8/6/10

ΑΡΓΕΝΤΙΝΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.6.2010

Η χρεοκοπία της οικονομίας και οι αποκαλύψεις για πολιτική διαφθορά συμπαρασύρουν το σύνολο της πολιτικής τάξης στη γενική κατακραυγή. Η οργή της κοινωνίας για τη βίαιη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου, σε συνάρτηση με τον πλουτισμό πολιτικών διά της μίζας, στρέφεται εναντίον του πολιτικού προσωπικού, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Στο πλαίσιο αυτό η πορεία της κυβέρνησης Παπανδρέου εξαρτάται κατά βάση από δύο παραμέτρους, δηλαδή από την επιτυχία των πολιτικών για τη διάσωση της οικονομίας και από τη διαχείριση των σκανδάλων. Εάν, πάντως, τα επώδυνα μέτρα αποδειχθούν αναποτελεσματικά και η κατακρήμνιση της οικονομίας συνεχιστεί, τότε η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ είναι απολύτως προβλέψιμη, ακόμη και αν ο Γ. Παπανδρέου αποφασίσει να λειτουργήσει ως Ροβεσπιέρος.
Ωστόσο από μια τέτοια εξέλιξη δεν θα επωφεληθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρότι επέλεξε τον ανακόλουθο δρόμο να μην υπερψηφίσει τους όρους υπαγωγής στον μηχανισμό στήριξης. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας για την κατάντια της χώρας αποδείχθηκαν τόσο βαριές ώστε όσες επικοινωνιακές προσπάθειες διαφοροποίησης από την καραμανλική περίοδο και αν καταβάλει ο νέος αρχηγός της, η ταύτιση στο «εκλογικό υποσυνείδητο» θα διαρκέσει επί μακρόν.
Το μοναδικό πολιτικό κόμμα που όχι απλώς δεν φαίνεται να υφίσταται τη φθορά του κομματικού συστήματος, αλλά ίσως τελικά βγει ενισχυμένο, είναι ο ΛΑΟΣ. Το εκλογικό του ακροατήριο, δηλαδή αγανακτισμένοι ψηφοφόροι από χαμηλά και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, διευρύνεται σταθερά. Τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά σύνδρομα εντείνονται ως παράπλευρη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, ενώ η απαξίωση των κομμάτων εξουσίας προσφέρει κατάλληλο έδαφος για τον ακροδεξιό, λαϊκιστικό του λόγο.
Από την άλλη πλευρά, διασώζεται το ΚΚΕ, που επέδειξε μια συνεπή, αντισυστημική περιχαράκωση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αυτήν τη στάση ευφυώς προβάλλει εσχάτως ακόμη πιο προκλητικά, ακριβώς για να καταστεί σαφέστερη η διαφοροποίηση από τα υπόλοιπα κόμματα. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η παρατεταμένη εσωστρέφεια και πολυγλωσσία, σε συνάρτηση με την αδυναμία άρθρωσης αξιόπιστων εναλλακτικών προτάσεων για έξοδο από την κρίση, δεν επιτρέπουν ευοίωνες προβλέψεις.
Μεγάλος κερδισμένος, όπως αναδεικνύεται στις έρευνες κοινής γνώμης, εμφανίζεται το «κόμμα του Κανένα», που έπειτα από δύο χρόνια επανακάμπτει ως πρώτη προτίμηση και, πιθανόν, αυτήν τη φορά ήρθε για να μείνει. Η εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ, που είχε ξεκινήσει στα τέλη του 2008, μοιάζει, λόγω της δημοσιονομικής κατάρρευσης και της κυβερνητικής φθοράς, να έχει κλείσει τον κύκλο της. Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε, δικαίως ή αδίκως, για παλαιά και νέα κυβερνητικά στελέχη, τροφοδοτώντας ένα νέο κυνήγι μαγισσών και δημόσιας διαπόμπευσης, που επενεργεί ως αντίδοτο στη σημερινή οικονομική ένδεια και στην αξιακή μιζέρια της ελληνικής κοινωνίας αλλά και στη μαζική κατάθλιψη που προκάλεσε το απότομο τέλος της καταναλωτικής ευφορίας. Οικονομική-αξιακή χρεοκοπία και κομματική απαξίωση σφιχταγκαλιάζονται σε ένα αργεντίνικο τανγκό, εξακτινώνοντας τις αβεβαιότητες για το μέλλον της χώρας.

1/6/10

ΠΟΛΙΤΙΚΗ "ΟΜΕΡΤΑ";
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.6.2010

Ο Τάσος Μαντέλης βάλλεται πανταχόθεν επειδή διέρρηξε τη συνωμοσία σιωπής που επικρατεί στην πολιτική τάξη σχετικά με τη χρηματοδότησή της από ιδιωτικά κέντρα οικονομικής ισχύος. Και μάλιστα προχώρησε στην ομολογία ότι εισέπραξε χρήματα για να καλύψει προεκλογικές ανάγκες, τη στιγμή ακριβώς που η κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της πολιτικής είχε ήδη λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις, ως αποτέλεσμα ιδίως της οικονομικής χρεοκοπίας.
Τι είπε όμως ο Τ. Μαντέλης, που δεν ήταν προ πολλού γνωστό; Το πρόβλημα του πολιτικού χρήματος στην Ελλάδα έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη και όλα τα κόμματα έχουν καταθέσει προτάσεις για την αντιμετώπισή του, μεταξύ των οποίων και η τροποποίηση του εκλογικού συστήματος, την οποία εξήγγειλε η κυβέρνηση, με βασικό επιχείρημα τη διαφάνεια στις εκλογικές δαπάνες και τη μείωση της εξάρτησης των βουλευτών από επιχειρηματικά κέντρα που τους χρηματοδοτούν, άμεσα ή έμμεσα.
Ο Τ. Μαντέλης μίλησε ανοιχτά για κάτι που όλοι γνωρίζουν και κανείς δεν παραδέχεται. Ότι, δηλαδή, οι πολιτικοί είναι αναγκασμένοι, στο πλαίσιο του εκλογικού ανταγωνισμού, να δέχονται «δώρα» από την ιδιωτική οικονομία. Αυτές οι «χορηγίες» τους δημιουργούν, ενδεχομένως, απροσδιόριστες δεσμεύσεις έμμεσης υποστήριξης των επιχειρηματικών επιδιώξεων των χρηματοδοτών τους.
Τα όρια μεταξύ της θεωρούμενης ως ανεκτής και μη ανεκτής στήριξης των ιδιωτικών αυτών συμφερόντων εμφανίζονται στην πράξη θολά και αδιευκρίνιστα. Δεν παύουν, βέβαια, οι εν λόγω πρακτικές να είναι καταφανώς αντίθετες στη νομιμότητα, στην ηθική, σε οποιαδήποτε έννοια δεοντολογίας. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν εδώ και πολλές δεκαετίες να αποτελούν παγιωμένο μηχανισμό εκλογικής χρηματοδότησης. Και σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα συνιστούν την αιτία που δεν ανανεώνεται επαρκώς το πολιτικό προσωπικό, αφού όποιος αρνείται να αποδεχθεί τους όρους αυτού του εκλογικού παιχνιδιού κατά κανόνα δεν έχει καμία τύχη στην πολιτική.
Το πολιτικό και κομματικό μας σύστημα έχει οικοδομηθεί λοιπόν σε σαθρά θεμέλια. Οι αθέμιτες συναλλαγές, σε πολλαπλά επίπεδα, αποτελούν τον κανόνα. Η υποκρισία και η συνενοχή, αυτή η ιδιότυπη πολιτική «ομερτά», συνιστούν τις προϋποθέσεις για την αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού. Ωστόσο από την καφενειακού τύπου κουβέντα «όλοι τα παίρνουν» μέχρι τη δημόσια παραδοχή ενός κατ’ επανάληψη υπουργού και βουλευτή ότι «τα πήρε», η απόσταση είναι αβυσσαλέα.
Ο Μαντέλης ήδη διαπομπεύεται, προτού να ριφθεί στην πυρά. Η χριστιανική ρήση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» δεν φαίνεται πως θα τον σώσει. Πρόκειται για τη μοίρα όσων παραβιάζουν την ομερτά. Όμως η στιγμή της δημόσιας ομολογίας του Μαντέλη θα μείνει στην Ιστορία. Τίποτα πλέον δεν μπορεί να είναι όπως πριν. Αν δεν υπάρξουν το ταχύτερο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του πολιτικού παιχνιδιού, τότε δεν αποκλείεται σύντομα να σαρωθεί στο σύνολό του το σημερινό πολιτικό προσωπικό ή και να καταρρεύσει το πολιτικό σύστημα.

25/5/10

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΑ;
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.5.2010

Μία από τις βασικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, που είχε πολλαπλά τρωθεί από τις κυβερνήσεις Καραμανλή. Αποτελεί άλλωστε προνομιακό πεδίο ιδεολογικοπολιτικής υπεροχής της Κεντροαριστεράς η επίκληση της απαρέγκλιτης τήρησης του Συντάγματος, ιδίως των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και της ενίσχυσης του ρόλου της Βουλής ως θεσμικού επίκεντρου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές φαίνεται πως παραμερίστηκαν, εν όψει της οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας.
Οι έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή του επαχθούς Μνημονίου με την «Τρόικα», δεν νομιμοποιούν σε καμία περίπτωση την παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Μέσα στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ένταση της περιόδου αυτής, οι ενίοτε ακραίες συνταγματικές εκτροπές ελάχιστα προβλήθηκαν από τα μέσα επικοινωνίας. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται, για άλλη μία φορά, ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει μειωμένα αντανακλαστικά συνταγματικού πατριωτισμού ή και ακτιβισμού, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα και της ευρύτερης απαξίωσης των πολιτικών θεσμών.
Αυτή η στάση του κράτους και της κοινωνίας λειτουργεί αμφίδρομα: από τη μια πλευρά αφαιρεί από τους ίδιους τους πολίτες ένα ισχυρό νομικό και συμβολικό όπλο προστασίας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, όπως είναι το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα υποσκάπτει το κύρος και την αξιοπιστία της συνταγματικής τάξης, ως έσχατου οχυρού απέναντι στις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Η οικονομική κρίση και η επιβολή επαχθέστατων όρων από την κυβέρνηση, υπό την πίεση των διεθνών δανειστών, δεν σημαίνει όμως ότι αίφνης καθίσταται επιτρεπτή η παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων.
Η κατάργηση ή η συρρίκνωση μέχρι την ουσιαστική εξαφάνιση του γενικού κατώτατου ορίου αποδοχών, η θεσμοθέτηση των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων μαθητείας με εξευτελιστικούς εργασιακούς όρους, η ασαφής διάκριση μεταξύ μετάθεσης και μετακίνησης δημόσιων υπαλλήλων συνιστούν ορισμένες όψεις αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων, που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο παρά τις ισχυρές ενστάσεις της ίδιας της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους. Εξίσου απαράδεκτη, τόσο από συνταγματική όσο και από πολιτική σκοπιά, υπήρξε η μαζική άρση του απορρήτου των επικοινωνιών σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Το Σύνταγμα δεν αποτελεί ένα διακοσμητικό κείμενο, που μας θυμίζει απλώς ότι η Ελλάδα είναι κυρίαρχο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, αλλά τον αυξημένης τυπικής ισχύος νόμο που θέτει το πλαίσιο άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ακόμη λοιπόν και μια ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης δεν συγχωρεί την παραβίασή του. Η προβαλλόμενη συνεργασία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί παρά να εμφορείται από θεμελιώδεις αξίες οργανωμένης πολιτειακής συμβίωσης, οι οποίες αποτυπώνονται κατ’ αρχήν στο συνταγματικό κείμενο. Καταστρατηγώντας το Σύνταγμα και μετατρέποντάς το συστηματικά σε κουρελόχαρτο, αποδυναμώνεται τελικά ο πατριωτισμός των Ελλήνων, του οποίου η επίκληση είναι για πρώτη φορά, τα τελευταία 35 χρόνια, τόσο αναγκαία.

18/5/10

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18.5.2010

Για όλες τις γενιές Ελλήνων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ιδίως όμως για όσους μεγαλώσαμε με τις παραστάσεις της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, όσα συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες συνιστούν την κατάρρευση ενός πλέγματος αδιαπραγμάτευτων βεβαιοτήτων. Με την ουσιαστική οικονομική και ηθική χρεοκοπία της χώρας δεν τελειώνει μόνο ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας, της διαρκούς ανάπτυξης και αναβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, της καταναλωτικής ευμάρειας που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80 και κορυφώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, αλλά ιδίως ο μύθος περί αποτελεσματικών δημοκρατικών θεσμών και περί αταλάντευτης κοινωνικής ειρήνης.
Ξαφνικά η ελληνική κοινωνία ξύπνησε σε έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο ανασφάλειας και εντεινόμενων κοινωνικών συγκρούσεων, απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, κατάρρευσης θεμελιωδών εγγυήσεων στην εργασία και την κοινωνική προστασία, αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης και, κυρίως, διάλυσης ενός ήδη σαθρού συστήματος αξιών και αντιλήψεων για τον τρόπο ζωής, του λεγόμενου «life style».
Δεν μπορεί κανείς πλέον να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Ηδη όμως γίνονται ορατές οι πρώτες επώδυνες επιπτώσεις της οικονομικής, αλλά κατ’ ουσίαν και πολιτικής κηδεμονίας, την οποία υφίσταται η ελληνική πολιτεία. Το πλέον προφανές είναι τα λουκέτα και οι απολύσεις, η αγωνία στα μάτια των εργαζόμενων, η μειωμένη κίνηση στους εμπορικούς δρόμους. Ταυτόχρονα καθίσταται αισθητή η οργή όσων ανήκουν στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα, αποκαλύπτοντας τα σημάδια μιας δύσκολης προσαρμογής σε μορφές στέρησης που παρέμειναν ξεχασμένες εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Κατ’ αρχάς, μεσοπρόθεσμα φαίνεται αναπόφευκτο να διογκωθούν η εγκληματικότητα και η τυφλή βία, με θύματα όλους αδιακρίτως, ακόμη και για ευτελούς αξίας λεία. Παράλληλα προδιαγράφεται μια νέα μορφή μετανάστευσης προς τις ισχυρές χώρες της Δύσης, όχι μόνο εκείνων των οποίων οι επιδόσεις υπόσχονται υψηλού επιπέδου επιστημονική ή επιχειρηματική εξέλιξη, αλλά νέων Ελλήνων που θα διεκδικούν απλώς μια θέση εργασίας επαρκή για να διασφαλίσουν αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης. Μαζί με τα προηγούμενα, τείνει να διαφοροποιηθεί πλήρως ο σεβασμός και το κανονιστικό περιεχόμενο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ενός συνταγματικού και πολιτικού πολιτισμού που αλλοιώνεται και δέχεται τις ισχυρότερες πιέσεις μετά την πτώση της χούντας.
Ζούμε το τέλος μιας εποχής. Για όσους βρίσκονται σε ηλικία που δεν επιτρέπει να ξεκινήσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία από την αρχή, εντός ή εκτός συνόρων, αλλά είναι ταυτόχρονα αρκετά νέοι για να αποσυρθούν, δεν αρκεί η αναζήτηση του τι έφταιξε για τη λεγόμενη ελληνική τραγωδία, αλλά απαιτείται να γίνει αντιληπτό ότι τα «παλιά κόλπα» δεν περνάνε πλέον, ότι η εποχή του εύκολου πλουτισμού και του χρεωμένου καταναλωτισμού ανήκει στο παρελθόν. Ζητούμενο, και μάλιστα επιτακτικό, αποτελεί η εκ νέου θεμελίωση του πολιτικού, διοικητικού και αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, ιδίως όμως του αξιακού συστήματος.

17/5/10

ΑΚΡΙΒΗ "ΑΓΟΡΑ" ΕΛΠΙΔΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.5.2010

Το κορυφαίο γεγονός του 2010 μπορεί από τώρα να θεωρηθεί πως είναι, για τη χώρα μας, η κατάρρευση της διεθνούς πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου, η οποία κατέστησε απαραίτητη την προσφυγή στον «μηχανισμό στήριξης» από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ωστόσο το νομοσχέδιο για την εφαρμογή του «μηχανισμού» αυτού, το οποίο ψήφισε πρόσφατα η Βουλή, περιέχει πλειάδα μη ρεαλιστικών παραδοχών, όπως εισπράξεις 1.300 εκατομμυρίων ευρώ από φορολόγηση των αυθαίρετων κτισμάτων και από το τέλος διατήρησης ημιυπαίθριων χώρων. Αυτά, με δεδομένη τη δυσλειτουργία των δημόσιων πολεοδομικών υπηρεσιών (πολύ περισσότερο σήμερα, υπό καθεστώς απαγόρευσης νέων διορισμών και μείωσης μισθών) έχουν τόση πιθανότητα να εισπραχθούν όσα είχαν και τα 2.500 εκατομμύρια ευρώ των αντίστοιχων ρυθμίσεων Σουφλιά πριν από έναν χρόνο.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόβλεψη για είσπραξη 600 εκατομμυρίων ευρώ από αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, όταν είναι φανερό ότι υπάρχει καθίζηση της κτηματαγοράς και ολοένα και λιγότερες μεταβιβάσεις. Το νομοσχέδιο εξάλλου προβλέπει και μέτρα τα οποία θα ήταν εφικτά από λογιστική άποψη, αλλά αν υλοποιηθούν θα οδηγήσουν σε κοινωνική έκρηξη, όπως η περικοπή κατά 500 εκατομμύρια ευρώ το 2012 των επιδομάτων ανεργίας (!), ενώ στο μεταξύ ο αριθμός των ανέργων θα έχει εκτιναχθεί λόγω της ύφεσης, ή μέτρα που κινούνται στον χώρο της φαντασίας, όπως τα «μη καθορισμένα» του 2014, με στόχο, ούτε λίγο ούτε πολύ, 5.750 εκατ. ευρώ (!) το έτος εκείνο. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα έχει ναυαγήσει πολύ νωρίτερα, συμπαρασύροντας ολόκληρη την εθνική οικονομία.
Το χειρότερο είναι ότι ο μηχανισμός στήριξης καταλήγει στο να υποκατασταθούν στη θέση των ως τώρα ιδιωτών δανειστών του ελληνικού κράτους, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τα κράτη- μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Είναι προφανές ότι η έστω και προσωρινή αθέτηση διακρατικών υποχρεώσεων θα είναι νομικά και πολιτικά δυσκολότερη για την υπερχρεωμένη Ελλάδα, από ό,τι ήταν ως τώρα μια αναδιάρθρωση-επαναδιαπραγμάτευση χρεών προς ιδιωτικούς πιστωτικούς φορείς.
Ο μηχανισμός στήριξης είναι μια ακριβή «αγορά» ελπίδας, δηλαδή της ελπίδας ότι σύντομα θα λήξει η παγκόσμια οικονομική κρίση και θ’ αλλάξει άρδην το δυσμενές κλίμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Τέτοια προοπτική δυστυχώς δεν διαφαίνεται προς το παρόν. Ίσως να αποδειχθεί από τις εξελίξεις ότι η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, την οποία τελικά είναι μάλλον απίθανο να αποφύγουμε, θα ήταν προτιμότερο να είχε αρχίσει τώρα. Τέτοιες τολμηρές κινήσεις όμως ξεπερνούν όχι μόνο τις δυνατότητες, αλλά ακόμη και τη φαντασία του πολιτικού μας συστήματος. Ακριβώς αυτό το σύστημα άλλωστε μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο και τώρα περιμένει να σωθεί χάρη στην ξένη επέμβαση, με τίμημα την προαναγγελθείσα από τον τρίτης γενιάς πρωθυπουργό μας απώλεια εθνικής κυριαρχίας.

11/5/10

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.5.2010

Είναι αβέβαιο, όπως εκτιμούν κορυφαίοι οικονομολόγοι, εάν η Ελλάδα θα αποφύγει τελικά τη χρεοκοπία. Κατ’ ουσίαν, βέβαια, η χρεοκοπία έχει ήδη συντελεστεί και οι συνέπειές της δεν επιμερίζονται κατά τρόπο δίκαιο στην ελληνική κοινωνία. Δικαιολογημένη εμφανίζεται, λοιπόν, η διογκούμενη οργή των πολιτών και η αναζήτηση ευθυνών, πρωτίστως από την πολιτική τάξη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συνθήκες εμφανίζονται πρόσφορες για να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, μεταξύ των οποίων το Σύνταγμα, που ρυθμίζει και οριοθετεί την άσκηση της κρατικής εξουσίας με αυξημένη κανονιστική και συμβολική δύναμη. Όταν η οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται με όρους αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής και εξελίσσεται σε μια απρόβλεπτων διαστάσεων απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν θα πρέπει να εκπλήσσουν οι φωνές που στρέφονται εναντίον του Συντάγματος και των πολιτειακών συντεταγμένων που αυτό θέτει, είτε προέρχονται από την πλευρά μιας μερίδας της Αριστεράς είτε από μια «πεφωτισμένη» αλλά και λαϊκίζουσα Δεξιά.
Φταίει, ωστόσο, το Σύνταγμα για την υποβάθμιση της ελληνικής πολιτείας; Και, κατ’ επέκταση, πρέπει να συμπεριληφθεί μεταξύ των πρωτοβουλιών για την έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση η αναθεώρησή του ή, όπως απαιτούν οι ποικιλώνυμοι τιμητές του, η κατάργησή του και η σύγκληση μιας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης για την παραγωγή νέου Συντάγματος; Πραγματικά, είναι εντυπωσιακό πόσο αβασάνιστα και επιπόλαια ορισμένοι κύκλοι, είτε από πολιτική υστεροβουλία είτε από επιπόλαιο λαϊκισμό και θεσμική απαιδευσία, εμπλέκουν στον περί κρίσεως λόγο ζητήματα που απαιτούν ιδιαίτερη σοβαρότητα.
Τα παιχνίδια με το Σύνταγμα είναι επικίνδυνα. Η ισχύουσα συνταγματική τάξη αποτελεί το θεμέλιο του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου, τη σημαντικότερη εγγύηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και το έσχατο καταφύγιο μπροστά σε εκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Απαλλαγμένη από τις συνταγματικές της δεσμεύσεις, μια πολιτική τάξη κατώτερη των περιστάσεων, όπως αποδείχθηκε η ελληνική, θα συρόταν πιθανόν σε πολύ ευρύτερες ανατροπές από αυτές που βιώνουμε.
Το πρόβλημα της ελληνικής πολιτείας δεν εντοπίζεται στο Σύνταγμα, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζεται ή, ορθότερα, που δεν εφαρμόζεται. Τόσο οι συνταγματικές διατάξεις περί θεμελιωδών δικαιωμάτων όσο και εκείνες που ρυθμίζουν την οργάνωση του κοινοβουλευτικού συστήματος χαρακτηρίζονται ως εφάμιλλης ή υψηλότερης θεσμικής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των Συνταγμάτων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αν εξαιρέσουμε ίσως την υπερπροστατευτική συνταγματική ρύθμιση περί ποινικής ευθύνης του πολιτικού προσωπικού, ουδέν ουσιωδώς χρήσιμο θα είχε να κομίσει στην παρούσα συγκυρία μια συνταγματική μεταρρύθμιση.
Αντίθετα, η αμφισβήτηση του Συντάγματος, ως του τελευταίου οχυρού νομιμότητας και νομιμοποίησης της πολιτειακής συμβίωσης, θα μπορούσε να επισωρεύσει δεινά παρόμοια προς τη δοκιμασία των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο. Ας μην ξεχνάμε το ιστορικό παράδειγμα της κατάλυσης του Συντάγματος της Βαϊμάρης, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

4/5/10

ΤΙΣ (ΤΕΛΙΚΑ) ΠΤΑΙΕΙ;
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4.5.2010

Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης και, κατ’ επέκταση, στο ΔΝΤ υπήρξε κατ’ αρχάς αποτέλεσμα της αποτυχίας της πολιτικής τάξης να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές πιέσεις και να «πείσει» τις αγορές για την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας. Υπήρξε επίσης συνέπεια της πεισματικής άρνησης του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου να αντιληφθεί ότι ένας μηχανισμός στήριξης με τη συμμετοχή του ΔΝΤ αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας τη «συνέταιρο» ενός διεθνούς οργανισμού που φέρει στο DNA του νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και έχει συνδέσει την ιστορία του με ακραία κοινωνική αναλγησία, αλλά και με σοβαρές οικονομικές αποτυχίες στα κράτη όπου παρενέβη.
Ασφαλώς την ευθύνη γι’ αυτή την αποτυχία δεν θα ήταν ορθό να επωμιστεί η σημερινή κυβέρνηση. Η κατάσταση της χώρας δεν προέκυψε εν μιά νυκτί, αλλά συνυφαίνεται με τη χρεοκοπία ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης και τη στρεβλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος επί δεκαετίες. Παραμένει, βέβαια, ανοικτό το ερώτημα αν προσφέρονταν εναλλακτικές λύσεις. Και αυτό το οποίο επιχειρείται να προβληθεί από ποικίλα κέντρα ισχύος είναι ότι άλλη λύση πέρα από την προσφυγή στον συγκεκριμένο μηχανισμό δεν υπήρχε. Αν δεχθούμε όμως μια τέτοια εκδοχή, τότε η πολιτική χάνει κάθε νόημα, η δημοκρατία μετατρέπεται σε διεκπεραιωτική επιλογή μεταξύ διαχειριστών και η λήψη αποφάσεων για τα μείζονα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ανατίθεται εν πολλοίς σε αλλοδαπούς τεχνοκράτες, υπαλλήλους διεθνών οργανισμών.
Όταν το 1874 ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» το περίφημο άρθρο του με τον τίτλο «Τις πταίει», που αποτέλεσε αφορμή για κρίσιμους μετασχηματισμούς στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το κεντρικό ερώτημα που έθετε ήταν «μη τυχόν πταίει το έθνος;». Μήπως, δηλαδή, έφερε ευθύνη η κοινωνία για τις αντικοινοβουλευτικές εκτροπές και την αυθαιρεσία του στέμματος; Μήπως η ευθύνη της κοινωνίας εντοπιζόταν στο γεγονός ότι δεν εκδηλώνονταν ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις απέναντι στην πολιτική αυθαιρεσία; Εμμέσως πλην σαφώς ο Τρικούπης, θέτοντας το δίλημμα «υποταγή στην αυθαιρεσία ή επανάσταση», θεωρήθηκε υποκινητής λαϊκής εξέγερσης, διώχθηκε και φυλακίστηκε.
Κατ’ αντιστοιχία μπορεί να τεθεί σήμερα το ερώτημα αν ευθύνεται η σημερινή ή οι προηγούμενες κυβερνήσεις ή η αναπαραγόμενη με τις γνωστές διαδικασίες πολιτική τάξη στο σύνολό της και τα στερούμενα ουσιαστικής εσωτερικής δημοκρατίας πολιτικά κόμματα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι για την υπερχρέωση της χώρας και τη θλιβερή εικόνα της οικονομίας και του κράτους δεν ευθύνονται οι κερδοσκόποι. Δεν θα ήταν πάντως άτοπο να αναλάβει μέρος της ευθύνης η ελληνική κοινωνία, που συνέπραξε με ποικίλους τρόπους στη χρεοκοπία, είτε μετέχοντας στο πελατειακό παίγνιο, φοροδιαφεύγοντας, διαφθείροντας και διαφθειρόμενη, καταναλώνοντας υπερδανειζόμενη, ψηφίζοντας και νομιμοποιώντας τη συγκεκριμένη πολιτική τάξη, είτε απλώς σιωπώντας από αδιαφορία ή συνενοχή. Η απάντηση λοιπόν στο «τις πταίει» είναι πως η ευθύνη κατανέμεται συλλογικά. Και μόνο με συλλογική ευθύνη μπορεί να αντισταθεί η χώρα στην περαιτέρω υποβάθμιση.