και κακοποιούν κατ εξακολούθηση την ελληνική γλώσσα.
Υπερβολικοί σε σχέση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες είναι, όμως, και οι αριθμοί των πτυχιούχων, με αποτέλεσμα πολλοί -ίσως οι περισσότεροι- να είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων στην ανεργία, την υποαπασχόληση ή την ετεροαπασχόληση. Εξάλλου, η μετέπειτα σταδιοδρομία καθενός μικρή σχέση έχει με τις φοιτητικές επιδόσεις του, αφού ένας υψηλός βαθμός πτυχίου δεν διασφαλίζει επαγγελματική επιτυχία, ούτε το αντίστροφο. Παράλληλα, οι ρυθμίσεις οι σχετικές με τις ενδοπανεπιστημιακές εξεταστικές διαδικασίες είναι τόσο επιεικείς, ώστε σχεδόν όλοι όσοι εισάγονται να αποκτούν τελικά πτυχίο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι φοιτητές δεν έχουν επαρκή κίνητρα για μελέτη.
Έλλειψη κινήτρων παρατηρείται, όμως, και ως προς το διδακτικό - ερευνητικό προσωπικό, οι αποδοχές του οποίου κινούνται σε άθλια επίπεδα, ακόμα και σε σχέση με τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Είναι άρα αναμενόμενο πολλά από τα μέλη του να στρέφονται σε εξωπανεπιστημιακές δραστηριότητες και να παραμελούν την έρευνα και τη διδασκαλία. Τα πράγματα χειροτερεύουν εξαιτίας των νομοθετικών ρυθμίσεων για την επιλογή και εξέλιξη του προσωπικού αυτού, που δεν διασφαλίζουν την αξιοκρατία, αλλά αντίθετα προωθούν τον συντεχνιασμό και /ή τον φατριασμό. Όσο για την πρόσφατα νομοθετημένη «αξιολόγηση» των πανεπιστημίων, αυτή, κάτω από τέτοιες συνθήκες, προδιαγράφεται ότι θα καταλήξει σε φάρσα.
Λύσεις για όλα αυτά θα μπορούσαν ασφαλώς να βρεθούν, αλλά θα είχαν οικονομικό και πολιτικό κόστος. Εφόσον καμία κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση να αναλάβει το κόστος αυτό, τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει το τέλμα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης.