21/3/10

ΠΟΣΟ ΣΥΜΦΕΡΕΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 21.3.2010

Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις περιφερειακές οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) τίθενται δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο τίθεται από ορισμένους κύκλους κυρίως της αριστεράς μέσα στις ίδιες τις προαναφερόμενες χώρες και αφορά στο κατά πόσο ωφελεί ή βλάπτει συμμετοχή των χωρών αυτών στην ευρωζώνη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την σημερινή κρίση. Το δεύτερο ερώτημα τίθεται από διάφορους διεθνείς παρατηρητές και αφορά στη δυνατότητα των περιφερειακών χωρών- μελών της Ε.Ε να συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Στο πρώτο ερώτημα υπάρχουν απαντήσεις που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Η χρησιμότητα της συμμετοχής των χωρών αυτών στο Ευρώ είναι προφανής προκειμένου να ξεπεράσουν τη σημερινή κρίση και μόνον επειδή η συμμετοχή στο Ευρώ εμποδίζει την υποτίμηση του νομίσματός τους σε χαμηλά επίπεδα, οι οποία θα οδηγούσε σε δυσθεώρητους ρυθμούς πληθωρισμού και σε ακόμη μεγαλύτερες υποτιμήσεις που θα εκτίνασσαν στα ύψη το κόστος δανεισμού. Παράλληλα τα επιτόκια θα ανέρχονταν, ως συνέπεια των προηγούμενων εξελίξεων, και το κόστος του δανεισμού θα αυξανόταν ακόμη περισσότερο, ενώ το σημερινό τους χρέος σε ευρώ θα ήταν σε συνάλλαγμα .Στο δεύτερο ερώτημα οι απαντήσεις είναι περισσότερο περίπλοκες. Η αμφισβήτηση της δυνατότητας των περιφερειακών χωρών-μελών της Ευρωζώνης να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η υιοθέτηση του Ευρώ βρίσκει έρεισμα στη σημερινή κατάσταση ανισορροπίας των οικονομιών τους. Βεβαίως, το δεύτερο ερώτημα μπορεί να τεθεί με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή αν οι προαναφερόμενες χώρες είναι ικανές να συμμετέχουν στην υφιστάμενη Ευρωζώνη, η οποία σχεδιάστηκε με ορισμένο τρόπο χωρίς δηλ. κοινοτική δημοσιονομική αλληλεγγύη, πράγμα που εξυπηρετεί μόνο τις χώρες που είχαν εξασφαλίσει ένα ήδη υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβών πριν από τη συμμετοχή τους στη νομισματική ένωση (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, κ.ά.) και μπορούσαν έτσι να εφαρμόσουν συγκρατημένη εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική.
Στις περιφερειακές χώρες ,όπως η Ελλάδα, ούτε οι οικονομικές συνθήκες (υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και αμοιβών ) υπήρχαν ούτε το πολιτικό σύστημα μπορούσε να συγκρατήσει τις αμοιβές σε επίπεδα που επέτρεπε η παραγωγικότητα, να τιθασεύσει τον συνεχώς αυξανόμενο και ελάχιστα παραγωγικό δημόσιο τομέα και να προχωρήσει στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να συλληφθεί η φοροδιαφυγή. Αντίθετα η επιθυμία για κατανάλωση –λόγω της εξάπλωσης καταναλωτικών προτύπων από χώρες-μέλη με υψηλή παραγωγικότητα– και συνεπώς η πίεση μεγάλου μέρους πληθυσμού για αύξηση των αμοιβών πέρα από τα όρια της παραγωγικότητας, οι εκλογικοί σχεδιασμοί και οι πελατειακές σχέσεις οδήγησαν σε χαλάρωση της εισοδηματικής, της δημοσιονομικής και της φορολογικής πολιτικής με αποτέλεσμα τη μείωση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας την αύξηση των εισαγωγών και της διαφθοράς και τελικά τον υπέρμετρο δανεισμό. Ταυτόχρονα, τα χαμηλά επιτόκια (λόγω συμμετοχής στην Ευρωζώνη) αντί να συμβάλλουν στην αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης και του δανεισμού.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι συμφέρει η συμμετοχή στην ευρωζώνη και σε χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης με δύο προϋποθέσεις ότι προβλέπονται δημοσιονομικές αντισταθμίσεις, προς τις χώρες αυτές ως αναγκαίο συμπλήρωμα της νομισματικής ένωσης και ότι το πολιτικό τους σύστημα μπορεί και θέλει να εφαρμόσει τις απαιτούμενες πολιτικές.