5/9/08

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: ΕΥΚΑΙΡΙΑ Ή ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Βήμα Ιδεών, 5.9.2008

Η πλεονάζουσα ζήτηση βασικών αγροτικών προϊόντων, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και της υιοθέτησης δυτικών διατροφικών συνηθειών σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία , καθώς και η υποχώρηση της προσφοράς λόγω της μείωσης της παραγωγής,(η οποία οφείλεται στην παρατεταμένη ξηρασία στην Αυστραλία, αλλά και στην αύξηση των εκτάσεων, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων αντί τροφίμων, στις ΗΠΑ, στην Βραζιλία και σ’ άλλες χώρες) έχει οδηγήσει τους τελευταίους μήνες σε μεγάλη αύξηση των τιμών των προϊόντων αυτών. Προφανώς, ένα μέρος της αύξησης των τιμών οφείλεται και στην αύξηση του κόστους παραγωγής, λόγω της ραγδαίας αύξησης της τιμής του πετρελαίου, ενώ ένα ακόμη μέρος της αύξησης αυτής των τιμών οφείλεται και στην κερδοσκοπία σε παγκόσμια κλίμακα, όπως συμβαίνει συνήθως με τα προϊόντα των οποίων οι τιμές έχουν αυξητική τάση.
Η αύξηση των τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων, που συχνά ξεπερνά το 50% κατά μέσο όρο, έχει επιβαρύνει το κόστος διατροφής σε όλες τις χώρες του κόσμου με διαφορετική προφανώς ένταση. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου που είναι καθαροί εισαγωγείς τροφίμων η κατάσταση, είτε λόγω της αύξησης των τιμών είτε λόγω ελλείψεων στην αγορά έχει προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις.
Όμως όπως ήδη αναφέρθηκε, η εξέλιξη των τιμών των βασικών τροφίμων συνδυαζόμενη προφανώς και με την αύξηση των τιμών του πετρελαίου έχει προκαλέσει πληθωριστικές πιέσεις και στις πλουσιότερες χώρες. Ειδικότερα στη χώρα μας, οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες λόγω των γνωστών ολιγοπωλιακών δομών της εγχώριας αγοράς, των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στο χώρο του εμπορίου αλλά και της πολύ υψηλότερης εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το πετρέλαιο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ταυτόχρονα, η αύξηση του όγκου και των τιμών των εισαγωγών όχι μόνο πετρελαίου αλλά και τροφίμων έχει προκαλέσει τεράστια επιβάρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έχει φθάσει πλέον στο 15% του ΑΕΠ έναντι 5% πριν από μερικά χρόνια. Είναι ίσως ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η χώρα μας έχει γίνει πλέον μεγάλος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων δεδομένου ότι ο λόγος κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές στον τομέα αυτό μόλις ξεπερνά το 50% έναντι 80-90% πριν από δέκα χρόνια.
Ας σημειωθεί ότι η υποχώρηση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής σε απόλυτα μεγέθη δεν μπορεί να αποδοθεί στη μείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσμού, δεδομένου ότι στη χώρα μας το ποσοστό παραμένει υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό όρο (περίπου 10% στην Ελλάδα έναντι 5% στην Ευρώπη 27). Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας της αγροτικής παραγωγής, η οποία οφείλεται σε μια σειρά γνωστές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής αγροτικής οικονομίας.
Το υψηλό κόστος παραγωγής, λόγω της προβληματικής οργάνωσης και διαχείρισης των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και του αναποτελεσματικού συνδυασμού των παραγωγικών συντελεστών (που συχνά οφείλεται στο χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των αγροτών αλλά και στο μικρό μέγεθος του αγροτικού κλήρου, αποτελεί μαζί με την μέτρια ποιότητα ( σε σχέση με την τιμή) το βασικό παράγοντα που εξηγεί την αδυναμία διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής σε συνθήκες σχεδόν ελεύθερου πλέον διεθνούς εμπορίου. Βεβαίως, η κατάσταση αυτή επιβαρύνεται με τις αδυναμίες στο επίπεδο της μεταποίησης και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων όπου μόνο «νησίδες» εκσυγχρονισμού διακρίνονται μέσα στο πέλαγος των παραδοσιακών πρακτικών.
Το ερώτημα που προβάλει είναι αν η παγκόσμια διατροφική κρίση με την αύξηση των τιμών των τροφίμων που παρατηρείται διεθνώς εκτός από τα προβλήματα που προκαλεί στην ελληνική οικονομία, τα οποία ήδη σκιαγραφήθηκαν, μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία για την ελληνική αγροτική οικονομία και συνεπώς για την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Δεδομένου ότι το βασικό πρόβλημα της έλλειψης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγροτικής παραγωγής είναι το κόστος της (σε σχέση με την ποιότητα) και συνεπώς η ανάγκη για υψηλότερες τιμές στην αγορά (που θα καλύπτουν αυτό το κόστος), θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι στη σημερινή συγκυρία, όπου οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν αυξηθεί διεθνώς, η ελληνική αγροτική οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί αυξάνοντας την παραγωγή της, αυξάνοντας τα μερίδια αγοράς στην εγχώρια την Ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά και προκαλώντας έτσι μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας μας στον τομέα των τροφίμων.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο προϋποθέσεις: Πρώτη προϋπόθεση είναι, η ευνοϊκή αυτή συγκυρία να έχει διάρκεια. Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ελληνική αγροτική οικονομία να επωφεληθεί μονιμότερα από αυτή την ευκαιρία. Όσον αφορά στην πρώτη προϋπόθεση, οι διεθνείς προβλέψεις θεωρούν ότι η κατάσταση αυτή θα έχει ορίζοντα δεκαετίας μέχρι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων (δημητριακών κυρίως) να αυξηθεί ώστε να καλύψει την αυξανόμενη ζήτηση. Σ’ αυτό προφανώς θα συμβάλει η παραγωγή γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων, η οποία προβάλει πλέον ως αναπόφευκτη λύση μ’ όλους τους κινδύνους που ενδεχομένως περικλείει.
Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή υπόκειται σε μια σειρά άλλων προϋποθέσεων. Η ελληνική αγροτική οικονομία μπορεί να επωφεληθεί σε μονιμότερη βάση, αν η δυνατότητα που έχει να παράγει σε υψηλότερες τιμές στη χρονική περίοδο που διαρκεί η σημερινή συγκυρία, δεν χρησιμοποιηθεί απλώς ως μια παράταση για την επιβίωση των σημερινών δομών του αγροτικού τομέα. Τέτοιες παρατάσεις επιβίωσης των παραδοσιακών δομών της ελληνικής αγροτικής οικονομίας, έχουν υπάρξει και στο παρελθόν, ιδίως μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. και την γενναιόδωρη εφαρμογή της ΚΑΠ στη δεκαετία του ’80, οι οποίες και οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση .
Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία για την ελληνική αγροτική οικονομία μπορεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της συγκυρίας αυτής για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, μόνο στο μέτρο που τόσο οι αγρότες-παραγωγοί , όσο και οι δημόσιες αρχές σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, αντιληφθούν ότι πρόκειται για μια ευνοϊκή χρονική περίοδο που και αυτή θα τελειώσει και ότι πρέπει έστω ως τελευταία ευκαιρία να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές θεσμών και συμπεριφορών προκειμένου να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.