31/12/08

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 31.12.2008

Μετά την έλευση του Ιντερνετ ορισμένοι προέβλεπαν ότι η ελευθερία του συνέρχεσθαι θα έχανε μεγάλο μέρος από τη σπουδαιότητά της ως μέσο διαμόρφωσης και όργανο έκφρασης της κοινής γνώμης. Ομως, σε αυτήν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, παντού -και όχι μόνο στην Ελλάδα- η ελευθερία του συνέρχεσθαι ζει μια «νέα νεότητα» και σε αυτό παραδόξως έχουν βοηθήσει και οι νέες τεχνολογίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ακόμη κι αν υπάρχουν άλλοι τρόποι για να εκφράσουν οι πολίτες τις απόψεις, τις διαμαρτυρίες και τις διεκδικήσεις τους, η ελευθερία τού συνέρχεσθαι παραμένει πάντοτε ένας αποφασιστικός παράγοντας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και η πιο αποτελεσματική μορφή άσκησης κριτικής και πίεσης προς τους κυβερνώντες. Συγχρόνως, σε μια περίοδο όπου η κρίση κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας των πολιτικών κομμάτων βαθαίνει όλο και περισσότερο, η ελευθερία τού συνέρχεσθαι αποτελεί το κατ εξοχήν όργανο έκφρασης άτυπων μαζικών κινημάτων, μέσα από τα οποία οι πολίτες ανακαλύπτουν ξανά ή για πρώτη φορά την πολιτική.
Με αυτό το κλασικό και το καινούργιο πολιτικό νόημά του το δικαίωμα συνάθροισης αποτελεί συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας του δημοκρατικού κράτους. Γι αυτό θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στις προτάσεις για μια περιοριστική ρύθμισή του, οι οποίες ξανακερδίζουν έδαφος μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Αλλωστε, για την αντιμετώπιση των πράξεων βίας στους δρόμους δεν χρειάζονται νέες ρυθμίσεις, αφού το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 11 παρ. 1 Συντ.) απαγορεύει τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων κατά τη διάρκεια των συναθροίσεων και των διαδηλώσεων. Η διατύπωση, πάντως, του άρθρου 11 παρ. 1 Συντ. δεν αφήνει περιθώρια για την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε υπαίθριες συναθροίσεις προσώπων που χρησιμοποιούν κράνη, κουκούλες ή άλλα καλύμματα, για να καταστήσουν δύσκολη την αναγνώριση της ταυτότητάς τους, εφόσον αυτά ασκούν το δικαίωμα συνάθροισης «ήσυχα και χωρίς όπλα». Διότι τα κράνη, οι κουκούλες και τα άλλα καλύμματα (π.χ. τα κασκόλ) δεν είναι «όπλα» και όποιος τα χρησιμοποιεί δεν παύει κατ ανάγκη να ενεργεί «ήσυχα», αφού αυτό συμβαίνει μόνο όταν εκτρέπεται σε βίαιες πράξεις. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι οι διοργανωτές και οι άλλοι συμμετέχοντες θα πρέπει να ανέχονται την παρουσία τέτοιων προσώπων. Οι ίδιοι θα πρέπει να περιφρουρήσουν το νόημα και την αξία της φανερής πολιτικής δράσης.
Αντίθετη με το Σύνταγμα θα ήταν και η αναγνώριση της δυνατότητας στην αστυνομική Αρχή να απαγορεύει γενικό αριθμό συναθροίσεων και για αόριστο χρόνο, όταν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια (άρθρο 11 παρ. 2). Αυτό μπορεί να γίνει μόνο για συγκεκριμένη συνάθροιση και για ορισμένο χρόνο. Δεν προσκρούει, όμως, στο Σύνταγμα η νομοθετική θέσπιση εύλογων περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης, με σκοπό την προστασία της ελευθερίας της οδικής κυκλοφορίας, ανάλογα με τον όγκο των συγκεντρώσεων, τις ώρες κυκλοφοριακής αιχμής στις κεντρικές οδικές αρτηρίες κ.λπ. Αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να συζητηθεί.

30/12/08

Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 30.12.2008

Οι δυσλειτουργίες της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν προκαλέσει την αγανάκτηση της κοινωνίας. Από την περίφημη υπόθεση της «ζαρντινιέρας» και τις αθλιότητες εις βάρος μεταναστών, μέχρι τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου μαθητή, η περιπτωσιολογία περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια κατάχρησης εξουσίας και κακουργηματικών πράξεων. Για όλα αυτά η Ελλάδα έχει κατ επανάληψη καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κυριότερα αίτια της αστυνομικής εγκληματικότητας είναι η κακή διοικητική οργάνωση, η ανεπαρκής εκπαίδευση, η καλλιέργεια εξουσιαστικών συνδρόμων, οι περιορισμένοι εξωτερικοί μηχανισμοί ελέγχου, οι συχνά απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές που οδηγούν σε παράλληλη απασχόληση, η διαρκής έκθεση σε κινδύνους χωρίς σοβαρή ψυχολογική υποστήριξη, τα στερεότυπα που συνεπάγονται την κοινωνική απαξία.
Η χώρα μας έχει βαρύ ιστορικό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα η εικόνα της αστυνομίας να συνδεθεί, στο συλλογικό υποσυνείδητο, με τον κρατικό αυταρχισμό. Αυτό το βάρος επιχειρήθηκε να μετριαστεί, ιδίως μετά το 1981, με τον εκδημοκρατισμό των σωμάτων ασφαλείας. Κάθε παρέκκλιση αστυνομικού οργάνου αρκεί όμως για να επανέρχεται στο προσκήνιο η αρνητική φόρτιση. Οταν λοιπόν η Αστυνομία συγκρούεται με τους «κουκουλοφόρους», που καταστρέφουν αδιακρίτως δημόσια και ιδιωτική περιουσία, ο λεγόμενος «προοδευτικός» λόγος φαίνεται ενίοτε προδιατεθειμένος εναντίον της Αστυνομίας.
Κάθε συμψηφισμός θα ήταν απαράδεκτος. Ο ρόλος της Αστυνομίας είναι να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα, πρωτίστως τη ζωή, την ασφάλεια και την περιουσία όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, και όχι να σκοτώνει, να εκβιάζει ή να βασανίζει. Είναι σήμερα επιβεβλημένη η εκ βάθρων ανασυγκρότησή της, η καλλιέργεια μιας νέας διοικητικής κουλτούρας και η αποβολή από τις τάξεις της όσων αντιλαμβάνονται το λειτούργημά τους με όρους Αγριας Δύσης.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κοινωνία δεν αρμόζει να απαξιώνει συλλήβδην τον ρόλο της αστυνομίας και τους φορείς της, όχι μόνο επειδή υποκατάστατο για την προστασία από το έγκλημα δεν έχει ακόμη εφευρεθεί, αλλά και διότι είναι άδικο να στιγματίζεται το σύνολο των αστυνομικών.
Ενα αστυνομικό σώμα με υποβαθμισμένο κύρος, στελεχωμένο με αστυνομικούς των 800 ευρώ, που λοιδορούνται σε καθημερινή βάση, συγκροτεί μια κρατική υπηρεσία αναποτελεσματική, αλλά και ευάλωτη σε φαινόμενα παρέκκλισης. Αλλωστε, η Αστυνομία δεν αποτελεί παρά τμήμα της γενικότερα δυσλειτουργούσας κρατικής μηχανής, υπό τον υποτυπώδη έλεγχο μιας πολιτικής τάξης ασθμαίνουσας και μιας κοινωνίας που συγκαλύπτει τις ενοχές της κατασκευάζοντας συμβολικούς εχθρούς. Είτε οι εχθροί αυτοί ονομάζονται «μετανάστες», για την άκρα Δεξιά, είτε «μπάτσοι», για μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, η ιδεοληπτική τύφλωση είναι παρεμφερής.
Επικεντρώνοντας την κριτική στην Αστυνομία ξεχνάμε, εν τέλει, ότι για τα εκρηκτικά ελλείμματα στην κοινωνική και εκπαιδευτική πολιτική, για την ακρίβεια και την ανεργία, είναι κάποιοι άλλοι υπεύθυνοι. Ας μην υποβαθμίζονται οι ευθύνες των κρατούντων με τη μετάθεσή τους σε ένα τμήμα της πολιτείας που μόνο «ελίτ» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

17/12/08

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.12.2008

Ότι ο φόνος του δεκαπεντάχρονου μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από σφαίρα αστυνομικού θα προκαλούσε την οργή και τη διαμαρτυρία των μαθητών και των φοιτητών στην Αθήνα και σε όλη τη χώρα ήταν κάτι το φυσιολογικό και το ευπρόσδεκτο. Αλίμονο, αν οι νέοι πολίτες έμεναν αδιάφοροι και παθητικοί μπροστά σε ένα τέτοιο εξοργιστικό γεγονός.
Ωστόσο, αυτό που συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα στην Ελλάδα, δεν ήταν μόνο μια νεανική κινητοποίηση και διαμαρτυρία εναντίον της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Ήταν μια χαοτική κοινωνική σύγκρουση που έφερε την ελληνική κοινωνία στα πρόθυρα της «φυσικής κατάστασης», εκεί όπου αρχίζει ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Και δεν ήταν μόνο το αίσθημα του δικαίου που προκάλεσε αυτό το τυφλό ξέσπασμα, αλλά κυρίως το αίσθημα της αδικίας και της ανασφάλειας που εξαπλώνεται στη νέα γενιά.
Αν ένας νέος δεν μπορεί να βρει εργασία ή δεν απολαμβάνει από την εργασία του μια αξιοπρεπή αμοιβή, ακόμη κι αν είναι πτυχιούχος, γνωρίζει μία-δύο ξένες γλώσσες και ξέρει να χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή, τότε χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στην κοινωνία και στο κράτος και μπορεί απογοητευμένος απ όλα να μεταμορφωθεί συγκυριακά σε «καταστροφέα», όπως οι Άγγλοι υφαντουργοί που κατέστρεφαν τα μηχανήματα στις βιομηχανικές μονάδες για να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας -οι περιώνυμοι «λουδίτες». Αν μάλιστα έχει απέναντί του ένα διεφθαρμένο κομματοκρατικό σύστημα και μια πολιτική τάξη με συμπεριφορές «κάστας», τότε η Αργεντινή είναι κοντά -και το «que se vayan todos» μπορεί σύντομα να γίνει και στη χώρα μας παλλαϊκό αίτημα.
Όμως από το κακό μπορεί να προέλθει το καλό. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει αυτή η αντιπολιτική κοινωνική σύγκρουση να κατανοηθεί -και ο Λεωνίδας Κύρκος στη συνέντευξή του στο Mega είπε ό,τι χρειαζόταν να ειπωθεί πάνω στο θέμα αυτό- και κυρίως να μετασχηματισθεί σε μια μεταρρυθμιστική πολιτική που να ανταποκρίνεται στο ύψος των περιστάσεων. Ότι η πολιτική και διοικητική διαφθορά, οι πελατειακές πρακτικές, ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία, φαινόμενα που υπήρχαν και πριν από το 2004 αλλά διογκώθηκαν κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, αυξάνουν την οργή των πολιτών, είναι κάτι που δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επισήμανση. Το πρώτο κεφάλαιο μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής στην Ελλάδα θα πρέπει να είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αντι-διαφθοράς.
Ας πάμε, όμως, παρακάμπτοντας ενδιάμεσα θέματα, στην καρδιά του προβλήματος. Στο ζήτημα του δικαιώματος στην εργασία, το οποίο επανέρχεται σήμερα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ως το πιο θεμελιώδες από όλα τα ζητήματα. Τώρα που ο νεοφιλελεύθερος κύκλος κλείνει, αφήνοντας πίσω του τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το 1929, η δημοκρατική σταθερότητα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί στο πρόβλημα αυτό, δηλαδή από το αν θα ξεκινήσει ένας νέος «μεγάλος μετασχηματισμός» που θα καταστήσει την πλήρη απασχόληση πρώτη προτεραιότητα των κοινωνιών.

16/12/08

ΒΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.12.2008

Τα τελευταία χρόνια τα Πανεπιστήμια βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό. Το εγχείρημα να αναθεωρηθεί το άρθρο 16, προκειμένου να επιτραπεί η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, υπήρξε το έναυσμα μιας παρατεταμένης περιόδου κρίσης στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Παράλληλα, η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του «νόμου-πλαισίου» για τα Πανεπιστήμια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, παρότι οι αλλαγές που επιβλήθηκαν τελικά στερούνται ουσίας. Τη διαρκή κρίση τροφοδότησε, επίσης, η αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων με βάση τίτλους σπουδών από «κολέγια» συμβεβλημένα με Πανεπιστήμια άλλων κρατών-μελών της Ε Ε. Ωστόσο, αυτό που έμεινε από αυτή την περίοδο αναβρασμού δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση της φθίνουσας πορείας του δημόσιου Πανεπιστημίου, οι σκηνές τυφλής βίας εις βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πανεπιστημιακής περιουσίας, ιδίως όμως μια γενικευμένη αίσθηση ότι η σταδιακή αποδόμηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι προδιαγεγραμμένη.
Ποια είναι λοιπόν σήμερα η πανεπιστημιακή πραγματικότητα; Πρώτα απ όλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι τα τελευταία 20 χρόνια διευρύνθηκε η πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ήταν όμως τα επιστημονικά πεδία των νέων Σχολών κατά κανόνα τα ενδεδειγμένα; Συνοδεύθηκε το άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης από βελτίωση του επιπέδου σπουδών και της έρευνας, ή μήπως συνέβαλε στην υποβάθμισή τους; Δεν εξυπηρετεί κανέναν ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας στα Πανεπιστήμια, εκτός ίσως από εκείνους που είχαν την ευθύνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, ακόμη και σχολές που διαθέτουν εξαιρετικούς καθηγητές -κι αυτές δεν είναι λίγες- παραμένει ένας θεσμός που υπολειτουργεί. Τα ελλείμματα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, οι στρεβλώσεις που προκαλεί το ισχύον σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των Πανεπιστημίων από το κράτος, η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η παγίωση μιας γραφειοκρατικής κουλτούρας σε έναν χώρο όπου κατεξοχήν θα έπρεπε να ενισχύονται η καινοτομία και η ευελιξία, οι συντεχνίες που υποσκάπτουν την ανανέωση και την αξιοκρατία, η αλλοίωση της αποστολής του ασύλου, όλα αυτά ναρκοθετούν την ποιότητα και το κύρος των Πανεπιστημίων. Χρειάζεται επειγόντως μια νέα πανεπιστημιακή οργάνωση και κουλτούρα, όμως ουδείς τολμάει τις αναγκαίες ρήξεις.
Μπορεί λοιπόν να είναι τυφλή, όμως δεν είναι ανεξήγητη η βία που ασκείται μέσα και έξω από τα Πανεπιστήμια. Η ανεκπλήρωτη επιθυμία για σοβαρές σπουδές, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση ότι το πτυχίο διαθέτει πλέον περιορισμένη αξία για την επαγγελματική εξέλιξη, συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι βόμβες μολότοφ εναντίον του Πανεπιστημίου, οι επαναλαμβανόμενες καταλήψεις, η διογκούμενη οργή των νέων απέναντι σε ένα σύστημα που παράγει ανασφάλεια, δεν είναι παρά αποτελέσματα της απογοήτευσης για την απουσία ίσων ευκαιριών, ουσιαστικής παιδείας, προοπτικών απασχόλησης και, τελικά, σεβασμού από την πολιτεία, η οποία φαίνεται να θέτει καθημερινά στο περιθώριο ένα σημαντικό τμήμα των νέων. Για κάποιους αρκούσε άλλο ένα θανατηφόρο κρούσμα αστυνομικής ασυδοσίας, ώστε η συσσωρευμένη απογοήτευση να μετατραπεί σε βανδαλισμούς και παράλογη καταστροφικότητα.

15/12/08

ΕΛΠΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 15.12.2008

Η έκρηξη βίας των τελευταίων ημερών, ύστερα από την ανθρωποκτονία μαθητή από αστυνομικό, αποδεικνύει την κατάσταση αποσύνθεσης στην οποία βρίσκονται το ελληνικό κράτος και το πολιτικό μας σύστημα. Σε αποσύνθεση βρίσκεται κατ αρχάς η Αστυνομία, η οποία δεν εκπαιδεύει κατάλληλα το προσωπικό της στη χρήση των όπλων, ούτε το υποβάλλει στους σχετικούς, προβλεπόμενους από τον νόμο ψυχολογικούς ελέγχους. Το να συμβεί, λοιπόν, ένα παρόμοιο περιστατικό ήταν μάλλον θέμα χρόνου. Η συνέχεια θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης σχεδόν αναμενόμενη, αφού επί δεκαετίες η καταστροφική δράση κουκουλοφόρων εξτρεμιστών αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όπως σύνηθες φαινόμενο αποτελεί και η απέναντί τους αδράνεια της Αστυνομίας.
Σε αποσύνθεση και σήψη βρίσκεται όμως και το πολιτικό μας σύστημα, αφού για τη διαχρονική αυτή αδράνεια των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν ασφαλώς οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, δηλαδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Η ανοχή που επιδεικνύουν οι τελευταίες στο παρακράτος των Εξαρχείων εναρμονίζεται προς την ανοχή τους στο παρακράτος των Ζωνιανών και προς την ανοχή τους και σε άλλες μορφές παραβατικότητας, όπως στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, στην καταστρατήγηση της πολεοδομικής νομοθεσίας κ.λπ. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι κατά βάθος τόσο αδύνατο, ώστε να μην μπορεί ούτε να αγγίξει οτιδήποτε δημιουργεί έστω και την υποψία πολιτικού κόστους. Είναι άλλωστε εμφανές ότι μια κυβέρνηση η οποία επιδίδεται στη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου, όπως αποδεικνύει η υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου, δεν έχει ούτε το ηθικό ούτε το πολιτικό ανάστημα για να παρεμποδίσει την καταστροφή και τη λεηλασία ιδιωτικών περιουσιών από τους «αντιεξουσιαστές».
Τα χειρότερα δυστυχώς έρχονται, αφού η διεθνής οικονομική και κοινωνική κρίση μόλις έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή στη χώρα μας. Η Ελλάδα μοιάζει με ακυβέρνητο σκάφος που βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πρωτοφανή τρικυμία. Η εναλλαγή των δύο κομμάτων εξουσίας στην κυβέρνηση δεν αποτελεί λύση για την ακυβερνησία, αφού αυτά, έχοντας κοινή λαϊκιστική ιδεολογία και κοινή κλεπτοκρατική πρακτική, αποτελούν ουσιαστικά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για πολιτικά κόμματα, αφού αμφότερα στερούνται σαφούς και ρεαλιστικού πολιτικού προγράμματος, αλλά για οικογενειακές επιχειρήσεις πώλησης ψευδαισθήσεων δημοκρατίας στο καταναλωτικό κοινό (δηλαδή τον λαό). Όσο για τα κόμματα διαμαρτυρίας, τα οποία κινούνται στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, αυτά αποτελούν σε τελική ανάλυση διακοσμητικά στοιχεία στην πρόσοψη της ρηχής ελληνικής δημοκρατίας των γόνων.
Η ελπίδα, αν υπάρχει, μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από μια συνολική ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, με διαφορετικές πολιτικές, με διαφορετικά πρόσωπα και με βαθιές θεσμικές τομές, που θα συνοδεύεται από μια γενικότερη αλλαγή πλεύσης της ελληνικής κοινωνίας. Μια άλλη Ελλάδα θα ήταν εφικτή, αν την ήθελαν οι Έλληνες.

6/12/08

Ευάγγελος Βενιζέλος
Η κυβέρνηση τροφοδοτεί μια τριπλή οικονομική κρίση
συνέντευξη στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 6/12/2008

Η ειδησεογραφία κυριαρχείται από τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση Βατοπεδίου, ωστόσο, πέραν αυτού, εκτός από τα σήμαντρα της μονής άρχισαν να ηχούν και οι καμπάνες για την κοινωνία, εν πρώτοις από τις δηλώσεις του κ. Μίχαλου. Δυσάρεστη πρόβα για το νέο έτος, δεν είναι;
«Η πρόβλεψη είναι δυσάρεστη όχι μόνον για το 2009, αλλά τουλάχιστον για τα τρία επόμενα χρόνια. Στην Ελλάδα ζούμε ακόμη το προοίμιο της κρίσης με το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα και το οποίο μετακυλίεται ολοένα και πιο έντονα στην πραγματική οικονομία: στα κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων, στους περιορισμούς των δανειοδοτήσεων. Βλέπουμε ήδη την πτώση της κίνησης στην οικοδομή, την κακή πρόγνωση για τον τουρισμό, τις απειλές κατά των εργασιακών σχέσεων, την τάση διόγκωσης της ανεργίας. Θεωρώ πολύ δύσκολο να υπάρξει το 2009 έστω και μικρός θετικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ. Η χώρα αντιμετωπίζει σωρευτικά μια τριπλή οικονομική κρίση: κρίση του χρηματοοικονομικού συστήματος, κρίση του μοντέλου ανάπτυξης και της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, που βασίζεται στους ευάλωτους τομείς της οικοδομής, του τουρισμού και της ναυτιλίας, και κρίση δημοσιονομική, που παίρνει τώρα εκρηκτικές διαστάσεις λόγω της διόγκωσης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και της εκτίναξης του κόστους του δανεισμού, που με τη σειρά του τινάζει στο αέρα τις εικονικές προγνώσεις του προϋπολογισμού».

Είναι δυνατόν μια κυβέρνηση τόσο αδυνατισμένη στο εσωτερικό της, όπως η Ν.Δ., να αντιμετωπίσει την οικονομική και κοινωνική κρίση που έρχεται, και μάλιστα την ώρα που έχει ξεκινήσει η διαδοχολογία;
«Το κακό για τη χώρα είναι πως η τριπλή οικονομική κρίση στην οποία αναφέρθηκα διασταυρώνεται με τη βαθιά κρίση της δημόσιας ηθικής και με την εξίσου βαθιά κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων που νιώθουν εχθρικές προς το πολιτικό σύστημα. Η κυβέρνηση έχει χάσει προ πολλού τη νομιμοποιητική της βάση. Εχει διαρραγεί όχι μόνον η σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, αλλά και η απλή σχέση ανοχής. Η ηττοπάθεια και η αμηχανία που κυριαρχούν πλέον στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης μετατρέπονται σε οξύ πρόβλημα για τη χώρα, γιατί η κυβέρνηση όχι μόνον αδυνατεί να διαχειριστεί την οικονομική κρίση και να αναλάβει πρωτοβουλίες υπέρβασής της, αλλά με τη στάση της την τροφοδοτεί διαρκώς. Γι' αυτό είναι επείγουσα η ανάγκη αλλαγής της κυβέρνησης».

Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ανακάμπτει, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, όμως απέχει ακόμα αρκετά από το να διαμορφώνει ένα ρεύμα αδιαμφισβήτητου νικητή. Είναι θέμα προγράμματος, στιλ αντιπολίτευσης ή κάτι άλλο;
«Κατ' αρχάς η αντιστροφή του συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο γεγονός. Επί δύο και πλέον μήνες το ΠΑΣΟΚ καταγράφεται ως πρώτο κόμμα με διευρυνόμενη διαφορά. Αυτό αλλάζει την ψυχολογική κατάσταση των δύο χώρων. Αλλάζει την παράσταση νίκης. Οι πολίτες ξέρουν ότι οι θεσμικά προσφερόμενες και εφικτές λύσεις για τη διακυβέρνηση του τόπου και τη διαχείριση της κρίσης είναι πολύ συγκεκριμένες. Βεβαίως δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη λογική του "ώριμου φρούτου". Η αποσάθρωση της Ν.Δ., η πολιτική και επικοινωνιακή ακύρωση του κ. Καραμανλή και η καταβύθιση της κυβέρνησης στο πέλαγος των σκανδάλων διευκολύνουν το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν συνιστούν τα υλικά μιας νέας διακυβέρνησης. Μια νέα διακυβέρνηση πρέπει να είναι ικανή να γυρίσει σελίδα, να πει την αλήθεια στο λαό, να διαμορφώσει μια στέρεη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες, να συγκροτήσει τις αναγκαίες εθνικές και κοινωνικές συμφωνίες για το φορολογικό σύστημα, την παραγωγική αναδιάρθρωση, τους τομείς αιχμής της ελληνικής οικονομίας, την απασχόληση, το ρόλο της περιφέρειας. Από αυτά τα νέα υλικά έχει ανάγκη ο τόπος και αυτά θέλουμε και οφείλουμε να εγγυηθούμε ως ΠΑΣΟΚ».

Ποιες πρέπει να είναι οι άμεσες προτεραιότητές σας στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, ενόψει μάλιστα και του εκλογικού, τουλάχιστον για την Ευρώπη, 2009;
«Κορυφαία προτεραιότητα είναι η διαχείριση και η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης. Η κρίση δεν είναι φυσικά μόνον εξωγενής και εισαγόμενη. Είναι ταυτόχρονα και κρίση ενδογενής, που οφείλεται αφενός μεν στις πολιτικά τυφλές, κοινωνικά άδικες, δημοσιονομικά εσφαλμένες και αντιαναπτυξιακές επιλογές της πενταετίας της Ν.Δ., αφετέρου δε στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Κορυφαίο διαρθρωτικό πρόβλημα, που η κρίση το βγάζει στην επιφάνεια σε όλη του την έκταση, είναι η σύγκρουση ανάμεσα στα τυπικά και τα άτυπα χαρακτηριστικά της οικονομίας. Ανάμεσα στην οικονομία και την παραοικονομία που τροφοδότησε επί δεκαετίες την ανάπτυξη, αλλά συνδέεται και με το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, στο μέτρο που και αυτό με τη σειρά του συνδέεται με τους παραλογισμούς και τις αντιφάσεις του φορολογικού συστήματος. Το άμεσο συνεπώς οικονομικό ζήτημα είναι η αποκατάσταση της πολιτικής εμπιστοσύνης, ώστε με ένα πλεόνασμα πολιτικής εμπιστοσύνης να καλυφθεί το έλλειμμα οικονομικής εμπιστοσύνης που υπάρχει τόσο στην αγορά όσο και στη σχέση οικονομίας, κοινωνίας και κράτους».

Θεωρείτε ότι ο δικομματισμός έχει ούτως ή άλλως κλείσει τον κύκλο του; Υπάρχει ανάγκη ανασύνθεσης του πολιτικού συστήματος με σχήματα συνεργασίας, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής, κοινωνικής αλλά και πολιτικής κρίσης;
«Πολλοί εδώ και καιρό έχουν κηρύξει το τέλος του δικομματισμού και την οριστική μετάβαση στην εποχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Η πολιτική και ψυχολογική κατάρρευση της κυβέρνησης και η πρώτη θέση του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν όμως και πάλι το αίτημα για πολιτική σταθερότητα ως προέχον στη συνείδηση των πολιτών. Οι πολίτες είναι βεβαίως δύσπιστοι και επιφυλακτικοί. Δίνουν δύσκολα την ψήφο τους και ακόμη δυσκολότερα την εμπιστοσύνη τους. Θεωρώ συνεπώς ότι είναι όχι μόνο θεμιτός, αλλά και αναγκαίος στόχος για το ΠΑΣΟΚ η κοινοβουλευτική αυτοδυναμία ως εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και προγραμματικής σαφήνειας, αλλά και ως βάση για τη διαμόρφωση των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών συνεργασιών που είναι αναγκαίες για να κυβερνηθεί με άλλο δημόσιο ήθος και με πολιτική αποτελεσματικότητα ο τόπος. Με την κυβέρνηση της Ν. Δ. δεν κλείνει ο κύκλος των κοινοβουλευτικά αυτοδύναμων κυβερνήσεων, αλλά ο κύκλος της προσωποκεντρικής και μονοπρόσωπης διακυβέρνησης, της μονοκομματικής και αυτάρεσκης νοοτροπίας. Καμιά κυβέρνηση δεν διαθέτει πλέον εφάπαξ νομιμοποίηση που αρχίζει στις εκλογές και τελειώνει στις επόμενες εκλογές. Κάθε κυβέρνηση οφείλει να διαλέγεται συνεχώς με την κοινωνία, να πείθει καθημερινά τους πολίτες και να κατακτά την πολιτική νομιμοποίηση για κάθε μεγάλη πολιτική της απόφαση και πρωτοβουλία».

Μια τελευταία ερώτηση για το Βατοπέδι. Θα επανέλθει το ΠΑΣΟΚ στην πρότασή του για προανακριτική επιτροπή; Και ο κ. Καραμανλής από την πλευρά του τι θα κάνει;
«Η εξεταστική επιτροπή ολοκλήρωσε ουσιαστικά το έργο της, καθώς η πλειοψηφία της Ν.Δ. απέρριψε τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για εξέταση ορισμένων ακόμη μαρτύρων. Εκκρεμεί κυρίως η συζήτηση για τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Θα αξιολογήσουμε με πλήρη συνείδηση πολιτικής αλλά και νομικής ευθύνης το υλικό που έχει συγκεντρωθεί. Δεν επιδιώκουμε την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Δεν θέλουμε ένα αντεστραμμένο 1989. Οφείλουμε όμως να εγγυηθούμε την αποκατάσταση της δημόσιας ηθικής. Οφείλουμε να στείλουμε στον πολίτη το μήνυμα ότι μπορούν να υπάρξουν στον τόπο μας εγγυήσεις διαφάνειας, και διαφάνεια δεν υπάρχει χωρίς ανάληψη ευθύνης. Είναι επίσης γνωστό ότι εκκρεμεί τυπικά, γιατί δεν έχει απορριφθεί, η αρχική πρόταση του ΠΑΣΟΚ για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που βασιζόταν στους λόγους για τους οποίους ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου παρήγγειλε την διεξαγόμενη από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση. Η θέση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί εγκλωβίστηκαν στην άρνηση να αποδεχθούν την ύπαρξη του σκανδάλου και στην αστεία προσπάθεια μετακύλισης της ευθύνης στο ΠΑΣΟΚ. Με βάση το γενικότερο πολιτικό κλίμα, την καθολική πολιτική αδυναμία της κυβέρνησης και την οριακή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία προφανώς και δεν μπορεί να αποκλειστεί η επίσπευση των εκλογών».

3/12/08

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.12.2008

Η ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης και κριτικής και το δικαίωμα της προσωπικότητας βρίσκονται σχεδόν καθημερινά σε αντιπαράθεση στις αίθουσες των δικαστηρίων μας, τα οποία έχουν το δύσκολο, πράγματι, έργο να επιλύουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο αυτά εκ φύσεως ανταγωνιστικά δικαιώματα. Φαίνεται, όμως, ότι κάτι δεν πάει καλά με τη νομολογία των δικαστηρίων μας γύρω από το θέμα αυτό. Ήδη κατά τη διετία 2007-2008 έχουν εκδοθεί τρεις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) που καταδικάζουν την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, στο οποίο κατοχυρώνεται η ελευθερία της δημοσιογραφικής πληροφόρησης και κριτικής (υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας, υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας, υπόθεση «Αυγή» και Κάρης κατά Ελλάδας). Παραδόξως, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ακροθιγώς ασχολούνται με το θέμα αυτό, μολονότι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ δημιουργούν νέα δεδομένα για την άσκηση της δημοσιογραφικής ελευθερίας, αναγνωρίζοντας στην ελευθερία αυτή μια «προνομιούχο θέση» σε σχέση με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Ας δούμε συντομογραφικά τι κομίζει η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και πού διαφέρει από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων.
Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει κατ αρχάς ότι τα όρια της επιτρεπτής κριτικής κατά πολιτικών προσώπων είναι ευρύτερα σε σχέση με τα όρια της κριτικής κατά απλών ιδιωτών. Σε αντίθεση με τους απλούς ιδιώτες, τα πολιτικά πρόσωπα εκτίθενται αναπόφευκτα και συνειδητά σε αυστηρό έλεγχο της δημόσιας ή και της ιδιωτικής τους συμπεριφοράς. Θεωρητικά αυτό γίνεται δεκτό και από τα ελληνικά δικαστήρια, τα συμπεράσματά τους όμως δεν ανταποκρίνονται πάντοτε στην παραδοχή αυτήν. Το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει επίσης ότι η κριτική δεν υπόκειται στον κανόνα της αλήθειας, εκτός εάν βασίζεται σε συνειδητή αλλοίωση των γεγονότων. Τα ελληνικά δικαστήρια απαιτούν συχνά από τους δημοσιογράφους να αποδείξουν την «αλήθεια» των αξιολογικών τους κρίσεων, σύμφωνα όμως με το ΕΔΔΑ αυτό αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης.
Το ΕΔΔΑ διαχωρίζει την ευθύνη του δημοσιογράφου-συνεντευκτή από εκείνη του συνεντευξιαζομένου. Ο πρώτος ευθύνεται για τις εξυβριστικές ή συκοφαντικές δηλώσεις του δεύτερου, μόνο όταν τις υιοθετεί και όχι όταν λειτουργεί ως ουδέτερος παρατηρητής. Ένα τέτοιο «δικαίωμα συνέντευξης» δεν έχει αναγνωριστεί ακόμη από τα ελληνικά δικαστήρια.
Το ΕΔΔΑ δεν ψάχνει να βρει αν ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να διατυπώσει τη σκέψη του με άλλες λέξεις ή φράσεις που θα ήταν λιγότερο δηκτικές. Όπως παρατηρεί: «Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων... δεν συνίσταται στο να επισημαίνουν αυτά στον δημοσιογράφο το απολύτως μίνιμουμ των όρων που ο τελευταίος δύναται να χρησιμοποιήσει, όταν ασκεί το δικαίωμά του στην κριτική...» (βλ. Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2008, σ. 507). Και εκφράζει την έκπληξή του για την εμμονή των ελληνικών δικαστηρίων να εμπλέκονται σε ζητήματα δημοσιογραφικού ύφους.
Ύστερα από τις αποφάσεις αυτές οι Έλληνες δικαστές γνωρίζουν πλέον πώς μπορούν να αποφευχθούν καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της χώρας μας για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Προς το παρόν πάντως δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα γι αυτό.

2/12/08

Η ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.12.2008

Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει άμεσα τον κόσμο της εργασίας. Όλες οι έρευνες και οι προγνώσεις καταλήγουν σήμερα στο συμπέρασμα ότι η περίοδος βαθιάς ύφεσης, στην οποία εισήλθε η παγκόσμια οικονομία, θα επιφέρει, κατά τους επόμενους μήνες, κύματα απολύσεων. Οι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα, κατά κανόνα «εύκολα», θύματα της απο-ανάπτυξης. Ωστόσο, το έδαφος για τη θυματοποίηση των εργαζομένων προετοιμάστηκε σταδιακά ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, μέσα από την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους και την υπονόμευση των προστατευτικών ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας. Βασικό δικαιολογητικό λόγο για την υποχώρηση των εγγυήσεων της εργασίας υπέρ του οικονομικού ανταγωνισμού αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια τα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί παγκοσμιοποίησης και διόγκωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των διεθνοποιημένων αγορών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης το επιχείρημα που προβάλλεται πλέον είναι η αναγκαστική μείωση προσωπικού, ως προϋπόθεση για την επιβίωση ακόμη και επιχειρηματικών κολοσσών. Όμως και στις δύο περιπτώσεις το σκεπτικό εμφανίζεται παρόμοιο: Η μείωση του εργασιακού κόστους, η ευελιξία στην απασχόληση, η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων προσεγγίζονται ως «αυτονόητες» κινήσεις στην επιχειρηματική σκακιέρα προς όφελος των επιχειρήσεων και εις βάρος της επιβίωσης των εργαζομένων.
Θα ήταν ασφαλώς αντίθετο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος να περιμένει κανείς ότι οι επιχειρήσεις θα αναλάβουν αυτοβούλως το κοινωνικό κόστος της οικονομικής κρίσης. Η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως το κράτος, του οποίου ο ρόλος στα πεδία της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας επιχειρήθηκε συστηματικά να υποβαθμιστεί. Η κρατική παρέμβαση είναι όμως αδιανόητο να περιορίζεται στη διασφάλιση των μηχανισμών συμβιβασμού και διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και των επιμέρους ομάδων ειδικών συμφερόντων. Κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος διατηρεί την υποχρέωση να παρεμβαίνει για τη συνολική εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας και για τη ρύθμιση των συνθηκών άσκησης του δικαιώματος στην εργασία, να μεσολαβεί για την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας ή την επίλυση μισθολογικών διαφορών, να ενισχύει την επενδυτική δραστηριότητα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, να μεριμνά για την ασφάλεια στους χώρους εργασίας, καθώς και για την επαγγελματική επιμόρφωση και επαναπροώθηση στην εργασία του εργατικού δυναμικού.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν φαίνεται, όπως προκύπτει από πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης, να εμπιστεύονται την ελληνική πολιτεία ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Όσο επινοητική και αυστηρή εμφανίζεται η πολιτεία στη λειτουργία της ως κράτος επιτήρησης και καταστολής, άλλο τόσο ασυνεπής και άπραγη αποδεικνύεται σε σχέση με την προστασία της εργασίας. Όμως ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση που συνεπάγονται η ανεργία, η υποαπασχόληση, η φτώχεια και, τελικά, η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, δεν αποτελούν παρά τον προθάλαμο της παραβατικότητας. Αν το κράτος έχει επιλέξει να λειτουργεί αποτελεσματικότερα ως κράτος καταστολής παρά ως κοινωνικό κράτος δικαίου, τότε δεν απέχουμε πολύ είτε από μια κοινωνική έκρηξη είτε από έναν οργουελικού τύπου ολοκληρωτισμό με κατ' επίφαση δημοκρατικούς θεσμούς.

1/12/08

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Ευρωπαϊκές Εξελίξεις, τχ. 12/2008

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία, όπως ήταν αναπόφευκτο, επεκτάθηκε γρήγορα προκαλώντας ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα σ’ ολόκληρο τον Κόσμο, πλήττει και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταση των προβλημάτων που προκαλεί σε κάθε χώρα-μέλος ποικίλει ανάλογα με την μακροοικονομική κατάσταση που βρίσκεται κάθε εθνική οικονομία της Ένωσης καθώς και με το βαθμό έκθεσής της στη διεθνή αγορά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση με πρωτοβουλία του Προεδρεύοντος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Γάλλου Προέδρου Ν. Σαρκοζί προσπάθησε να επεξεργασθεί ένα σχέδιο Κοινοτικής απάντησης στην οικονομική κρίση, πράγμα που θα έδινε την αίσθηση της κοινότητας των συμφερόντων όλων των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συνεκτικής Πολιτικής Οντότητας.
Από την αρχή ωστόσο διεφάνη ότι μια τέτοια Κοινοτική απάντηση στην οικονομική κρίση δεν ήταν εφικτή. Αντίθετα, επελέγη ο δρόμος του συντονισμού των αναγκαίων δημοσίων παρεμβάσεων σε εθνικό επίπεδο, ενώ η πρωτοβουλία των παρεμβάσεων αυτών καθώς και η εξειδίκευσή τους αφέθηκε στην αρμοδιότητα των χωρών-μελών. Πρωταγωνιστής στην επιλογή αυτή ήταν κυρίως η Γερμανία, φοβούμενη, ίσως, ότι μια πραγματική Κοινοτική απάντηση στην οικονομική ύφεση θα κόστιζε δημοσιονομικά περισσότερο στις ισχυρές εθνικές οικονομίες, όπως είναι η γερμανική οικονομία.
Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (11-12 Δεκ. 2008) επιβεβαίωσε αυτή την επιλογή των επιμέρους δημόσιων εθνικών παρεμβάσεων των χωρών-μελών μέσα σ’ ένα πλαίσιο βασικών αρχών προκειμένου να υπάρχει ο αναγκαίος συντονισμός. Έτσι, οριστικοποίησε τα περιθώρια υπέρβασης από τα κράτη-μέλη του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και καθόρισε τις Ευρωπαϊκές προθέσεις σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και σχετικά με τις διευκολύνσεις χρηματοδότησης από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Είναι προφανές ότι οι αποφάσεις αυτές δεν συνιστούν ολοκληρωμένη Κοινοτική δράση απέναντι στην διεθνή οικονομική κρίση και συνεπώς δεν συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας πιο συνεκτικής ευρωπαϊκής απάντησης, η οποία θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μια Κοινότητα με σαφέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.12.2008

Η ανώτατη εκπαίδευση βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση αναβρασμού, με αφορμή την έκδοση της απόφασης του ΔΕΚ για τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ένα μέρος των σπουδών των οποίων έχει γίνει στην Ελλάδα σε συμβεβλημένους ιδιωτικούς φορείς. Στην πραγματικότητα όμως, όλα αυτά, όπως και γενικότερα η συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με την (ενταφιασμένη) αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, απλώς αποσπούν την προσοχή της κοινής γνώμης από το αληθινό πρόβλημα, δηλαδή την απαξίωση των δημόσιων πανεπιστημίων. Η απαξίωση αυτή δεν είναι τυχαίο φαινόμενο, ούτε οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η κύρια ευθύνη βαρύνει τις διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες συνειδητά απαξιώνουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τείνοντας να τα μετατρέψουν σε ΙΕΚ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο φοιτητικός υπερπληθυσμός. Οι καθοριζόμενοι από το υπ. Παιδείας αριθμοί των εισακτέων είναι υπερβολικοί σε σχέση τόσο με την υφιστάμενη υποδομή των ιδρυμάτων όσο και με τον γενικό πληθυσμό, αφού οι θέσεις σε ΑΕΙ και ΤΕΙ συνολικά είναι σχεδόν ίσες με το σύνολο των αποφοίτων λυκείου κάθε χρόνο. Έτσι πολλοί από όσους εισάγονται δεν έχουν τα πνευματικά εφόδια για σοβαρή φοίτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σημαντικό ποσοστό ακόμη και οι φοιτητές Νομικής, οι οποίοι έχουν εισαχθεί ύστερα από πανελλαδικές εξετάσεις κυρίως σε μαθήματα σχετικά με τη γλώσσα, όπως έκθεση και αρχαία, και έλαβαν υψηλή βαθμολογία, είναι ανελλήνιστοι και κακοποιούν κατ εξακολούθηση την ελληνική γλώσσα.
Υπερβολικοί σε σχέση με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες είναι, όμως, και οι αριθμοί των πτυχιούχων, με αποτέλεσμα πολλοί -ίσως οι περισσότεροι- να είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων στην ανεργία, την υποαπασχόληση ή την ετεροαπασχόληση. Εξάλλου, η μετέπειτα σταδιοδρομία καθενός μικρή σχέση έχει με τις φοιτητικές επιδόσεις του, αφού ένας υψηλός βαθμός πτυχίου δεν διασφαλίζει επαγγελματική επιτυχία, ούτε το αντίστροφο. Παράλληλα, οι ρυθμίσεις οι σχετικές με τις ενδοπανεπιστημιακές εξεταστικές διαδικασίες είναι τόσο επιεικείς, ώστε σχεδόν όλοι όσοι εισάγονται να αποκτούν τελικά πτυχίο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι φοιτητές δεν έχουν επαρκή κίνητρα για μελέτη.
Έλλειψη κινήτρων παρατηρείται, όμως, και ως προς το διδακτικό - ερευνητικό προσωπικό, οι αποδοχές του οποίου κινούνται σε άθλια επίπεδα, ακόμα και σε σχέση με τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Είναι άρα αναμενόμενο πολλά από τα μέλη του να στρέφονται σε εξωπανεπιστημιακές δραστηριότητες και να παραμελούν την έρευνα και τη διδασκαλία. Τα πράγματα χειροτερεύουν εξαιτίας των νομοθετικών ρυθμίσεων για την επιλογή και εξέλιξη του προσωπικού αυτού, που δεν διασφαλίζουν την αξιοκρατία, αλλά αντίθετα προωθούν τον συντεχνιασμό και /ή τον φατριασμό. Όσο για την πρόσφατα νομοθετημένη «αξιολόγηση» των πανεπιστημίων, αυτή, κάτω από τέτοιες συνθήκες, προδιαγράφεται ότι θα καταλήξει σε φάρσα.
Λύσεις για όλα αυτά θα μπορούσαν ασφαλώς να βρεθούν, αλλά θα είχαν οικονομικό και πολιτικό κόστος. Εφόσον καμία κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση να αναλάβει το κόστος αυτό, τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει το τέλμα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης.

27/11/08

ΚΡΙΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (The Economist), 27.11.2008

Η χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία αρχικά οφείλεται στην «απληστία» του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αδυναμία ελέγχου από τις εποπτικές αρχές, επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο ως κρίση εμπιστοσύνης στις χρηματοπιστωτικές αγορές και κατέληξε ως κρίση της πραγματικής οικονομίας. Η κρίση αυτή εκδηλώνεται ήδη ως μείωση της ζήτησης σε πολλές χώρες (λόγω της μείωσης της ρευστότητας ) με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής και την αύξηση της ανεργίας. Η κρίση δηλαδή έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως.
Σε ένα πρώτο στάδιο η χρηματοπιστωτική κρίση αντιμετωπίζεται με παροχή εγγυήσεων από το κράτος προκειμένου να μην καταρρεύσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η δημόσια αυτή παρέμβαση στοχεύει άμεσα στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις αγορές ενώ μεσοπρόθεσμα επιδιώκει μεγαλύτερο έλεγχο και εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Σε ένα δεύτερο στάδιο η κρίση της πραγματικής οικονομίας αντιμετωπίζεται με αύξηση της ρευστότητας προκειμένου να αντιμετωπισθεί η μείωση της ζήτησης και να περιορισθεί η μείωση της παραγωγής και η αύξηση της ανεργίας. Η αύξηση της ρευστότητας επιδιώκεται είτε με μείωση των επιτοκίων είτε με άμεση παροχή κεφαλαίων από το κράτος προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα που συνοδεύονται με αύξηση των ελέγχων, προκειμένου να διευκολυνθεί η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Η αναγκαστική κρατική αυτή παρέμβαση ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τον Κέϋνς και προσφέρει μια ανέλπιστη ευκαιρία στη σοσιαλδημοκρατική άποψη για την οικονομική πολιτική να κερδίσει οπαδούς και στους σοσιαλδημοκράτες να κατηγορήσουν δικαίως τους νέο-φιλελεύθερους ότι με την κυριαρχία της πολιτικής τους τα τελευταία 30 χρόνια το καπιταλιστικό σύστημα οδηγήθηκε σε κρίση παρόμοια με την κρίση του 1929. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται και η άποψη ότι το κράτος κακώς στηρίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα με δημόσιους πόρους που προέρχονται από την φορολογία των πολιτών, οι οποίοι καθόλου δεν ευθύνονται για την κρίση.
Ταυτόχρονα διατυπώνονται σκέψεις ότι πέρα από την δημόσια στήριξη των τραπεζών χρειάζονται άμεση στήριξη και άλλοι κλάδοι της οικονομίας που κινδυνεύουν με κατάρρευση λόγω μείωσης της ζήτησης. Επίσης, κερδίζουν έδαφος και απόψεις περί άμεσης στήριξης των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων με μέτρα κοινωνικής πολιτικής και μείωση της φορολογίας στα μικρά και μεσαία εισοδήματα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση χωρίς ωστόσο να υποδεικνύεται και εναλλακτικός τρόπος άντλησης δημοσίων πόρων για να αντιμετωπισθούν οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες.
Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί από την παγκόσμια αυτή κρίση, ευτυχώς όμως πολύ λιγότερο από ότι χώρες παρόμοιου επιπέδου ανάπτυξης χάρις στη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη. Έχει δοθεί η εντύπωση ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν υπέστη σοβαρές απώλειες από την κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος διότι δεν είχε ακολουθήσει τις αμερικανικές «πρακτικές». Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επλήγη από τη μείωση της ρευστότητας διεθνώς με αποτέλεσμα και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να μειώσει τη χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξάνοντας ταυτόχρονα τα επιτόκια . Έτσι, οι μικρομεσαίες κυρίως επιχειρήσεις έχουν ήδη προβλήματα ενώ η μείωση της καταναλωτικής πίστης και των στεγαστικών δανείων πλήττει άμεσα τη ζήτηση των νοικοκυριών. Συνεπώς η παραγωγή των ελληνικών κυρίως κατασκευαστικών επιχειρήσεων και βέβαια οι εισαγωγές είναι επόμενο ότι θα μειωθούν άμεσα.
Η μείωση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στις οικοδομές είναι ήδη ορατή και ενδέχεται να ενταθεί στο άμεσο μέλλον, ενώ η μείωση του διεθνούς τουρισμού αναμένεται θεαματική με προφανή αποτελέσματα στην οικονομία συνολικά αλλά και στις τοπικές οικονομίες που κυρίως βασίζονται στον τουρισμό (ελληνικά νησιά και όχι μόνο). Ακόμη, είναι γνωστό ότι η ελληνική ναυτιλία στηρίζεται στις διεθνείς μεταφορές, οι οποίες ήδη υφίστανται σοβαρό πλήγμα λόγω της διεθνούς ύφεσης. Επίσης, η ελληνική γεωργία, που λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων τον περασμένο χρόνο είχε αυξήσει την παραγωγή της, υφίσταται τις συνέπειες της διεθνούς ύφεσης με απότομη μείωση αυτών των τιμών των δημητριακών κατά 50% μέσα σε μερικούς μήνες.(Ανάλογη με αυτή του πετρελαίου) Τέλος, συνολικά οι ελληνικές εξαγωγές που με δυσκολία καλύπτουν το 25% των εισαγωγών μας, θα υποστούν και αυτές πλήγμα από τη διεθνή ύφεση.
Είναι προφανές, ότι η διάρκεια και η ένταση της κρίσης είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Έτσι, η συζήτηση στρέφεται περισσότερο προς τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αντιμετωπισθεί η κατάσταση. Πέρα από όσα γενικά αναφέρθηκαν σχετικά με τους τρόπους αντιμετώπισης της διεθνούς κρίσης, τα οποία ισχύουν και για την Ελλάδα,(η οποία παρά τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης έχει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες και μεγάλο ποσοστό ανεργίας) εκείνο που θα έπρεπε να προστεθεί είναι, ότι η σημερινή κρίση μπορεί να είναι μια ευκαιρία για να επανεξετάσουμε την οικονομική μας πολιτική, να βελτιώσουμε την κοινωνική μας πολιτική και να αυξήσουμε τις επενδύσεις κυρίως σε ανθρώπινο κεφάλαιο δηλ. στην εκπαίδευση και στην έρευνα, προκειμένου η ελληνική οικονομία να γίνει περισσότερο παραγωγική. Να στηρίζεται δηλαδή λιγότερο στον τουρισμό και τις κατασκευές κατοικιών και περισσότερο στην παραγωγή προϊόντων διεθνώς ανταγωνιστικών, έτσι ώστε να είναι λιγότερο ευάλωτη στις διεθνείς κρίσεις.

19/11/08

Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΚΗΝΙΚΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 19.11.2008

Η περίοδος από τον Νοέμβριο 2007 μέχρι σήμερα μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την εξέλιξη των πολιτικών μας πραγμάτων. Ας επιχειρήσουμε έναν πρώτο απολογισμό.
Πέρυσι τέτοιον καιρό το ΠΑΣΟΚ έβγαινε ψυχολογικά διχασμένο από μια σκληρή ενδοκομματική σύγκρουση. Το μέλλον του ως ενιαίου κόμματος δεν ήταν πλέον δεδομένο. Αν τα πράγματα έφταναν στα άκρα, δηλαδή στο σχίσμα, τότε θα διαμορφωνόταν ένα άλλο κομματικό σύστημα. Η επόμενη Βουλή θα ήταν σίγουρα εξακομματική, ενδεχομένως και επτακομματική, με την παρουσία και των Οικολόγων - Πρασίνων. Με έξι ή επτά κόμματα στη Βουλή, το «πριμ» των 40 ή 50 εδρών στο πρώτο κόμμα δεν θα ήταν αρκετό και θα οδηγούμασταν αναγκαστικά σε κυβερνήσεις συνεργασίας ή μειοψηφίας. Πάντως, η Νέα Δημοκρατία θα διατηρούσε μάλλον την πρώτη θέση, έστω και με σημαντικά μειωμένο εκλογικό ποσοστό, και έτσι θα ήταν δύσκολο να σχηματισθεί κυβέρνηση χωρίς αυτήν.
Ενώ το ΠΑΣΟΚ κατάφερε τελικά να διατηρήσει την ενότητά του και να βελτιώσει την πολιτική του λειτουργία, ιδίως σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, η Νέα Δημοκρατία έδινε πλέον την εντύπωση ότι δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο παρά μόνον η διατήρησή της στην εξουσία και η απόλαυση των ωφελημάτων της, μέσα από τη χρήση -και την κατάχρηση- των κρατικών πόρων.
Το «σύστημα των λαφύρων» λειτουργούσε πλέον, κατά ένα μέρος, έξω από το νόμιμο πλαίσιο, και η πρόσβαση σε αυτό γινόταν ολοένα και πιο επιλεκτική. Όταν ήρθε στην επιφάνεια ο κραυγαλέος ή και άνομος πλούτος κυβερνητικών στελεχών και αξιωματούχων, δημιουργήθηκε χάσμα ανάμεσα στη βάση και την κορυφή του κόμματος. Από την ηθική κατάπτωση στη δημοσκοπική κατάρρευση η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Έτσι, η Νέα Δημοκρατία κινδυνεύει στις επόμενες εκλογές να πέσει κάτω από το 35%, που αποτελούσε μέχρι σήμερα τον σκληρό πυρήνα της εκλογικής της δύναμης. Στην περίπτωση αυτή το μόνο ερώτημα είναι αν το ΠΑΣΟΚ θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή θα χρειασθεί και τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ. Στη δεύτερη περίπτωση η πίεση τουλάχιστον ενός μέρους των εκλογέων του ΣΥΡΙΖΑ για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ θα είναι μεγάλη.
Υπάρχει μόνον ένας αστάθμητος παράγων που αποτελεί και τη μεγάλη ευκαιρία της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του πρωθυπουργού: η οικονομική κρίση. Αν καταφέρει να τη διαχειρισθεί με τέτοιον τρόπο ώστε οι συνέπειές της να μην είναι οδυνηρές για τη μεσαία τάξη και τους ασθενέστερους, θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση με καλύτερους όρους. Αυτό σημαίνει ότι το συμφέρον της Νέας Δημοκρατίας είναι να διεξαχθούν οι εκλογές όσο το δυνατόν αργότερα, όχι πάντως πριν από τον Μάρτιο 2010, με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ όμως παρεμβάλλονται οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009. Δεν αποκλείεται το αποτέλεσμά τους να είναι τέτοιο, ώστε να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται πλέον προς το λαϊκό αίσθημα.

18/11/08

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18.11.2008

Το πολιτισμικό επίπεδο μιας κοινωνίας αναδεικνύεται σε σημαντικό βαθμό από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται όσα μέλη της διαφέρουν ή μειονεκτούν. Το κρίσιμο ζήτημα είναι εάν επιδιώκεται, πραγματικά και όχι προσχηματικά, να διασφαλιστούν η ένταξη και η συμμετοχή στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή των συμπολιτών μας που μειονεκτούν. Δεν απαιτείται, ωστόσο, ενδελεχής έρευνα για να διαπιστωθεί ότι περίπου το 9% των κατοίκων της επικράτειας, που χαρακτηρίζονται ως άτομα με αναπηρία, παραμένει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και –χυδαίου συχνά– κοινωνικού ρατσισμού.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί, για παράδειγμα, ότι ένας τυφλός ή ένας κινητικά ανάπηρος έχει πράγματι τη δυνατότητα να κυκλοφορήσει σήμερα στην Αθήνα χωρίς να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες, είτε λόγω αρχιτεκτονικών ή κατασκευαστικών ατελειών είτε εξαιτίας της σώρευσης στα πεζοδρόμια ποικίλων εμποδίων; Ποια είναι τα αποτελέσματα αυτών των συνθηκών ως προς τη δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να εργαστούν, να εκπαιδευτούν, να αναπτύξουν κοινωνικές σχέσεις ή να ψυχαγωγηθούν; Τι συνεπάγεται για την προσωπικότητα και τη στάση των συγκεκριμένων συμπολιτών μας απέναντι στην αναπηρία τους το γεγονός ότι η πολιτεία και το κοινωνικό περιβάλλον αδιαφορούν για τον σεβασμό στοιχειωδών δικαιωμάτων τους; Είναι προφανές ότι οδηγούνται βαθμιαία προς τη λεγόμενη «μη ενταγμένη στάση», δηλαδή την αίσθηση απόρριψης και μειονεκτικότητας, την περιθωριοποίηση ή την γκετοποίηση, ως αποτέλεσμα ποικίλων προκαταλήψεων.
Οι συμπολίτες μας με αναπηρία δεν παύουν να αποτελούν φορείς προσωπικής ελευθερίας, αξιοπρέπειας και δημιουργικότητας. Το κράτος είναι, κατά το Σύνταγμα, υποχρεωμένο να μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη εις βάρος τους και να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προώθηση της πραγματικής ισότητας. Η αποτελεσματικότητα των σχετικών δημόσιων πολιτικών αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής τάξης, που συνήθως θυμάται την αναπηρική κοινότητα είτε «επετειακά», την 3η Δεκεμβρίου, είτε προεκλογικά.
Τα άτομα με αναπηρία έχουν μεν ειδικές ανάγκες, όμως διαθέτουν ασφαλώς και ειδικές ικανότητες, τις οποίες αναπτύσσουν, με αξιοθαύμαστο τρόπο, ως μηχανισμούς αναπλήρωσης έναντι των πεδίων όπου υστερούν. Τα άτομα με αναπηρία δεν είναι ούτε κοινωνικοί παραβάτες, ούτε απόβλητοι, αλλά άνθρωποι που αποκλίνουν από έναν ιδεατό τύπο «μέσου ανθρώπου», ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Τα άτομα με αναπηρία μάς διδάσκουν τη σημασία και την αξία της διαφορετικότητας σε κάποιες από τις πιο σκληρές εκφάνσεις της. Ο αποκλεισμός τους από την κοινωνική ζωή είναι ένδειξη πολιτισμικής υπανάπτυξης. Η ελλιπής εφαρμογή των δικαιωμάτων τους στην πράξη αποδεικνύει τα κενά του θεσμικού πλαισίου και του διοικητικού συστήματος, αλλά και τις επικίνδυνες ρωγμές στη λειτουργία της πολιτείας ως κοινωνικού κράτους δικαίου. Σε τελική ανάλυση, τεράστια σημασία για την κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων με αναπηρία έχει η αποκατάσταση του κοινωνικού τους κύρους και η αναγνώριση του ρόλου τους στην οργανωμένη κοινωνική συμβίωση.

17/11/08

ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.11.2008

Το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής του Νοεμβρίου 2008 στις ΗΠΑ δημιούργησε μια αίσθηση ευφορίας σχεδόν σε όλη την υφήλιο και μεταξύ των άλλων και στη χώρα μας. Ωστόσο οι προσδοκίες που συνοδεύουν την εκλογή αυτή, για αλλαγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, είναι μάλλον υπερβολικές.
Βέβαια η επικράτηση για πρώτη φορά ενός Αφροαμερικανού υποψηφίου είναι από μόνη της ιστορικό γεγονός, πολύ περισσότερο όταν αυτή γίνεται στη βάση ενός ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος. Οι εξαγγελίες του προέδρου Ομπάμα, για μείωση της φορολογίας των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, και αντίστροφα μεγαλύτερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, για βελτίωση των δημόσιων παροχών υγείας, για περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κ.ά., συγκροτούν μια κατά κυριολεξία προοδευτική πρόταση εξουσίας. Η υλοποίησή τους πάντως δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου, αφού απαιτείται η συγκατάθεση του Κογκρέσου, ενώ η οικονομική συγκυρία είναι, ως γνωστό, ιδιαίτερα δυσμενής.
Όλα αυτά αφορούν όμως την εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Στις διεθνείς σχέσεις το περισσότερο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι μια σχετική περιστολή της αμερικανικής επιθετικότητας, χωρίς όμως να μεταβάλλεται η βασική «λογική» της συμπεριφοράς τους, η οποία συνίσταται στη μονομερή επιβολή των συμφερόντων τους, ακόμη και με τη χρήση βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος πρόεδρος είχε αντιταχθεί το 2003 στην εισβολή στο Ιράκ, όχι επειδή αυτή παραβίαζε θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά επειδή ήταν ένας «ανόητος» πόλεμος. Δεν επρόκειτο λοιπόν για αντίθεση αρχής, αλλά για διαφωνία σκοπιμότητας. Άλλωστε και στην προεκλογική του εκστρατεία ως υποψήφιος του «Δημοκρατικού Κόμματος», δεν απέκλεισε νέους επιθετικούς πολέμους στη διάρκεια της προεδρίας του, εφόσον θίγονται τα κατά την κρίση του ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα. Η διαφορά με την πολιτική της «ρεπουμπλικάνικης» κυβέρνησης Μπους είναι λοιπόν ποσοτική και όχι ποιοτική. Ας μην ξεχνούμε και τους εγκληματικούς βομβαρδισμούς αμάχων στη Σερβία το 1999, κατ εντολήν του «Δημοκρατικού» Κλίντον. Ένας καλύτερος κόσμος δεν μπορεί όμως να οικοδομηθεί παρά μόνο στη βάση της διεθνούς νομιμότητας και η βάση αυτή θα παραμένει σαθρή, τουλάχιστον για όσον καιρό η υπερδύναμη δίνει το κακό παράδειγμα, συμπεριφερόμενη ως αυτόκλητος διεθνής χωροφύλακας.
Σε ό,τι αφορά τα ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα, τα περιθώρια αλλαγών είναι περιορισμένα. Η αναγνώριση της FYROM με το συνταγματικό της όνομα από τις ΗΠΑ είναι τετελεσμένο γεγονός, όπως και το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, οι (απαράδεκτες) προβλέψεις του οποίου θα επανέρχονται ούτως ή άλλως ως βάση των διαπραγματεύσεων. Σε όλα αυτά μια επίδειξη αμερικανικής «καλής θέλησης» ή μιας μεγαλύτερης κατανόησης των ελληνικών θέσεων θα είναι ασφαλώς χρήσιμη και ευπρόσδεκτη, αλλά το κρίσιμο ζήτημα είναι τελικά η δική μας πολιτική. Και για την αποτελεσματικότητα της τελευταίας δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι, όσο υφίσταται το σημερινό οικογενειοκρατικό και διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας στη χώρα μας.

5/11/08

ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 5.11.2008

Το ελληνικό συνταγματικο-πολιτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, αποτελεί τυπικό παράδειγμα «πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού». Στα συστήματα του «πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού» οι εκλογές επιτρέπουν τον σχηματισμό μιας συμπαγούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αποτελούμενης από ένα μόνον κόμμα, όταν το κομματικό σύστημα είναι δικομματικό, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, ή συνασπισμό κομμάτων, όταν το κομματικό σύστημα είναι διπολικό, όπως συμβαίνει τώρα στην Ιταλία. Αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία στηρίζει την κυβέρνηση σε όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου, εκτός εάν μεταβληθεί, μετά τις εκλογές, ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, λόγω αποχώρησης ή διαγραφής βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος ή διάσπασής του ή διάλυσης του συνασπισμού των κομμάτων που κέρδισε τις εκλογές, οπότε διενεργούνται κατά κανόνα πρόωρες εκλογές.
Στα συστήματα αυτά, η κοινοβουλευτική πολιτική ευθύνη των μεμονωμένων υπουργών έχει στην πράξη πλήρως ατονήσει, τουλάχιστον όσον αφορά τον καταλογισμό της μέσα από την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, αφού η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση επιβεβαιώνει, θέλοντας και μη, την εμπιστοσύνη της προς τον υπουργό εναντίον του οποίου έχει κατατεθεί τέτοια πρόταση. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο πρωθυπουργός δεν προβαίνει ο ίδιος στον καταλογισμό της πολιτικής ευθύνης των υπουργών του, απομακρύνοντάς τους ή ζητώντας την παραίτησή τους, οι υπουργοί μπορούν να συνεχίσουν απερίσπαστοι να εκτίθενται σε συμπεριφορές που θέτουν ζήτημα πολιτικής ευθύνης, φοβούμενοι πλέον μόνον τον τυχόν καταλογισμό της από τους εκλογείς τους.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η μόνη αποτελεσματική μορφή πολιτικής ευθύνης των υπουργών είναι η «διάχυτη» πολιτική τους ευθύνη, δηλαδή εκείνη που καταλογίζεται σε αυτούς μέσα από την άσκηση της ελευθερίας της πολιτικής κριτικής από τα μέσα ενημέρωσης. Οταν η κριτική αυτή είναι αιτιολογημένη και ανταποκρίνεται προς το λαϊκό αίσθημα, μπορεί να επιφέρει τις ίδιες συνέπειες με την αποδοχή της πρότασης δυσπιστίας κατά ενός μεμονωμένου υπουργού, να προκαλέσει δηλαδή την παραίτησή του.
Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία παρέχει μια σειρά από παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την υποκατάσταση της «τυποποιημένης» πολιτικής ευθύνης από τη «διάχυτη» πολιτική ευθύνη. Οι παραιτήσεις Τσιτουρίδη, Μαγγίνα, Βουλγαράκη και Ρουσόπουλου -ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες παραμέτρους της καθεμιάς από αυτές- υπήρξαν όλες αποτέλεσμα της ενεργοποίησης της «διάχυτης» πολιτικής ευθύνης, δηλαδή της «κυρωτικής» λειτουργίας της άσκησης της πολιτικής κριτικής από τα μέσα ενημέρωσης. Μπορούμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε τη θεμελιώδη σημασία που έχει για την εφαρμογή του θεσμού της πολιτικής ευθύνης, ιδίως σε κοινοβουλευτικά συστήματα στα οποία έχουν χάσει κάθε αποτελεσματικότητα οι άλλες μορφές καταλογισμού της, ο σεβασμός της ελευθερίας και του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να επανεξετασθεί, μεταξύ άλλων, το ισχύον σύστημα αστικής ευθύνης των μέσων ενημέρωσης, με τα υψηλά κατώτατα χρηματικά όριά του, που λειτουργούν ως «φόβητρο» για την ελευθερία της πολιτικής πληροφόρησης και κριτικής.

4/11/08

ΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΗΓΕΣΙΕΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4.11.2008

Εάν προκηρυχθούν βουλευτικές εκλογές προτού συμπληρωθούν 18 μήνες από τη διενέργεια των προηγούμενων, δηλαδή μέχρι τη 15η Μαρτίου 2009, τότε αυτές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστα). Ενα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θεωρείται καθόλου απίθανο, λαμβανομένης υπόψη της οριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η Νέα Δημοκρατία, σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων σκανδάλων, οικονομικής κρίσης αλλά και «αντάρτικου» από την πλευρά αρκετών βουλευτών της. Αλλωστε, έχει αποτελέσει κατ επανάληψη αντικείμενο πολιτικής συζήτησης τους τελευταίους μήνες ότι η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες συνιστά κρυφό όπλο για τον πρωθυπουργό, προκειμένου να «εκκαθαρίσει» την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ από τους διαφωνούντες βουλευτές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μια διαδεδομένη αντίληψη, τίθεται στη διακριτική ευχέρεια των κομματικών ηγεσιών να καταρτίσουν τις εκλογικές λίστες, χωρίς να δεσμεύονται από τη νωπή λαϊκή ψήφο με σταυροδοσία. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη τόσο από νομική όσο και από πολιτική άποψη. Στην εκλογική νομοθεσία προβλέπεται η λίστα ως εξαίρεση στον κανόνα του σταυρού προτίμησης, προκειμένου να μην επιβαρύνονται οι βουλευτές με συχνές εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί σκοπό του εκλογικού νομοθέτη να καταστήσει τη λίστα μέσο χειραγώγησης των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες. Στην αντίθετη εκδοχή, ο θεσμικός ρόλος των βουλευτών θα αλλοιωνόταν, αφού θα τελούσαν υπό καθεστώς έμμεσης απειλής ότι δεν θα συμπεριληφθούν σε εκλόγιμη θέση στους εκλογικούς συνδυασμούς.
Η ορθή ερμηνεία της ρύθμισης περί διενέργειας εκλογών με λίστα, όταν δεν έχει παρέλθει δεκαοκτάμηνο, είναι ότι η λίστα δεν καταρτίζεται αυθαίρετα από την κομματική ηγεσία, αλλά υποχρεωτικά ακολουθείται η σειρά εκλογής των βουλευτών και των επιλαχόντων στις προηγούμενες εκλογές. Τρεις εξαιρέσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από αυτόν τον κανόνα. Πρώτον, οι βουλευτές Επικρατείας, που ούτως ή άλλως δεν έχουν εκλεγεί με σταυρό προτίμησης. Δεύτερον, προφανώς αποκλείονται από τα ψηφοδέλτια όσοι παραιτήθηκαν ή διαγράφηκαν από το κόμμα. Τρίτον, εάν συγκροτηθεί συνασπισμός κομμάτων ή νέο κόμμα η κατάρτιση των ψηφοδελτίων του νέου πολιτικού υποκειμένου δεν μπορεί παρά να είναι αντικείμενο εξ αρχής πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Η επιλογή από τον νομοθέτη του συστήματος του σταυρού προτίμησης οφείλεται κατ ουσίαν στην αναγνώριση του γεγονότος ότι στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα δεν είναι οργανωμένα κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται με δημοκρατικές διαδικασίες κρίσιμες αποφάσεις, όπως η κατάρτιση δεσμευμένων συνδυασμών. Η λίστα ενσωματώθηκε στο εκλογικό σύστημα ως εξαιρετική περίπτωση ακριβώς για να μην υπόκεινται οι βουλευτές στον «εκβιασμό» των πρόωρων εκλογών. Αυτός ο «εκβιασμός» επιτυγχάνεται, όμως, πολύ περισσότερο εφόσον γίνει δεκτό ότι η λίστα είναι αντικείμενο ανέλεγκτης επιλογής από τις κομματικές ηγεσίες. Δεν χωρεί συνεπώς αμφιβολία ότι η σειρά εκλογής στις πρόσφατες εκλογές πρέπει να αποτυπωθεί και στη λίστα. Μια διαφορετική εξέλιξη, που θα συνεπαγόταν άλλωστε δικαστικές και πολιτικές περιπέτειες, θα είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραποίηση της λαϊκής βούλησης, αλλά παράλληλα την περαιτέρω απαξίωση του κομματικού θεσμού και την αποδοκιμασία των κομματικών ηγεσιών. (Τις επόμενες ημέρες θα δημοσιευτεί εκτενής σχετική επιστημονική μελέτη του υπογράφοντος, από κοινού με τον Ανδρέα Λοβέρδο).

3/11/08

"ΜΑΥΡΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ" ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 3.11.2008

Η συνταγματική νομιμότητα έχει αρχίσει να παραβιάζεται στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό με ανησυχητική συχνότητα. Το τελευταίο κρούσμα ήταν τα συμβάντα της Παρασκευής 24ης Οκτωβρίου 2008, μιας ημέρας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Μαύρη Παρασκευή» για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό. Στην ημερομηνία αυτή είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής η πρόταση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, κατά το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, για άσκηση δίωξης κατά δύο υπουργών και ενός υφυπουργού των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας, για ποινικά αδικήματα στο πλαίσιο των «ανταλλαγών» ακινήτων μεταξύ του Δημοσίου και της Μονής Βατοπεδίου. Προκειμένου να προχωρήσει η Βουλή στη συγκρότηση της προβλεπόμενης από την παραπάνω συνταγματική διάταξη επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης της κατηγορίας απαιτούνταν η απόλυτη πλειοψηφία, δηλαδή 151 βουλευτές, σε μυστική ψηφοφορία σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής.
Η ψηφοφορία αυτή ωστόσο ουδέποτε έλαβε χώρα, διότι νωρίτερα η κυβερνητική επιτροπή (!) αποφάσισε να απουσιάσει ολόκληρη η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας από τη συζήτηση και την ψηφοφορία. Το πρωτοφανές στα κοινοβουλευτικά μας χρονικά φαινόμενο της αποχώρησης της συμπολίτευσης (αφού στο παρελθόν είχαν αποχωρήσει σε κάποιες περιπτώσεις, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για κυβερνητικές πρακτικές, οι βουλευτές κομμάτων της αντιπολίτευσης) είχε ως αποτέλεσμα να μείνει στην αίθουσα αριθμός βουλευτών κάτω των 150 και έτσι να σταματήσει η διαδικασία. Πρόκειται βέβαια για ωμή και ανερυθρίαστη παραβίαση του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Αντισυνταγματική ήταν, πρώτα απ όλα, η ανάμειξη της κυβερνητικής επιτροπής, αφού η τελευταία είναι ολιγομελές κυβερνητικό όργανο (αποτελούμενο από τον πρωθυπουργό και μερικούς υπουργούς), ενώ η διαδικασία της ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, μια αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία, η οποία μάλιστα στρέφεται κατά της κυβέρνησης.
Ουσιαστικά φθάσαμε έτσι στο σημείο ο ελεγχόμενος (δηλαδή η κυβέρνηση) να ματαιώνει εκ των προτέρων κάθε προοπτική και πιθανότητα να ελεγχθεί για όσα (δι)έπραξε. Αντισυνταγματική και αντίθετη στον Κανονισμό της Βουλής είναι περαιτέρω και η, με τον τρόπο αυτόν, καταστρατήγηση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, αφού οποιοσδήποτε βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας αποτολμούσε να παραστεί στη Βουλή θα στοχοποιούνταν και, κατά πάσα πιθανότητα, θα διαγραφόταν αμέσως από το κόμμα. Ετσι, αντί για ψήφο των βουλευτών κατά συνείδηση, όπως είναι επιβεβλημένη και κατοχυρωμένη σε μια τέτοια ποινικής φύσης διαδικασία, καταλήξαμε στην επιβολή κομματικής πειθαρχίας, με στόχο να διαφύγουν από τη δίωξη οι κατηγορούμενοι.
Με όλα αυτά αποδεικνύεται ότι ο πιο κρίσιμος ίσως για την αποτροπή της πολιτικής διαφθοράς συνταγματικός θεσμός, δηλαδή η ποινική ευθύνη των υπουργών, ουσιαστικά δεν λειτουργεί. Η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας φαίνεται πως θα μείνει ατιμώρητη. Το χειρότερο όμως είναι ότι οι εξουσιαστές της χώρας αυτής δίνουν έτσι, πρώτοι αυτοί, το παράδειγμα της ανομίας στους πολίτες της. Ο ελληνικός δημόσιος βίος έχει εισέλθει σε μια πορεία εξευτελισμού, χωρίς ορατό τέλος.

23/10/08

ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.10.2008

Είναι διάχυτη η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τα σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών, εισάγει μια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση υπέρ των υπουργών. Αυτή εντοπίζεται κυρίως στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί την ποινική δίωξη των υπουργών για αδικήματα που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και στη σύντομη «πολιτική» παραγραφή αυτών των αδικημάτων - μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου.
Πληθαίνουν έτσι οι φωνές υπέρ της «αποπολιτικοποίησης» των υπουργικών αδικημάτων, δηλαδή της υπαγωγής τους εξ ολοκλήρου στην κοινή ποινική δικαιοδοσία. Πλην όμως, ακόμη και στην Ιταλία και τη Γαλλία, που προχώρησαν προς την κατεύθυνση της «αποπολιτικοποίησης» των υπουργικών αδικημάτων, με αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων τους, δεν έχει καταργηθεί η κοινοβουλευτική παρέμβαση.
Στην Ιταλία, πριν από το 1989, την ποινική δίωξη ασκούσε το Κοινοβούλιο σε κοινή συνεδρίαση των δύο κλάδων του, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του, και η υπόθεση δικαζόταν από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1989, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ενεργούνται από ειδικό τριμελές δικαστικό συμβούλιο του κατά τόπον αρμοδίου Εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει ή πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, δηλαδή αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του υπουργού στο αρμόδιο δικαστήριο - το οποίο πλέον δεν είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά ένα κοινό ποινικό δικαστήριο, η ποινική δίωξη δεν προχωρεί χωρίς προηγούμενη άδεια του Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, η Βουλή ή η Γερουσία, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών τους, μπορούν να αποφασίσουν να μη γίνει παραπομπή, εάν ο κατηγορούμενος υπουργός έδρασε για την προστασία ενός συνταγματικώς προστατευόμενου κρατικού ή δημοσίου συμφέροντος.
Όσον αφορά δε τη Γαλλία, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1993, αρμόδιο για την εκδίκαση κατηγοριών κατά υπουργών είναι ένα ειδικό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από 6 βουλευτές και 6 γερουσιαστές, εκλεγόμενους από τα αντίστοιχα Σώματα, και τρεις δικαστές του γαλλικού Ακυρωτικού.
Το συγκριτικό αυτό βλέμμα, σε δύο χώρες που γνωρίζουν τον θεσμό της ποινικής ευθύνης των υπουργών από τον δέκατο ένατο αιώνα, επιτρέπει τη διαπίστωση ότι η κοινοβουλευτική παρέμβαση στη διαδικασία εκδίκασης των υπουργικών αδικημάτων δεν είναι ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης εποχής. Υπάρχουν βέβαια και άλλα περιθώρια βελτίωσης του άρθρου 86 του Συντάγματος, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της «πολιτικής» παραγραφής που είναι υπερβολικά σύντομη. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι κυρίως να μην εδραιωθεί στους πολίτες η πεποίθηση ότι το άρθρο 86 λειτουργεί ως μέσο κάλυψης των ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης. Για να γίνει αυτό θα πρέπει οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να ψηφίσουν κατά συνείδηση για τη σύσταση της «προανακριτικής» επιτροπής, χωρίς δεσμεύσεις κομματικής πειθαρχίας. Αυτό είναι, άλλωστε, και το νόημα της μυστικότητας της ψήφου στη συγκεκριμένη ψηφοφορία.

22/10/08

ΩΡΑ ΓΙΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.10.2008

Μέσα στον χρηματοπιστωτικό πανικό των τελευταίων εβδομάδων δεν αναδείχθηκαν επαρκώς οι επιπτώσεις που πρόκειται να επιφέρει η κρίση στην πραγματική οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων, η διεύρυνση της εισοδηματικής και καταναλωτικής ανασφάλειας αποτελούν τις ήδη προβλεφθείσες συνέπειες της νεοφιλελεύθερης αυτορρύθμισης των προηγούμενων ετών. Ακόμη κι αν η Ελλάδα δεν φαίνεται να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, αναμένεται σύντομα να γίνουν ορατά τα αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι συνθήκες ύφεσης και στασιμότητας δεν αποκλείεται να διαρκέσουν για μακρό χρόνο, καθιστώντας απρόβλεπτο το μέλλον.
Η οικονομική κρίση ανέδειξε σε όλο τους το εύρος τους κινδύνους που εγκυμονούν οι υπερβολές της ελεύθερης αγοράς. Αρκετοί αναλυτές προβάλλουν ως κυριότερη αιτία της κρίσης την αδιαφάνεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνάρτηση με τη χαλαρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ. Με αυτό το σκεπτικό η επιστροφή του κρατικού παρεμβατισμού θα αρκούσε να περιοριστεί στον αυστηρότερο έλεγχο των τραπεζών και στην πρόληψη των ακραίων φαινομένων κερδοσκοπίας στις χρηματαγορές. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η μία όψη του προβλήματος. Στην πραγματικότητα η αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτει ευρύτερες κρατικές παρεμβάσεις, ώστε παράλληλα με την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος να περιοριστούν οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες. Κύριο μέλημα των κυβερνήσεων, παράλληλα με την αυστηρή κρατική εποπτεία στην αγορά, οφείλει να είναι η ενίσχυση των μηχανισμών αναδιανομής και κοινωνικής προστασίας όλων εκείνων που η κρίση εξωθεί στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση συναρτάται με το σχιζοφρενικό μοντέλο της εικονικής ευημερίας, που θεμελιώθηκε πάνω στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, την πλήρη περιφρόνηση της οικολογικής ισορροπίας και την αποθέωση των κερδοσκοπικών επενδυτικών προϊόντων εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και του κοινωνικού κράτους. Στην ελληνική περίπτωση, όπου το τραπεζικό σύστημα δεν είχε φτάσει στο σημείο «ωρίμανσης» των ΗΠΑ ή της Μ. Βρετανίας, η κυβερνητική παρέμβαση φαίνεται να έχει κυρίως προληπτικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, η χώρα μας είναι η μόνη στην ευρωζώνη όπου δεν έχει θεσμοθετηθεί ένα σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για κάθε πολίτη, το οποίο να καλύπτει τους ασθενέστερους από τις «παράπλευρες συνέπειες» της ελεύθερης αγοράς.
Όταν ήδη πριν από την οικονομική κρίση καταγραφόταν ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ατόμων που στερούνται βασικά αγαθά, καθίσταται προφανές ότι επιβεβλημένη κρατική πολιτική αποτελεί σήμερα η φορολογική ελάφρυνση των χαμηλών εισοδημάτων και η διασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους ζουν στα όρια της φτώχειας. Η οικονομική κρίση δεν συναρτάται μόνο με την κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τις λειτουργίες της αγοράς αλλά και με την έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα του κράτους να τιθασεύσει τις σκοτεινές πλευρές της ελεύθερης οικονομίας και να προστατεύσει κάθε κάτοικο της χώρας από κοινωνικούς κινδύνους και ανασφάλειες.

20/10/08

ΒΑΤΟΠΕΔΙ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.10.2008

Οι τελευταίες εξελίξεις στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου αποδεικνύουν, με συμπυκνωμένο τρόπο και μέσα σε σύντομο χρόνο, πόσο παθολογική είναι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στην Ελλάδα.
Φενάκη αποδεικνύεται καταρχάς η δικαστική ανεξαρτησία. Ο επιλεγμένος από την κυβέρνηση εισαγγελέας του Αρείου Πάγου φρόντισε να προκαταλάβει την εισαγγελική έρευνα της υπόθεσης, αθωώνοντας προκαταβολικά τους εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς με τη μνημειώδη δήλωσή του ότι «παραπλανήθηκαν», ως να ήταν μωρές παρθένες. Ο επιλεγμένος από τον Άρειο Πάγο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, παραβαίνοντας κατάφωρα τα καθήκοντά του, αρνήθηκε να προωθήσει στη Βουλή το σχετικό με ποινικές ευθύνες (τουλάχιστον) υφυπουργών πόρισμα των δύο αντεισαγγελέων στους οποίους είχε αναθέσει την έρευνα της υπόθεσης. Και οι τελευταίοι, αντί να διαβιβάσουν οι ίδιοι «αμελλητί», όπως όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, το πόρισμα αυτό και ολόκληρο τον φάκελο της δικογραφίας στον πρόεδρο της Βουλής, παραιτήθηκαν από το δικαστικό σώμα, δεχόμενοι πιθανόν απειλές που υπερέβαιναν την απλή άσκηση μιας (καταφανώς αβάσιμης άλλωστε) πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους. Την πρώτη αυτή φάση του χρονικού της ντροπής ολοκλήρωσε η υποκριτική, κατόπιν εορτής, προτροπή του πρωθυπουργού προς τους δύο παραιτηθέντες να... επανέλθουν στα καθήκοντά τους!
Φενάκη αποδεικνύεται περαιτέρω και η ποινική ευθύνη των υπουργών. Αντιμέτωπη με το προφανές γεγονός ότι μέλη της συνέπραξαν στη λεηλασία του δημοσίου πλούτου, υπογράφοντας τις καταπλεονεκτικές, σε βάρος του δημοσίου και υπέρ της μονής, «ανταλλαγές» σωρείας ακινήτων, η κυβέρνηση δεν δυσκολεύεται να υπεκφύγει, χρησιμοποιώντας το συνηθισμένο τέχνασμα της Εξεταστικής Επιτροπής. Το κυβερνών κόμμα μπορεί συνεπώς να αποφύγει εύσχημα το πικρό ποτήρι της Προανακριτικής Επιτροπής και της παραπομπής των ενεχόμενων μελών της στο Ειδικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, αφού οι -χωρίς δεσμευτικές έννομες συνέπειες- συζητήσεις για το όλο θέμα στην Εξεταστική Επιτροπή μπορούν άνετα να παραταθούν ως το καλοκαίρι του 2009. Θα παρέλθει έτσι άπρακτο, κατά πάσα πιθανότητα, το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί κατά το Σύνταγμα να ασκηθεί δίωξη και οι υπουργοί και υφυπουργοί θα μείνουν, όπως πάντα, ατιμώρητοι.
Φενάκη αποδεικνύεται τελικά και η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης. Σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό κράτος ένα παρόμοιο σκάνδαλο θα είχε οδηγήσει τουλάχιστον στην απομάκρυνση των άμεσα εμπλεκόμενων υπουργών και υφυπουργών. Σε μας όμως ένας μόνο από αυτούς παραιτήθηκε και οι υπόλοιποι συνεχίζουν ανενόχλητοι το «έργο» τους. Τούτο υποδηλώνει ότι ο αφανής ενορχηστρωτής είναι εκείνος που συνεχίζει ανερυθρίαστα να τους καλύπτει, δηλαδή ο πρωθυπουργός. Αυτός όμως βρίσκεται στο πολιτικό απυρόβλητο για το κόμμα του, αφού δεν πρόκειται απλώς για τον αρχηγό αλλά για τον κληρονομικό ηγεμόνα του τελευταίου. Και όταν όμως έρθει η ώρα της αποκαθήλωσής του, στις επόμενες εκλογές, ένας άλλος κληρονομικός ηγεμόνας ενδέχεται να πάρει τη θέση του, για να συνεχισθεί η πορεία προς τον εκφεουδαρχισμό της ελληνικής πολιτικής.

19/10/08

ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ;
Γιώργος Σωτηρέλης
Εφημερίδα "Βήμα της Κυριακής", 19.10.08

Το σημαντικότερο κατά την άποψή μας ερώτημα, με αφορμή το σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου, είναι το ακόλουθο: τελικά, μήπως έχουμε υπουργούς περιορισμένης ευθύνης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε ποινικό επίπεδο;

Ως προς την πολιτική ευθύνη, η απάντηση είναι δυστυχώς θετική: Διότι τι άλλο θα έπρεπε να συμβεί για να παραιτηθούν οι υπουργοί που εμπλέκονται -άμεσα ή έμμεσα- στο σκάνδαλο της «ανταλλαγής»; Αλλά και τι περισσότερο από την παραίτηση δύο θαρραλέων εισαγγελέων, που καταγγέλλουν παρεμβάσεις στο έργο τους, θα συνιστούσε λόγο παραίτησης του αρμόδιου υπουργού, που φέρει, ακέραια, την πολιτική ευθύνη; Εν προκειμένω, μάλιστα, η ευθύνη του δεν είναι μόνον αντικειμενική -όπως πχ συνέβη με παραιτηθέντες υπουργούς στην υπόθεση Οτσαλάν- αλλά και υποκειμενική (διότι είναι προφανές, από την έως τώρα πολιτεία του, ότι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του απλώς σαν ιμάντα μεταβίβασης κυβερνητικών εντολών στην δικαιοσύνη, βρίσκοντας δυστυχώς ευήκοα ώτα…). Την ευθύνη δε αυτήν δεν μπορεί να αποσείσει οχυρούμενος πίσω από αστεία επιχειρήματα -όπως το ότι πρόκειται απλώς για εσωτερικό θέμα της δικαιοσύνης…- διότι το μόνο που καταφέρνει είναι να προσβάλλει την κοινή λογική.

Ως προς την ποινική ευθύνη, το πρόβλημα είναι περισσότερο σύνθετο, διότι δεν αφορά μόνον το δέον γενέσθαι με βάση τα σημερινά δεδομένα αλλά αγγίζει και την ίδια την σκοπιμότητα ύπαρξης του ειδικού καθεστώτος των υπουργών. Ειδικότερα:

Α. Για τις συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι το δίλημμα «εξεταστική ή προανακριτική;» είναι γενικώς μεν ψευτοδίλημμα ειδικώς δε, σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, απλή υπεκφυγή. Σήμερα, τα δεδομένα είναι δύο:
α) ότι εντοπίζονται συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες, από τον κ. Σανιδά, παρά την απέλπιδα προσπάθειά του να απαλλάξει προκαταβολικά τους υπουργούς… και
β) ότι οι παραιτηθέντες εισαγγελείς εντόπισαν συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία συνδέουν τα αδικήματα με μέλη της κυβέρνησης.
Ως εκ τούτου, εκείνο που προέχει είναι αφενός να διαβιβασθεί ο φάκελος «αμελλητί» στη Βουλή, κατά το Σύνταγμα, και αφετέρου να συσταθεί ως τάχιστα η ειδική επιτροπή του άρθρου 86 («προανακριτική») προκειμένου ολοκληρωθούν εμπρόθεσμα (μέσα στην παρούσα σύνοδο της Βουλής) τόσο η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης και η υποβολή σχετικού πορίσματος όσο και η λήψη απόφασης για την άσκηση ή μη δίωξης. Από εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι απομένουν ανοικτά πολλά πολιτικά ζητήματα –με αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες– που μπορούν και επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει, μεταξύ άλλων, και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής, με την εξής ωστόσο επισήμανση: η εξεταστική επιτροπή είναι μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο οποίος ως γνωστόν ασκείται από την Βουλή προς την κυβέρνηση και όχι από την κυβέρνηση προς τον εαυτό της. Η γελοιοποίηση των θεσμών έχει και τα όριά της…

Β. Πέρα ωστόσο από την διαχείριση της συγκυρίας, είναι διάχυτος και ένας γενικότερος προβληματισμός, που συνοψίζεται στο ερώτημα: γιατί οι υπουργοί να διώκονται ποινικά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι κοινοί θνητοί; Ο προβληματισμός αυτός έχει κάποια βάση, πλην όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να μην παρεκτραπεί σε μια ακόμη εκδήλωση θεσμικού λαϊκισμού. Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών έχει καθιερωθεί ιστορικά για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι εν πολλοίς ισχύουν ακόμη, και μάλιστα ειδικά για την ελληνική πραγματικότητα. Σε μια χώρα όπου ανθεί η δικομανία, ο εντυπωσιασμός και η εύκολη κατηγορία, μια πλήρης κατάργηση του ισχύοντος ειδικού καθεστώτος θα μπορούσε να οδηγήσει στον εγκλωβισμό της μεν πολιτικής ζωής σε συνεχείς και ατέρμονες δικαστικές διαμάχες των δε υπουργών σε μια ιδιότυπη ομηρία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σημερινό καθεστώς είναι ικανοποιητικό. Κάθε άλλο μάλιστα. Η προβλεπόμενη διαδικασία είναι μάλλον πολυτελής και σε κάθε περίπτωση χρονοβόρα και εκτεθειμένη σε υπόνοιες για πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ η παράλληλη συνύπαρξη της αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση δίωξης από τη Βουλή και της παραγραφής, που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, όχι μόνον είναι αδικαιολόγητη αλλά και αφήνει μεγάλα περιθώρια ατιμωρησίας (η οποία ευλόγως κλονίζει συνθέμελα το κύρος του θεσμού). Υπό αυτό το πρίσμα απαιτούνται, κατά την άποψή μου, ορισμένες ριζικές τροποποιήσεις, όπως:
α) Η πλήρης απεμπλοκή της Βουλής από την σχετική προανακριτική διαδικασία, με την ανάθεση της αρμοδιότητας για την άσκηση δίωξης στην Ολομέλεια Εφετών Αθηνών. Η σχετική απόφαση θα μπορούσε να λαμβάνεται μετά από την υποβολή σχετικού πορίσματος από (δύο ή τρεις) εισαγγελείς εφετών, οι οποίοι θα ορίζονται με κλήρωση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου (μαζί με τους αναπληρωτές τους) και θα διεξάγουν την προκαταρκτική εξέταση κάθε φορά που ανακύπτει εμπλοκή πολιτικών προσώπων. Η διαδικασία αυτή είναι συντομότερη ενώ παράλληλα παρέχει τις ασφαλιστικές δικλείδες για να μην ασκούνται αδικαιολόγητες ή καταχρηστικές διώξεις.
β) Η κατάργηση της σημερινής αποσβεστικής προθεσμίας (δεύτερη σύνοδος της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτήν που τελέσθηκε το αδίκημα) και χρονική επέκταση της σήμερα ισχύουσας παραγραφής κατά 5 χρόνια (δηλαδή 10 χρόνια -αντί για 5- με τις σήμερα προβλεπόμενες αναστολές, και 15 -αντί για 10- σε κάθε περίπτωση).

8/10/08

ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.10.2008

Οι δυσκολίες της Νέας Δημοκρατίας με ορισμένους βουλευτές της δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και τον υποθετικό κίνδυνο απώλειας της «δεδηλωμένης». Μπορούμε να τις θεωρήσουμε και ως πρώτες ενδείξεις μιας νέας φάσης του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, που θα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα, μεταξύ άλλων, και την ισχυροποίηση της θέσης των βουλευτών στο εσωτερικό των κομμάτων. Δύο είναι κυρίως οι αιτίες του φαινομένου αυτού. Πρώτον, το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι κλασικές λειτουργίες των κομμάτων βρίσκονται σε κρίση, εκτός από μία: τη λειτουργία τους ως εκλογικών μηχανισμών. Και δεύτερον, η αποδυνάμωση της εκλογικής επιρροής των δύο κομμάτων εξουσίας, η οποία καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και προμηνύει κυβερνήσεις με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ή κυβερνήσεις μειοψηφίας/ανοχής, ή κυβερνήσεις συνεργασίας.
Σε μια τέτοια προοπτική οι βουλευτές ολοένα και περισσότερο θα επικαλούνται απέναντι στα κόμματα και στις Κοινοβουλευτικές τους Ομάδες τη συνταγματική εγγύηση της απαγόρευσης της επιτακτικής εντολής.
Πράγματι, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος (άρθρο 512) και έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση (άρθρο 601). Οι βουλευτές ως αντιπρόσωποι του Έθνους «πρέπει» πρωτίστως να ενεργούν με κριτήριο την ικανοποίηση των γενικών συμφερόντων και στο πλαίσιο αυτό δεν δεσμεύονται από ιδιαίτερα, μερικά, τοπικά ή προσωπικά συμφέροντα των εκλογέων τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να μεριμνούν και για την πραγμάτωση των συμφερόντων αυτών. Αλλά και πέραν τούτου, δεν δεσμεύονται από εντολές ή υποδείξεις των κομμάτων και των Κοινοβουλευτικών τους Ομάδων, τουλάχιστον με την έννοια ότι είναι ελεύθεροι να συμμορφώνονται ή να μη συμμορφώνονται προς αυτές - στην τελευταία περίπτωση χωρίς νομικές συνέπειες, δηλαδή την απώλεια της έδρας τους.
Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ερμηνεύεται και η διάταξη του άρθρου 612 Συντ., σύμφωνα με την οποία η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή και συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει σχετική γραπτή δήλωση στον πρόεδρο της Βουλής. Εάν η παραίτηση του βουλευτή είναι αποτέλεσμα της άσκησης πιέσεων από το κόμμα του, τότε παραβιάζεται το «πνεύμα» του άρθρου 612 Συντ., αλλά και η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 291 Συντ.
Κατά την περίοδο των «μαζικών κομμάτων» και των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων η ελεύθερη εντολή των βουλευτών είχε ουσιαστικά υποκατασταθεί από την κομματική επιτακτική εντολή. Η κρίση αντιπροσωπευτικότητας των κομμάτων εξουσίας φαίνεται, όμως, πως θα οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη αυτονομία των βουλευτών από τα κόμματά τους. Τα κυβερνώντα ιδίως κόμματα πρέπει να αντιληφθούν ότι η κοινοβουλευτική νομοθεσία θα επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από διαφοροποιήσεις των κυβερνητικών βουλευτών. Αλλιώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης, κάθε ψηφοφορία στη Βουλή θα αποκτά τον χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης και ο κίνδυνος της κυβερνητικής κρίσης θα είναι πλέον μόνιμος, ακόμη και χωρίς αποχρώντα λόγο.

7/10/08

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7.10.2008

Ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου, ιδίως σε πρόσφατες έρευνες, από τις οποίες προκύπτει ότι η επόμενη Βουλή πιθανόν να είναι εξακομματική και, πάντως, η σύνθεσή της δεν θα επιτρέπει την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Εκ πρώτης όψεως, ως κυριότερη συνέπεια αυτής της εξέλιξης εμφανίζεται η αναγκαιότητα για κυβερνήσεις συνεργασίας, με πιθανότερα σενάρια είτε τη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας - ΛΑ.Ο.Σ., είτε τη συνεργασία ΠΑ.ΣΟ.Κ. - ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ωστόσο οι αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα, οι οποίες συναρτώνται με τις προηγούμενες εξελίξεις, ενδέχεται να είναι πολύ βαθύτερες, ανατρέποντας τη μονοκρατορία του πρωθυπουργού και επηρεάζοντας τη δομή και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Εξηγούμαι:
Πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το πολιτικό σύστημα αναζητούσε μια εύθραυστη ισορροπία στο τρίγωνο ανάκτορα-στρατός-πολιτική τάξη. Την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, το κέντρο βάρους της πολιτικής εξουσίας κατανέμεται μεταξύ πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με την οποία συρρικνώθηκαν οι προεδρικές αρμοδιότητες, μοναδικός κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού καθίσταται πλέον ο πρωθυπουργός. Επικράτησε μάλιστα η αντίληψη ότι η πρωθυπουργοκεντρική λειτουργία του πολιτικού συστήματος κατοχυρώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα, ως δομικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ασκείται η κρατική εξουσία. Ο πρωθυπουργός διορίζει και παύει τους υπουργούς, ηγεμονεύει στο κόμμα, θέτει τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να εκφράζονται οι βουλευτές του κόμματός του.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία του πρωθυπουργού υπήρξε αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, σχετικά αυτόνομων από τις συνταγματικές ρυθμίσεις, με κυριότερους τον δικομματισμό, όπως τροφοδοτήθηκε και από τα εκλογικά συστήματα, την έλλειψη ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας, την αποδυνάμωση του ρόλου των βουλευτών και των κοινοβουλευτικών ομάδων ως αντιβάρων έναντι της πρωθυπουργικής μονοκρατορίας, αλλά και τη συγκυρία της παρουσίας ισχυρών προσωπικοτήτων στο αξίωμα του πρωθυπουργού, των οποίων η αίγλη επηρέασε εντέλει την ίδια τη διαμόρφωση του θεσμού.
Η προϊούσα κατάρρευση του δικομματισμού και η διασπορά εκλογικών δυνάμεων αφενός στα μικρότερα κόμματα και αφετέρου στο «Κόμμα του Κανένα» μπορεί να οδηγήσει στη μεταμόρφωση της θέσης του πρωθυπουργού στο πολιτικό σύστημα, μετατρέποντάς τον από «μονοκράτορα» σε primus inter pares (πρώτο μεταξύ ίσων), όπως συμβαίνει στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα της Ευρώπης. Μια τέτοια μεταβολή του πρωθυπουργικού ρόλου δεν αποκλείεται να επενεργήσει ως πρόκριμα, για να καταστούν τα πολιτικά κόμματα πραγματικά δημοκρατικοί οργανισμοί, όπου θα λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις τόσο για την ανάδειξη προσώπων όσο και για την παραγωγή νέων δημόσιων πολιτικών. Παράλληλα, οι βουλευτές θα απελευθερώνονταν από τον ρόλο τους ως απλών χειροκροτητών, ενώ θα διευκολυνόταν η αναβάθμιση της λειτουργίας τόσο της Βουλής όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ακόμη και αν η κρίση του δικομματισμού αποδειχθεί τελικά μια απλή παρένθεση, δεν αποκλείεται να απελευθερώσει μια δυναμική, που θα απεγκλώβιζε το πολιτικό σύστημα από μια παγιωμένη μορφή λειτουργίας, που φαίνεται ότι πλέον έχει εξαντλήσει τα όριά της. Σε τελική ανάλυση, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την απουσία χαρισματικών ηγετών, η προσαρμογή και εκλογίκευση του θεσμού του πρωθυπουργού μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την αναζωογόνηση της πολιτικής.

6/10/08

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.10.2008

Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε, ή μάλλον υπέκλεψε, με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 2007, παρά τη μείωση του ποσοστού των ψήφων της σε σχέση με το 2004, εκμεταλλευόμενη την πολιτική αφασία στην οποία έχει περιέλθει το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας κυρίως των αδυναμιών της ηγεσίας του. Λογικά θα περίμενε κανείς ότι το οριακό αυτό μέγεθος των 152 βουλευτών θα καθιστούσε την κυβέρνηση προσεκτικότερη, ιδίως σε θέματα πολιτικής ηθικής και διαχείρισης του δημόσιου χρήματος (όπου είχε σημειώσει αρνητική επίδοση την προηγούμενη τριετία, μεταξύ άλλων με τα σκάνδαλα των «κουμπάρων» και των ομολόγων), και το κυβερνών κόμμα δημοκρατικότερο, ή τουλάχιστον ανεκτικότερο απέναντι σε διαφωνούντες, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βουλευτές του.
Αντί γι αυτό γινόμαστε όμως τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες μάρτυρες ενός θεάτρου του παραλόγου, όπου μετά την αποκάλυψη νέων και σοβαρότερων σκανδάλων, όπως της Siemens και του Βατοπεδίου, καθώς και του προκλητικού πλουτισμού υπουργών του, ο πρωθυπουργός όχι μόνο δεν προχωρεί σε διορθωτικές κινήσεις, έστω για να σώσει τα προσχήματα, αλλά και καταγγέλλει τους «αντάρτες» βουλευτές του κόμματός του και τους προκαλεί να ρίξουν την κυβέρνηση!
Το απόγειο του παραλογισμού είναι η πρόσφατη διαγραφή βουλευτή της ΝΔ, επειδή «τόλμησε» να εκφράσει δημόσια τη γνώμη του λέγοντας το προφανές, με βάση τις σχετικές δημοσκοπήσεις, ότι δηλαδή συγκεκριμένα πρόσωπα του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος ζημιώνουν την κυβέρνηση και πρέπει ν απομακρυνθούν. Η συμπεριφορά αυτή του κληρονομικού ηγεμόνα της Νέας Δημοκρατίας θυμίζει αντίστοιχες των ομολόγων του της εποχής του Μεσαίωνα (αυτοκρατόρων, βασιλέων, φεουδαρχών κ.λπ.), οι οποίοι ενίοτε σκότωναν τους αγγελιοφόρους, όταν τους έφερναν δυσάρεστα νέα.
Εξίσου εξωφρενική είναι η δημόσια προτροπή, αν μη και απαίτηση, εκ μέρους κυβερνητικών και κομματικών στελεχών προς τον διαγραμμένο βουλευτή να παραιτηθεί από την έδρα του, σαν η τελευταία να ήταν οικογενειακή περιουσία του πρωθυπουργού και αρχηγού του κόμματος και οι βουλευτές υπάλληλοι του τελευταίου, και όχι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του κυρίαρχου λαού. Και τούτο μάλιστα όταν ο συγκεκριμένος βουλευτής όχι μόνο δεν ανεξαρτητοποιήθηκε με δική του πρωτοβουλία, αλλά και δηλώνει ότι εξακολουθεί να στηρίζει την κυβέρνηση και θα ψηφίζει τα νομοσχέδιά της. Αν όμως η απλή έκφραση γνώμης για επιλογές προσώπων συνιστά έγκλημα καθοσιώσεως και τιμωρείται με πολιτικό αποκεφαλισμό από τον ηγεμόνα του κόμματος, τότε δεν πρόκειται πια για κοινοβουλευτική ομάδα, αλλά για ποίμνιο αμνών.
Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι ότι, με όλα αυτά τα τραγελαφικά και άκρως αντιδημοκρατικά, ο σημερινός πρωθυπουργός θα καταφέρει τελικά να ρίξει ο ίδιος την κυβέρνησή του, απαλλάσσοντας έτσι τον τόπο από την επιζήμια παρουσία της.
Ούτως ή άλλως οι αυτοδυναμίες, οριακές ή μη, μετατρέπουν τα κόμματα σε στρατούς και τη χώρα σε αντικείμενο λαφυραγώγησης γι αυτούς. Ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε, για μια ακόμη φορά (μετά την επώδυνη πάντως εμπειρία του 1989-1990), τις κυβερνήσεις συνεργασίας.

24/9/08

ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24.9.2008

Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η κυβέρνηση κατά την παρούσα πολιτική συγκυρία δεν βρίσκεται σε αρμονία προς το λαϊκό αίσθημα. Αυτό οφείλεται, ως έναν βαθμό, στη γενική οικονομική της πολιτική και στα αλλοπρόσαλλα φορολογικά της μέτρα.
Κυρίως όμως οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δείχνει να πιστεύει πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θέλει ή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα της πολιτικής διαφθοράς. Κατά τον Απρίλιο-Ιούνιο του 2007, μεσούντος του σκανδάλου των ομολόγων, το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης εξακολουθούσε να πιστεύει ότι το ηθικό ζήτημα αφορούσε περισσότερο το ΠΑΣΟΚ παρά τη Νέα Δημοκρατία (βλ. σχετικά τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Γ. Μαυρής στην «Καθημερινή» της 18.9.2007). Η υπόθεση Ζαχόπουλου, η υπόθεση Παυλίδη, από μια άποψη η υπόθεση Βουλγαράκη, και κυρίως το μέγα σκάνδαλο της ανταλλαγής κτημάτων με τη Μονή Βατοπεδίου άλλαξαν άρδην την πεποίθηση αυτή. Τώρα πλέον το ηθικό ζήτημα συσχετίζεται πρωτίστως με συμπεριφορές μελών της κυβέρνησης, υφυπουργών ή εμπίστων αξιωματούχων. Έτσι, από εδώ και πέρα, η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλείται κάποια υποθετική ηθική ανωτερότητά της, αφού τα γεγονότα βεβαιώνουν το αντίθετο.
Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, έχει μια μεγάλη ευκαιρία να επεξεργασθεί και να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αντι-διαφθοράς, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει και τον αυστηρό οικονομικό έλεγχο των πολιτικών προσώπων από μια πραγματικά ανεξάρτητη Αρχή. Κατά την παρούσα συγκυρία, ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι πολύ χρησιμότερο από οποιοδήποτε γενικό πολιτικό ή οικονομικό πρόγραμμα. Θεωρητικά, το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και η κυβέρνηση. Πλην όμως, για να είναι αξιόπιστο ένα τέτοιο πρόγραμμα από την πλευρά της κυβέρνησης, θα έπρεπε να συνοδεύεται από την αποκομματικοποίηση του κράτους, κάτι το οποίο είναι έξω από τη λογική του κυβερνώντος κόμματος. Η πολιτική διαφθορά είναι γέννημα και θρέμμα του κομματικού κράτους, το οποίο κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία έφτασε στο ανώτερό του στάδιο.
Μιλήσαμε προηγουμένως για το λαϊκό αίσθημα που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Το λαϊκό αίσθημα δεν ταυτίζεται με τη λαϊκή θέληση, η οποία εκδηλώνεται μέσω των εκλογών. Από την άποψη αυτή, το κομβικό σημείο της παρούσας πολιτικής φάσης είναι οι ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009. Στις εκλογές αυτές θα εκφραστεί η βούληση του εκλογικού σώματος όχι τόσο για τα ευρωπαϊκά θέματα όσο για τα εσωτερικά θέματα. Εάν διατηρηθεί το προβάδισμα του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις και επιβεβαιωθεί στις ευρωεκλογές, τότε οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές θα είναι μάλλον αναπόφευκτες, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, αλλά με δυσμενείς γι αυτή πολιτικούς όρους. Εάν παρά ταύτα η Νέα Δημοκρατία ανακτήσει προβάδισμα στις ευρωεκλογές, τότε το πιο πιθανό είναι να εξαντλήσει την κοινοβουλευτική περίοδο ή πάντως να διεκπεραιώσει όλες τις εκκρεμότητές της μέχρι την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, τον Μάρτιο του 2010.

23/9/08

ΤΟ "ΚΟΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ"
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.9.2008

Δεν είναι περίεργο που ενισχύεται διαρκώς το «Κόμμα του Κανένα». Το αίτημα για σεμνότητα και ταπεινότητα βουλιάζει κάτω από τις πιο απίθανες ανομίες. Η παράταξη που έθεσε ως κεντρικό σύνθημα τον ηθικό πόλεμο κατά της διαφθοράς φέρεται εμπλεκόμενη σε πάσης φύσεως σκάνδαλα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πείθει ότι οι λόγοι για τους οποίους αποδοκιμάστηκε εκλογικά έχουν πλέον εκλείψει. Τούτο καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις με χαμηλά ποσοστά των δύο κομμάτων εξουσίας. Ανάμεσα στη συγκυρία του 2004, όταν έπνεε τα λοίσθια η «οκταετία του εκσυγχρονισμού», και στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, δεν διαπιστώνεται όμως ως βασική διαφορά μόνο η έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, αλλά και το ότι έχουν μεταστραφεί οι οικονομικοί δείκτες και κρίσιμες κοινωνικές συνιστώσες.
Σημαντικό είναι ιδίως ότι διευρύνθηκαν οι οικονομικές ανισότητες, ενώ περιορίστηκαν οι δημόσιες πολιτικές για την αναδιανομή του εισοδήματος. Μελέτες αποδεικνύουν τη συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων και την αύξηση του ποσοστού των Ελλήνων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ακρίβεια, η υπερχρέωση και η υποαπασχόληση συγκροτούν τη μία όψη του προβλήματος. Την άλλη όψη συνιστά η μείωση των κρατικών δαπανών για συλλογικές υπηρεσίες που απευθύνονται πρωτίστως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπως είναι οι υπηρεσίες υγείας, η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υποδομές. Στις παραδοσιακές κατηγορίες των κοινωνικά αποκλεισμένων προστίθενται πλέον ομάδες «νεόπτωχων», που προσπαθούν να αυτοπροσδιοριστούν μέσα στο νέο οικονομικο-κοινωνικό περιβάλλον. Στα προηγούμενα πρέπει να προστεθεί ένα επιπλέον δεδομένο, που δεν καταγράφεται μόνο στις έρευνες κοινής γνώμης, με τη μορφή της προτίμησης του «Κόμματος του Κανένα», αλλά είναι εμφανώς αντιληπτό στην καθημερινή ζωή. Πρόκειται για την οργή και την απόγνωση, την απουσία της προσδοκίας ότι η πολιτική τάξη διαθέτει εκείνες τις εφεδρείες που θα μπορούσαν να μεταστρέψουν την καθοδική οικονομική, πολιτική και ηθική πορεία. Αυτή η απελπισία δεν απέχει πολύ από το να μεταμορφωθεί σε καθολική αποδοκιμασία ενός πολιτικού-αναπτυξιακού μοντέλου που υποθάλπει τη διαφθορά και τη συνενοχή, εντείνει τις ανισότητες, εξουθενώνει κάθε προοπτική κοινωνικής κινητικότητας.
Τι μπορεί να σημαίνει λοιπόν η συνεχιζόμενη ενίσχυση του «Κόμματος του Κανένα», δηλαδή η αύξηση εκείνων που απαξιώνουν όλα τα πολιτικά κόμματα και τους αρχηγούς τους; Δύο σενάρια είναι πιθανότερα: είτε να αποτυπωθεί η αποδοκιμασία αυτή σε ένα ρεκόρ εκλογικής αποχής και άκυρων/λευκών ψηφοδελτίων, με σαφείς επιπτώσεις για τη νομιμοποίηση και το μέλλον των δύο κομμάτων εξουσίας, είτε να δημιουργηθεί ένας νέος, ενδιάμεσος πολιτικός σχηματισμός, που θα απορροφήσει τμήμα των απογοητευμένων ψηφοφόρων. Εάν μεν το νέο κομματικό μόρφωμα συγκροτηθεί από δοκιμασμένα στελέχη διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων, τότε το στοίχημα θα είναι η υπέρβαση του χαρακτηρισμού τους ως «αποστατών» ή ως «αναλωθέντων».
Στην περίπτωση, πάλι, που ένα νέο κόμμα ιδρυθεί από καινούργια πρόσωπα, το ερώτημα είναι εάν θα συμβάλουν στην ανανέωση της πολιτικής ή θα αποδειχθούν μπερλουσκονικά κακέκτυπα, που απλώς θα εκμεταλλευθούν την αναξιοπιστία, την αναποτελεσματικότητα και τη (δια)φθορά των παλαιών πολιτικών δυνάμεων, όπως συνέβη στην Ιταλία μετά την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια». Δεν αποκλείεται όμως και ένα άλλο σενάριο: από το «Κόμμα του Κανένα» να εκκολαφθεί ένα «αβγό του φιδιού», όπως συνέβη αρκετές φορές τον 20ό αιώνα, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης και απαξίωσης της πολιτικής τάξης.

22/9/08

ΒΑΤΟΠΕΔΙ ΚΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.9.2008

Η «ανταλλαγή» οικοπέδων μεταξύ του κράτους και της Μονής Βατοπεδίου (ή μάλλον κατά του κράτους και υπέρ της Μονής) αποτελεί τον τελευταίο, προς το παρόν, κρίκο σε μια αλυσίδα σκανδάλων διασπάθισης του δημόσιου πλούτου που έχουν έρθει στη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια. Η Νέα Δημοκρατία κατέλαβε την εξουσία το 2004 καταγγέλλοντας ως διεφθαρμένες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και επαγγελλόμενη την κάθαρση του δημόσιου βίου. Σήμερα καθίσταται πλέον πασιφανές ότι οι εξαγγελίες της αυτές ήταν κενές περιεχομένου, αν μη και συνειδητά παραπλανητικές. Η διαφθορά είναι βαθιά ριζωμένη στις δομές του πολιτικού μας συστήματος και η καταπολέμησή της θα προϋπέθετε μια συνολική ανατροπή και μετεξέλιξή του, όπως εκείνη που ακολούθησε την επανάσταση στο Γουδή και την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πριν από περίπου έναν αιώνα (1909-1910).
Η ιδιαιτερότητα πάντως του σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο ωφελημένος σε βάρος της περιουσίας του κράτους, δηλαδή του ελληνικού λαού, δεν ήταν, όπως συνήθως, κάποιος ιδιώτης ή ένας επιχειρηματικός φορέας, αλλά ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, το οποίο εμφανίζεται ότι λειτούργησε με τη λογική αρπακτικού. Τίθεται λοιπόν επί τάπητος το θέμα της αμαρτωλής διαπλοκής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, καθώς και της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ειδικά μάλιστα ορισμένες Μονές του Αγίου Όρους έχουν συσσωρεύσει επί εκατονταετίες τεράστια ακίνητη και άλλη περιουσία, που φαίνεται να τη χρησιμοποιούν για οτιδήποτε άλλο εκτός από κοινωφελείς αγαθοεργίες. Οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις (όπως άλλωστε και οι Οθωμανοί δυνάστες πριν από αυτές) ανέχθηκαν και ευνόησαν τον αδικαιολόγητο αυτόν, από άποψη χριστιανικής ηθικής και όχι μόνον, πλουτισμό των Μονών, χορηγώντας τους, μεταξύ άλλων, εξαιρετικά εκτεταμένες φοροαπαλλαγές με μια σειρά νομοθετημάτων. Κατά παγκόσμια, μάλιστα, πρωτοτυπία το ίδιο το ελληνικό Σύνταγμα, στο άρθρο 105 παρ. 5, κατοχυρώνει, χρησιμοποιώντας τον σεμνότυφο όρο «φορολογικά πλεονεκτήματα», την παραπάνω προνομιακή μεταχείριση. Το γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με τόσο ευνοϊκό τρόπο τις οικονομικές αξιώσεις ανθρώπων που θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένοι από υλικά πάθη, όπως οι αγιορείτες μοναχοί, τη στιγμή κατά την οποία οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις συχνά αποκρούουν εύλογα αιτήματα πενόμενων κοινωνικών ομάδων με την επίκληση των δυσχερειών του προϋπολογισμού, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ούτως ή άλλως, όμως, το διαχρονικό αυτό πολιτικό και εκκλησιαστικό σκάνδαλο πρέπει επιτέλους να τερματισθεί. Εφόσον οι μονές, ή και συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα ή «κοντά» σ' αυτές, εννοούν να συμπεριφέρονται ως στυγνοί επιχειρηματίες, είναι απαράδεκτη η συνέχιση της φορολογικής ασυλίας τους. Πρέπει να αντιμετωπισθούν ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και να υπαχθούν σε φορολόγηση και φορολογικούς ελέγχους, όπως ισχύει για όλους. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν το κράτος εξαπολύει ολόκληρη φοροεπιδρομή (τεκμήρια, κατάργηση αφορολόγητου για τους ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ.), προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματά του, η φορολόγηση των μοναστηριών αποτελεί στοιχειώδη απαίτηση φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης.