29/7/09

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 29.7.2009

Σε μία πρόσφατη απόφασή του (αριθμ. 590/2009) που αφορούσε το θέμα αν υφίσταται ή έχει διαλυθεί το ΔΗΚΚΙ, ο Αρειος Πάγος αποφάνθηκε ότι η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων αποτελεί έναν χώρο στον οποίο δεν έχει πρόσβαση ούτε ο κοινός νομοθέτης ούτε ο δικαστής, δηλαδή ότι υπάρχει ένα είδος «κομματικού ασύλου», εντός του οποίου δεν ισχύει το κρατικό δίκαιο. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, την οποία συμμερίζεται πάντως και ένα μέρος της συνταγματικής θεωρίας, η μοναδική πηγή ρύθμισης της εσωτερικής ζωής των κομμάτων είναι το καταστατικό τους, αλλά η τυχόν παραβίασή του από τα όργανα του κόμματος -ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην ελληνική πραγματικότητα- δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια, αντίθετα απ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των σωματείων. Ενα κόμμα λοιπόν μπορεί να διαγράψει μέλος του χωρίς αυτό να δικαιούται να προσφύγει στα δικαστήρια για τον έλεγχο ούτε καν των τυπικών προϋποθέσεων της αποβολής του, μπορεί ακόμα να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς να τηρούνται οι καταστατικές προβλέψεις, να απαγορεύει την ελευθερία έκφρασης των μελών του έξω από τα όργανα του κόμματος κ.λπ.
Σίγουρα, το Σύνταγμα δεν είναι μια Torah ή ένα Ευαγγέλιο που θέλει να ρυθμίσει όλες τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Οπως όμως έδειξε σε μία εμπεριστατωμένη ανάλυσή του ο Δ. Τσάτσος (Εσωκομματική Δημοκρατία, Αθήνα, 2008), το Σύνταγμά μας ενδιαφέρεται όχι μόνο για τα δικαιώματα των κομμάτων αλλά και για τα δικαιώματα των μελών των κομμάτων, όταν αυτά παραβιάζονται από αποφάσεις των οργάνων του κόμματος. Αλλωστε, το υποκείμενο του άρθρου 29 του Συντάγματος, στο οποίο κατοχυρώνεται ο θεσμός των πολιτικών κομμάτων, δεν είναι τα κόμματα, αλλά οι πολίτες. Κι όταν το άρθρο αυτό ορίζει ότι η οργάνωση των κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», αυτά ακριβώς τα δικαιώματα θέλει να προστατεύσει. Εσωκομματική δημοκρατία και προστασία των δικαιωμάτων των μελών των κομμάτων είναι ένα και το αυτό. Γι αυτό προκαλεί έκπληξη η αδικαιολόγητη ευκολία με την οποία ο Αρειος Πάγος δέχθηκε ότι η αρχή του Κράτους Δικαίου σταματάει έξω από την πόρτα των κομμάτων.
Κατά την πρώτη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, η απουσία εσωτερικής δημοκρατίας στα κόμματα θα μπορούσε ίσως να γίνει ανεκτή, αφού το ζητούμενο τότε ήταν η σταθεροποίηση των κομματικών σχηματισμών και σε τελευταία ανάλυση της ίδιας της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Σήμερα, όμως, σε μια περίοδο όπου τα κόμματα κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς μέλη και οι εκλογές χωρίς ψηφοφόρους, η απουσία εσωτερικής δημοκρατίας στα κόμματα επιδεινώνει το έλλειμμα της κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητάς τους και αποτελεί συγχρόνως έναν σοβαρό κίνδυνο για τη δημοκρατία, αφού από την απαξίωση των κομμάτων μέχρι την απαξίωση της εκλογικής συμμετοχής η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Μήπως λοιπόν ήλθε η ώρα ενός νόμου που θα εγγυάται την εσωτερική δημοκρατία στα κόμματα;

28/7/09

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 28.7.2009


Την πολιτική επικαιρότητα της προηγούμενης εβδομάδας μονοπώλησε η συζήτηση για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, με αφορμή τη λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αφετηρία για τον διάλογο αυτό υπήρξε το συνταγματικό του σκέλος, δηλαδή το νομικό ερώτημα εάν είναι θεμιτή η απερίφραστα δηλωμένη απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει σκόπιμα πρόωρες εκλογές, μέσω της καταψήφισης οποιουδήποτε υποψηφίου Προέδρου, ή εάν η απόφαση αυτή συνιστά συνταγματική εκτροπή. Ασφαλώς η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων θα έχει την ευκαιρία να επεξεργαστεί ψύχραιμα το ερώτημα αυτό. Ομως, ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές απόψεις που υποστηρίχθηκαν, τα πολιτικά και ηθικοπολιτικά συμπεράσματα αυτής της αντιπαράθεσης είναι πολύ κρισιμότερα για τη στάση των κομμάτων απέναντι στο Σύνταγμα, αλλά και για τον τρόπο που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας.
Κατ αρχάς η απόφαση του ΠΑΣΟΚ είναι συνταγματικά επιτρεπτή, όμως υπήρξε άκαιρη και πολιτικά άστοχη, διότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η πολιτική συγκυρία σε οκτώ μήνες. Δεν αποκλείεται κάποιο απρόβλεπτο γεγονός να μην καθιστά εφικτή για τη χώρα ή επιθυμητή για την αξιωματική αντιπολίτευση την πρόκληση πρόωρων εκλογών. Επιπλέον είναι μία δήλωση που δυσχεραίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην άσκηση των ρυθμιστικών και «εξισορροπιστικών» του πολιτεύματος καθηκόντων του. Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση, βασιζόμενη σε μια αμφιλεγόμενη και ισχυρά αμφισβητούμενη συνταγματική ερμηνεία για την εκλογή Προέδρου, επιχειρεί να προσάψει στην αξιωματική αντιπολίτευση θεσμική ανευθυνότητα, τη στιγμή που κατά τους προηγούμενους μήνες έχει επιδοθεί σε σωρεία κατάφωρων παραβιάσεων του Συντάγματος, με πιο πρόσφατες τις περιπτώσεις των καμερών παρακολούθησης, του ελέγχου DNA, της έκτακτης φορολογικής εισφοράς και της απέλασης μεταναστών.
Μέσα από τον διάλογο για την προεδρική εκλογή αναδείχθηκε επίσης μια συγκεκριμένη αντίληψη που εκφράζει για το Σύνταγμα ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής τάξης και όσων μετέχουν στη δημόσια σφαίρα. Οτι, δηλαδή, προτεραιότητα έχει η Πολιτική, ενώ η εφαρμογή των συνταγματικών δεσμεύσεων υποτάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην πολιτική βούληση ή και σε κομματικές σκοπιμότητες. Τη στιγμή λοιπόν που διεξαγόταν μια ανοιχτή συζήτηση σχετικά με το νόημα των επίμαχων συνταγματικών επιταγών, διατυπώθηκε σε ευρεία έκταση η άποψη, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, ότι οι συνταγματικές δεσμεύσεις αποτελούν δευτερεύον ζήτημα. Η αντίληψη αυτή είναι, αν μη τι άλλο, επικίνδυνη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και για τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις.
Μια τελευταία αλλά κρίσιμη παρατήρηση αφορά τους όρους διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι με αποδεδειγμένο δημοκρατικό ήθος και διεθνές κύρος δέχθηκαν μια αβασάνιστη κριτική με ευθείες κατηγορίες και υπονοούμενα επειδή κατέθεσαν δημόσια την επιστημονική τους άποψη για ένα κρίσιμο συνταγματικό και πολιτικό πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρήθηκε να αναιρεθεί μια θεμελιώδης παραδοχή της δημοκρατικής πολιτείας, την οποία ο Δ. Τσάτσος έχει συμπυκνώσει επιγραμματικά ως «επιστημονική ευθύνη της πολιτικής και πολιτική ευθύνη της επιστήμης». Ολα τα προηγούμενα συνιστούν πολύ σοβαρότερες παθογένειες του πολιτικού συστήματος από οποιαδήποτε τροπή λάβει τελικά η εκλογή Προέδρου.

27/7/09

ΥΠΟ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.7.2009

Συμπληρώθηκε αυτές τις μέρες η τριακονταπενταετία από τη μεταπολίτευση του 1974 και το πολιτικό μας σύστημα μοιάζει να είναι ώριμο για να «συνταξιοδοτηθεί». Το σύστημα αυτοδιαφημίζεται, με τη βοήθεια και των ΜΜΕ, ως δημοκρατικό. Η Δημοκρατία, όμως, στον τόπο μας είναι επιφανειακή, αφού περιορίζεται στο επίπεδο του κράτους και δεν αγγίζει την πραγματική έδρα της εξουσίας, δηλ. τα πολιτικά κόμματα και τη διαπλοκή τους με το επικοινωνιακό σύστημα.
Η εσωκομματική Δημοκρατία, αν και αποτελεί επιταγή του Συντάγματος για όλα τα κόμματα (άρθρο 29), ουδέποτε λειτούργησε πλήρως, ειδικά στα δύο κόμματα εξουσίας. Τα τελευταία χρόνια όμως, μετά την εκλογή στην ηγεσία αμφοτέρων των γόνων των χαρισματικών ιδρυτών τους, η κατάσταση έχει χειροτερεύσει τόσο ώστε η εσωκομματική Δημοκρατία να έχει καταστεί είδος υπό εξαφάνιση. Οι οιονεί κληρονομικοί αυτοί αρχηγοί λαμβάνουν συνήθως τις κρίσιμες αποφάσεις μόνοι τους, χωρίς να συγκαλούν καν τα συλλογικά όργανα των κομμάτων τους, τα οποία έχουν ατροφήσει εντελώς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επικείμενη (τον Φεβρουάριο του 2010) προεδρική εκλογή, όπου ο πρωθυπουργός μόνος αποφάσισε και εξήγγειλε τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος για την επανεκλογή του Καρόλου Παπούλια. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μόνος του απάντησε με την παραδοξολογία ότι η τελευταία αρνείται να ψηφίσει Παπούλια τον Φεβρουάριο, αλλά θα τον ψηφίσει τον Απρίλιο, αφού πρώτα μεσολαβήσουν, υποχρεωτικά, βουλευτικές εκλογές. Οπως, δηλαδή, ο Λουδοβίκος 14ος της Γαλλίας κόμπαζε «το κράτος είμαι εγώ», έτσι οι δικοί μας κομματικοί ηγεμόνες υπονοούν με τη συμπεριφορά τους «το κόμμα είμαι εγώ». Οι υπουργοί, οι βουλευτές και τα λοιπά στελέχη και μέλη των κομμάτων υποβαθμίζονται, θέλοντας και μη, σε ρόλο άβουλου διεκπεραιωτή εντολών και χειροκροτητή. Για όποιον τολμήσει να διαφωνήσει, επικρέμεται πάντα η δαμόκλειος σπάθη της διαγραφής, δηλαδή του συμβολικού πολιτικού αποκεφαλισμού. Ο συμβολισμός είναι, άλλωστε, η μόνη διαφορά στη συμπεριφορά των κομματικών κληρονόμων του σήμερα από τους βασιλικούς κληρονόμους του παρελθόντος, αφού εκείνοι κυριολεκτικά αποκεφάλιζαν τους διαφωνούντες.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τα δύο αυτά κόμματα έχουν χάσει, ήδη από τη δεκαετία του 1990, τη διακριτή πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία τους, αποκτώντας κοινή λαϊκίστικη ιδεολογία και κοινή κλεπτοκρατική πρακτική. Η επιλογή μεταξύ τους στερείται ολοένα περισσότερο από πολιτική ουσία και έτσι οι βουλευτικές εκλογές καθίστανται, σε μεγάλο βαθμό, τελετουργία κενή περιεχομένου. Το οικογενειοκρατικό και διεφθαρμένο αυτό πολιτικό σύστημα όμως δεν μπορεί, ούτε καν να επιδιώκει, να αντιμετωπίσει τα μεγάλα εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που έχει μπροστά της η χώρα μας. Ετσι, όσο τα τελευταία αναπόφευκτα διογκώνονται, το σύστημα χάνει σταδιακά την ευστάθειά του και η κατάρρευσή του διαφαίνεται ως μια ισχυρή πιθανότητα, σε έναν ορίζοντα μερικών ετών. Το ερώτημα είναι αν η κατάρρευση αυτή θα οδηγήσει τον τόπο σε πιο δημοκρατική ή σε πιο αυταρχική (όπως αυτή που ευαγγελίζεται ο ΛΑΟΣ) κατεύθυνση και, βέβαια, αν θα συνοδευτεί με εθνικό κόστος ανάλογο της μεταπολίτευσης του 1974.

21/7/09

ΘΕΜΙΤΟ ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 21.7.2009

Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ να δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του να μπλοκάρει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άκαιρη και πολιτικά άστοχη, αλλά δεν συνιστά κατ’ ανάγκην συνταγματικό ατόπημα.
Από συνταγματική άποψη η αξιολόγηση του εύρους των επιλογών που διαθέτουν τα κόμματα και κάθε βουλευτής αυτοτελώς κατά την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας προϋποθέτει την ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων της ίδιας της συνταγματικής ρύθμισης. Πράγματι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτευχθεί αυξημένη συναίνεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας ως μέσο την απειλή των πρόωρων εκλογών. Όμως το μέσο αυτό είναι ατελέσφορο και μάλιστα οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, όταν η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση θεωρήσει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή πρόσφορη για την εκλογική της επικράτηση. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα κλασικό παράδειγμα αποτυχημένης συνταγματικής μηχανικής.
Τα πολιτικά κόμματα και οι βουλευτές έχουν ελευθερία επιλογής να ψηφίσουν κάποιον ή να μην ψηφίσουν κανέναν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Από καμία διάταξη δεν προκύπτει κάτι αντίθετο. Αποτελεί δείγμα εκλέπτυνσης του πολιτικού μας πολιτισμού η ευθεία δήλωση των αληθών σκοπών της εκάστοτε επιλογής, αντί για τις πάγιες τακτικές πολιτικής υποκρισίας και συνταγματικής υποβάθμισης, τις οποίες κατ’ επανάληψη τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν ακολουθήσει με την επίκληση προσχηματικών εθνικών ζητημάτων για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών.

19/7/09

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ "ΠΕΡΙΓΕΛΟ"
Δημήτρης Τσάτσος
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ζούλα
Εφημερίδα "Καθημερινή", 19.7.2009

Αν το ΠΑΣΟΚ χρησιμοποιήσει τον Μάρτιο την προεδρική εκλογή για να ρίξει την κυβέρνηση και ψηφίσει εκ των υστέρων τον κ. Κάρολο Παπούλια, θα καταστήσει «ερμηνευτικό περίγελο» το Σύνταγμα, καθώς θα έχει «εξόφθαλμα περιφρονήσει το βαθύτερο νόημά του», υπογραμμίζει σήμερα ο κορυφαίος Συνταγματολόγος κ. Δημήτρης Τσάτσος. Στην βαρύνουσα συνέντευξή του, ο διακεκριμένος καθηγητής και δύο φορές επικεφαλής των ευρωβουλευτών του ΠΑΣΟΚ, καταρρίπτει και το πολιτικό επιχείρημα του κ. Γιώργου Παπανδρέου ότι θα προκαλέσει εθνικές εκλογές για το συμφέρον της χώρας. «Η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει τις πρόνοιες του Συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, το προσδιορίζουν και το προστατεύουν», επισημαίνει και συνιστά στον κ. Κάρολο Παπούλια «να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών», προκειμένου να διαφυλάξει το κύρος του Συντάγματος.

Κύριε καθηγητά υπήρξατε πάντοτε πολέμιος του Συνταγματικού άρθρου 32 § 4 που προβλέπει τη διάλυση της Βουλής και τη διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών, αν δεν συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός ψήφων για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ έχει προαναγγείλει ότι θα κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου τον προσεχή Μάρτιο και θα ’θελα να μου πείτε αν εμμένετε στη θέση σας.

– Εχω σε ανύποπτο χρόνο υποστηρίξει ότι το να διακόπτεται ο βίος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής λόγω μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας είναι ρύθμιση ατυχέστατη και όχι πολύ κοντά στη δημοκρατική αρχή. Η θέση μου αυτή είναι πάγια και δεν θέτω θέμα συνταγματικότητας της εν λόγω ρύθμισης, καθώς το αν υφίστανται «αντισυνταγματικές διατάξεις του Συντάγματος» ανέκαθεν υπήρξε μεγάλο ζήτημα στη θεωρία του κλάδου μας. Η θέση μου αφορά καθεαυτή τη ρύθμιση η οποία μπορεί να μετατραπεί σε «εργαλείο» διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στο βαθύτερο, αλλά σαφές νόημα του εν λόγω άρθρου. Θα παρατηρούσα μάλιστα ότι μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί να χρεωθεί σε όλη τη Βουλή. Θα χρεωθεί μόνο στο κόμμα ή στα κόμματα, τα οποία τυχόν θα δήλωναν ότι η στάση τους στην εκλογή Προέδρου αποβλέπει στη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών.

Υπονοείτε, δηλαδή, ότι αν κάνει χρήση του επίμαχου άρθρου η αξιωματική αντιπολίτευση, θα έχει προβεί σε θεσμική εκτροπή, όπως υποστήριξε προσφάτως και ο συνάδελφός σας συνταγματολόγος κ. Γιώργος Κασιμάτης;


– Δεν έχω συμπάθεια στη λέξη «εκτροπή». Θα εμμείνω στην πάγια θέση μου, επιχειρώντας να την εξηγήσω και στους αναγνώστες σας που δεν έχουν βαθύτερες νομικές γνώσεις. Η περίπτωση της έκτακτης διάλυσης της Βουλής στο άρθρο 32 προβλέπεται από το Σύνταγμα στην περίπτωση εκείνη και μόνον που διαπιστώνεται πραγματική αδυναμία συμφωνίας της αυξημένης πλειοψηφίας της Βουλής στο πρόσωπο ενός των υποδεικνυομένων υποψηφίων. Ο διακεκριμένος συνάδελφος κ. Κασιμάτης, ορθώς επεσήμανε (σ.σ.: την προηγούμενη Κυριακή στο «Παρόν») ότι τα μόνα θεμιτά κριτήρια της στάσης ενός κόμματος στην εκλογή Προέδρου είναι τα «κριτήρια που αφορούν την προσωπικότητα και την πολιτική καταλληλότητα του υποψηφίου». Για να γίνω δε ακόμη σαφέστερος, θα σας έλεγα ότι το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος δεν θέτει την προεδρική εκλογή ως εργαλείο στη διάθεση εκείνων που θέλουν, για λόγους άσχετους με το πρόσωπο του υποψήφιου Προέδρου, να επιτύχουν βουλευτικές εκλογές. Το νόημα του εν λόγω άρθρου είναι το ακριβώς αντίθετο. Οι πρόωρες εκλογές είναι αυτές που τίθενται στη διάθεση μιας προεδρικής εκλογής ως ultimum remedium. Δηλαδή, ως «έσχατο μέσο λύσης». Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ κρίσιμη και σωστή και την παρατήρηση του κ. Κασιμάτη ότι το Σύνταγμα προσδιορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις πρόωρων εκλογών.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, ωστόσο, επικαλείται ως κεντρικό επιχείρημά της για την εσπευσμένη πρόκληση εκλογών τον Μάρτιο, το εθνικό συμφέρον της χώρας…


– Δεν αμφισβητώ το εθνικό κίνητρο σε κανένα κόμμα και πολύ περισσότερο στο ιστορικό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ομως, η επίκληση του εθνικού συμφέροντος δεν μπορεί να εκτοπίσει το προφανές νόημα του Συντάγματος, πόσω μάλλον τις πρόνοιες του συνταγματικού νομοθέτη που, ούτως ή άλλως, προσδιορίζουν και προστατεύουν το εθνικό συμφέρον.

Από τις απαντήσεις σας αντιλαμβάνομαι ότι θα θεωρούσατε συνταγματικά και θεσμικά δόκιμη μόνον την περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ πρότεινε για πρόεδρο κάποιο άλλο πρόσωπο και όχι τον κ. Καρ. Παπούλια.

– Καίτοι με προκαλείτε, θα αποφύγω να μπω στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, καθώς η θέση μου, όπως σας είπα, είναι πάγια, θεσμική και, νομίζω, σαφέστατη. Προφανώς ένα κόμμα μπορεί να ματαιώσει μια προεδρική εκλογή. Μπορεί να το πράξει είτε απορρίπτοντας τον υποδεικνυόμενο, από τα άλλα κόμματα, πρόεδρο, είτε και προτείνοντας κάποιο άλλο πρόσωπο. Τότε η διάλυση της Βουλής θα έχει προκύψει για λόγους που εμπίπτουν στο νόημα του Συντάγματος. Οταν όμως εκ των προτέρων δηλώσει ότι αρχικώς δεν θα ψηφίσει τον υποδεικνυόμενο από τα άλλα κόμματα πρόεδρο, για να προκληθούν εκλογές, και μετά την επίτευξη του στόχου του θα τον ψηφίσει τότε μια σοβαρή ρύθμιση του Συντάγματος γίνεται ερμηνευτικός περίγελος, καθώς περιφρονείται εξόφθαλμα το βαθύτερο νόημά της. Εξυπακούεται, δε, ότι αν το ίδιο κόμμα ενεργήσει έτσι, χωρίς να το δηλώσει, τότε είναι θέμα πειστικότητας της εξήγησης που θα δώσει στο τέλος.

Υπάρχουν νομικές συνέπειες σε μια τέτοια περίπτωση;

– Κυρώσεις δεν προβλέπονται και ευτυχώς δεν έχουμε συνταγματικό δικαστήριο. Ομως, αν η «κοινή γνώμη» ή η «κοινωνική συνείδηση» αντιληφθεί το ερμηνευτικά παραποιητικό τέχνασμα, θα το καταγράψει. Και αυτό δεν είναι λίγο. Η καταγραφή αυτή αποτελεί ιστορικοπολιτική κύρωση. Η σημασία της ιστορικοπολιτικής κύρωσης είναι, βέβαια, μόνον τόση, όσος και ο εν τόπω και χρόνω πολιτικός πολιτισμός. Το κύρος και η ισχύς του δικαίου, ιδιαίτερα του Συντάγματος, δεν εξαρτάται από τον εξαναγκασμό ως μορφή κύρωσης αλλά από τη θέση που έχουν οι θεσμοί στη συνείδηση των πολιτών.

Αν, παρά ταύτα, η αξιωματική αντιπολίτευση εμμείνει στη διακηρυγμένη θέση της;

– Θέλω να ελπίζω πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Αν συμβεί, όμως, νομικά δεν μπορεί κανείς να παρέμβει.

Με την τροπή, πάντως, που έχουν λάβει τα πράγματα, η διαστρέβλωση του συνταγματικού πνεύματος, όπως την περιγράφετε, φαντάζει αναπόφευκτη…

– Οχι αναγκαία. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί κι ένα ακόμη ενδεχόμενο: Ο υποψήφιος Πρόεδρος να αρνηθεί την «εργαλειοποίησή» του ως «σκεύος» τεχνάσματος για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να αρνηθεί την έτσι σχεδιασμένη υποψηφιότητά του. Βέβαια, μπορεί να βρεθεί νέος πρόθυμος να παίξει τον ρόλο του εργαλείου. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, η άρνηση του πρώτου θα έχει βαρύνουσα συνέπεια στο πεδίο του πολιτικού πολιτισμού. Και επιτρέψτε μου μια τελευταία παρατήρηση: Πρέπει να γίνει στη χώρα μας επιτέλους αντιληπτό ότι η παραβίαση του Συντάγματος, όπως στο θέμα που συζητάμε, δεν παύει να είναι καταδικαστέα παραβίαση επειδή μπορεί να συντελεστεί «ανενόχλητα» μιας που ούτε προβλέπονται ούτε θα μπορούσαν να προβλέπονται νομικές κυρώσεις. Η κοινωνικοπολιτική μομφή σε μια Δημοκρατία πρέπει να έχει τη σημασία της και να τη λαμβάνουν υπόψη τα μέλη του πολιτικού προσωπικού.

15/7/09

ΟΙ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.7.2009

Στην Ελλάδα δημοσκοπήσεις για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων διενεργούνται πλέον όλο τον χρόνο, από τον Σεπτέμβριο έως το τέλος Ιουνίου. Αυτές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, πριν από τις βουλευτικές εκλογές ή τις ευρωεκλογές, παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που δικαιολογεί μια ξεχωριστή ρύθμισή τους.
Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις αυτές, ακόμη και αν διεξάγονται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της επιστήμης και παρέχουν σωστή πληροφόρηση για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, επηρεάζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη γνησιότητα της ψήφου στις πραγματικές εκλογές. Η γνώση της πρόθεσης ψήφου των άλλων μπορεί να μεταβάλει την αυθεντική προτίμηση του εκλογέα και να τον οδηγήσει σε μια επιλογή που αλλιώς δεν θα έκανε.
Γι' αυτό, στις περισσότερες δημοκρατικές χώρες, αν και όχι σε όλες, υπάρχει μια χρονικά κυμαινόμενη απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Στην Πορτογαλία, η απαγόρευση ισχύει σε όλη την προεκλογική περίοδο, στην Ιταλία περιορίζεται στις δεκαπέντε μέρες πριν από τις εκλογές, στην Ισπανία στις πέντε μέρες πριν. Στη Γαλλία μέχρι το 2002 ίσχυε απαγόρευση επτά ημερών πριν από τις εκλογές. Όμως, ύστερα από μια απόφαση του γαλλικού Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε, με αποφθεγματικό μάλλον τρόπο και χωρίς ιδιαίτερη επιχειρηματολογία, ότι η απαγόρευση ερχόταν σε σύγκρουση με την ελευθερία της πληροφόρησης κατά το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απαγόρευση ισχύει πλέον μόνο για την προηγούμενη ημέρα των εκλογών και φυσικά για την ημέρα της ψηφοφορίας. Με τον ν. 2623/1998 εισήχθη και στην Ελλάδα απαγόρευση δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων για την πρόθεση ψήφου των εκλογέων, κατά τις δεκαπέντε ημέρες πριν από τις εκλογές. Από όσο γνωρίζω, κανείς δεν προέβαλε, με κάποια σοβαρά επιχειρήματα, ζήτημα αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης αυτής.
Ο νόμος αυτός, παρά τις πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής του στο Ιντερνετ, ανταποκρίθηκε στον σκοπό του, δηλαδή στην προστασία, κατά το δυνατόν, της αυτόνομης διαμόρφωσης της βούλησης των εκλογέων.
Αιφνιδίως, το καλοκαίρι του 2008, η κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Επικρατείας, επαναπαυμένοι από τις ευνοϊκές μέχρι εκείνη την περίοδο δημοσκοπήσεις και χωρίς να ακούν τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων», απαγόρευσαν τη δημοσιοποίησή τους μόνο την προηγούμενη ημέρα της διενέργειας των εκλογών και την ημέρα της ψηφοφορίας (ν. 3688/2008).
Έναν χρόνο μετά, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να επαναφέρει την απαγόρευση των δεκαπέντε ημερών, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ διατηρεί και σταθεροποιεί το προβάδισμά του στις δημοσκοπήσεις που επιβεβαιώθηκε και στις ευρωεκλογές. Όπως είπαμε, η απαγόρευση είναι δικαιολογημένη κα σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Το πρόβλημα είναι η αντίληψη του κυβερνώντος κόμματος για τη νομοθετική λειτουργία. Από την οποία απουσιάζει πλήρως η έννοια της «ουδετερότητας» του νόμου, δηλαδή του προσανατολισμού του στο γενικό συμφέρον και όχι σε ιδιωφελή κομματικά συμφέροντα.

14/7/09

ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 14.7.2009

Καθώς πληθαίνουν οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Siemens αναδεικνύεται πόσο βαθιά έχει αλλοιωθεί όχι μόνο η λειτουργία βασικών θεσμών της πολιτείας, αλλά και οι ίδιες οι αντιλήψεις της κοινωνίας γι’ αυτούς. Πώς, δηλαδή, η κομματοκρατία και η διαφθορά εκλαμβάνονται πλέον ως κάτι δεδομένο και «φυσιολογικό».
Στο επίκεντρο της διαφθοράς και της διαστρέβλωσης των θεσμών εντοπίζεται ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται και ασκούν τον θεσμικό τους ρόλο τα πολιτικά κόμματα. Αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις, απουσία αξιόπιστων εσωτερικών μηχανισμών δημοκρατικού ελέγχου, έλλειψη ουσιαστικής λογοδοσίας για τις κομματικές δαπάνες, άδηλες ή έκνομες οικονομικές συναλλαγές, νομή της εξουσίας κατά τρόπο ώστε να αντλούνται οικονομικά οφέλη για το κόμμα, διευκολύνοντας την προεκλογική προετοιμασία του αλλά και χρηματοδοτώντας δραστηριότητες εκτός των θεμιτών σκοπών του. Ταυτόχρονα, οι υπέρογκες εκλογικές δαπάνες των υποψήφιων βουλευτών, ως αποτέλεσμα του συστήματος του σταυρού προτίμησης, τους καθιστούν ομήρους κρυφών ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων ή «διευκολύνσεων» από κέντρα επικοινωνιακής και οικονομικής ισχύος, που ασφαλώς προσφέρουν τις ενισχύσεις τους με το αζημίωτο, προσδοκώντας στη μελλοντική «εύνοια» των πολιτικών.
Ολα τα προηγούμενα είναι γνωστά, όπως και το γεγονός ότι μέσα σε αυτή τη συμφωνία συνενοχής και συγκάλυψης ορισμένοι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης δεν περιορίζονται στην άντληση πόρων για τη χρηματοδότηση των εκλογικών δαπανών τους και των λοιπών αναγκών «αναπαραγωγής» τους, αλλά αυξάνουν προκλητικά την ατομική περιουσία τους. Όμως σοβαρές ενδείξεις ή αποδείξεις μέχρι πρότινος δεν υπήρχαν. Είκοσι χρόνια, ωστόσο, μετά την υπόθεση Κοσκωτά, το σκάνδαλο Siemens φέρνει στην επιφάνεια ορισμένα ίχνη για όσα οι πολίτες υποπτεύονται. Είναι μάλιστα καθοριστικής σημασίας ότι κορυφαίοι πολιτικοί ευθαρσώς δηλώνουν ότι έτσι λειτουργεί το πολιτικό μας σύστημα και ουδείς θα έπρεπε να εκπλήσσεται.
Ποιος αμφιβάλλει για τον τρόπο που χρηματοδοτούνται σήμερα τα κόμματα και οι πολιτικοί; Ποιος τους ελέγχει; Ποιος εμπιστεύεται τους εικονικούς ισολογισμούς που δημοσιεύουν τα κόμματα, όταν άλλωστε τα διπλά βιβλία αποτελούν κοινό τόπο στο πλαίσιο της παραοικονομίας; Ποιοι πείθονται από το κατ’ ουσίαν ανέλεγκτο πόθεν έσχες των βουλευτών; Πώς μπορεί να περιμένει κανείς να παρέμβει αποτελεσματικά η Δικαιοσύνη όταν ποικίλες μορφές εξάρτησης τη συνδέουν με την πολιτική τάξη;
Οι πολίτες φοβούνται το κενό εξουσίας και την ακυβερνησία. Παρ’ όλο που το βαρόμετρο της Διεθνούς Διαφάνειας αποκαλύπτει ότι 6 στους 10 Έλληνες χαρακτηρίζουν τα κόμματα διεφθαρμένα και η εκλογική αποχή ανέρχεται στο υψηλότερο επίπεδο διαχρονικά, ωστόσο το κομματικό σύστημα φαίνεται να αντέχει. Εάν όμως η υποψία καταστεί βεβαιότητα, η αγανάκτηση και η δυσθυμία των πολιτών δεν αποκλείεται να λάβουν απρόβλεπτη τροπή. Η απουσία σοβαρών μηχανισμών δημόσιου ελέγχου ενδέχεται να υποκατασταθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, από τη δημόσια διαπόμπευση των συνενόχων. Τα κρίσιμα ερωτήματα είναι ποιοι θα ωφεληθούν από μια τέτοια «πολιτική πανδημία» και εάν υπάρχει πλέον δυνατότητα για αναδιοργάνωση των όρων διεξαγωγής της πολιτικής.

13/7/09

ΤΟ ΑΝΗΘΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ...
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.7.2009

Η νομοθετική ρύθμιση για την περιβόητη «τακτοποίηση» των ημιυπαίθριων χώρων και των «υπογείων» είναι πια γεγονός. Ευρισκόμενη σε κατάσταση απόγνωσης για την πορεία των δημοσίων εσόδων και με το ενδεχόμενο της παύσης πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου να πλησιάζει απειλητικά, η κυβέρνηση επιχειρεί με τον τρόπο αυτόν να βρει μια λύση απελπισίας - κάτι σαν την έξοδο του Μεσολογγίου.
Η «τακτοποίηση» είναι βέβαια ψευδεπίγραφη, αφού ακόμη και οι κυβερνητικοί «εγκέφαλοι» γνωρίζουν ότι η συνταγματική επιταγή για την προστασία του περιβάλλοντος εμποδίζει, σύμφωνα και με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, την εκ των υστέρων νομιμοποίηση των πολεοδομικών αυθαιρεσιών. Συνεπώς όσοι ιδιοκτήτες ακινήτων καταπιούν το δόλωμα της «τακτοποίησης», θα βρεθούν εσαεί εγκλωβισμένοι σε παγίδα, αφού μελλοντικές κυβερνήσεις και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες θα μπορούν οποτεδήποτε να τους επιβάλουν νέες επιβαρύνσεις κάθε είδους για τα ακίνητα που θα δηλωθούν τώρα.
Πέρα από αυτό όμως, η «τακτοποίηση», όπως επιχειρείται, είναι και ανήθικη από την πλευρά του ελληνικού κράτους. Και τούτο διότι ακριβώς το κράτος είναι εκείνο που επέτρεψε και εξέθρεψε το εξαιρετικά διαδεδομένο φαινόμενο της πολεοδομικής αυθαιρεσίας στη χώρα μας. Το κράτος είναι εκείνο που θέσπισε ρυθμίσεις οι οποίες από τη φύση τους αποτελούσαν ανοικτή πρόκληση για τον κάθε κατασκευαστή να παρανομήσει ώστε να επωφεληθεί, όπως π.χ. η πρόβλεψη ημιυπαίθριων χώρων σε διαστάσεις ολόκληρων δωματίων ή ημιυπογείων σε σημαντικό ύψος πάνω από το έδαφος, ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή χρήσης. Και το ίδιο κράτος είναι εκείνο που επί αρκετές δεκαετίες αδιαφορεί ή αδυνατεί να ελέγξει την εφαρμογή της πολεοδομικής (του) νομοθεσίας, δηλ. στην πραγματικότητα ανέχεται την παρανομία. Ακριβώς η παρατεταμένη αυτή ανοχή είχε δημιουργήσει σε όλους τους συναλλασσόμενους, κατασκευαστές και αγοραστές την πεποίθηση ότι μπορούν να καταστρατηγούν τη νομοθεσία ατιμώρητοι και είχε ωθήσει πρακτικά τις τιμές των συγκεκριμένων χώρων σε ύψη παρεμφερή με εκείνα των νόμιμα δομημένων μέτρων.
Σήμερα λοιπόν το ίδιο ανήθικο κράτος είναι εκείνο που έρχεται να απαιτήσει από τους τωρινούς ιδιοκτήτες να ξαναπληρώσουν στην Εφορία, για τη δήθεν «τακτοποίηση», τα ίδια μέτρα τα οποία είχαν πληρώσει ως να ήταν νόμιμα στους αδηφάγους εργολάβους, επειδή τους είχαν εξαναγκάσει οι οικονομικοί «νόμοι» της προσφοράς και της ζήτησης. Αν υπήρχε στοιχειώδης σοβαρότητα, θα όφειλε το κράτος να ελέγχει, να διαπιστώνει τις παρανομίες και τις αυθαιρεσίες και είτε να προχωρεί σε κατεδαφίσεις μέσα σε σύντομο χρόνο από την κατασκευή του ακινήτου, είτε στον καταλογισμό υψηλών προστίμων σε βάρος των πραγματικών υπαιτίων, δηλαδή των κατασκευαστών. Όμως η στοιχειώδης αυτή σοβαρότητα λείπει από το διεφθαρμένο, και κατ’ ουσίαν πολιτικά χρεοκοπημένο, κομματικό μας σύστημα και κατ’ επέκταση από το κομματοκρατούμενο ελληνικό κράτος. Επειδή όμως δύσκολα θα βρει αφελείς να σπεύσουν να δηλώσουν οι ίδιοι την αλλαγή χρήσης και να πληρώσουν κυριολεκτικά για το τίποτε (δηλαδή για τη μη νομιμοποίηση), οι ελπίδες του κράτους αυτού να διαφύγει από τη δημοσιονομική κατάρρευση μέσω... ημιυπαίθριου μάλλον θα αποδειχθούν φρούδες.

1/7/09

ΤΟ "ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ" ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.7.2009

Το ζήτημα της αλλαγής του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας απασχόλησε τόσο τη Βουλή του 1996, η οποία διαπίστωσε με πλειοψηφία 161 ψήφων την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 32 Συντ., όσο και την Αναθεωρητική Βουλή του 2000, στην οποία δεν επιτεύχθηκε τελικά η απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 ψήφων για την αναθεώρησή του. Έτσι, το άρθρο 32 Συντ., το οποίο φαίνεται ότι θα αναδειχθεί σε κλειδί των πολιτικών εξελίξεων, παρέμεινε ως είχε στο συνταγματικό κείμενο.
Το παράδοξο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα αξιοποιήσει τη δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο 32 Συντ. για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές, στη Βουλή του 2000 είχε προτείνει την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου, για να μη χρησιμοποιείται η καταψήφιση του υποψηφίου Προέδρου ως τρόπος διάλυσης της Βουλής, ενώ αντίθετα η Νέα Δημοκρατία, η οποία σήμερα εγκαλεί το ΠΑΣΟΚ για καταχρηστική χρήση του άρθρου 32 Συντ., είναι η ίδια που εμπόδισε την αναθεώρησή του. Η αλήθεια είναι ότι τόσο η πρόταση του ΠΑΣΟΚ όσο και εκείνη της Νέας Δημοκρατίας είχαν περισσότερα μειονεκτήματα από αυτά που παρουσιάζει η ρύθμιση του άρθρου 32 Συντ.
Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ ήταν να μη διαλύεται η Βουλή μετά την τρίτη άκαρπη ψηφοφορία στην οποία απαιτούνται 180 ψήφοι, αλλά να επαναλαμβάνονται οι ψηφοφορίες έως ότου επιτευχθεί η αυξημένη αυτή πλειοψηφία. Επειδή μια τέτοια πλειοψηφία δύσκολα θα μπορούσε να είναι μονοκομματική, η πρόταση αυτή διασφάλιζε την εκλογή ενός προσώπου που θα συγκέντρωνε τη συναίνεση μεγάλου μέρους του πολιτικού συστήματος. Πλην όμως, υπήρχε ο κίνδυνος να αποβαίνουν συνεχώς άκαρπες οι ψηφοφορίες και η πολιτική ζωή να περιστρέφεται επί μακρόν γύρω από το παιχνίδι της προεδρικής εκλογής. Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας ήταν η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία όμως θα αποδυνάμωνε ουσιωδώς τον υπερκομματικό του ρόλο και θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Εν συγκρίσει προς τις προτάσεις αυτές, νομίζουμε ότι είναι καλύτερη η ισχύουσα ρύθμιση. Χωρίς αμφιβολία, η ρύθμιση αυτή αφήνει στις πολιτικές δυνάμεις ένα περιθώριο ελεύθερης πολιτικής αξιολόγησης σχετικά με τη σκοπιμότητα ολοκλήρωσης ή πρόωρης λήξης της κοινοβουλευτικής περιόδου.
Αυτό το αναπόφευκτο «πολιτικό στοιχείο» της προεδρικής εκλογής -με βάση το ισχύον άρθρο 32 Συντ.- το επεσήμανε με τη χαρακτηριστική του ευθύτητα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης:
«Από την ώρα που το Σύνταγμα... προβλέπει τη δυνατότητα, επ ευκαιρία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, να οδηγηθεί η χώρα στις εκλογές, είναι βέβαιον... ότι όλα τα κόμματα θα κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας, αν πολιτικά πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν τον τόπο σε εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα που λέγονται είναι ανάξια σοβαρής συζήτησης. Ότι δήθεν παραβιάζουμε το Σύνταγμα, ότι δήθεν υποβιβάζουμε τον θεσμό». (Πρακτικά της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Αθήνα, 2000, σ. 280).