28/3/09

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Ελευθεροτυπία, 28.3.2009

Η οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ ως χρηματοπιστωτική κρίση και εξελίχθηκε γρήγορα ως κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, φαίνεται να παίρνει διαστάσεις πραγματικής οικονομικής ύφεσης σε παγκόσμια κλίμακα.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, οι κυρίαρχες φιλελεύθερες αρχές παραμερίζονται. Τα Κράτη επανέρχονται όχι μόνο ως βασικοί παίκτες στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, αλλά ως καταφύγια για τη σωτηρία του συστήματος, μέσω της πραγματοποίησης δαπανών, καταναλωτικών και επενδυτικών, για τον περιορισμό της ύφεσης, προφανώς δανειζόμενα από όσους διαθέτουν ρευστότητα, δηλαδή κυρίως από τις αναδυόμενες οικονομίες.(Κίνα). Οι Κεντρικές Τράπεζες μειώνουν δραστικά τα επιτόκια και παροτρύνουν το τραπεζικό σύστημα για να συνεχίσει να τροφοδοτεί την οικονομία με δάνεια προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως μετά την εκλογή των Δημοκρατικών, διοχετεύουν τεράστια ποσά στην οικονομία για την στήριξη οικονομικών κλάδων και μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ αναμένεται αύξηση των δαπανών για την υγεία και την εκπαίδευση. Ο Πρόεδρος Ομπάμα μιλάει για μια ευκαιρία που αναδύεται μέσα στην κρίση για μια περισσότερο δίκαιη κατανομή του εισοδήματος στις ΗΠΑ για ένα καινούργιο New Deal μετά από μια μεγάλη περίοδο διεύρυνσης των ανισοτήτων ενώ το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού αναμένεται να ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ των ΗΠΑ για το 2009.

Τι κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση μπροστά σε όλα αυτά ;
Κάθε χώρα – μέλος προσπαθεί με τα δικά της μέσα να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινών κανόνων δημοσιονομικής διαχείρισης. Το ζήτημα είναι ότι οι χώρες που έχουν ήδη υψηλό χρέος και μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ανήκουν στη ζώνη του Ευρώ, ενώ χρειάζονται δημοσιονομική χαλάρωση για να αντιμετωπίσουν την κρίση, είναι υποχρεωμένες να περιορίσουν τις δαπάνες τους επειδή διεθνείς χρηματαγορές δεν έχουν εμπιστοσύνη στην δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων που συνάπτουν και συνεπώς επιβάλλουν υψηλότερα επιτόκια σε σύγκριση με χώρες με μικρότερο χρέος. Είναι προφανές ότι, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα ενώ προφυλάσσει τις χώρες αυτές από συναλλαγματικές περιπέτειες, δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει τη σημερινή οικονομική κρίση.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε είναι αναγκαίος ένας πραγματικός κοινός προϋπολογισμός. Ένας κοινός προϋπολογισμός στο πλαίσιο μιας οικονομικής ένωσης, όπου όλοι οι πολίτες της Ευρώπης θα συνεισφέρουν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορεί να ασκεί τον κυρίαρχο ρόλο του στην κατανομή των δαπανών αυτού του κοινού Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού με κοινούς κανόνες διαχείρισης. Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονείται το γεγονός ότι στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε ομοσπονδιακός προϋπολογισμός μετά την κρίση του 1929 προκειμένου να απαντήσει στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν.
Η χαλάρωση του ορίου του 3% του ΑΕΠ του δημοσιονομικού ελλείμματος με αύξηση κυρίως των επενδυτικών δαπανών από τα κράτη – μέλη είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την έξοδο από την κρίση, τουλάχιστον των λιγότερο ισχυρών οικονομιών, διότι κάθε δημοσιονομική χαλάρωση «τιμωρείται» από τις διεθνείς χρηματαγορές με αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Το γεγονός, ότι οι χώρες αυτές ευθύνονται για τη μη συνετή οικονομική διαχείριση και την διστακτική πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών που ακολούθησαν τα προηγούμενα χρόνια επωφελούμενα από τη «θαλπωρή» του κοινού νομίσματος, δεν αλλάζει τη σημερινή πραγματικότητα.
Είναι γεγονός ότι η σημερινή πολιτική συγκυρία δεν ευνοεί μια συζήτηση για οικονομική ένωση που θα συμπλήρωνε την νομισματική ενοποίηση, δηλ. για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης. Όμως έστω και ένα πρόπλασμα κοινής δράσης με τη δημιουργία ενός κοινού ταμείου αλληλεγγύης και την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων θα ήταν μια σημαντική εξέλιξη. Θα αποτελούσε μια Ευρωπαϊκή απάντηση στην σημερινή κρίση και θα ενίσχυε την εσωτερική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σήμερα δοκιμάζεται επικίνδυνα.

24/3/09

ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΟΜΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24.3.2009

Πίσω από την έξαρση των φαινομένων βίας και ανομίας, την εμφάνιση της νέας τρομοκρατίας και την αλληλοτροφοδοτούμενη διόγκωση της εγκληματικότητας και της αστυνομικής αυθαιρεσίας, δεν υποκρύπτεται μόνο η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές της προεκτάσεις, αλλά ιδίως η κατάρρευση ενός ολόκληρου συστήματος αξιών. Η ίδια η οικονομική κρίση δεν αποτελεί άλλωστε παρά επιστέγασμα της ανεπαρκούς θεσμικής εποπτείας επί των μηχανισμών της αγοράς, υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη της κοινωνίας ως προς την ικανότητα του κράτους να θεσπίσει και να εφαρμόσει πολιτικές ελέγχου, αλλά και να παρέμβει εγκαίρως για την αντιμετώπισή της.
Σήμερα εκδηλώνεται με ακραίο τρόπο η χρόνια υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Ελλειμματική Δημοκρατία, εκδόσεις Σιδέρη, 2009). Οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Η διαρκής αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνονται, δεν υπήρξε μόνον αποτέλεσμα του σταδιακού μετασχηματισμού τους σε κόμματα με άμεση, εξωθεσμική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειάς τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει μια διαμεσολαβητική-διαχειριστική λογική ως προς τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας. Η απόσταση ανάμεσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των κομμάτων και στα μέλη ή τους ψηφοφόρους τους φαίνεται να διευρύνεται σταθερά.
Η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η αναξιοπιστία των θεσμών ενισχύουν την αποπολιτικοποίηση και ιδιωτικοποίηση των πολιτών. Παράλληλα με τη μετατόπιση των πολιτικών κομμάτων από την ιδεολογική και κοινωνική «καθαρότητα» στον επαμφοτερίζοντα, πολυσυλλεκτικό λόγο, συντελείται η μετακίνηση του πολίτη από το δημόσιο στο ιδιωτικό συμφέρον. Η αποξένωση ανάμεσα στα κόμματα και την κοινωνία δεν συναρτάται μόνο με την εξατομίκευση και την αποπολιτικοποίηση, αλλά και με τη δυσπιστία απέναντι σε κάθε μορφή θεσμοποιημένης εξουσίας. Η κατάργηση του ανοικτού και ανταγωνιστικού χαρακτήρα της δημοκρατίας οδηγεί στην ενίσχυση των αντισυστημικών μορφών πολιτικής δράσης, είτε αυτές εκφράζονται ως ενδυνάμωση των κομμάτων διαμαρτυρίας, είτε εκδηλώνονται ως βίαιες κοινωνικές εξεγέρσεις, είτε καταλήγουν σε τυφλές καταστροφές.
Όταν ο πολιτικός λόγος πλαισιώνεται με μια ηθικολογική ρητορεία, παρουσιάζοντας την πολιτική ως εάν να εκτυλίσσεται στον άξονα της ηθικής, ενώ παράλληλα τα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς μονοπωλούν την καθημερινή πολιτική ζωή, αυτή η αντινομία υποσκάπτει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και νομιμοποιεί τη «βεβήλωση του αβεβήλωτου». Ωστόσο για την άμβλυνση των φαινομένων τυφλής βίας δεν αρκεί μία κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ούτε ασφαλώς ενδείκνυται η διεύρυνση της διακριτικής ευχέρειας των μηχανισμών καταστολής. Απαιτείται, πρωτίστως, η ανανέωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός του κράτους, με κεντρικούς άξονες τον εκδημοκρατισμό των κομμάτων, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον σεβασμό προς τον πολίτη.

23/3/09

ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ ΕΥΘΥΝΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.3.2009

Οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για αλλαγές στην ποινική μας νομοθεσία μπορούν να εκτιμηθούν, από πολιτική άποψη, ως προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών της κυβέρνησης για την αδυναμία, έως ανυπαρξία, της αστυνομίας και για τις εκρήξεις βίας τους τελευταίους μήνες. Από νομική άποψη οι αλλαγές αυτές θέτουν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας και συμφωνίας προς τη διεθνή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Κατ’ αρχάς η «νεκρανάσταση» του καταργημένου από το 1993 αδικήματος της «περιύβρισης αρχής» θα σηματοδοτήσει σοβαρή οπισθοδρόμηση στην προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Η θωράκιση της δημόσιας εξουσίας έναντι αδικημάτων γνώμης, και μάλιστα με την αυτεπάγγελτη δίωξή τους, απάδει στο δημοκρατικό πολίτευμα. Δεδομένου ότι το στοιχείο της αντιπαράθεσης και της αντιδικίας αποτελεί έμφυτο χαρακτηριστικό της πολιτικής, είναι εύκολη η διολίσθηση, κατά την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων, σε αυταρχικές πρακτικές φίμωσης της πολιτικής και κοινωνικής αμφισβήτησης. Τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια είχαν συχνά εφαρμόσει στο παρελθόν τη σχετική διάταξη του άρθρου 181 του Ποινικού Κώδικα κατά τρόπο ώστε να δικαιώνονται οι φόβοι αυτοί και όλα δείχνουν ότι παρόμοια φαινόμενα μπορούν να επαναληφθούν.
Η απώτερη συνέπεια μπορεί να είναι νέες καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παραβίαση του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ελευθερία της έκφρασης). Περαιτέρω, η απόκρυψη των χαρακτηριστικών του προσώπου των διαδηλωτών θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση για αδικήματα βίας, π.χ. ληστεία, σωματική βλάβη, φθορά ξένης ιδιοκτησίας κ.λπ., οδηγώντας σε κάποια προσαύξηση της ποινής όσων καταδικάζονται για αυτή. Ωστόσο, η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια που θέτει ιδίως η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) και συνεπώς δεν επιτρέπεται να φθάνει π.χ. στον διπλασιασμό της αρχικής ποινής και μάλιστα κατά τρόπο οιονεί «αυτόματο» (δηλ. χωρίς να αφήνεται περιθώριο επιμέτρησης στον ποινικό δικαστή).
Γενικότερα πάντως, η αύξηση των κρουσμάτων βίας, οι λεηλασίες και / ή καταστροφές περιουσιών στους δρόμους των μεγάλων πόλεων κ.λπ., δεν οφείλονται στην ανεπάρκεια ή την «επιείκεια» των ποινικών νόμων.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι κουκουλοφόροι δεν τιμωρούνται επαρκώς από τα δικαστήρια, όταν συλληφθούν, αλλά ότι η αστυνομία συχνά δεν μπορεί ή και δεν θέλει να τους συλλάβει, ούτε να σταματήσει τουλάχιστον την καταστροφική δράση τους. Τούτο οφείλεται στα δικά της οργανωτικά προβλήματα και τις ελλείψεις σε εκπαίδευση, εξοπλισμό κ.λπ., που αντανακλούν άλλωστε τις γενικότερες δυσλειτουργίες ενός κομματικοποιημένου και διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού.
Με άλλες λέξεις, το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι το κράτος αδυνατεί να λειτουργήσει σωστά, κυρίως επειδή από αρκετές δεκαετίες αντιμετωπίζεται από τα κόμματα εξουσίας ως λάφυρο των ίδιων και των πολιτικών «πελατών» τους και όχι ως μηχανισμός στην υπηρεσία του συνόλου των πολιτών. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η ποινικοποίηση αποτελεί περισσότερο εξορκισμό και λιγότερο, ή καθόλου, σοβαρή πολιτική.

22/3/09

Η ΛΥΣΗ, ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΚΟΜΜΑ
Ευάγγελος Βενιζέλος
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπια", 22/3/2009

Η διεθνής οικονομική κρίση ήταν ως προς τα αίτιά της και είναι ως προς την αντιμετώπισή της, κρίση κατ' εξοχήν πολιτική.

Τα νομοθετικά και διοικητικά κενά ως προς την κρατική εποπτεία επί των χρηματοοικονομικών αγορών επέτρεψαν να διαμορφωθεί η μήτρα της κρίσης. Το έλλειμμα εποπτείας, που είναι έλλειμμα λειτουργίας του κράτους και άρα έλλειμμα πολιτικής, δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, απ' όπου ξεκίνησαν οι κακές πρακτικές. Αφορά όλες τις χώρες -πρωτίστως, μάλιστα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ.

1. Η απουσία σοβαρών θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης οφείλεται στην άρνηση των ισχυρών εθνικών και περιφερειακών οικονομιών να τους δεχθούν. Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση φάνηκε απόλυτα επαναπαυμένη στην αντίληψη ότι θα υπάρχουν πάντα ομαλές συνθήκες λειτουργίας της διεθνούς και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μηχανισμοί πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων δεν είχαν, ούτε έχουν ακόμη συγκροτηθεί.

2. Στην Ελλάδα, όμως, ο πολιτικός χαρακτήρας της κρίσης δεν συνδέεται μόνον με τα εμφανή κενά του συστήματος εποπτείας στο χρηματοοικονομικό σύστημα, αλλά με ολόκληρο το περιβάλλον του δημόσιου βίου που έχει καταστεί εδώ και καιρό.
Ανεξάρτητα από τη διεθνή κρίση και τις επιπτώσεις της και κατά μείζονα λόγο εξαιτίας αυτών στην Ελλάδα έχει πλέον εγκατασταθεί μια καθολική κρίση εμπιστοσύνης. Πρόκειται για κρίση πολιτικής νομιμοποίησης και αντιπροσώπευσης, για κρίση της δημόσιας ηθικής, για κρίση των αξιακών παραδοχών. Η κρίση της οικονομίας μετασχηματίζεται κατά τον τρόπο αυτό σε κρίση αποτελεσματικότητας του κράτους, σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, σε κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού λόγου.

3. Όλοι πλέον αποδέχονται ότι τόσο η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης, που είναι κρίση χρηματοοικονομική, κρίση δημοσιονομική και κρίση του παραγωγικού σχήματος της χώρας, όσο και η λήψη των αναγκαίων διαρθρωτικών μέτρων έχουν ως κοινή προϋπόθεση την επέμβαση στο κράτος: στη λειτουργία της κυβέρνησης, στη λειτουργία της Βουλής και ιδίως στην ποιότητα του νομοθετικού έργου, στη δημόσια διοίκηση, στους αρμούς που συνδέουν το κράτος με την οικονομία, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα μεγάλα συστήματα του κοινωνικού κράτους, στους θεσμούς του κράτους δικαίου και κυρίως στη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Η ενιαία βάση όλων αυτών των προβλημάτων είναι το πολιτικό σύστημα και ιδίως η συνάρθρωση του κομματικού συστήματος με τους θεσμούς του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, όπως αυτό διαμορφώθηκε τα τελευταία τριάντα πέντε (1974-2009) χρόνια.

4. Είναι, συνεπώς, λογικό να τροφοδοτείται διαρκώς μια δημόσια συζήτηση που έχει ως επωδό την ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος.
Η συζήτηση, όμως, αυτή διεξάγεται κατά τρόπο αποσπασματικό. Εστιάζει το ενδιαφέρον της σε ορισμένα «αγαπημένα» θέματα όπως η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η ανάγκη για ένα «Καποδίστρια ΙΙ» ή η συγκρότηση μικρότερων, ευέλικτων κυβερνητικών σχημάτων με στόχο το λεγόμενο επιτελικό κράτος σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης κ.ο.κ.
Παράλληλα, διεξάγεται και η διαρκής συζήτηση για τις αναγκαίες αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα, την αναγέννηση του ΕΣΥ, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος κ.ο.κ.

5 Πεποίθησή μου, επιστημονική και πολιτική, είναι ότι καμία από τις αναγκαίες αυτές τομές δεν είναι εφικτή, αν η αλλαγή δεν αρχίσει από το ίδιο το κομματικό φαινόμενο, από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων και του κομματικού συστήματος συνολικά. Αν δεν επιβληθεί στην πράξη το μοντέλο ενός συλλογικού, εσωτερικά δημοκρατικού, αποκεντρωμένου, «ανοικτού» κόμματος που επιτρέπει στους πολίτες να νιώθουν ότι πράγματι συμμετέχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι και αντιπροσωπεύονται από τους πολιτικούς θεσμούς αρχής γενομένης από τα ίδια τα κόμματα.

Το μοντέλο ενός κόμματος που δεν έχει ολιστική αντίληψη για το κράτος, την κοινωνία, την οικονομία. Που δεν θέλει να παρεμβαίνει οργανωτικά παντού, αλλά αφήνει χώρο στους πολίτες, τις τοπικές κοινωνίες, την εκπαιδευτική κοινότητα, την επιστημονική και επαγγελματική αξιοκρατία.

* Πώς μπορεί να μεταβληθεί το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο οργάνωσης της κυβέρνησης που οδηγεί αναγκαστικά στο μοντέλο ενός υπερσυγκεντρωτικού, μοναχικού και, αργά ή γρήγορα, αναποτελεσματικού μεγάρου Μαξίμου, αν δεν αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας του κόμματος της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας;

Το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα οργάνωσης της κυβέρνησης είναι το ομόλογο του αρχηγικού συστήματος οργάνωσης των κομμάτων.

* Κατά την ίδια λογική, τι νόημα έχει η υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος κοντινού προς το γερμανικό, εάν η διάκριση των βουλευτών σε αυτούς της ενιαίας εθνικής ή περιφερειακής λίστας και αυτούς των μονοεδρικών περιφερειών και η επιλογή των υποψηφίων θα γίνεται χωρίς ουσιαστικές δημοκρατικές διαδικασίες;

* Πώς μπορεί να αναβαθμιστεί η λειτουργία της Βουλής και ο ρόλος των βουλευτών, όταν η Βουλή λειτουργεί απολύτως ως «Βουλή των κομμάτων» και δεν αφήνει κανένα περιθώριο κίνησης στους βουλευτές καθώς οτιδήποτε αποκλίνει -ακόμη και λεκτικά- από την κομματική γραμμή εκλαμβάνεται ως σκάνδαλο;

* Πώς μπορεί να προωθηθεί η αποκεντρωτική λειτουργία του κράτους, όταν τα ίδια τα κόμματα έχουν έντονα συγκεντρωτική λειτουργία με περιφερειακά όργανα που στερούνται ουσιαστικών πολιτικών αρμοδιοτήτων;

* Πώς μπορούν να θεσπιστούν νέες εγγυήσεις υπέρ της διαφάνειας, όταν υπάρχουν ισχυρές επιφυλάξεις για τη χρηματοδότηση και την οικονομική διαχείριση των κομμάτων;

Όλες δε οι παθογένειες της λεγόμενης κεντρικής πολιτικής σκηνής, που ανάγονται τελικά στον τρόπο οργάνωσης των κομμάτων, μεταφέρονται, συχνά με οξύτερο τρόπο, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

6. Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα αφορά την ποιότητα του πολιτικού λόγου, ιδίως όταν αυτός καλείται να αντιμετωπίσει έκτακτα ζητήματα όπως η παρούσα διεθνής οικονομική κρίση.

Ένα πολιτικό σύστημα εγκλωβισμένο στις νοοτροπίες των τελευταίων 35 ετών δύσκολα μπορεί να υπερβεί κάποια στερεότυπα που ανάγουν τα πάντα στη διαχρονική σύγκρουση αφ' ενός μεν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, αφ' ετέρου δε των μικρότερων κομμάτων με τα δύο μεγάλα.

Η κατάσταση αυτή έχει ως κύριο θετικό σημείο τη δυνατότητα να συγκροτούνται αυτοδύναμες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Είναι, όμως, άνευ σημασίας μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία παλαιού τύπου, δηλαδή αλαζονική και αυτάρεσκη.

Απαιτείται μια νέου τύπου αντίληψη περί αυτοδυναμίας που να λειτουργεί ως εγγύηση σταθερότητας, αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας. Ταυτοχρόνως, όμως, και ως βάση για τις αναγκαίες, προγραμματικά έγκυρες, συνεργασίες και τις ακόμη ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις χωρίς τις οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα σημερινά προβλήματα.

Όλα αυτά προϋποθέτουν, ωστόσο, βαθιές και γενναίες αλλαγές στην ίδια τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τη νοοτροπία των κομμάτων, ιδίως δε των πολυσυλλεκτικών κομμάτων εξουσίας.

7. Υποστηρίζω τις θέσεις αυτές εδώ και χρόνια τόσο θεωρητικά με τα βιβλία μου για το «ανοικτό» κόμμα και την μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όσο και με συνεχείς παρεμβάσεις στα συνέδρια και τις άλλες εσωκομματικές διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ.

Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά έχουν καταστεί κοινή συνείδηση στο ΠΑΣΟΚ, που καλείται τώρα να διαχειριστεί μια ιστορική πρόκληση με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Δεν αρκεί, όμως, να συμβεί αυτό μόνον στο ΠΑΣΟΚ. Πρέπει να συμβεί σε όλο το κομματικό φάσμα, εάν θέλουμε να σταθούμε, συνολικά ως κοινωνία, στο ύψος των περιστάσεων.

12/3/09

Η ΨΗΦΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΔΗΜΩΝ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.3.2009

Στο Σύνταγμα του 1975 περιελήφθη για πρώτη φορά διάταξη (άρθρο 51, παρ. 4) που προέβλεψε τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να ρυθμίσει τα σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου των Ελλήνων εκλογέων εκτός Ελλάδας. Ο κοινός νομοθέτης δεν πήρε καμία τέτοια πρωτοβουλία. Στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, παράλληλα με τη συνταγματική κατοχύρωση του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (άρθρο 108, παρ. 2), ανακινήθηκε και το θέμα αυτό, με δύο ουσιώδεις αλλαγές στο άρθρο 51, παρ. 4. Πρώτον, την πρόβλεψη αυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών για την ψήφιση του σχετικού νόμου -μια ευτυχής έμπνευση του Ευ. Βενιζέλου- και δεύτερον, την κατ’ αρχήν προτίμηση της επιστολικής ψήφου ως μέσου διευκόλυνσης της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από τους ευρισκόμενους εκτός Ελλάδας εκλογείς.
Τόσο το παλαιό όσο και το νέο άρθρο 51, παρ. 4 Συντ. δεν προσέφεραν στους εκτός Ελλάδας εκλογείς κάτι που δεν είχαν. Οι απόδημοι Έλληνες και οι άλλοι ευρισκόμενοι εκτός Ελλάδας συμπατριώτες μας, εφόσον έχουν και διατηρούν την ελληνική ιθαγένεια, μπορούν να ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές όπως και οι άλλοι Έλληνες πολίτες. Αρκεί να έλθουν στην Ελλάδα και να ψηφίσουν.
Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύουν τη σταθερότητα του δεσμού με τη μητέρα πατρίδα και εκδηλώνουν εμπράκτως τη βούλησή τους να συνεχίσουν να συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Το άρθρο 51, παρ. 4 Συντ. αφορά εκείνους που δεν μπορούν να υποστούν αυτήν την ωραία ταλαιπωρία. Ποιος είναι όμως ο σκοπός του άρθρου αυτού; Ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης ήθελε άραγε οι απόδημοι και οι άλλοι διεσπαρμένοι στις πέντε ηπείρους Έλληνες πολίτες να καθορίζουν με την ψήφο τους «εξ αποστάσεως» τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα; Ο Ιταλός συνταγματικός νομοθέτης το 2001 είχε επίγνωση των απρόβλεπτων συνεπειών της «προσμέτρησης» των ψήφων των Ιταλών μεταναστών στις ψήφους των ευρισκομένων εντός της Επικρατείας εκλογέων και γι’ αυτό προέβλεψε ότι οι περίπου 2.500.000 δυνητικοί εκλογείς εκτός Ιταλίας θα εκλέγουν σε «περιφέρειες εξωτερικού», ανά ήπειρο, 12 βουλευτές και 6 γερουσιαστές, αφαιρούμενους από τον συνολικό αριθμό των μελών κάθε Βουλής (630 και 315, αντίστοιχα).
Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση, με το νομοσχέδιο που κατέθεσε πρόσφατα στη Βουλή, δεν θέλει να έχουν οι απόδημοι τη δική τους -συμβολική κατά βάση- αντιπροσώπευση, αλλά να επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά με την ψήφο τους τον κομματικό ανταγωνισμό στην Ελλάδα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης -πλην του ΛΑΟΣ- καθώς και το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού επιμένουν στο ιταλικό πρότυπο, το μόνο που ταιριάζει σε μια χώρα με μεγάλο αριθμό μεταναστών, όπως η Ελλάδα. Έτσι θα μπορούσαν να δημιουργηθούν τρεις εκλογικές «περιφέρειες εξωτερικού» (Ευρώπη, Αμερική και Αφρική, Ασία και Ωκεανία), στις οποίες θα αντιστοιχούσαν 5 το πολύ βουλευτικές έδρες, αφαιρούμενες από τις 12 έδρες των βουλευτών Επικρατείας. Είναι ένα άλλο ζήτημα αν αυτό μπορεί να γίνει μόνο με συνταγματική αναθεώρηση ή με κοινό νόμο.

10/3/09

Η ΔΥΣΠΡΑΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.3.2009

Κάθε πολίτης που χρειάστηκε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη έχει διαπιστώσει, χωρίς να απαιτούνται ειδικές γνώσεις, την αδυναμία των ελληνικών δικαστηρίων να ανταποκριθούν στον θεσμικό τους ρόλο. Παρά το υψηλό επίπεδο του μέσου Έλληνα δικαστή, ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης ισοδυναμεί συχνά με αρνησιδικία, όπως έχει άλλωστε αποφανθεί κατ’ επανάληψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κατά μέσο όρο ο χρόνος αναμονής για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης στα διοικητικά δικαστήρια υπολογίζεται σε πέντε χρόνια, ενώ για να τελεσιδικήσει απαιτείται τουλάχιστον άλλη μία τριετία. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στα πολιτικά δικαστήρια. Η εξήγηση για τη δυσπραγία της Δικαιοσύνης δεν είναι μονοσήμαντη. Οφείλεται κατ’ αρχάς στην ελλειμματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, της οποίας οι αποφάσεις σε υψηλό ποσοστό είναι παράνομες και αναιτιολόγητες ή εκδίδονται χωρίς να τηρούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, ο δικηγορικός πληθωρισμός και η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών επιβαρύνουν περαιτέρω τη Δικαιοσύνη. Πέρα από αυτά, η ίδια η διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης διαπιστώνεται ότι δεν διευκολύνει την αποφόρτωση, αλλά επιτείνει το πρόβλημα, επηρεάζοντας εντέλει και την ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου.
Η αναποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, κατ’ εξοχήν σε περιόδους οικονομικής κρίσης, καθίσταται άμεσα ορατή στην οικονομία, αφ ενός στερώντας το ελληνικό Δημόσιο από σημαντικά ποσά φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και, αφ ετέρου, εγκλωβίζοντας σειρά επιχειρηματικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, τα μέχρι σήμερα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα αποδείχθηκαν ατελέσφορα, ιδίως εξαιτίας της αποσπασματικότητας των ρυθμίσεων, αλλά και της έλλειψης ενός ριζοσπαστικού σχεδιασμού για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος. Τα μέτρα που εξήγγειλε ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης κινούνται μεν στη σωστή κατεύθυνση, όμως δεν φαίνεται να εντάσσονται σε μια λογική ευρύτερης αναδιάρθρωσης του κράτους.
Είναι κρίσιμο να καταρριφθεί ο μύθος ότι η αύξηση του αριθμού των δικαστών θα αποτελούσε λύση για να μειωθεί ουσιωδώς ο χρόνος έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων. Απαιτείται, επίσης, να καταστεί σαφές ότι οι αναγκαίες τομές δεν αρκεί να αφορούν τη δικαιοσύνη καθεαυτή, αλλά συνολικότερα την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας. Όταν σήμερα ο αριθμός των εκκρεμών δικογραφιών ανέρχεται σε περισσότερες από 415.000, είναι προφανές ότι ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να αποδοθεί πρώτον σε μέτρα μείωσης των υποβαλλόμενων αιτήσεων και προσφυγών και, δεύτερον, στους μηχανισμούς «φιλτραρίσματος» εκείνων των προσφυγών με τις οποίες πράγματι θα ασχοληθεί σε βάθος ο δικαστής. Επιπλέον, σκόπιμο κρίνεται να προτάσσονται χρονικά οι μείζονος οικονομικού-επενδυτικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, που έχουν ευρείες επιπτώσεις για την οικονομία και την πολιτεία.
Η Δικαιοσύνη παραμένει, παρά τη χαμηλή της αποδοτικότητα, ο έσχατος και πλέον αμερόληπτος κρατικός μηχανισμός για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η αναβάθμιση της λειτουργίας της θα συμβάλει ευρύτερα στον εκσυγχρονισμό της πολιτείας.

9/3/09

ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.3.2009

Η έκδοση από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ) εντάλματος σύλληψης κατά του προέδρου του Σουδάν, προκειμένου να δικαστεί ως ηθικός αυτουργός για τα εγκλήματα των σουδανικών παραστρατιωτικών δυνάμεων στο Νταρφούρ, ήταν το σημαντικότερο διεθνές γεγονός της προηγούμενης εβδομάδας. Παρά την αδυναμία άμεσης εκτέλεσής του, το ένταλμα αυτό σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου στις διεθνείς σχέσεις, κατά την οποία ακόμα και αρχηγοί κρατών μπορούν να βρεθούν υπόλογοι για μαζικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τους υποτακτικούς τους, ενώπιον ενός διαρκούς δικαιοδοτικού οργάνου, όπως είναι το ΔΠΔ. Ακριβώς ο διαρκής χαρακτήρας του τελευταίου, με βάση τη σχετική διεθνή σύμβαση που έχει κυρωθεί από τα περισσότερα κράτη του κόσμου, συνεπάγεται την ύπαρξη των εγγυήσεων δίκαιης δίκης που έλλειπαν έως τώρα από τα περιστασιακά συγκροτούμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις διεθνή ποινικά δικαστήρια, όπως π.χ. εκείνο για την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Γενικότερα είναι θετικό ότι η διεθνής κοινότητα αρχίζει σε κάποιον βαθμό να αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ως μια οιονεί έμφυτη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι γεγονός ότι τόσο μέσα από τα διεθνή κείμενα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα αντίστοιχα δικαιοδοτικά όργανα όσο και, κυρίως, από τη διαμόρφωση ενός είδους παγκόσμιας κοινής γνώμης, ως συνέπεια της τεχνολογικής και κοινωνικής εξέλιξης, προκύπτουν δεσμεύσεις για τα εθνικά κράτη. Τα τελευταία είναι μακροπρόθεσμα υποχρεωμένα, λόγω και της ολοένα εντεινόμενης αλληλεξάρτησης των εθνικών και περιφερειακών οικονομιών, να λαμβάνουν υπόψη τους, ως ένα σημείο τουλάχιστον, τις διεθνείς πιέσεις για σεβασμό στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή πολύ απέχει από το να έχει ολοκληρωθεί και προσλάβει τις διαστάσεις μιας ιστορικής νομοτέλειας, αφού άλλωστε υπάρχουν ευδιάκριτα στοιχεία υποκρισίας στη σχετική ρητορική, όταν αυτή προέρχεται από κράτη και κυβερνήσεις.
Το στοιχείο αυτό της υποκρισίας είναι ιδιαίτερα έντονο στην περίπτωση της παγκόσμιας υπερδύναμης, η οποία από τη μία συντάσσει και δημοσιοποιεί ετήσιες εκθέσεις του State Department, επικρίνοντας άλλα κράτη για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και από την άλλη καταπατά η ίδια τα δικαιώματα αυτά σε μεγάλη κλίμακα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν κυρώσει τη σύμβαση για το ΔΠΔ και έτσι τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών τους δεν μπορούν να κατηγορηθούν ενώπιόν του για τις παραβιάσεις δικαιωμάτων στο Γκουαντάναμο, το Ιράκ κ.λπ. Ίσως ακόμη χειρότερες είναι όμως οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην ίδια την αμερικανική επικράτεια, π.χ. με τις πολυάριθμες θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις, ακόμη και ανηλίκων, σε αντίθεση προς τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (που ούτε κι αυτή δεν την έχουν κυρώσει οι ΗΠΑ), με τη μη αποδοχή της δικαιοδοσίας του Αμερικανικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κ.ά. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αποτελεσματικά μόνο εφόσον ισχύουν πάγια, για όλους και έναντι όλων, και τούτο δεν μπορεί να συμβεί σ' έναν μονοπολικό κόσμο, όπως ο σημερινός, όταν η υπερδύναμη δίνει το κακό, αντί για το καλό, παράδειγμα.