25/6/08

ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΑ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης

Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26/02/2008

Πριν από μερικά χρόνια ο Ιταλός φιλόσοφος Umberto Eco, απαντώντας στο ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος του Κοινοβουλίου, σημείωνε με κάπως ειρωνική διάθεση ότι πρέπει να αντικατοπτρίζει όλες τις τάσεις, τις απόψεις, τις επιθυμίες, τις απαιτήσεις κάθε μέλους της κοινωνίας, άρα, γράφει ο Eco, ότι αποτελεί εξίσου χώρο έκφρασης των κερδοσκόπων, των διεφθαρμένων, των φοροφυγάδων, των εμπρηστών και των κάθε λογής προσώπων με παραβατική συμπεριφορά που συναντάει κανείς στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Κατά τον Eco αποτελεί καθαρή αφέλεια να υποστηρίζεται ότι στη Βουλή, αλλά και ευρύτερα στα όργανα της πολιτείας, αναδεικνύονται μόνον «τίμιοι» άνθρωποι. Είναι όμως τελικά αυτός ο λόγος για τα αυξανόμενα κρούσματα διαφθοράς στον δημόσιο τομέα; Οφείλουμε, με βάση αυτή την αντίληψη, να θεωρήσουμε ως φυσικό επακόλουθο ότι ένας αριθμός κρατικών αξιωματούχων διαθέτει μειωμένες αντιστάσεις απέναντι στις Σειρήνες της εξουσίας, του εύκολου πλουτισμού και της διαφθοράς;
Εάν δεχτούμε ότι η διαφθορά στο κράτος και στην οικονομία δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση της διαφθοράς της κοινωνίας και των μελών της, τότε όλη η συζήτηση μεταφέρεται κατ ανάγκην στο επίπεδο της ηθικολογίας. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, κρατικοί αξιωματούχοι χρηματίζονται ή χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους για να εξυπηρετήσουν προσωπικά και κομματικά οφέλη, επειδή απλώς είναι αναπόφευκτο ένα ποσοστό αυτών να αποτελείται από ανέντιμα πρόσωπα. Αρα, τελικά, η ευθύνη για τα φαινόμενα διαφθοράς δεν είναι δημόσια ευθύνη, δεν οδηγεί σε πολιτικές ευθύνες, αλλά συνιστά ευθύνη ατομική.
Τέτοιου τύπου αντιλήψεις δεν συσκοτίζουν μόνο το πρόβλημα, αλλά ιδίως δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή του. Η διαφθορά δεν οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι μεμονωμένοι πολιτικοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι, ή δικαστές τυγχάνει να διαθέτουν περιορισμένες ηθικές αντιστάσεις, ούτε μπορεί να αντιμετωπίζεται με ηθικολογικές παραινέσεις και, τελικά, με προσφυγή στην ποινική Δικαιοσύνη. Τα φαινόμενα διαφθοράς είναι πολύ πιο σύνθετα, συναρτώνται με συγκεκριμένες δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με απαρχαιωμένα μοντέλα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, με την πολυνομία και την ανορθολογική κατανομή αρμοδιοτήτων, με την υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των ανεξάρτητων Αρχών και των ελεγκτικών μηχανισμών, με την κομματοκρατία, την αναξιοκρατία, την παγίωση μιας νοσηρής διοικητικής κουλτούρας και με πολλά άλλα.
Οι ηθικές σταυροφορίες, οι εντυπωσιακές προσαγωγές και η μεταβίβαση του βάρους σε επίπεδο ατομικών ευθυνών δεν πρόκειται ασφαλώς να προσφέρουν λύσεις. Η ευθύνη είναι συλλογική, ανήκει στην πολιτεία και πρωτίστως στην πολιτική τάξη, που αντί να προχωρήσει σε γενναίες θεσμικές παρεμβάσεις, αναλώνεται σε μικροκομματικές αντεγκλήσεις, χωρίς άλλο αντίκρισμα εκτός από την περαιτέρω απαξίωση της πολιτικής. Πριν από 15 χρόνια στην Ιταλία χρειάστηκε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» για να αποκαλυφθεί πόσο η διαφθορά είχε διαποτίσει όλα τα πεδία της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης.
Ας ελπίσουμε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα απαιτηθεί στη χώρα μας, διότι το κόστος μιας τέτοιας εκ θεμελίων «κάθαρσης» αφήνει εντέλει βαριά ίχνη, ακόμα ορατά στη γείτονα χώρα.

Η ΑΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΣΣΥΦΟΠΕΔΙΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25/2/2008

Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και η αναγνώρισή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα τέσσερα μεγαλύτερα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Γερμανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ιταλία) και άλλους συνοδοιπόρους τους αποτελεί τη σοβαρότερη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας από την εποχή που ο πολεμοκάπηλος πλανητάρχης και η «συμμαχία των προθύμων» υποτακτικών του εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003. Η απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, υπό την προστασία των νατοϊκών δυνάμεων κατοχής, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και με το σχετικό ψήφισμα υπ αρ. 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου προσυπέγραφαν ως ίσοι οι πρωταίτιοι της διεθνούς παρανομίας (ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία). Το χειρότερο όμως από όλα είναι ότι αντικειμενικά δημιουργείται έτσι ένα προηγούμενο επαναχάραξης συνόρων στα Βαλκάνια, το οποίο μπορεί να βρει στη συνέχεια επίδοξους μιμητές, π.χ. στην Κύπρο και τη Θράκη.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η αντίθεση της Ελλάδας στο επιχειρούμενο διεθνές πραξικόπημα θα έπρεπε να ήταν πλήρης και η αντίδρασή της άμεση, με την ταχεία επάνοδο στην πατρίδα του ελληνικού αποσπάσματος, το οποίο μετέχει στη νατοϊκή κατοχή του Κοσσυφοπεδίου. Ωστόσο, η υποταγή του ελληνικού πολιτικού συστήματος στα κελεύσματα του υπερατλαντικού επικυρίαρχου φαίνεται πως είναι τόσο δουλική, ώστε να μη λειτουργούν πλέον ούτε τα στοιχειώδη αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης της χώρας. Όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε καν σκέψη, από ό,τι φαίνεται, για ανάκληση των ελληνικών κατοχικών δυνάμεων, αλλά η Ελλάδα περιορίστηκε να ψελλίσει ότι θα... εξετάσει το όλο θέμα σε επόμενη φάση (!), αδυνατώντας έτσι να αρθρώσει έστω μια σαφή καταδίκη αυτής της διεθνούς πειρατείας, όπως έκαναν άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπορεί να αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα στο μέλλον, λόγω ύπαρξης μειονοτήτων στο έδαφός τους (π.χ. Ισπανία και Ρουμανία).
Η αφωνία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο θέμα του Κοσσυφοπεδίου προοιωνίζεται βέβαια τα χειρότερα και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του θέματος της ονομασίας της γειτονικής μας FYROM. Και τούτο διότι ο πραγματικός μας συνομιλητής δεν είναι η πολιτική ηγεσία των Σκοπίων, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες, που επείγονται να επικυρώσουν και νομικά την πραγματική τους επιβολή στην περιοχή μας, με την είσοδο της FYROM στο ΝΑΤΟ. Αποτελεσματική διαπραγμάτευση εκ μέρους μας του θέματος αυτού, για να καταλήξουμε σε μια σύνθετη έστω ονομασία, τέτοια όμως ώστε να μην παραχαράσσεται η ιστορία και να μην προάγονται οι αλυτρωτικές βλέψεις των γειτόνων μας, θα μπορούσε να γίνει μόνο αν ο συνομιλητής μας αυτός ήταν πεπεισμένος ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με συνείδηση των εθνικών συμφερόντων της και με ετοιμότητα να τα προασπίσει, ασκώντας όλα τα νόμιμα δικαιώματά της, όπως κατεξοχήν το δικαίωμα της αρνησικυρίας για την ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ. Δυστυχώς όμως η ως τώρα συμπεριφορά τόσο της κυβέρνησης όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία θα έπρεπε να λειτουργεί ως το εσωτερικό «αντίπαλο δέος», δεν πείθουν ότι υφίσταται ούτε η συνείδηση ούτε η ετοιμότητα αυτή.
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12/2/2008, σελ. 8

Ανάμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης και τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ξεσπάσει τις τελευταίες εβδομάδες μία ιδιότυπη «βεντέτα». Σε σειρά ομιλιών και άρθρων του στον Τύπο ο Υπουργός Δικαιοσύνης κάνει λόγο για «Κράτος των Δικαστών» υποστηρίζοντας ότι η δικαστική εξουσία, ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν περιορίζεται πλέον στην εφαρμογή των νόμων και στον έλεγχο της συμφωνίας τους με το Σύνταγμα, αλλά υπεισέρχεται σε πεδία αρμοδιότητας της νομοθετικής εξουσίας, επιχειρώντας να υποκαταστήσει την πολιτική τάξη στη θέσπιση των νόμων και εκφέροντας κρίσεις επί πολιτικών και όχι αποκλειστικά επί νομικών ζητημάτων. Από την άλλη πλευρά, δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου αλλά και μερίδα του νομικού και πολιτικού κόσμου θεωρούν ότι η Κυβέρνηση επιχειρεί να απαξιώσει το Δικαστήριο και να παρέμβει στη λειτουργία του.
Αφορμή για αυτή την οξεία αντιπαράθεση αποτέλεσαν κατά βάση δύο γεγονότα. Αφ’ ενός η έκδοση μίας καινοφανούς απόφασης του λεγόμενου «φιλοπεριβαλλοντικού» Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση του εμπορικού κέντρου «The Mall», όπου γίνεται δεκτό ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορεί να προσβληθεί απευθείας τυπικός νόμος, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να έχει εκδοθεί υπουργική απόφαση ή άλλη διοικητική πράξη. Η δεύτερη αφορμή υπήρξε η επιλογή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προχωρήσει στη σύσταση ενός νέου Τμήματος στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με αντικείμενο τις διαφορές από δημόσιες συμβάσεις, καθώς και να τεθεί ανώτατο χρονικό όριο παραμονής των δικαστών στο ίδιο δικαστικό Τμήμα, ώστε να ανανεώνεται η σύνθεση των Τμημάτων. Η διοικητική Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας χαρακτήρισε τις δύο αυτές επιλογές ως αντισυνταγματικές, θεωρώντας ότι επιχειρείται να τρωθεί η ανεξαρτησία του Δικαστηρίου και να τιθασευθεί η ενίοτε «ακτιβιστική» νομολογία του, ιδίως σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος.
Η διαμάχη ανάμεσα στην εκάστοτε Κυβέρνηση και στο Συμβούλιο της Επικρατείας υποβόσκει ωστόσο εδώ και πολλά χρόνια. Οι κυβερνώντες θεωρούν ότι το εν λόγω Δικαστήριο παρεμβαίνει υπέρμετρα στο έργο τους, ιδίως σε ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και μεγάλων έργων, προκαλώντας ανατροπές στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Η μομφή αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζεται δικαιολογημένη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ενίοτε υπερέβη τον άγραφο κανόνα του «δικαστικού αυτοπεριορισμού» και με πρωτότυπες νομικές κατασκευές υπαγόρευσε στο νομοθέτη και στη διοίκηση πώς να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους.
Όμως σε μία χώρα ακραίας συχνά κρατικής αυθαιρεσίας ή «τυραννίας» της εκάστοτε πλειοψηφίας, ήταν αυτό ακριβώς το Δικαστήριο που είχε την τόλμη να σταματήσει την πλήρη καταστρατήγηση του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού κεκτημένου. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι υπήρξε το Δικαστήριο εκείνο που με δημοκρατικό σθένος ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στην Χούντα των συνταγματαρχών. Ίσως λοιπόν, εάν οι αποφάσεις του δεν εμφανίζονταν σε κάποιες περιπτώσεις υπέρ το δέον «στρατευμένες», η αναγνώριση της τόσο σημαντικής λειτουργίας του να ήταν ακόμη πιο ευρεία.
ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΚΕΝΑ ΚΑΙ ΟΛΙΓΩΡΙΕΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11/2/2008

Η υπόθεση Siemens άρχισε, επιτέλους, να απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου, αφού για πολλά χρόνια εμφανίζονταν δημοσιεύματα ότι η συγκεκριμένη εταιρεία κατέχει, κατά περίεργο τρόπο, θέση προνομιακού προμηθευτή του ΟΤΕ και γενικότερα του δημόσιου τομέα στο αντικείμενο των εργασιών της. Το περίεργο φαίνεται τώρα να εξηγείται από τις ομολογίες των ίδιων των στελεχών της μητρικής Siemens στις γερμανικές δικαστικές αρχές για καταβολή «δώρων» ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ στην Ελλάδα και μάλιστα για χρηματοδότηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004. Αν τα παραπάνω επιβεβαιωθούν και προσωποποιηθούν μπορούν να συνταράξουν από τα θεμέλιά του το πολιτικό μας σύστημα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον Τύπο, οι ομολογίες αυτές χρονολογούνται από τα τέλη του 2006 και βρίσκονται σε γνώση των αρμόδιων ελληνικών εισαγγελικών αρχών από την άνοιξη του 2007. Παρά ταύτα μόλις τώρα η Εισαγγελία Πρωτοδικών ετοιμάζεται να στείλει μέλη της για να ενημερωθούν επιτόπου στη Γερμανία. Ο νωχελικός ρυθμός της έρευνας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, αν αναλογιστεί κανείς τη σημασία της υπόθεσης, αφού μόνο το σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης που αγοράστηκε από τη Siemens για τους Ολυμπιακούς του 2004 στοίχισε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στον Ελληνα φορολογούμενο. Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί ωστόσο η σύγκριση προς άλλες υποθέσεις ευρύτερου ενδιαφέροντος. Έτσι, π.χ., η κατηγορούμενη στην υπόθεση Ζαχόπουλου συμβασιούχος του υπουργείου Πολιτισμού προφυλακίστηκε εντός ολίγων ημερών από την απόπειρα αυτοκτονίας του πρώην γενικού γραμματέα, παρά το γεγονός ότι προφανώς δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο (αφού ούτε οικονομικούς πόρους διέθετε για να διαφύγει στο εξωτερικό ούτε θα μπορούσε εύκολα να επαναλάβει τις ίδιες πρακτικές με τρίτα πρόσωπα).
Αντίθετα, στην υπόθεση Siemens, οι επικεφαλής της θυγατρικής της τελευταίας στην Ελλάδα, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα έχουν γραφεί στον Τύπο, κατηγορούνται από τους Γερμανούς προϊσταμένους τους ότι λειτουργούσαν ως «δίαυλοι» για τεράστια χρηματικά ποσά προς εγχώριους δωρολήπτες, κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι και ανενόχλητοι (ένας από αυτούς μάλιστα βραβεύθηκε πρόσφατα από τον υπουργό Οικονομίας ως υπόδειγμα επιχειρηματία). Και τούτο παρά το γεγονός ότι οι «διαχειριστές» τέτοιων ποσών εκ των πραγμάτων τεκμαίρεται ότι έχουν την οικονομική τουλάχιστον δυνατότητα να διαφύγουν στο εξωτερικό και παρά (;) το γεγονός ότι η μαρτυρία τους είναι εκείνη που θα μπορούσε να οδηγήσει στην άκρη του νήματος για τους τελικούς παραλήπτες των χρημάτων.Το αίσθημα ανησυχίας που αποκομίζει κανείς από όλα αυτά ενισχύει και η ευκολία με την οποία η κυβέρνηση επικαλείται την καρκινοβατούσα εισαγγελική έρευνα για να αποκρούσει την πρόταση της αντιπολίτευσης για σύσταση κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής. Έπεται συνέχεια...