23/3/09

ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.3.2009

Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για αλλαγές στην ποινική μας νομοθεσία μπορούν να εκτιμηθούν, από πολιτική άποψη, ως προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών της κυβέρνησης για την αδυναμία, έως ανυπαρξία, της αστυνομίας και για τις εκρήξεις βίας τους τελευταίους μήνες. Από νομική άποψη οι αλλαγές αυτές θέτουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας και συμφωνίας προς τη διεθνή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατ’ αρχάς η «νεκρανάσταση» του καταργημένου από το 1993 αδικήματος της «περιύβρισης αρχής» θα σηματοδοτήσει σοβαρή οπισθοδρόμηση στην προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Η θωράκιση της δημόσιας εξουσίας έναντι αδικημάτων γνώμης, και μάλιστα με την αυτεπάγγελτη δίωξή τους, απάδει στο δημοκρατικό πολίτευμα. Δεδομένου ότι το στοιχείο της αντιπαράθεσης και της αντιδικίας αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό της πολιτικής, είναι εύκολη η διολίσθηση, κατά την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων, σε αυταρχικές πρακτικές φίμωσης της πολιτικής και κοινωνικής αμφισβήτησης. Τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια είχαν συχνά εφαρμόσει στο παρελθόν τη σχετική διάταξη του άρθρου 181 του Ποινικού Κώδικα κατά τρόπο ώστε να δικαιώνονται οι φόβοι αυτοί και όλα δείχνουν ότι παρόμοια φαινόμενα μπορούν να επαναληφθούν.
Η απώτερη συνέπεια μπορεί να είναι νέες καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ελευθερία της έκφρασης). Περαιτέρω, η απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου των διαδηλωτών θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση για αδικήματα βίας, π.χ. ληστεία, σωματική βλάβη, φθορά ξένης ιδιοκτησίας κ.λπ., οδηγώντας σε κάποια προσαύξηση της ποινής όσων καταδικάζονται για αυτή. Ωστόσο, η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια που θέτει ιδίως η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και συνεπώς δεν επιτρέπεται να φθάνει π.χ. στον διπλασιασμό της αρχικής ποινής και μάλιστα κατά τρόπο οιονεί «αυτόματο» (δηλ. χωρίς να αφήνεται περιθώριο επιμέτρησης στον ποινικό δικαστή).
Γενικότερα πάντως, η αύξηση των κρουσμάτων βίας, οι λεηλασίες και / ή καταστροφές περιουσιών στους δρόμους των μεγάλων πόλεων κ.λπ., δεν οφείλονται στην ανεπάρκεια ή την «επιείκεια» των ποινικών νόμων.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι κουκουλοφόροι δεν τιμωρούνται επαρκώς από τα δικαστήρια, όταν συλληφθούν, αλλά ότι η αστυνομία συχνά δεν μπορεί ή και δεν θέλει να τους συλλάβει, ούτε να σταματήσει τουλάχιστον την καταστροφική δράση τους. Τούτο οφείλεται στα δικά της οργανωτικά προβλήματα και τις ελλείψεις σε εκπαίδευση, εξοπλισμό κ.λπ., που αντανακλούν άλλωστε τις γενικότερες δυσλειτουργίες ενός κομματικοποιημένου και διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού.
Με άλλες λέξεις, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το κράτος αδυνατεί να λειτουργήσει σωστά, κυρίως επειδή από αρκετές δεκαετίες αντιμετωπίζεται από τα κόμματα εξουσίας ως λάφυρο των ίδιων και των πολιτικών «πελατών» τους και όχι ως μηχανισμός στην υπηρεσία του συνόλου των πολιτών. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η ποινικοποίηση αποτελεί περισσότερο εξορκισμό και λιγότερο, ή καθόλου, σοβαρή πολιτική.