16/6/09

ΑΠΟΧΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΣΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 16.6.2009

Το ποσοστό της αποχής στις ευρωεκλογές είναι το σημαντικότερο «εύρημα» για την κατανόηση μιας σειράς κρίσιμων μεταλλάξεων στις οποίες υπόκειται η ελληνική κοινωνία. Οι πιο αισιόδοξοι επιχειρούν βέβαια να εξηγήσουν την αδιαφορία του μισού εκλογικού σώματος είτε ως συγκυριακό φαινόμενο είτε ως απομάκρυνση των πολιτών από το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ερμηνεία όλων των δεδομένων και τάσεων που καταγράφονται στις έρευνες κοινής γνώμης των τελευταίων χρόνων αποκαλύπτει ότι πίσω από την έκρηξη αδιαφορίας και απόρριψης υποβόσκει μια παγιωμένη πλέον κρίση αντιπροσώπευσης.
Τον σκληρό πυρήνα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποτελεί η διεξαγωγή περιοδικών εκλογών, με την απρόσκοπτη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και την εγγύηση ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων συλλογικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτό δεν αρκεί, ωστόσο, η διασφάλιση της δυνατότητας συμμετοχής του πολίτη στις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά η επιβεβαίωση του νοήματος της πολιτικής συμμετοχής. Μια πολιτεία όπου οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, μετατρέπεται σε ελλειμματική δημοκρατία. Οπως έχει επισημάνει ο νομπελίστας Πoλ Κρούγκμαν, εάν οι πολίτες ψήφιζαν με μόνο κριτήριο το συμφέρον τους, πιθανόν δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να ψηφίσουν, αφού το κόστος της προσέλευσης στην κάλπη ξεπερνάει το ενδεχόμενο αποτέλεσμα της οποιασδήποτε ψήφου στη δική τους ευημερία. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι συνέβη την Κυριακή των ευρωεκλογών. Όμως, εν προκειμένω οι πολίτες δεν επέλεξαν την αποχή μόνο επειδή θεώρησαν ότι ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν στο σημερινό καταθλιπτικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ως έκφραση απαξίωσης της πολιτικής τάξης και δυσθυμίας απέναντι στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτεία.
Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας επιτείνεται εξαιτίας της κρίσης του πολιτικού λόγου. Η διαρκής αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνονται, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του σταδιακού μετασχηματισμού τους σε κόμματα με άμεση, εξωθεσμική ή και παρασιτική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειάς τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει μια διαμεσολαβητική-διαχειριστική λογική.
Η απόσταση ανάμεσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των κομμάτων και στα μέλη ή τους ψηφοφόρους τους φαίνεται να διευρύνεται σταθερά. Από την άλλη πλευρά, η άμβλυνση των διακριτικών ιδεολογικών γνωρισμάτων των κομμάτων δεν σημαίνει ότι έχουν παύσει να λειτουργούν, έστω κατά τρόπο ελλειμματικό, ως θεσμοί διαμεσολάβησης της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Όπως έχει όμως επισημάνει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Κλάους Οφε, οι ηθοποιοί της πολιτικής σκηνής δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους με το επιχείρημα ότι αυτοί θέλουν αυτό που κάνουν, αλλά με το επιχείρημα ότι αυτοί δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε άλλο από αυτό που κάνουν. Όσο και αν η λεγόμενη δημοκρατία των μέσων μαζικής επικοινωνίας προσφέρει νέες δυνατότητες πρόσβασης και συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια σφαίρα, ωστόσο τείνει να εκτραπεί σε επικοινωνιακή ψευδοπολιτική.
Το ερώτημα είναι εάν την εκλογική αποχή θα ακολουθήσει η κοινωνική έκρηξη ή η επιβίωση ενός κομματικού συστήματος χωρίς πραγματική κοινωνική νομιμοποίηση.