7/9/09

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7.9.2009

Το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπει ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της κυβέρνησης... για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Ο Πρόεδρος, όπως προκύπτει από την οριστική διατύπωση της συνταγματικής αυτής διάταξης («διαλύει» και όχι «μπορεί να διαλύσει»), έχει υποχρέωση να δεχθεί τη σχετική πρόταση της κυβέρνησης, χωρίς καν να εξετάσει αν υφίσταται εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Κατά συνέπεια, το τι συνιστά τέτοιο θέμα και τι όχι καταλήγει να έχει θεωρητικό μόνο ενδιαφέρον.
Η πρόταση ωστόσο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, προέρχεται από την κυβέρνηση ως συλλογικό όργανο και όχι ατομικά από τον πρωθυπουργό (ή, πολύ περισσότερο, από τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος). Γι’ αυτόν τον λόγο η διάλυση της Βουλής και η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, την οποία εξήγγειλε ο πρωθυπουργός με τηλεοπτικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό στις 2 Σεπτεμβρίου 2009, συνιστά καταστρατήγηση του Συντάγματος.
Στην πραγματικότητα τη Βουλή δεν τη διέλυσε ούτε ο τυπικά αρμόδιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ούτε η ουσιαστική αρμόδια κυβέρνηση, αλλά ο αναρμόδιος πρωθυπουργός, με προσωπική του απόφαση. Το γεγονός ότι την επομένη, 3 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε μια ολιγόλεπτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία επικύρωσε τυπικά την ειλημμένη και διακηρυγμένη απόφαση αυτή του πρωθυπουργού, δεν αλλάζει την παραπάνω πραγματικότητα.
Το πιο εξοργιστικό στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι από αρκετές ημέρες νωρίτερα μεγάλος αριθμός υπουργών είχε ταχθεί, με δημόσιες δηλώσεις, κατά της διάλυσης της Βουλής και της διεξαγωγής πρόωρων εκλογών. Κατ’ ουσία δηλαδή η πλειοψηφία της κυβέρνησης δεν ήθελε τις πρόωρες εκλογές και πειθαναγκάστηκε να τις προτείνει, συμμορφούμενη προς τη θέληση του πρωθυπουργού.
Ολα αυτά αποτελούν ακόμη μία απόδειξη για το πόσο επιφανειακή και προσχηματική έχει καταντήσει να είναι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στη σημερινή Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός είναι ο απόλυτος άρχων της κυβέρνησης, όχι επειδή είναι πρωθυπουργός, αλλά επειδή είναι ο κληρονομικός ηγεμόνας του κυβερνώντος κόμματος, τα στελέχη του οποίου διατελούν σε σχέση υποτέλειας προς αυτόν. Ετσι, ακόμα και υπουργοί που έχουν δημόσια εκφραστεί αρνητικά για τις πρόωρες εκλογές, αναγκάζονται να τις προσυπογράψουν, γελοιοποιώντας όχι μόνο τους εαυτούς τους, αλλά -αυτό είναι το χειρότερο- και τον θεσμικό τους ρόλο.
Κάτω από τη λεπτή επιφάνεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά βίας κρύβεται η μεσαιωνική πολιτική πραγματικότητα της αιρετής μοναρχίας, όπου στην εξουσία εναλλάσσονται οι κληρονομικοί ηγεμόνες μαζί με έναν συρφετό υποτελών του καθενός τους. Ο ρόλος του θεωρητικά κυρίαρχου λαού περιορίζεται στην επιλογή του ενός ή του άλλου από τους δύο αυτούς σχηματισμούς, οι οποίοι, αν και εμφανίζονται ως πολιτικά κόμματα, κατά βάθος είναι οικογενειακές επιχειρήσεις που εμπορεύονται ψευδαισθήσεις δημοκρατίας με σκοπό το κέρδος. Η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική προοπτική της χώρας όχι μόνο δεν βελτιώνεται, αλλά διαρκώς σκοτεινιάζει.