26/2/10

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ: ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 26.2.2010

Όπως ήταν αναμενόμενο, η διεθνής οικονομική κρίση έπληξε με διαφορετικό τρόπο τις οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης με αποτέλεσμα οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να έχουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία). Ειδικά στην περίπτωση της Χώρας μας με δική της ευθύνη το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει ξεπεράσει το αντίστοιχο έλλειμμα των άλλων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωζώνης φθάνοντας στο 12,7% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε αυστηρή επιτήρηση από την Ε Ε προκειμένου να εφαρμοσθεί μια δημοσιονομική πολιτική που θα μειώνει το έλλειμμα στο 3% μέσα σε 3 χρόνια. Ταυτόχρονα, οι διεθνείς αγορές αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού ενώ στο βάθος υπάρχει μια πιθανότητα άρνησης δανεισμού από το φόβο μιας πιθανής πτώχευσης δηλ. παύσης πληρωμών των δανείων. Η πίεση από την ΕΕ και τις αγορές που ασκείται στη χώρα μας να μειώσει τις κρατικές δαπάνες και να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα με εξαιρετικά δραματικό τρόπο μπορεί να έχει μια σειρά συνέπειες οικονομικές και κοινωνικές. Η μείωση των δαπανών και η αφαίμαξη αγοραστικής δύναμης μέσω της φορολογίας μπορεί, μαζί με την εξυγίανση, να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία και συνεπώς σε κοινωνική αναταραχή. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι υψηλές κρατικές δαπάνες (επιδοτήσεις, χαριστικές ρυθμίσεις, διόγκωση του δημοσίου τομέα κά) και η φορολογική «ασυλία» μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν συντηρούν μόνο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς, συμβάλλουν ταυτόχρονα στην κοινωνική ειρήνη και στην ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και έτσι εξασφαλίζουν, με μεγάλο βεβαίως κόστος, την λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Bεβαίως, μέσα στις νέες ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, ο παραδοσιακός αυτός ρόλος των δημοσίων δαπανών και της φορολογικής «ασυλίας» θα έπρεπε να αντικατασταθεί σταδιακά από μια υγιή αναπτυξιακή διαδικασία με διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και αύξηση, μέσω της τεχνολογικής προόδου, της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια και στη διεθνή αγορά. Η εξασφάλιση χαμηλών επιτοκίων λόγω του Ευρώ θα έπρεπε να είχε συμβάλει στην αύξηση των επενδύσεων και στην γενικότερη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας με αύξηση των εξαγωγών και βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών. Δυστυχώς αντί των παραπάνω, τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν σε υπέρμετρο δανεισμό για κατανάλωση, η μείωση των δασμών και η άρση του συναλλαγματικού περιορισμού (λόγω Ευρώ) στη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών, ενώ η σταθερότητα και η ανατίμηση του Ευρώ διεθνώς συνέβαλαν στη συρρίκνωση των εξαγωγών. Η διαφορά μεταξύ εγχώριας παραγωγής και εθνικής δαπάνης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο με την παραγωγή να μειώνεται και τη δαπάνη να αυξάνεται. Η κατάσταση αυτή της επίπλαστης ευημερίας κατέρρευσε με τα πρώτα σύννεφα της διεθνούς κρίσης.
Παράλληλα, η αδυναμία της Ε Ε να συγκροτήσει μια ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική κρίση αντί κάθε χώρα –μέλος να αφήνεται στην τύχη της, (όπως είχε επισημανθεί από καιρό βλ. Ελευθεροτυπία 28/3/09) γίνεται πλέον προφανής με οδυνηρό τρόπο. Η απροθυμία των εταίρων μας στην Ευρωζώνη να αναλάβουν ένα μέρος της ευθύνης για το δημοσιονομικό πρόβλημα της Χώρας μας με τρόπο που να περιορίζει το κόστος δανεισμού, χωρίς να επιβάλλονται τόσο δραματικά μέτρα μείωσης της δαπάνης και αύξησης της φορολογίας ( που οδηγούν στην ύφεση και στην ανεργία) είναι, ίσως, χαρακτηριστική της νέας εποχής που διανύει η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης . Η εποχή της κοινοτικής αλληλεγγύης και της ευρωπαϊκής οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της δεκαετίας του 80 φαίνεται να αποτελεί ένδοξο παρελθόν.

23/2/10

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ...
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.2.2010

Η πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα αναμφισβήτητη. Ο Γιώργος Παπανδρέου έπεισε την ελληνική κοινωνία ότι προσφέρει τη μόνη αξιόπιστη λύση για το μέλλον της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται πως θα απαιτηθεί μακρύς πολιτικός χρόνος μέχρι να επιτύχει την κομματική της ανασυγκρότηση και να αρθρώσει ισχυρό αντιπολιτευτικό λόγο. Είναι προφανές ότι ούτε η ηγεσία Σαμαρά έχει ακόμη σταθεροποιηθεί ούτε η Νέα Δημοκρατία πρόκειται μεσοπρόθεσμα να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Από την πλευρά της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ διανύει μια παρατεταμένη περίοδο εσωστρέφειας, κινούμενος στα όρια της διάσπασης, ενώ το ΚΚΕ παραμένει προσκολλημένο σε μια εξωσυστημική ιδεολογική πλατφόρμα, που διασφαλίζει την κομματική του αναπαραγωγή, χωρίς όμως να επιτρέπει ανοίγματα σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Στον αντίποδα, ο ΛΑΟΣ ωθείται σταδιακά σε έναν πολιτικό λόγο «δεξιότερο της Δεξιάς», προκειμένου να αποτρέψει τη διαρροή ψηφοφόρων προς τη Νέα Δημοκρατία, που στη μετακαραμανλική της φυσιογνωμία τείνει να εγκαταλείψει τη ρητορεία περί μεσαίου χώρου υπέρ μιας πιο παραδοσιακής, εθνοπατριωτικής και λαϊκίστικης αντίληψης.
Όλα τα προηγούμενα συνθέτουν ένα κομματικό τοπίο εντελώς διαφορετικό από αυτό που αποτυπωνόταν μέχρι πριν από έναν περίπου χρόνο. Κι όμως, παρά την πρόσφατη, ευρύτατη εκλογική κατίσχυση του ΠΑΣΟΚ και την πλήρη εσωκομματική επικράτηση του ηγέτη του, οι πολίτες εμφανίζονται να αποδέχονται μεν τα σκληρά μέτρα, όμως δυσπιστούν ως προς την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, να αναδιοργανώσει το κράτος, να προωθήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, να ανακόψει το κύμα ανεργίας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Στις έρευνες κοινής γνώμης η απελπισία και οι δυσμενείς προγνώσεις για το μέλλον υπερισχύουν, ιδίως μεταξύ των νέων, έναντι της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ασφαλώς για την απογοήτευση, την απελπισία ή την περαιτέρω απομάκρυνση της κοινωνίας από την πολιτική θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί το κυβερνών κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν ευθύνεται ούτε για τη διεθνή οικονομική κρίση, ούτε για την εικόνα αποσύνθεσης του κράτους, ούτε για τα άδεια ταμεία. Ο πρωθυπουργός δεν είναι μάγος, για να μεταβάλει τους όρους του παιχνιδιού σε λίγους μήνες.
Οι καθυστερήσεις στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και στην παραγωγή κυβερνητικού και νομοθετικού έργου δικαιολογούνται, σε σημαντικό βαθμό, από το αίτημα για διαφάνεια, διαβούλευση και επιδίωξη κοινωνικής συναίνεσης, που εισάγουν στη χώρα μας μια νέα, πρωτοποριακή κουλτούρα πολιτικής ηγεσίας και κυβερνητικής πράξης. Όμως, το έλλειμμα ελπίδας στην ελληνική κοινωνία διογκώνεται. Χωρίς έστω μια χαραμάδα ελπίδας, η επιβολή των αναγκαίων μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας δεν θα οδηγήσει παρά σε κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αποσταθεροποίηση. Οφείλει λοιπόν η κυβέρνηση να ανατρέψει την «ψυχολογία της κρίσης» και να αναδείξει, πειστικά, με ποιες ακριβώς παρεμβάσεις θα επιφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα, όχι μόνο με όρους οικονομικών αλλά ιδίως κοινωνικών δεικτών, και σε ποιο χρονικό διάστημα.

10/2/10

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.2.2010

Η επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας με 266 ψήφους αποτελεί αναμφίβολα ένα θετικό πολιτικό γεγονός. Γύρω από την υποψηφιότητά του διαμορφώθηκε μια ευρεία πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος (ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ).
Με τον τρόπο αυτόν ικανοποιήθηκε η απαίτηση του άρθρου 32 του Συντάγματος, το οποίο θέλει κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας να επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση. Φαίνεται επίσης να ισχυροποιείται στη συνταγματική πρακτική η τάση για επανεκλογή του απερχόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Στεφανόπουλου. Φυσικά, η επανεκλογή του ίδιου προσώπου, την οποία επιτρέπει το Σύνταγμα, αλλά για μια μόνο φορά, προϋποθέτει τη θετική αξιολόγηση της πρώτης θητείας του. Οι πολιτικές δυνάμεις που στήριξαν την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια εκτίμησαν θετικά τη συνολική του συμπεριφορά κατά την άσκηση των συνταγματικών του λειτουργιών. Αλλά και η στάση του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να είχε το νόημα της απόρριψης της υποψηφιότητας του Παπούλια, αλλά εξέφρασε μια γενικότερη «αντι-συστημική» πολιτική τοποθέτηση, ανεξάρτητη από πρόσωπα.
Η δεύτερη θητεία του Κάρολου Παπούλια ξεκινά λοιπόν με τους καλύτερους οιωνούς. Η πολιτικο-συνταγματική αντιδικία για το αν το άρθρο 32 Συντ. περικλείει τη δυνατότητα χρήσης του για την πρόκληση πρόωρων εκλογών μοιάζει αρκετά μακρινή (βλ. πάντως μια ανθολογία συνταγματικών μελετών πάνω στο θέμα αυτό στο βιβλίο «Η διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και οι ερμηνευτικές της αμφιλογίες», εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, με επιμ. Α. Μανιτάκη. Σχετικό αφιέρωμα ετοιμάζει και το νομικό περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου», με επιμ. Π. Παραρά).
Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πάντοτε επίκαιρη η συζήτηση για το νόημα του προεδρικού θεσμού στο ελληνικό συνταγματικό σύστημα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν χρειάζεται να έχει περισσότερες εξουσίες από αυτές που τυπικά έχει. Αλλωστε, μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και μια σημαντική εξουσία συνταγματικού ελέγχου, το δικαίωμα αναπομπής των νόμων στη Βουλή, η οποία όμως βρίσκεται «εν υπνώσει», παρότι κατά το παρελθόν και ιδίως κατά την περίοδο 2004 - 2009 υπήρξαν περιπτώσεις που δικαιολογούσαν την άσκησή της. Κυρίως, όμως, έχει την άτυπη εξουσία, υπό την ιδιότητά του ως εκφραστή της εθνικής ενότητας, να νουθετεί και να συμβουλεύει την Κυβέρνηση και τους υπουργούς και να «εξωτερικεύει» τις πολιτικές σκέψεις και απόψεις του, με όποιο μέσο θεωρεί κατάλληλο, επισημαίνοντας τα πολιτικά και θεσμικά προβλήματα της χώρας, όχι σε αντιπαράθεση αλλά σε μια διαλεκτική σχέση με την πολιτική τάξη και το σύστημα των κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει τη δυνατότητα μέσα από τη «συμβολική» και «παιδαγωγική του δραστηριότητα να επηρεάζει και τη διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων.
Όπως έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι μια αδειανή πολυθρόνα...». Το νόημα της φράσης αυτής δεν έχει ίσως ακόμη πλήρως κατανοηθεί.

9/2/10

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.2.2010

Οι διαπραγματεύσεις και τα σενάρια για τη «διάσωση» της ελληνικής οικονομίας από τους Ευρωπαίους εταίρους αποτελούν τις τελευταίες εβδομάδες το πρώτο θέμα στην πολιτική και οικονομική ατζέντα, τόσο στη χώρα μας όσο και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εν μέσω ενός κερδοσκοπικού τσουνάμι που δεν επηρεάζει μόνο την εγχώρια αγορά αλλά και την τιμή του ευρώ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι αξιωματούχοι των κοινοτικών οργάνων πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει άμεσα μέτρα σκληρής λιτότητας, εις βάρος των εισοδημάτων των εργαζομένων, ιδίως των μεσαίων στρωμάτων, ως προϋπόθεση για να εκδηλωθεί η περιβόητη «κοινοτική αλληλεγγύη» προς τη χώρα μας. Αυτό που αποδεικνύεται, όμως, για ακόμη μία φορά είναι η παντελής αδιαφορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ ουσίαν δηλαδή του Διευθυντηρίου των ισχυρών κρατών-μελών που κινούν τα νήματα των κοινοτικών αποφάσεων, για την τύχη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερηφανευόταν ανέκαθεν για τους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής που οικοδομήθηκαν στα κράτη-μέλη της. Το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση της Ευρώπης από το μοντέλο ανάπτυξης των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Κίνας. Αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους, σύνθετοι μηχανισμοί κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας της εργασίας, κρατική μέριμνα για την ασφάλιση, την υγεία και την απασχόληση. Όλα αυτά, ωστόσο, φαίνεται σταδιακά να καταρρέουν.
Η Ευρώπη μεταμορφώνεται σταθερά από την ήπειρο των ανεπτυγμένων κοινωνικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κοινωνικού ελλείμματος. Η εκχώρηση κυριαρχικών εξουσιών στον οικονομικό τομέα από τα κράτη-μέλη προς τα ενωσιακά όργανα δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη μέριμνα για κοινοτικές παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Τα κράτη-μέλη εμφανίζονται αποδυναμωμένα, ανήμπορα να διατηρήσουν τους μηχανισμούς κοινωνικής ασφάλειας. Η Ευρώπη της κοινωνικής ευημερίας μετατρέπεται σε Ευρώπη της ανεργίας και της κοινωνικής αναλγησίας. Κι αυτό αποτελεί, εκτός των άλλων, έναν σοβαρό παράγοντα απονομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σήμερα η ανεργία στην ευρωζώνη ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε 10%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 1998, και αυξάνεται διαρκώς. Στους νέους το ποσοστό της ανεργίας αγγίζει το 25%. Οι θέσεις μερικής απασχόλησης έχουν διπλασιαστεί την τελευταία τριετία. Η πραγματική ανεργία είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτήν που εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία. Ο αριθμός των κοινωνικά αποκλεισμένων και όσων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας υπερβαίνει το 20% του πληθυσμού. Ακόμη και μια ενδεχόμενη κοινοτική ενίσχυση προς τις πλέον δοκιμαζόμενες οικονομίες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν φαίνεται ότι θα επηρεάσει προς το καλύτερο τους κοινωνικούς δείκτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διευθυντήριό της ενδιαφέρονται για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη χωρίς κοινωνικό πρόσωπο. Η άκαμπτη ευρωπαϊκή απαίτηση για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, χωρίς αντισταθμιστικές κοινοτικές επενδύσεις, σε περίοδο οικονομικής κρίσης αναπόφευκτα θα εκτινάξει την ανεργία. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο καταρρέει, κατ’ επιλογήν των ευρωπαϊκών ηγεσιών.