8/6/10

ΑΡΓΕΝΤΙΝΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.6.2010

Η χρεοκοπία της οικονομίας και οι αποκαλύψεις για πολιτική διαφθορά συμπαρασύρουν το σύνολο της πολιτικής τάξης στη γενική κατακραυγή. Η οργή της κοινωνίας για τη βίαιη συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου, σε συνάρτηση με τον πλουτισμό πολιτικών διά της μίζας, στρέφεται εναντίον του πολιτικού προσωπικού, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Στο πλαίσιο αυτό η πορεία της κυβέρνησης Παπανδρέου εξαρτάται κατά βάση από δύο παραμέτρους, δηλαδή από την επιτυχία των πολιτικών για τη διάσωση της οικονομίας και από τη διαχείριση των σκανδάλων. Εάν, πάντως, τα επώδυνα μέτρα αποδειχθούν αναποτελεσματικά και η κατακρήμνιση της οικονομίας συνεχιστεί, τότε η αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ είναι απολύτως προβλέψιμη, ακόμη και αν ο Γ. Παπανδρέου αποφασίσει να λειτουργήσει ως Ροβεσπιέρος.
Ωστόσο από μια τέτοια εξέλιξη δεν θα επωφεληθεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρότι επέλεξε τον ανακόλουθο δρόμο να μην υπερψηφίσει τους όρους υπαγωγής στον μηχανισμό στήριξης. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας για την κατάντια της χώρας αποδείχθηκαν τόσο βαριές ώστε όσες επικοινωνιακές προσπάθειες διαφοροποίησης από την καραμανλική περίοδο και αν καταβάλει ο νέος αρχηγός της, η ταύτιση στο «εκλογικό υποσυνείδητο» θα διαρκέσει επί μακρόν.
Το μοναδικό πολιτικό κόμμα που όχι απλώς δεν φαίνεται να υφίσταται τη φθορά του κομματικού συστήματος, αλλά ίσως τελικά βγει ενισχυμένο, είναι ο ΛΑΟΣ. Το εκλογικό του ακροατήριο, δηλαδή αγανακτισμένοι ψηφοφόροι από χαμηλά και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, διευρύνεται σταθερά. Τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά σύνδρομα εντείνονται ως παράπλευρη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, ενώ η απαξίωση των κομμάτων εξουσίας προσφέρει κατάλληλο έδαφος για τον ακροδεξιό, λαϊκιστικό του λόγο.
Από την άλλη πλευρά, διασώζεται το ΚΚΕ, που επέδειξε μια συνεπή, αντισυστημική περιχαράκωση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Αυτήν τη στάση ευφυώς προβάλλει εσχάτως ακόμη πιο προκλητικά, ακριβώς για να καταστεί σαφέστερη η διαφοροποίηση από τα υπόλοιπα κόμματα. Όσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η παρατεταμένη εσωστρέφεια και πολυγλωσσία, σε συνάρτηση με την αδυναμία άρθρωσης αξιόπιστων εναλλακτικών προτάσεων για έξοδο από την κρίση, δεν επιτρέπουν ευοίωνες προβλέψεις.
Μεγάλος κερδισμένος, όπως αναδεικνύεται στις έρευνες κοινής γνώμης, εμφανίζεται το «κόμμα του Κανένα», που έπειτα από δύο χρόνια επανακάμπτει ως πρώτη προτίμηση και, πιθανόν, αυτήν τη φορά ήρθε για να μείνει. Η εκλογική δυναμική του ΠΑΣΟΚ, που είχε ξεκινήσει στα τέλη του 2008, μοιάζει, λόγω της δημοσιονομικής κατάρρευσης και της κυβερνητικής φθοράς, να έχει κλείσει τον κύκλο της. Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε, δικαίως ή αδίκως, για παλαιά και νέα κυβερνητικά στελέχη, τροφοδοτώντας ένα νέο κυνήγι μαγισσών και δημόσιας διαπόμπευσης, που επενεργεί ως αντίδοτο στη σημερινή οικονομική ένδεια και στην αξιακή μιζέρια της ελληνικής κοινωνίας αλλά και στη μαζική κατάθλιψη που προκάλεσε το απότομο τέλος της καταναλωτικής ευφορίας. Οικονομική-αξιακή χρεοκοπία και κομματική απαξίωση σφιχταγκαλιάζονται σε ένα αργεντίνικο τανγκό, εξακτινώνοντας τις αβεβαιότητες για το μέλλον της χώρας.

1/6/10

ΠΟΛΙΤΙΚΗ "ΟΜΕΡΤΑ";
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 1.6.2010

Ο Τάσος Μαντέλης βάλλεται πανταχόθεν επειδή διέρρηξε τη συνωμοσία σιωπής που επικρατεί στην πολιτική τάξη σχετικά με τη χρηματοδότησή της από ιδιωτικά κέντρα οικονομικής ισχύος. Και μάλιστα προχώρησε στην ομολογία ότι εισέπραξε χρήματα για να καλύψει προεκλογικές ανάγκες, τη στιγμή ακριβώς που η κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης της πολιτικής είχε ήδη λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις, ως αποτέλεσμα ιδίως της οικονομικής χρεοκοπίας.
Τι είπε όμως ο Τ. Μαντέλης, που δεν ήταν προ πολλού γνωστό; Το πρόβλημα του πολιτικού χρήματος στην Ελλάδα έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη και όλα τα κόμματα έχουν καταθέσει προτάσεις για την αντιμετώπισή του, μεταξύ των οποίων και η τροποποίηση του εκλογικού συστήματος, την οποία εξήγγειλε η κυβέρνηση, με βασικό επιχείρημα τη διαφάνεια στις εκλογικές δαπάνες και τη μείωση της εξάρτησης των βουλευτών από επιχειρηματικά κέντρα που τους χρηματοδοτούν, άμεσα ή έμμεσα.
Ο Τ. Μαντέλης μίλησε ανοιχτά για κάτι που όλοι γνωρίζουν και κανείς δεν παραδέχεται. Ότι, δηλαδή, οι πολιτικοί είναι αναγκασμένοι, στο πλαίσιο του εκλογικού ανταγωνισμού, να δέχονται «δώρα» από την ιδιωτική οικονομία. Αυτές οι «χορηγίες» τους δημιουργούν, ενδεχομένως, απροσδιόριστες δεσμεύσεις έμμεσης υποστήριξης των επιχειρηματικών επιδιώξεων των χρηματοδοτών τους.
Τα όρια μεταξύ της θεωρούμενης ως ανεκτής και μη ανεκτής στήριξης των ιδιωτικών αυτών συμφερόντων εμφανίζονται στην πράξη θολά και αδιευκρίνιστα. Δεν παύουν, βέβαια, οι εν λόγω πρακτικές να είναι καταφανώς αντίθετες στη νομιμότητα, στην ηθική, σε οποιαδήποτε έννοια δεοντολογίας. Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν εδώ και πολλές δεκαετίες να αποτελούν παγιωμένο μηχανισμό εκλογικής χρηματοδότησης. Και σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα συνιστούν την αιτία που δεν ανανεώνεται επαρκώς το πολιτικό προσωπικό, αφού όποιος αρνείται να αποδεχθεί τους όρους αυτού του εκλογικού παιχνιδιού κατά κανόνα δεν έχει καμία τύχη στην πολιτική.
Το πολιτικό και κομματικό μας σύστημα έχει οικοδομηθεί λοιπόν σε σαθρά θεμέλια. Οι αθέμιτες συναλλαγές, σε πολλαπλά επίπεδα, αποτελούν τον κανόνα. Η υποκρισία και η συνενοχή, αυτή η ιδιότυπη πολιτική «ομερτά», συνιστούν τις προϋποθέσεις για την αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή του πολιτικού προσωπικού. Ωστόσο από την καφενειακού τύπου κουβέντα «όλοι τα παίρνουν» μέχρι τη δημόσια παραδοχή ενός κατ’ επανάληψη υπουργού και βουλευτή ότι «τα πήρε», η απόσταση είναι αβυσσαλέα.
Ο Μαντέλης ήδη διαπομπεύεται, προτού να ριφθεί στην πυρά. Η χριστιανική ρήση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω» δεν φαίνεται πως θα τον σώσει. Πρόκειται για τη μοίρα όσων παραβιάζουν την ομερτά. Όμως η στιγμή της δημόσιας ομολογίας του Μαντέλη θα μείνει στην Ιστορία. Τίποτα πλέον δεν μπορεί να είναι όπως πριν. Αν δεν υπάρξουν το ταχύτερο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στους κανόνες λειτουργίας του πολιτικού παιχνιδιού, τότε δεν αποκλείεται σύντομα να σαρωθεί στο σύνολό του το σημερινό πολιτικό προσωπικό ή και να καταρρεύσει το πολιτικό σύστημα.

25/5/10

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΟΥΡΕΛΟΧΑΡΤΑ;
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.5.2010

Μία από τις βασικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, που είχε πολλαπλά τρωθεί από τις κυβερνήσεις Καραμανλή. Αποτελεί άλλωστε προνομιακό πεδίο ιδεολογικοπολιτικής υπεροχής της Κεντροαριστεράς η επίκληση της απαρέγκλιτης τήρησης του Συντάγματος, ιδίως των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και της ενίσχυσης του ρόλου της Βουλής ως θεσμικού επίκεντρου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές φαίνεται πως παραμερίστηκαν, εν όψει της οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας.
Οι έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή του επαχθούς Μνημονίου με την «Τρόικα», δεν νομιμοποιούν σε καμία περίπτωση την παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Μέσα στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ένταση της περιόδου αυτής, οι ενίοτε ακραίες συνταγματικές εκτροπές ελάχιστα προβλήθηκαν από τα μέσα επικοινωνίας. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται, για άλλη μία φορά, ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει μειωμένα αντανακλαστικά συνταγματικού πατριωτισμού ή και ακτιβισμού, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα και της ευρύτερης απαξίωσης των πολιτικών θεσμών.
Αυτή η στάση του κράτους και της κοινωνίας λειτουργεί αμφίδρομα: από τη μια πλευρά αφαιρεί από τους ίδιους τους πολίτες ένα ισχυρό νομικό και συμβολικό όπλο προστασίας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, όπως είναι το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα υποσκάπτει το κύρος και την αξιοπιστία της συνταγματικής τάξης, ως έσχατου οχυρού απέναντι στις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Η οικονομική κρίση και η επιβολή επαχθέστατων όρων από την κυβέρνηση, υπό την πίεση των διεθνών δανειστών, δεν σημαίνει όμως ότι αίφνης καθίσταται επιτρεπτή η παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων.
Η κατάργηση ή η συρρίκνωση μέχρι την ουσιαστική εξαφάνιση του γενικού κατώτατου ορίου αποδοχών, η θεσμοθέτηση των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων μαθητείας με εξευτελιστικούς εργασιακούς όρους, η ασαφής διάκριση μεταξύ μετάθεσης και μετακίνησης δημόσιων υπαλλήλων συνιστούν ορισμένες όψεις αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων, που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο παρά τις ισχυρές ενστάσεις της ίδιας της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους. Εξίσου απαράδεκτη, τόσο από συνταγματική όσο και από πολιτική σκοπιά, υπήρξε η μαζική άρση του απορρήτου των επικοινωνιών σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Το Σύνταγμα δεν αποτελεί ένα διακοσμητικό κείμενο, που μας θυμίζει απλώς ότι η Ελλάδα είναι κυρίαρχο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, αλλά τον αυξημένης τυπικής ισχύος νόμο που θέτει το πλαίσιο άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ακόμη λοιπόν και μια ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης δεν συγχωρεί την παραβίασή του. Η προβαλλόμενη συνεργασία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί παρά να εμφορείται από θεμελιώδεις αξίες οργανωμένης πολιτειακής συμβίωσης, οι οποίες αποτυπώνονται κατ’ αρχήν στο συνταγματικό κείμενο. Καταστρατηγώντας το Σύνταγμα και μετατρέποντάς το συστηματικά σε κουρελόχαρτο, αποδυναμώνεται τελικά ο πατριωτισμός των Ελλήνων, του οποίου η επίκληση είναι για πρώτη φορά, τα τελευταία 35 χρόνια, τόσο αναγκαία.

18/5/10

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 18.5.2010

Για όλες τις γενιές Ελλήνων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ιδίως όμως για όσους μεγαλώσαμε με τις παραστάσεις της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, όσα συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες συνιστούν την κατάρρευση ενός πλέγματος αδιαπραγμάτευτων βεβαιοτήτων. Με την ουσιαστική οικονομική και ηθική χρεοκοπία της χώρας δεν τελειώνει μόνο ο μύθος της ισχυρής Ελλάδας, της διαρκούς ανάπτυξης και αναβάθμισης του βιοτικού επιπέδου, της καταναλωτικής ευμάρειας που ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80 και κορυφώθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, αλλά ιδίως ο μύθος περί αποτελεσματικών δημοκρατικών θεσμών και περί αταλάντευτης κοινωνικής ειρήνης.
Ξαφνικά η ελληνική κοινωνία ξύπνησε σε έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο ανασφάλειας και εντεινόμενων κοινωνικών συγκρούσεων, απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, κατάρρευσης θεμελιωδών εγγυήσεων στην εργασία και την κοινωνική προστασία, αρνητικής οικονομικής ανάπτυξης και, κυρίως, διάλυσης ενός ήδη σαθρού συστήματος αξιών και αντιλήψεων για τον τρόπο ζωής, του λεγόμενου «life style».
Δεν μπορεί κανείς πλέον να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Ηδη όμως γίνονται ορατές οι πρώτες επώδυνες επιπτώσεις της οικονομικής, αλλά κατ’ ουσίαν και πολιτικής κηδεμονίας, την οποία υφίσταται η ελληνική πολιτεία. Το πλέον προφανές είναι τα λουκέτα και οι απολύσεις, η αγωνία στα μάτια των εργαζόμενων, η μειωμένη κίνηση στους εμπορικούς δρόμους. Ταυτόχρονα καθίσταται αισθητή η οργή όσων ανήκουν στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα, αποκαλύπτοντας τα σημάδια μιας δύσκολης προσαρμογής σε μορφές στέρησης που παρέμειναν ξεχασμένες εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια.
Κατ’ αρχάς, μεσοπρόθεσμα φαίνεται αναπόφευκτο να διογκωθούν η εγκληματικότητα και η τυφλή βία, με θύματα όλους αδιακρίτως, ακόμη και για ευτελούς αξίας λεία. Παράλληλα προδιαγράφεται μια νέα μορφή μετανάστευσης προς τις ισχυρές χώρες της Δύσης, όχι μόνο εκείνων των οποίων οι επιδόσεις υπόσχονται υψηλού επιπέδου επιστημονική ή επιχειρηματική εξέλιξη, αλλά νέων Ελλήνων που θα διεκδικούν απλώς μια θέση εργασίας επαρκή για να διασφαλίσουν αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης. Μαζί με τα προηγούμενα, τείνει να διαφοροποιηθεί πλήρως ο σεβασμός και το κανονιστικό περιεχόμενο των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ενός συνταγματικού και πολιτικού πολιτισμού που αλλοιώνεται και δέχεται τις ισχυρότερες πιέσεις μετά την πτώση της χούντας.
Ζούμε το τέλος μιας εποχής. Για όσους βρίσκονται σε ηλικία που δεν επιτρέπει να ξεκινήσουν μια επαγγελματική σταδιοδρομία από την αρχή, εντός ή εκτός συνόρων, αλλά είναι ταυτόχρονα αρκετά νέοι για να αποσυρθούν, δεν αρκεί η αναζήτηση του τι έφταιξε για τη λεγόμενη ελληνική τραγωδία, αλλά απαιτείται να γίνει αντιληπτό ότι τα «παλιά κόλπα» δεν περνάνε πλέον, ότι η εποχή του εύκολου πλουτισμού και του χρεωμένου καταναλωτισμού ανήκει στο παρελθόν. Ζητούμενο, και μάλιστα επιτακτικό, αποτελεί η εκ νέου θεμελίωση του πολιτικού, διοικητικού και αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, ιδίως όμως του αξιακού συστήματος.

17/5/10

ΑΚΡΙΒΗ "ΑΓΟΡΑ" ΕΛΠΙΔΑΣ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 17.5.2010

Το κορυφαίο γεγονός του 2010 μπορεί από τώρα να θεωρηθεί πως είναι, για τη χώρα μας, η κατάρρευση της διεθνούς πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου, η οποία κατέστησε απαραίτητη την προσφυγή στον «μηχανισμό στήριξης» από την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ωστόσο το νομοσχέδιο για την εφαρμογή του «μηχανισμού» αυτού, το οποίο ψήφισε πρόσφατα η Βουλή, περιέχει πλειάδα μη ρεαλιστικών παραδοχών, όπως εισπράξεις 1.300 εκατομμυρίων ευρώ από φορολόγηση των αυθαίρετων κτισμάτων και από το τέλος διατήρησης ημιυπαίθριων χώρων. Αυτά, με δεδομένη τη δυσλειτουργία των δημόσιων πολεοδομικών υπηρεσιών (πολύ περισσότερο σήμερα, υπό καθεστώς απαγόρευσης νέων διορισμών και μείωσης μισθών) έχουν τόση πιθανότητα να εισπραχθούν όσα είχαν και τα 2.500 εκατομμύρια ευρώ των αντίστοιχων ρυθμίσεων Σουφλιά πριν από έναν χρόνο.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόβλεψη για είσπραξη 600 εκατομμυρίων ευρώ από αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, όταν είναι φανερό ότι υπάρχει καθίζηση της κτηματαγοράς και ολοένα και λιγότερες μεταβιβάσεις. Το νομοσχέδιο εξάλλου προβλέπει και μέτρα τα οποία θα ήταν εφικτά από λογιστική άποψη, αλλά αν υλοποιηθούν θα οδηγήσουν σε κοινωνική έκρηξη, όπως η περικοπή κατά 500 εκατομμύρια ευρώ το 2012 των επιδομάτων ανεργίας (!), ενώ στο μεταξύ ο αριθμός των ανέργων θα έχει εκτιναχθεί λόγω της ύφεσης, ή μέτρα που κινούνται στον χώρο της φαντασίας, όπως τα «μη καθορισμένα» του 2014, με στόχο, ούτε λίγο ούτε πολύ, 5.750 εκατ. ευρώ (!) το έτος εκείνο. Το πιθανότερο πάντως είναι ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα έχει ναυαγήσει πολύ νωρίτερα, συμπαρασύροντας ολόκληρη την εθνική οικονομία.
Το χειρότερο είναι ότι ο μηχανισμός στήριξης καταλήγει στο να υποκατασταθούν στη θέση των ως τώρα ιδιωτών δανειστών του ελληνικού κράτους, τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τα κράτη- μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Είναι προφανές ότι η έστω και προσωρινή αθέτηση διακρατικών υποχρεώσεων θα είναι νομικά και πολιτικά δυσκολότερη για την υπερχρεωμένη Ελλάδα, από ό,τι ήταν ως τώρα μια αναδιάρθρωση-επαναδιαπραγμάτευση χρεών προς ιδιωτικούς πιστωτικούς φορείς.
Ο μηχανισμός στήριξης είναι μια ακριβή «αγορά» ελπίδας, δηλαδή της ελπίδας ότι σύντομα θα λήξει η παγκόσμια οικονομική κρίση και θ’ αλλάξει άρδην το δυσμενές κλίμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Τέτοια προοπτική δυστυχώς δεν διαφαίνεται προς το παρόν. Ίσως να αποδειχθεί από τις εξελίξεις ότι η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, την οποία τελικά είναι μάλλον απίθανο να αποφύγουμε, θα ήταν προτιμότερο να είχε αρχίσει τώρα. Τέτοιες τολμηρές κινήσεις όμως ξεπερνούν όχι μόνο τις δυνατότητες, αλλά ακόμη και τη φαντασία του πολιτικού μας συστήματος. Ακριβώς αυτό το σύστημα άλλωστε μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο και τώρα περιμένει να σωθεί χάρη στην ξένη επέμβαση, με τίμημα την προαναγγελθείσα από τον τρίτης γενιάς πρωθυπουργό μας απώλεια εθνικής κυριαρχίας.

11/5/10

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.5.2010

Είναι αβέβαιο, όπως εκτιμούν κορυφαίοι οικονομολόγοι, εάν η Ελλάδα θα αποφύγει τελικά τη χρεοκοπία. Κατ’ ουσίαν, βέβαια, η χρεοκοπία έχει ήδη συντελεστεί και οι συνέπειές της δεν επιμερίζονται κατά τρόπο δίκαιο στην ελληνική κοινωνία. Δικαιολογημένη εμφανίζεται, λοιπόν, η διογκούμενη οργή των πολιτών και η αναζήτηση ευθυνών, πρωτίστως από την πολιτική τάξη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συνθήκες εμφανίζονται πρόσφορες για να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα ίδια τα θεμέλια της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, μεταξύ των οποίων το Σύνταγμα, που ρυθμίζει και οριοθετεί την άσκηση της κρατικής εξουσίας με αυξημένη κανονιστική και συμβολική δύναμη. Όταν η οικονομική κρίση αντιμετωπίζεται με όρους αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής και εξελίσσεται σε μια απρόβλεπτων διαστάσεων απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν θα πρέπει να εκπλήσσουν οι φωνές που στρέφονται εναντίον του Συντάγματος και των πολιτειακών συντεταγμένων που αυτό θέτει, είτε προέρχονται από την πλευρά μιας μερίδας της Αριστεράς είτε από μια «πεφωτισμένη» αλλά και λαϊκίζουσα Δεξιά.
Φταίει, ωστόσο, το Σύνταγμα για την υποβάθμιση της ελληνικής πολιτείας; Και, κατ’ επέκταση, πρέπει να συμπεριληφθεί μεταξύ των πρωτοβουλιών για την έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση η αναθεώρησή του ή, όπως απαιτούν οι ποικιλώνυμοι τιμητές του, η κατάργησή του και η σύγκληση μιας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης για την παραγωγή νέου Συντάγματος; Πραγματικά, είναι εντυπωσιακό πόσο αβασάνιστα και επιπόλαια ορισμένοι κύκλοι, είτε από πολιτική υστεροβουλία είτε από επιπόλαιο λαϊκισμό και θεσμική απαιδευσία, εμπλέκουν στον περί κρίσεως λόγο ζητήματα που απαιτούν ιδιαίτερη σοβαρότητα.
Τα παιχνίδια με το Σύνταγμα είναι επικίνδυνα. Η ισχύουσα συνταγματική τάξη αποτελεί το θεμέλιο του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου, τη σημαντικότερη εγγύηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και το έσχατο καταφύγιο μπροστά σε εκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Απαλλαγμένη από τις συνταγματικές της δεσμεύσεις, μια πολιτική τάξη κατώτερη των περιστάσεων, όπως αποδείχθηκε η ελληνική, θα συρόταν πιθανόν σε πολύ ευρύτερες ανατροπές από αυτές που βιώνουμε.
Το πρόβλημα της ελληνικής πολιτείας δεν εντοπίζεται στο Σύνταγμα, αλλά στον τρόπο που εφαρμόζεται ή, ορθότερα, που δεν εφαρμόζεται. Τόσο οι συνταγματικές διατάξεις περί θεμελιωδών δικαιωμάτων όσο και εκείνες που ρυθμίζουν την οργάνωση του κοινοβουλευτικού συστήματος χαρακτηρίζονται ως εφάμιλλης ή υψηλότερης θεσμικής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με τις αντίστοιχες των Συνταγμάτων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Αν εξαιρέσουμε ίσως την υπερπροστατευτική συνταγματική ρύθμιση περί ποινικής ευθύνης του πολιτικού προσωπικού, ουδέν ουσιωδώς χρήσιμο θα είχε να κομίσει στην παρούσα συγκυρία μια συνταγματική μεταρρύθμιση.
Αντίθετα, η αμφισβήτηση του Συντάγματος, ως του τελευταίου οχυρού νομιμότητας και νομιμοποίησης της πολιτειακής συμβίωσης, θα μπορούσε να επισωρεύσει δεινά παρόμοια προς τη δοκιμασία των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο. Ας μην ξεχνάμε το ιστορικό παράδειγμα της κατάλυσης του Συντάγματος της Βαϊμάρης, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

4/5/10

ΤΙΣ (ΤΕΛΙΚΑ) ΠΤΑΙΕΙ;
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 4.5.2010

Η προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης και, κατ’ επέκταση, στο ΔΝΤ υπήρξε κατ’ αρχάς αποτέλεσμα της αποτυχίας της πολιτικής τάξης να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές πιέσεις και να «πείσει» τις αγορές για την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας. Υπήρξε επίσης συνέπεια της πεισματικής άρνησης του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου να αντιληφθεί ότι ένας μηχανισμός στήριξης με τη συμμετοχή του ΔΝΤ αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας τη «συνέταιρο» ενός διεθνούς οργανισμού που φέρει στο DNA του νεοφιλελεύθερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά και έχει συνδέσει την ιστορία του με ακραία κοινωνική αναλγησία, αλλά και με σοβαρές οικονομικές αποτυχίες στα κράτη όπου παρενέβη.
Ασφαλώς την ευθύνη γι’ αυτή την αποτυχία δεν θα ήταν ορθό να επωμιστεί η σημερινή κυβέρνηση. Η κατάσταση της χώρας δεν προέκυψε εν μιά νυκτί, αλλά συνυφαίνεται με τη χρεοκοπία ενός συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης και τη στρεβλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος επί δεκαετίες. Παραμένει, βέβαια, ανοικτό το ερώτημα αν προσφέρονταν εναλλακτικές λύσεις. Και αυτό το οποίο επιχειρείται να προβληθεί από ποικίλα κέντρα ισχύος είναι ότι άλλη λύση πέρα από την προσφυγή στον συγκεκριμένο μηχανισμό δεν υπήρχε. Αν δεχθούμε όμως μια τέτοια εκδοχή, τότε η πολιτική χάνει κάθε νόημα, η δημοκρατία μετατρέπεται σε διεκπεραιωτική επιλογή μεταξύ διαχειριστών και η λήψη αποφάσεων για τα μείζονα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ανατίθεται εν πολλοίς σε αλλοδαπούς τεχνοκράτες, υπαλλήλους διεθνών οργανισμών.
Όταν το 1874 ο Χαρίλαος Τρικούπης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» το περίφημο άρθρο του με τον τίτλο «Τις πταίει», που αποτέλεσε αφορμή για κρίσιμους μετασχηματισμούς στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το κεντρικό ερώτημα που έθετε ήταν «μη τυχόν πταίει το έθνος;». Μήπως, δηλαδή, έφερε ευθύνη η κοινωνία για τις αντικοινοβουλευτικές εκτροπές και την αυθαιρεσία του στέμματος; Μήπως η ευθύνη της κοινωνίας εντοπιζόταν στο γεγονός ότι δεν εκδηλώνονταν ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις απέναντι στην πολιτική αυθαιρεσία; Εμμέσως πλην σαφώς ο Τρικούπης, θέτοντας το δίλημμα «υποταγή στην αυθαιρεσία ή επανάσταση», θεωρήθηκε υποκινητής λαϊκής εξέγερσης, διώχθηκε και φυλακίστηκε.
Κατ’ αντιστοιχία μπορεί να τεθεί σήμερα το ερώτημα αν ευθύνεται η σημερινή ή οι προηγούμενες κυβερνήσεις ή η αναπαραγόμενη με τις γνωστές διαδικασίες πολιτική τάξη στο σύνολό της και τα στερούμενα ουσιαστικής εσωτερικής δημοκρατίας πολιτικά κόμματα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι για την υπερχρέωση της χώρας και τη θλιβερή εικόνα της οικονομίας και του κράτους δεν ευθύνονται οι κερδοσκόποι. Δεν θα ήταν πάντως άτοπο να αναλάβει μέρος της ευθύνης η ελληνική κοινωνία, που συνέπραξε με ποικίλους τρόπους στη χρεοκοπία, είτε μετέχοντας στο πελατειακό παίγνιο, φοροδιαφεύγοντας, διαφθείροντας και διαφθειρόμενη, καταναλώνοντας υπερδανειζόμενη, ψηφίζοντας και νομιμοποιώντας τη συγκεκριμένη πολιτική τάξη, είτε απλώς σιωπώντας από αδιαφορία ή συνενοχή. Η απάντηση λοιπόν στο «τις πταίει» είναι πως η ευθύνη κατανέμεται συλλογικά. Και μόνο με συλλογική ευθύνη μπορεί να αντισταθεί η χώρα στην περαιτέρω υποβάθμιση.

27/4/10

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.4.2010

Οι δύο ιστορικές χρεοκοπίες της ελληνικής οικονομίας, το 1893 και το 1932, συνοδεύτηκαν από την αποπομπή και την εκούσια εξορία των δύο μεγαλύτερων πολιτικών ηγετών της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, του Χαρίλαου Τρικούπη και του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Επί πρωθυπουργίας τους κηρύχθηκε πτώχευση του ελληνικού κράτους ως αποτέλεσμα της αδυναμίας να επιφέρουν τις αναγκαίες αλλαγές στη διάρθρωση της οικονομίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η δεύτερη ελληνική χρεοκοπία συντελέστηκε εν μέσω διεθνούς οικονομικής κρίσης, τρία χρόνια μετά το κραχ του 1929.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το πολιτικό μέγεθος του Τρικούπη και του Βενιζέλου, ούτε το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις που προώθησαν άλλαξαν ριζικά την εικόνα της Ελλάδας.
Ούτε, όμως, μπορούν να αγνοηθούν οι ευθύνες τους, ιδίως οι παραλείψεις τις κρίσιμες περιόδους που οδήγησαν στην πτώχευση. Όλα αυτά έχουν αναλυθεί διεξοδικά από ιστορικούς και οικονομολόγους. Μόνο μια τελευταία ιστορική αναφορά: τις πτωχεύσεις ακολούθησαν κοινωνικές αναταράξεις, ενίσχυση του αγροτικού και εργατικού κινήματος και, ασφαλώς, τεράστια οπισθοδρόμηση της χώρας.
Σε τι χρησιμεύουν σήμερα οι προηγούμενες επισημάνσεις; Μήπως προσφέρουν απλά παραδείγματα για το μέλλον των πολιτικών ηγεσιών, που επί των ημερών τους συντελείται μια εθνική χρεοκοπία; Όταν ακόμη και γίγαντες της πολιτικής αποπέμφθηκαν, ποια θα είναι η τύχη των σημερινών κρατούντων;
Στα ερωτήματα αυτά οι απαντήσεις δεν προκύπτουν μόνο με αναφορά στην ελληνική ιστορία, αφού πολλές «επεμβάσεις» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ανά τον κόσμο οδήγησαν σε παρεμφερή πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα.
Στην Αργεντινή κυριάρχησε το εμβληματικό σύνθημα «να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς» για την πολιτική τάξη που παρέδωσε τη χώρα στο ΔΝΤ, υποβαθμίζοντας την οικονομία και προκαλώντας έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Στην Ουγγαρία οι σοσιαλδημοκράτες κατέρρευσαν εκλογικά, αφού θεωρήθηκαν πολιτικά υπεύθυνοι για την προσφυγή στο ΔΝΤ και τα δεινά που τη συνόδευσαν. Την ίδια στιγμή τα ποσοστά της Ακροδεξιάς σημείωσαν εκρηκτική άνοδο.
Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται νομοτελειακά. Θα μπορούσε ασφαλώς να υποστηριχτεί πειστικά ότι αφού την ευθύνη για την κηδεμονία της χώρας δεν φέρει η κυβέρνηση Παπανδρέου, αλλά οι προηγούμενες κυβερνήσεις, ιδίως αυτή του Κ. Καραμανλή, οι πολίτες δεν θα «τιμωρήσουν» τη σημερινή κυβέρνηση.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Η μελέτη της Ιστορίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τελικά την ευθύνη επωμίζονται και εκείνοι που θέτουν τη χώρα σε κηδεμονία ή κηρύσσουν τη «χρεοκοπία», υπό τυπική ή ουσιαστική έννοια, ανεξάρτητα από το μερίδιο ευθύνης τους. Και ότι η οργή της κοινωνίας μεταφράζεται σε συνολική απαξίωση της πολιτικής τάξης, αν όχι ευρύτερα του πολιτικού συστήματος.
Σε τελική ανάλυση οφείλουν όλοι να προετοιμάζονται για μια πολιτική, οικονομική και κοινωνική κοσμογονία, από την οποία θα προκύψει μια εντελώς νέα πραγματικότητα.

6/4/10

ΕΓΚΛΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΩΡΙΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.4.2010

Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σήμερα σε κρίσιμη καμπή. Από τη μία πλευρά, η απότομη αποκάλυψη της δεινής οικονομικής θέσης της χώρας τον περασμένο Οκτώβριο και οι έκτοτε αλλεπάλληλες «δυσάρεστες εκπλήξεις» έχουν ασφαλώς προσγειώσει όσους συνέχιζαν να διαβιούν με τον μύθο περί ισχυρής Ελλάδας. Ούτε η είσοδος στην ΟΝΕ και η ασφάλεια του ευρώ αποδείχθηκαν πανάκεια ούτε ο παρατεταμένος καταναλωτικός - δανειακός ευδαιμονισμός, ακόμη και μη εχόντων, και η παρασιτική αναπαραγωγή συντεχνιακών προνομίων μπορούν να παραταθούν περαιτέρω. Η πενταετία 2004-2009 αποτέλεσε ίσως την τελευταία περίοδο κατασπατάλησης της δημόσιας περιουσίας και υπερχρέωσης της ελληνικής οικονομίας προς όφελος κουμπάρων και τζαμπατζήδων. Ξαφνικά η Ελλάδα έπαυσε πλέον να αποτελεί τη χώρα των θαυμάτων.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η παρατεινόμενη διεθνής ταπείνωση της χώρας δεν αρκούσε για να καταστεί πλήρως αντιληπτό ότι για αυτή την κατάρρευση δεν ευθύνεται απλώς ένας αποτυχημένος, ανεπαρκής πρωθυπουργός της Νέας Δημοκρατίας και οι περί αυτόν, αλλά ευρύτερα το πολιτικό και διοικητικό σύστημα και ένα συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Ορισμένοι συνεχίζουν να αναζητούν τα αίτια της σύγχρονης «ελληνικής τραγωδίας» αποκλειστικά στην παγκοσμιοποίηση, στους διεθνείς κερδοσκόπους, στις άπληστες κεφαλαιαγορές, στα πλεονασματικά κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά με τις κεντροδεξιές κυβερνήσεις.
Όλα τα προηγούμενα χωρίς αμφιβολία είναι καθοριστικά. Ίσως όμως πιο απλό, σίγουρα πάντως πιο χρήσιμο, θα ήταν να αναζητηθούν ευθύνες και από την εγχώρια πολιτική ελίτ, από ένα πολιτικοθεσμικό σύστημα που κυοφόρησε τη διαφθορά, την αναποτελεσματικότητα και τη σπατάλη των κρατικών μηχανισμών και εξέθρεψε μια κρατικοδίαιτη και αντιπαραγωγική οικονομία χωρίς καινοτομική δυναμική, εγκλωβισμένη σε γραφειοκρατικά βάρη και συντεχνιακές δουλείες. Ωστόσο, στην πραγματικότητα ευθύνες, με την ουσιαστική έννοια του όρου, δεν μπορούν πλέον να αναζητηθούν από κανέναν, ούτε καν από όσους διέπραξαν ποινικά αδικήματα εις βάρος του ελληνικού κράτους κατά τη θητεία τους σε πολιτικά αξιώματα, αφού η πολιτική τάξη έχει μεριμνήσει σε ανύποπτο χρόνο να θωρακίσει, με ένα υπερπροστατευτικό θεσμικό πλαίσιο, τους επίορκους. Στην πράξη, όπως αποδείχθηκε, τα πολιτικά πρόσωπα δεν είναι δυνατόν να διωχθούν ποινικά. Το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους παραμένουν στην πολιτική σκηνή δεν αμβλύνει την αναξιοπιστία τους.
Δεν απομένει, λοιπόν, παρά η καταμέτρηση των θυμάτων. Το νεοφιλελεύθερης αντίληψης πρόγραμμα λιτότητας και η αρνητική ανάπτυξη οδηγούν αναπόφευκτα σε μαζικές απολύσεις, σε περαιτέρω συρρίκνωση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, σε περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων, στο σύγχρονο δουλεμπόριο της ανασφάλιστης εργασίας και, το χειρότερο από όλα, στην απογείωση της ανεργίας και της απαξίωσης των νέων. Όσοι πανηγυρίζουν για τη διάσωση της χώρας από τη χρεοκοπία ίσως βιάστηκαν. Ακόμη και αν αποσοβηθεί η παύση πληρωμών από το ελληνικό δημόσιο, η ηθική και πολιτική χρεοκοπία της πολιτείας έχει συντελεστεί και οι κοινωνικές της συνέπειες θα είναι οδυνηρές και, πιθανόν, ανεπανόρθωτες.

23/3/10

Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.3.2010

Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά στην Ευρώπη εμφανίζονται αμήχανες μπροστά στη χρηματοπιστωτική κρίση. Εξίσου αμήχανο είναι κατ’ ουσίαν το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε όσες ευρωπαϊκές χώρες την εξουσία κατέχουν κεντροαριστερά κόμματα, οι πολιτικές που εφαρμόζουν τείνουν να χαρακτηριστούν ως εν τοις πράγμασι νεοφιλελεύθερες. Όπου τα κόμματα αυτά παραμένουν στην αντιπολίτευση, η κριτική που ασκούν αξιολογείται ως μάλλον υποτονική.
Το κυριότερο, πάντως, πρόβλημα του αριστερού πολιτικού λόγου σήμερα είναι ότι δεν προτείνει συγκεκριμένες λύσεις εξόδου από την κρίση. Είτε ως κυβερνώσα πλειοψηφία είτε ως αντιπολίτευση, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά αρθρώνουν έναν λόγο που δεν πείθει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόκειται για την αναπαραγωγή κεϊνσιανών στερεοτύπων, διανθισμένων με την επωδό τετριμμένων παραινέσεων περί παγκόσμιας διακυβέρνησης και υπερεθνικών κανόνων ρύθμισης των αγορών. Συγκεκριμένες, όμως, θέσεις και δημόσιες πολιτικές σχετικά με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τη μείωση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων χωρίς εκτόξευση της ανεργίας, συρρίκνωση των δικαιωμάτων και διόγκωση των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχουν υποστηριχθεί κατά τρόπο συνεκτικό.
Για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά το συγκριτικό πλεονέκτημα, που διασφάλισε την ιδεολογική της ηγεμονία για αρκετές δεκαετίες στην Ευρώπη, αποτέλεσε η νομιμοποιητική λειτουργία και η ηθική υπεροχή που απέρρεαν από τη συγκρότηση ισχυρών μηχανισμών κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας της εργασίας, διαμορφώνοντας το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Τα πλήγματα που δέχεται αυτό το μοντέλο είναι τους τελευταίους μήνες συντριπτικά, ενώ, όπως φαίνεται, οι συνέπειες της κρίσης θα γίνουν τα επόμενα χρόνια ακόμη πιο επώδυνες για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η αδυναμία της αριστερής και κεντροαριστερής πολιτικής επιχειρηματολογίας και δράσης να προσφέρουν, αν όχι ισχυρές αντιστάσεις, έστω μια τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους, λειτουργεί ως στοιχείο εσωτερικής διάβρωσης της αξιοπιστίας της. Πιο ελκυστική υπό αυτές τις συνθήκες αποδεικνύεται για ολοένα περισσότερους εκλογείς η λαϊκιστική ρητορεία της ακροδεξιάς, που εμφανίζεται ενισχυμένη από την οικονομική κρίση.
Για την Αριστερά η κρίση μετατρέπεται, λοιπόν, από προνομιακό πεδίο άρθρωσης ενός λόγου υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, σε παγίδα απώλειας των κοινωνικών της ερεισμάτων. Μόνο η ανανέωση του ιδεολογικοπολιτικού της οπλοστασίου μπορεί να αποτρέψει αυτή την απίσχνανση και την κατάρρευση της πολιτικής της αξιοπιστίας. Πέρα από τα προηγούμενα, δεν πρέπει να υποτιμάται η υποχώρηση μιας σειράς άλλων διεκδικήσεων, που παραδοσιακά συνιστούσαν κεντρικό πεδίο αναφοράς του αριστερού λόγου: Τα αιτήματα για διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής και ενδυνάμωση της προστασίας των ατομικών ελευθεριών βρίσκουν ολοένα μικρότερη απήχηση στις «κρισιακές» κοινωνίες του φόβου και της ανασφάλειας. Η ψυχολογία της κρίσης καθιστά τους πολίτες πιο ευάλωτους ως προς τη συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων και ενισχύει τις τάσεις ιδιώτευσης. Η δεξαμενή μαχητικών, ενεργών πολιτών μοιάζει να στερεύει για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Και αυτό συνιστά ίσως το ισχυρότερο πλήγμα.

22/3/10

ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.3.2010

Οι πρόσφατες δηλώσεις Ευρωπαίων πολιτικών για το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και/ή αποκλεισμού δημοσιονομικά «απείθαρχων» χωρών από την Ευρωζώνη καταδεικνύουν την προχειρότητα με την οποία σχεδιάσθηκε η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ενοποίηση.
Η τελευταία θεωρήθηκε ότι αποτελεί μονόδρομο, με αποτέλεσμα να μην προβλεφθεί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ καμία οδός είτε επιστροφής είτε διαφυγής. Ετσι οι ευρωπαϊκές Συνθήκες, με τελευταία τη Συνθήκη της Λισαβόνας που μόλις πριν από μερικούς μήνες τέθηκε σε ισχύ, δεν αντιμετωπίζουν καν το ενδεχόμενο ένα κράτος-μέλος να αποχωρήσει από το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Προβλέπεται μόνο το ενδεχόμενο εξόδου συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη. Κατά συνέπεια, η «απόδραση» ενός κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη, με ταυτόχρονη μετατροπή του δημοσίου χρέους του από ευρώ σε εθνικό νόμισμα και κατόπιν τούτου υποτίμηση του τελευταίου, ώστε να υποτιμηθεί έμμεσα και το χρέος και έτσι να μπορέσει να εξυπηρετηθεί, ουσιαστικά απαγορεύεται.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, δεν προβλέπεται μηχανισμός οικονομικής ενίσχυσης μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης, αντίστοιχης π.χ. με τη λεγόμενη «δημοσιονομική εξισορρόπηση» (Finanzausgleich) μεταξύ των ομόσπονδων χωρών (Lander) που συγκροτούν την ομοσπονδιακή Γερμανία. Το ενωσιακό δίκαιο περιέχει μόνο διατάξεις για τα δημοσιονομικά και οικονομικά μεγέθη κάθε χώρας (έλλειμμα, χρέος, πληθωρισμός) και κυρώσεις σε περίπτωση υπέρβασης ορισμένων τιμών των τελευταίων.
Οι κυρώσεις αυτές μπορούν να φθάσουν έως την επιβολή προστίμων, η οποία προφανώς στερείται νοήματος αν το κράτος-μέλος έχει οδηγηθεί σε παύση πληρωμών, λόγω αδυναμίας δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές.
Το χειρότερο είναι ότι μεταβολές σε αυτό το δυσλειτουργικό, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, θεσμικό πλαίσιο δεν μπορούν να επέλθουν παρά μόνο με νέα μεταρρυθμιστική ευρωπαϊκή Συνθήκη. Αν αναλογισθεί κανείς τις πολυετείς περιπέτειες με τη θνησιγενή Συνθήκη για το «Σύνταγμα της Ευρώπης», εύκολα μπορεί να αντιληφθεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να αποτελέσει χρονικά επίκαιρη απάντηση στο πρόβλημα υπερχρέωσης ενός κράτους-μέλους.
Απομένουν εμβαλωματικές λύσεις, όπως η φημολογούμενη συνεννόηση μεταξύ κρατικών τραπεζών των πιο εύρωστων χωρών για την αγορά ομολόγων της «άσωτης» χώρας, οι οποίες εκ των πραγμάτων (αν δηλαδή ληφθούν υπόψη τα αριθμητικά μεγέθη) δεν μπορούν να δώσουν κάτι περισσότερο από μια ολιγόμηνη παράταση ζωής στον ασθενή. Ακόμη και η προσφυγή στο ΔΝΤ, δεν αποτελεί πανάκεια, αφού ούτε αυτό έχει ανεξάντλητα διαθέσιμα και οι «πτωχεύσεις» κρατών όπου επενέβη στο παρελθόν ήταν σε τάξη μεγέθους δεκάδων και όχι εκατοντάδων δισ. δολαρίων. Αλλωστε ο δανεισμός από το Ταμείο αυτό δεν γίνεται δωρεάν, αλλά με υψηλά επιτόκια.
Συμπερασματικά, το οικοδόμημα του ευρώ στηρίχθηκε σε υπεραισιόδοξες παραδοχές, ενώ διορθωτικές παρεμβάσεις στα θεμέλιά του είναι πολιτικά και νομικά δυσχερείς.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ενδέχεται να αποδειχθεί πως είναι μια σεισμική δόνηση υπερβολικά ισχυρή για τις αντοχές αυτού του οικοδομήματος.

21/3/10

ΠΟΣΟ ΣΥΜΦΕΡΕΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 21.3.2010

Τον τελευταίο καιρό με αφορμή τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις περιφερειακές οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) τίθενται δύο κρίσιμα ερωτήματα. Το πρώτο τίθεται από ορισμένους κύκλους κυρίως της αριστεράς μέσα στις ίδιες τις προαναφερόμενες χώρες και αφορά στο κατά πόσο ωφελεί ή βλάπτει συμμετοχή των χωρών αυτών στην ευρωζώνη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την σημερινή κρίση. Το δεύτερο ερώτημα τίθεται από διάφορους διεθνείς παρατηρητές και αφορά στη δυνατότητα των περιφερειακών χωρών- μελών της Ε.Ε να συμμετέχουν στην Ευρωζώνη.
Στο πρώτο ερώτημα υπάρχουν απαντήσεις που δεν μπορούν εύκολα να αμφισβητηθούν. Η χρησιμότητα της συμμετοχής των χωρών αυτών στο Ευρώ είναι προφανής προκειμένου να ξεπεράσουν τη σημερινή κρίση και μόνον επειδή η συμμετοχή στο Ευρώ εμποδίζει την υποτίμηση του νομίσματός τους σε χαμηλά επίπεδα, οι οποία θα οδηγούσε σε δυσθεώρητους ρυθμούς πληθωρισμού και σε ακόμη μεγαλύτερες υποτιμήσεις που θα εκτίνασσαν στα ύψη το κόστος δανεισμού. Παράλληλα τα επιτόκια θα ανέρχονταν, ως συνέπεια των προηγούμενων εξελίξεων, και το κόστος του δανεισμού θα αυξανόταν ακόμη περισσότερο, ενώ το σημερινό τους χρέος σε ευρώ θα ήταν σε συνάλλαγμα .Στο δεύτερο ερώτημα οι απαντήσεις είναι περισσότερο περίπλοκες. Η αμφισβήτηση της δυνατότητας των περιφερειακών χωρών-μελών της Ευρωζώνης να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η υιοθέτηση του Ευρώ βρίσκει έρεισμα στη σημερινή κατάσταση ανισορροπίας των οικονομιών τους. Βεβαίως, το δεύτερο ερώτημα μπορεί να τεθεί με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή αν οι προαναφερόμενες χώρες είναι ικανές να συμμετέχουν στην υφιστάμενη Ευρωζώνη, η οποία σχεδιάστηκε με ορισμένο τρόπο χωρίς δηλ. κοινοτική δημοσιονομική αλληλεγγύη, πράγμα που εξυπηρετεί μόνο τις χώρες που είχαν εξασφαλίσει ένα ήδη υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας και αμοιβών πριν από τη συμμετοχή τους στη νομισματική ένωση (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, κ.ά.) και μπορούσαν έτσι να εφαρμόσουν συγκρατημένη εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική.
Στις περιφερειακές χώρες ,όπως η Ελλάδα, ούτε οι οικονομικές συνθήκες (υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας και αμοιβών ) υπήρχαν ούτε το πολιτικό σύστημα μπορούσε να συγκρατήσει τις αμοιβές σε επίπεδα που επέτρεπε η παραγωγικότητα, να τιθασεύσει τον συνεχώς αυξανόμενο και ελάχιστα παραγωγικό δημόσιο τομέα και να προχωρήσει στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να συλληφθεί η φοροδιαφυγή. Αντίθετα η επιθυμία για κατανάλωση –λόγω της εξάπλωσης καταναλωτικών προτύπων από χώρες-μέλη με υψηλή παραγωγικότητα– και συνεπώς η πίεση μεγάλου μέρους πληθυσμού για αύξηση των αμοιβών πέρα από τα όρια της παραγωγικότητας, οι εκλογικοί σχεδιασμοί και οι πελατειακές σχέσεις οδήγησαν σε χαλάρωση της εισοδηματικής, της δημοσιονομικής και της φορολογικής πολιτικής με αποτέλεσμα τη μείωση της αποταμίευσης και των επενδύσεων, την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας την αύξηση των εισαγωγών και της διαφθοράς και τελικά τον υπέρμετρο δανεισμό. Ταυτόχρονα, τα χαμηλά επιτόκια (λόγω συμμετοχής στην Ευρωζώνη) αντί να συμβάλλουν στην αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης και του δανεισμού.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι συμφέρει η συμμετοχή στην ευρωζώνη και σε χώρες με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης με δύο προϋποθέσεις ότι προβλέπονται δημοσιονομικές αντισταθμίσεις, προς τις χώρες αυτές ως αναγκαίο συμπλήρωμα της νομισματικής ένωσης και ότι το πολιτικό τους σύστημα μπορεί και θέλει να εφαρμόσει τις απαιτούμενες πολιτικές.

14/3/10

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΙ ΔΙΣΤΑΓΜΟΙ ΚΑΙ Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 14.3.2010

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ακινησία στην διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Η φιλόδοξη προσπάθεια για μια Συνταγματική Συνθήκη προσέκρουσε στις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις της Γαλλίας με αποτέλεσμα το γνωστό αρνητικό δημοψήφισμα, που μαζί με το Ολλανδικό ανάλογο, ανέτρεψαν την δυναμική της περιόδου εκείνης. Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη διέσωσε τα βασικά σημεία της Συνταγματικής Συνθήκης, χωρίς τους ενοποιητικούς συμβολισμούς, που έχουν μεγάλη σημασία για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Σήμερα διαπιστώνει κανείς, με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση, αρνητική διάθεση σε οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής ακόμη και αύξησης των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού. Μια τέτοια προοπτική, όμως, μαζί με κοινή άμυνα και κοινή εξωτερική πολιτική θα μπορούσαν να συγκροτήσουν τις βάσεις για μια πολιτική ένωση. Παρατηρείται απροθυμία κυρίως της Γερμανίας, η οποία ενθαρρύνεται και από την παραδοσιακά αντίθετη στην πολιτική ένωση της Ευρώπης Μ. Βρετανία, ενώ η Γαλλία εμφανίζεται υπέρμαχος της ενοποίησης της Ευρώπης. Τι συμβαίνει; Υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των δυο χωρών; Υπάρχει ρήγμα στο γαλλογερμανικό άξονα; Πρόκειται για αναβίωση του Γερμανικού Εθνικισμού, όπως γράφει ο Ν. Κοτζιάς (Ελευθεροτυπία 7/3/10) ή για ραγδαία αλλαγή των δεδομένων στο ευρωπαϊκό επίπεδο ή και τα δύο; Είναι βέβαιο ότι συντελείται σταδιακά αλλαγή των δεδομένων μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Η Γερμανία ενώνεται, αυξάνει την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη μετά τη διεύρυνση, ισχυροποιείται σημαντικά και κυρίως αρχίζει να λειτουργεί ως κανονικό εθνικό κράτος απαλλαγμένη από όποιες ενοχές του παρελθόντος. Η νομισματική ένωση, ως προϊόν γερμανικής έμπνευσης, είχε πολύ θετικά αποτελέσματα γι αυτήν, ενώ δυσκολεύει άλλες χώρες-μέλη συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας. Η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης φαίνεται να μην είναι πλέον η πρώτη προτεραιότητα της Γερμανίας, όπως ήταν στο παρελθόν. Η Ευρώπη μοιάζει να μην της είναι απολύτως απαραίτητη. Αντίθετα, η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης φαίνεται να ενδιαφέρει σήμερα περισσότερο τη Γαλλία, η οποία δεν κέρδισε τόσο όσο η Γερμανία ούτε από την διεύρυνση ούτε από την νομισματική ένωση με τη σημερινή μορφή της, ενώ η παραδοσιακή επιρροή της στη Μεσόγειο δεν φαίνεται να είναι πολύ αποδοτική. Βεβαίως, η στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί να συνδέεται και με τις διαθέσεις των πολιτών πού καλούνται να πληρώσουν σε περίοδο κρίσης ιδίως μετά τις οικονομικές θυσίες που υπέστησαν για την ενσωμάτωση της Ανατολικής Γερμανίας. Όμως, αν η στάση της Κυβερνήσεων των χωρών-μελών της Ε.Ε. βρισκόταν πάντα σε αρμονία με τις διαθέσεις των πολιτών τους, τότε δεν θα είχε υπάρξει Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση από την οποία αναμφισβήτητα έχουν ωφεληθεί πολλαπλά όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες και ιδιαίτερα οι Γερμανοί.
Όπως και να έχει το ζήτημα, φαίνεται ότι δύσκολα θα προχωρήσουν οι διαδικασίες για τη συμπλήρωση της νομισματικής ένωσης με μηχανισμούς δημοσιονομικής στήριξης σε περίοδο κρίσης προς όφελος των λιγότερο ισχυρών οικονομιών των χωρών–μελών της με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς και τη διαφαινόμενη απόκλιση των συμφερόντων στο Γερμανογαλλικό άξονα. Μέχρι τότε οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες- μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, πρέπει να στηρίζονται περισσότερο στον εαυτό τους για την αντιμετώπιση των κρίσεων και λιγότερο σε μια κοινή ευρωπαϊκή αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών τους.

10/3/10

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.3.2010

Λίγο μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου είχαμε επισημάνει από αυτήν τη στήλη (βλ. «Εθνος» 16/12/2009) ότι η επιτυχία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ δεν θα εξαρτηθεί από την πιστή τήρηση του προεκλογικού προγράμματός της, αλλά από την ικανότητά της να αντιμετωπίσει την κατάσταση έκτακτης δημοσιονομικής ανάγκης στην οποία περιήλθε η χώρα, ύστερα από την καταστροφική εμπειρία της πενταετούς διακυβέρνησής της από τη Νέα Δημοκρατία και τον Κώστα Καραμανλή.
Εξάλλου, κατά την παρούσα ιστορική φάση, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα και την αβεβαιότητα των οικονομικών και κοινωνικών σεναρίων και την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και των αγορών, είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει προεκλογικό ή κυβερνητικό πρόγραμμα χωρίς τροποποιήσεις και προσαρμογές, ανάλογα με τις περιστάσεις. Και, τελικά, αυτό που μετράει για την αξιολόγηση των κυβερνώντων από το εκλογικό σώμα είναι η ικανότητά τους να υπηρετήσουν αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον, κάτι που εξηγεί και τη συντριβή της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, αφού έγινε αντιληπτό στην κοινωνία -έστω και με κάποια καθυστέρηση- ότι η ηγετική ομάδα αυτού του κόμματος στην κυβέρνηση, τη Βουλή και τη Δημόσια Διοίκηση ήταν κατά βάθος αδιάφορη για την τύχη και το μέλλον της χώρας και αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο, μέχρι την τελευταία στιγμή, ήταν η μεγιστοποίηση του κομματικού οφέλους, μέσα από τη χρήση -και την κατάχρηση- των κρατικών πόρων (ως μέρος που ισχύει για το όλο μπορεί να αναφερθεί η παραδειγματική στη φαυλότητά της περίπτωση των πολιτικών διορισμών στη Βουλή).
Υπό τις σημερινές συνθήκες το δίλημμα δεν είναι, λοιπόν, ανάμεσα στο γενικό συμφέρον, δηλαδή στην αποσόβηση της χρεοκοπίας της χώρας, και στη διαφύλαξη της πολιτικής και της ιδεολογικής καθαρότητας του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ είναι ιστορικά υποχρεωμένο να θυσιάσει τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά του, ακόμη και να δυσαρεστήσει την κοινωνική και εκλογική του βάση, λαμβάνοντας αντιδημοφιλείς αλλά εθνικά αναγκαίες αποφάσεις, για να μην καταρρεύσει η χώρα. Η ηθική στην πολιτική -μια καινούργια ιδέα για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα- σημαίνει μεταξύ άλλων και αυτό: ότι τα κόμματα, και ιδίως το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, πρέπει να προτιμούν το εθνικό καλό από το δικό τους καλό. Πιστεύω ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία το ΠΑΣΟΚ θα βγει τελικά ενδυναμωμένο στο εκλογικό σώμα, αλλά ακόμη και αν δεν συμβεί αυτό, όταν θα φτάσει η ώρα του εκλογικού ελέγχου, θα έχει εκπληρώσει μια σπουδαία εθνική αποστολή.
Η κυβέρνηση δεν θα πρέπει, βέβαια, να αγνοεί τις ενστάσεις των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της (αν και είναι μάλλον παράδοξο αυτές να εκφράζονται από τον εκπρόσωπο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ο οποίος αναπληρώνει τον πρωθυπουργό μέσα στη Βουλή), τις ανησυχίες της κομματικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων. Θα πρέπει, όμως, να διατηρήσει έναν βαθμό ανεξαρτησίας από αυτές τις πιέσεις και να μην υποκύψει στην παραδοσιακή μεταπολιτευτική λογική του «πολιτικού κόστους».

9/3/10

Η ΚΡΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣΧΗΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.3.2010

Μονότονα επαναλαμβάνεται, από διαφορετικές πλευρές, το σύνθημα ότι η κρίση συνιστά ευκαιρία. Ασφαλώς φαίνεται να υπονοείται μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση του κράτους και της οικονομίας. Ενδεχομένως μάλιστα ευκαιρία, υπό μία ευρύτερη οπτική, για να αντιληφθεί και να αναλάβει η ελληνική κοινωνία και κάθε πολίτης ξεχωριστά το βάρος των ευθυνών που τους αναλογούν, στο πλαίσιο της σημερινής συγκυρίας. Οι συλλογισμοί που υποστηρίζονται πίσω από το σύνθημα της μόδας είναι απλοί: Η οικονομική κρίση, που έχει οδηγήσει τη χώρα στα όρια της χρεοκοπίας, λειτουργεί ως μηχανισμός αφύπνισης της πολιτείας και ενεργοποίησης ενός συλλογικού ενστίκτου επιβίωσης.
Δεν αμφισβητείται, βέβαια, ότι η κρίση και οι κερδοσκοπικές πιέσεις που ασκούνται στην ελληνική οικονομία καθιστούν επιτακτική την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών, όπως οι οργανωτικές δυσλειτουργίες της Δημόσιας Διοίκησης, οι πελατειακές πρακτικές, η φοροδιαφυγή, το στρεβλό οικονομικό μοντέλο, τα φαινόμενα διαφθοράς, η ανορθολογική διάρθρωση του κοινωνικού κράτους και η φθίνουσα πορεία του εκπαιδευτικού συστήματος. Ωστόσο, κατ’ ουσίαν το σύνθημα «η κρίση ως ευκαιρία» χρησιμοποιείται ολοένα συστηματικότερα με τρόπο μονόπλευρο. Τα συμφραζόμενά του παραπέμπουν, εντέχνως, σε μια νεοφιλελεύθερη προσέγγιση των προβλημάτων. Οσο βαθαίνει η κρίση και εντείνονται οι πιέσεις από το ευρωπαϊκό Διευθυντήριο, τα αίτια της κρίσης αναλύονται με οικονομίστικους όρους: Ποιος φταίει, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή; Το σπάταλο κράτος, οι παρασιτούντες δημόσιοι υπάλληλοι, οι άμυαλοι καταναλωτές. Και η απάντηση έρχεται αβίαστα, με βάση τη νεοφιλελεύθερη αυτή λογική: Συρρίκνωση του κράτους, άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, περικοπές εισοδημάτων για όλους, ιδίως βέβαια για τα χαμηλά και μικρομεσαία στρώματα.
Ετσι όμως η κρίση μετατρέπεται σε ευκαιρία χειραγώγησης της κοινωνίας, καταστρατήγησης βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων και παράδοσης στρατηγικών δημόσιων λειτουργιών σε ιδιωτικά κερδοσκοπικά συμφέροντα, υπό την απειλή της πτώχευσης. Η ευκαιρία για καλύτερο κράτος μεταμορφώνεται σε μηχανισμό επιβολής του λιγότερου κράτους, της εργασιακής ανασφάλειας, της οριακής επιβίωσης, της εξουθένωσης των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων.
Σε τελική ανάλυση, η κρίση δεν θα μπορούσε να αποτελεί ευκαιρία, εφόσον δεν συνοδεύεται από τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού λόγου, από τον οποίο να εμφορείται ο μετασχηματισμός του κράτους και της οικονομίας και να εμπνέεται η κοινωνία. Ενας τέτοιος λόγος θεμελιώθηκε το 1974 στο αίτημα για δημοκρατία, το 1981 στην Αλλαγή, το 1996 στον εκσυγχρονισμό, ακόμη και το 2004 στην ψευδεπίγραφη επίκληση των «μεταρρυθμίσεων». Σήμερα ένας αντίστοιχος λόγος απουσιάζει και υποκαθίσταται από την «ψυχολογία της κρίσης» και τον φόβο της οικονομικής κατάρρευσης. Δυστυχώς, όμως, το ιδεολογικοπολιτικό κενό δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο με συνθήματα του τύπου «η κρίση ως ευκαιρία». Μια τέτοια ευκαιρία είναι απατηλή. Εγκυμονεί τον κίνδυνο να μετατραπεί σε μηχανισμό νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών που δεν συνάδουν ούτε με τις προγραμματικές δηλώσεις της σημερινής κυβέρνησης, ούτε καν με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους δικαίου.

8/3/10

ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.3.2010

Οι περικοπές μισθών και οι αυξήσεις της φορολογίας που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στις 3 Μαρτίου και έσπευσε να ψηφίσει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία σηματοδοτούν την πλήρη αναίρεση των προεκλογικών εξαγγελιών του ΠΑΣΟΚ, πέντε μήνες μετά τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009. Αποδεικνύεται έτσι στην πράξη ότι καθοριστική σημασία για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, ιδίως σε μια υπερχρεωμένη χώρα, έχουν τα κελεύσματα των κεφαλαιαγορών και όχι οι προτιμήσεις του κατ’ επίφαση μόνο «κυρίαρχου» λαού.
Τα νέα μέτρα, στο σύνολό τους, έχουν πυροσβεστικό χαρακτήρα. Δεν θίγουν τις βάσεις του πελατειακού συστήματος που παράγει την υπερχρέωση, όπως π.χ. το πλεονάζον προσωπικό που εντάχθηκε κατά καιρούς με «φωτογραφικές» διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ σε υπηρεσίες και οργανισμούς του Δημοσίου, η μικρή (υπαλληλική) και η μεγάλη (πολιτική) διαφθορά κ.λπ. Δεν σταματούν τη δημοσιονομική αιμορραγία από δεκάδες ελλειμματικές, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, επιχειρήσεις, οι οποίες ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος. Δεν περιορίζουν τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος μέσω της διαρκώς αυξανόμενης συνταγογράφησης άχρηστων και επικίνδυνων φαρμάκων προς όφελος των φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Με άλλες λέξεις, τα μέτρα είναι μια μεγάλη και κοπιαστική (για την κοινωνία) προσπάθεια να ρίξουμε νερό σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο.
Επιπλέον, η «δοσολογία» των μέτρων είναι άδικη και αντιπαραγωγική. Ετσι π.χ. η πολιτική «τάξη», η οποία δημιούργησε το πρόβλημα με την ανεύθυνη συμπεριφορά της, διατηρεί άθικτα τα σκανδαλώδη προνόμιά της, όπως το αφορολόγητο των βουλευτικών αποδοχών, και εμπαίζει το κοινωνικό σύνολο, καταθέτοντας ψιχία στο «Ταμείο Στήριξης της Ελλάδας». Από την άλλη πλευρά, όμως, επιβάλλεται αύξηση στα ήδη υψηλά, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ποσοστά του ΦΠΑ, ενός φόρου δηλαδή που επιβαρύνει το ίδιο τον εύπορο και τον άπορο καταναλωτή, την κερδοφόρο και τη ζημιογόνο επιχείρηση. Και ακόμη, με τον τρόπο αυτό αναζωπυρώνεται ο πληθωρισμός και άρα υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι τα μέτρα της 3ης Μαρτίου δίνουν μια προσωρινή μόνο ανάσα στο κράτος, που κινδυνεύει από δημοσιονομική ασφυξία. Την επομένη της εξαγγελίας τους η νέα προσπάθεια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου τυπικά επέτυχε, αφού συγκέντρωσε το μικρό (συγκριτικά με τις ανάγκες του επόμενου διμήνου) ποσό το οποίο ζητήθηκε από τις αγορές, αλλά ουσιαστικά απέτυχε, αφού το επιτόκιο δανεισμού εκτοξεύτηκε σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο, υπερδιπλάσιο π.χ. από το επιτόκιο δανεισμού της ανταγωνίστριάς μας Ισπανίας την ίδια μέρα. Είναι φανερό ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα να δανείζεται με τόσο επαχθείς όρους και ότι τα επιτόκια αρχίζουν να μοιάζουν με μια αυτοεπαληθευόμενη προφητεία πτώχευσης. Η τελευταία, εφόσον επέλθει, ενδέχεται να συμπαρασύρει σε κατάρρευση ολόκληρο το οικογενειοκρατικό και κλεπτοκρατικό σύστημα εξουσίας και έτσι μακροπρόθεσμα να αποτελέσει το έναυσμα για την ανοικοδόμηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής σε πιο υγιείς βάσεις.

7/3/10

ΑΠΡΟΘΥΜΗ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 7.3.2010

Είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει μια νομισματική ένωση χωρίς να υπάρχει κάποιας μορφής δημοσιονομική αλληλεγγύη μεταξύ χωρών–μελών της, ιδίως όταν αυτές έχουν διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Ακόμη και στο επίπεδο εθνικού ομοσπονδιακού κράτους, όπως στη Γερμανία, έχουν προβλεφθεί σημαντικές δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από τα πλουσιότερα στα φτωχότερα κρατίδια προκειμένου να αντισταθμίζονται οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα, στο επίπεδο ανάπτυξης και στη φοροδοτική ικανότητα στα κρατίδια αυτά. Μια τέτοια δημοσιονομική αλληλεγγύη προϋποθέτει ένα ορισμένο βαθμό πολιτικής ενοποίησης, δηλ. κοινή δημοσιονομική πολιτική, που στη σημερινή Ε.Ε δεν υπάρχει.
Όμως μεταξύ της δημοσιονομικής αλληλεγγύης ομοσπονδιακού τύπου και της ανυπαρξίας οποιασδήποτε δημοσιονομικής αλληλεγγύης υπάρχει μεγάλη απόσταση. Στο επίπεδο της Ευρωζώνης θα έπρεπε να υπάρχει ένας μηχανισμός δημοσιονομικής υποστήριξης με αυστηρό έλεγχο οποιαδήποτε αναιτιολόγητης χαλαρότητας της δημοσιονομικής πολιτικής από τις Χώρες-μέλη της. Βεβαίως, υπάρχει ο δημοσιονομικός περιορισμός του Συμφώνου της Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να τηρηθεί, γιατί οι χώρες -μέλη είχαν διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης παραγωγικότητας και αμοιβών, οι οποίοι οδήγησαν τελικά σε διαφορετική ανταγωνιστικότητα και δημοσιονομική πολιτική.
Η Γερμανία και η Ελλάδα αποτελούν ίσως τα δύο ακραία παραδείγματα. Στη Γερμανία ακολουθήθηκε πολύ συγκρατημένη εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική με αποτέλεσμα συνεχή βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της και του εμπορικού ισοζυγίου της, ενώ στην Ελλάδα έγιναν ακριβώς τα αντίθετα προς όφελος προφανώς της πρώτης. Μια εξήγηση θα μπορούσε να αποτελέσει, πέρα από την αδεξιότητα και τους πολιτικούς υπολογισμούς των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, το γεγονός ότι τα καταναλωτικά πρότυπα διαχέονται από τις πλουσιότερες στις φτωχότερες χώρες με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ότι τα παραγωγικά πρότυπα. Οι Έλληνες δηλαδή επιδιώκουν το ίδιο επίπεδο αμοιβών και κατανάλωσης που απολαμβάνουν οι Γερμανοί, ενώ το επίπεδο παραγωγικότητας είναι χαμηλότερο στην Ελλάδα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να προκαλεί συνεχή υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μεγάλες κρατικές δαπάνες, φοροδιαφυγή, μεγάλα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και συνεπώς δανεισμό.
Σήμερα βιώνουμε αυτό που ήταν σύμφωνα με την οικονομική λογική αναμενόμενο όταν Χώρες με τόσο διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης, παραδόσεων και συμπεριφορών υιοθετούν κοινό νόμισμα χωρίς να φροντίζουν να υπάρχει κάποιος μηχανισμός δημοσιονομικής αντιστάθμισης .Όμως η Νομισματική Ένωση δημιουργήθηκε με πολιτικά και όχι με αυστηρά οικονομικά κριτήρια και συνεπώς η δημοσιονομική κρίση που διέρχεται η Ελλάδα και οι άλλες λιγότερο αναπτυγμένες χώρες–μέλη (Πορτογαλία Ισπανία, Ιρλανδία κ.ά.) ανεξαρτήτως ευθυνών, θα αντιμετωπισθεί τελικά, παρά τους δισταγμούς και την απροθυμία της Ε.Ε με πολιτικά κριτήρια, εφόσον οι δημιουργοί της νομισματικής ένωσης επιθυμούν πραγματικά να μην καταρρεύσει το οικοδόμημα του Ευρώ. Αυτό θα γίνει με οδυνηρές θυσίες από την πλευρά των πολιτών της Ελλάδας και των άλλων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών με απροσδιόριστες πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες προκειμένου να περιοριστεί η διαφορά μεταξύ παραγωγικών δυνατοτήτων των οικονομιών τους και επιθυμητής κατανάλωσης των πολιτών τους. Η αναπόφευκτη και επώδυνη προσαρμογή των χωρών αυτών μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για τις αναγκαίες δομικές αλλαγές στην οικονομία, στις κοινωνικές συμπεριφορές και στο πολιτικό τους σύστημα , ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τον επανασχεδιασμό της νομισματικής ένωσης της Ε.Ε. σε πιο στέρεες βάσεις.

26/2/10

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ: ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ;
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 26.2.2010

Όπως ήταν αναμενόμενο, η διεθνής οικονομική κρίση έπληξε με διαφορετικό τρόπο τις οικονομίες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης με αποτέλεσμα οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες να έχουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία). Ειδικά στην περίπτωση της Χώρας μας με δική της ευθύνη το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει ξεπεράσει το αντίστοιχο έλλειμμα των άλλων λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της Ευρωζώνης φθάνοντας στο 12,7% του ΑΕΠ το 2009.
Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε αυστηρή επιτήρηση από την Ε Ε προκειμένου να εφαρμοσθεί μια δημοσιονομική πολιτική που θα μειώνει το έλλειμμα στο 3% μέσα σε 3 χρόνια. Ταυτόχρονα, οι διεθνείς αγορές αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού ενώ στο βάθος υπάρχει μια πιθανότητα άρνησης δανεισμού από το φόβο μιας πιθανής πτώχευσης δηλ. παύσης πληρωμών των δανείων. Η πίεση από την ΕΕ και τις αγορές που ασκείται στη χώρα μας να μειώσει τις κρατικές δαπάνες και να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα με εξαιρετικά δραματικό τρόπο μπορεί να έχει μια σειρά συνέπειες οικονομικές και κοινωνικές. Η μείωση των δαπανών και η αφαίμαξη αγοραστικής δύναμης μέσω της φορολογίας μπορεί, μαζί με την εξυγίανση, να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία και συνεπώς σε κοινωνική αναταραχή. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι υψηλές κρατικές δαπάνες (επιδοτήσεις, χαριστικές ρυθμίσεις, διόγκωση του δημοσίου τομέα κά) και η φορολογική «ασυλία» μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, δεν συντηρούν μόνο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς, συμβάλλουν ταυτόχρονα στην κοινωνική ειρήνη και στην ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία και έτσι εξασφαλίζουν, με μεγάλο βεβαίως κόστος, την λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Bεβαίως, μέσα στις νέες ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε η συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωζώνη, ο παραδοσιακός αυτός ρόλος των δημοσίων δαπανών και της φορολογικής «ασυλίας» θα έπρεπε να αντικατασταθεί σταδιακά από μια υγιή αναπτυξιακή διαδικασία με διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας και αύξηση, μέσω της τεχνολογικής προόδου, της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην εγχώρια και στη διεθνή αγορά. Η εξασφάλιση χαμηλών επιτοκίων λόγω του Ευρώ θα έπρεπε να είχε συμβάλει στην αύξηση των επενδύσεων και στην γενικότερη παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας με αύξηση των εξαγωγών και βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών. Δυστυχώς αντί των παραπάνω, τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν σε υπέρμετρο δανεισμό για κατανάλωση, η μείωση των δασμών και η άρση του συναλλαγματικού περιορισμού (λόγω Ευρώ) στη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών, ενώ η σταθερότητα και η ανατίμηση του Ευρώ διεθνώς συνέβαλαν στη συρρίκνωση των εξαγωγών. Η διαφορά μεταξύ εγχώριας παραγωγής και εθνικής δαπάνης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο με την παραγωγή να μειώνεται και τη δαπάνη να αυξάνεται. Η κατάσταση αυτή της επίπλαστης ευημερίας κατέρρευσε με τα πρώτα σύννεφα της διεθνούς κρίσης.
Παράλληλα, η αδυναμία της Ε Ε να συγκροτήσει μια ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική κρίση αντί κάθε χώρα –μέλος να αφήνεται στην τύχη της, (όπως είχε επισημανθεί από καιρό βλ. Ελευθεροτυπία 28/3/09) γίνεται πλέον προφανής με οδυνηρό τρόπο. Η απροθυμία των εταίρων μας στην Ευρωζώνη να αναλάβουν ένα μέρος της ευθύνης για το δημοσιονομικό πρόβλημα της Χώρας μας με τρόπο που να περιορίζει το κόστος δανεισμού, χωρίς να επιβάλλονται τόσο δραματικά μέτρα μείωσης της δαπάνης και αύξησης της φορολογίας ( που οδηγούν στην ύφεση και στην ανεργία) είναι, ίσως, χαρακτηριστική της νέας εποχής που διανύει η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης . Η εποχή της κοινοτικής αλληλεγγύης και της ευρωπαϊκής οικονομικής και κοινωνικής συνοχής της δεκαετίας του 80 φαίνεται να αποτελεί ένδοξο παρελθόν.

23/2/10

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ...
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.2.2010

Η πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα αναμφισβήτητη. Ο Γιώργος Παπανδρέου έπεισε την ελληνική κοινωνία ότι προσφέρει τη μόνη αξιόπιστη λύση για το μέλλον της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία φαίνεται πως θα απαιτηθεί μακρύς πολιτικός χρόνος μέχρι να επιτύχει την κομματική της ανασυγκρότηση και να αρθρώσει ισχυρό αντιπολιτευτικό λόγο. Είναι προφανές ότι ούτε η ηγεσία Σαμαρά έχει ακόμη σταθεροποιηθεί ούτε η Νέα Δημοκρατία πρόκειται μεσοπρόθεσμα να αποτελέσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Από την πλευρά της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ διανύει μια παρατεταμένη περίοδο εσωστρέφειας, κινούμενος στα όρια της διάσπασης, ενώ το ΚΚΕ παραμένει προσκολλημένο σε μια εξωσυστημική ιδεολογική πλατφόρμα, που διασφαλίζει την κομματική του αναπαραγωγή, χωρίς όμως να επιτρέπει ανοίγματα σε ευρέα κοινωνικά στρώματα. Στον αντίποδα, ο ΛΑΟΣ ωθείται σταδιακά σε έναν πολιτικό λόγο «δεξιότερο της Δεξιάς», προκειμένου να αποτρέψει τη διαρροή ψηφοφόρων προς τη Νέα Δημοκρατία, που στη μετακαραμανλική της φυσιογνωμία τείνει να εγκαταλείψει τη ρητορεία περί μεσαίου χώρου υπέρ μιας πιο παραδοσιακής, εθνοπατριωτικής και λαϊκίστικης αντίληψης.
Όλα τα προηγούμενα συνθέτουν ένα κομματικό τοπίο εντελώς διαφορετικό από αυτό που αποτυπωνόταν μέχρι πριν από έναν περίπου χρόνο. Κι όμως, παρά την πρόσφατη, ευρύτατη εκλογική κατίσχυση του ΠΑΣΟΚ και την πλήρη εσωκομματική επικράτηση του ηγέτη του, οι πολίτες εμφανίζονται να αποδέχονται μεν τα σκληρά μέτρα, όμως δυσπιστούν ως προς την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, να αναδιοργανώσει το κράτος, να προωθήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, να ανακόψει το κύμα ανεργίας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων. Στις έρευνες κοινής γνώμης η απελπισία και οι δυσμενείς προγνώσεις για το μέλλον υπερισχύουν, ιδίως μεταξύ των νέων, έναντι της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Ασφαλώς για την απογοήτευση, την απελπισία ή την περαιτέρω απομάκρυνση της κοινωνίας από την πολιτική θα ήταν λάθος να κατηγορηθεί το κυβερνών κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν ευθύνεται ούτε για τη διεθνή οικονομική κρίση, ούτε για την εικόνα αποσύνθεσης του κράτους, ούτε για τα άδεια ταμεία. Ο πρωθυπουργός δεν είναι μάγος, για να μεταβάλει τους όρους του παιχνιδιού σε λίγους μήνες.
Οι καθυστερήσεις στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού και στην παραγωγή κυβερνητικού και νομοθετικού έργου δικαιολογούνται, σε σημαντικό βαθμό, από το αίτημα για διαφάνεια, διαβούλευση και επιδίωξη κοινωνικής συναίνεσης, που εισάγουν στη χώρα μας μια νέα, πρωτοποριακή κουλτούρα πολιτικής ηγεσίας και κυβερνητικής πράξης. Όμως, το έλλειμμα ελπίδας στην ελληνική κοινωνία διογκώνεται. Χωρίς έστω μια χαραμάδα ελπίδας, η επιβολή των αναγκαίων μέτρων σταθεροποίησης της οικονομίας δεν θα οδηγήσει παρά σε κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αποσταθεροποίηση. Οφείλει λοιπόν η κυβέρνηση να ανατρέψει την «ψυχολογία της κρίσης» και να αναδείξει, πειστικά, με ποιες ακριβώς παρεμβάσεις θα επιφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα, όχι μόνο με όρους οικονομικών αλλά ιδίως κοινωνικών δεικτών, και σε ποιο χρονικό διάστημα.

10/2/10

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.2.2010

Η επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας με 266 ψήφους αποτελεί αναμφίβολα ένα θετικό πολιτικό γεγονός. Γύρω από την υποψηφιότητά του διαμορφώθηκε μια ευρεία πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος (ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ).
Με τον τρόπο αυτόν ικανοποιήθηκε η απαίτηση του άρθρου 32 του Συντάγματος, το οποίο θέλει κατά τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας να επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση. Φαίνεται επίσης να ισχυροποιείται στη συνταγματική πρακτική η τάση για επανεκλογή του απερχόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Στεφανόπουλου. Φυσικά, η επανεκλογή του ίδιου προσώπου, την οποία επιτρέπει το Σύνταγμα, αλλά για μια μόνο φορά, προϋποθέτει τη θετική αξιολόγηση της πρώτης θητείας του. Οι πολιτικές δυνάμεις που στήριξαν την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια εκτίμησαν θετικά τη συνολική του συμπεριφορά κατά την άσκηση των συνταγματικών του λειτουργιών. Αλλά και η στάση του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να είχε το νόημα της απόρριψης της υποψηφιότητας του Παπούλια, αλλά εξέφρασε μια γενικότερη «αντι-συστημική» πολιτική τοποθέτηση, ανεξάρτητη από πρόσωπα.
Η δεύτερη θητεία του Κάρολου Παπούλια ξεκινά λοιπόν με τους καλύτερους οιωνούς. Η πολιτικο-συνταγματική αντιδικία για το αν το άρθρο 32 Συντ. περικλείει τη δυνατότητα χρήσης του για την πρόκληση πρόωρων εκλογών μοιάζει αρκετά μακρινή (βλ. πάντως μια ανθολογία συνταγματικών μελετών πάνω στο θέμα αυτό στο βιβλίο «Η διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας και οι ερμηνευτικές της αμφιλογίες», εκδόσεις Σάκκουλα, 2010, με επιμ. Α. Μανιτάκη. Σχετικό αφιέρωμα ετοιμάζει και το νομικό περιοδικό «Δικαιώματα του Ανθρώπου», με επιμ. Π. Παραρά).
Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι πάντοτε επίκαιρη η συζήτηση για το νόημα του προεδρικού θεσμού στο ελληνικό συνταγματικό σύστημα. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν χρειάζεται να έχει περισσότερες εξουσίες από αυτές που τυπικά έχει. Αλλωστε, μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και μια σημαντική εξουσία συνταγματικού ελέγχου, το δικαίωμα αναπομπής των νόμων στη Βουλή, η οποία όμως βρίσκεται «εν υπνώσει», παρότι κατά το παρελθόν και ιδίως κατά την περίοδο 2004 - 2009 υπήρξαν περιπτώσεις που δικαιολογούσαν την άσκησή της. Κυρίως, όμως, έχει την άτυπη εξουσία, υπό την ιδιότητά του ως εκφραστή της εθνικής ενότητας, να νουθετεί και να συμβουλεύει την Κυβέρνηση και τους υπουργούς και να «εξωτερικεύει» τις πολιτικές σκέψεις και απόψεις του, με όποιο μέσο θεωρεί κατάλληλο, επισημαίνοντας τα πολιτικά και θεσμικά προβλήματα της χώρας, όχι σε αντιπαράθεση αλλά σε μια διαλεκτική σχέση με την πολιτική τάξη και το σύστημα των κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, έχει τη δυνατότητα μέσα από τη «συμβολική» και «παιδαγωγική του δραστηριότητα να επηρεάζει και τη διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών αποφάσεων.
Όπως έλεγε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι μια αδειανή πολυθρόνα...». Το νόημα της φράσης αυτής δεν έχει ίσως ακόμη πλήρως κατανοηθεί.

9/2/10

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 9.2.2010

Οι διαπραγματεύσεις και τα σενάρια για τη «διάσωση» της ελληνικής οικονομίας από τους Ευρωπαίους εταίρους αποτελούν τις τελευταίες εβδομάδες το πρώτο θέμα στην πολιτική και οικονομική ατζέντα, τόσο στη χώρα μας όσο και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εν μέσω ενός κερδοσκοπικού τσουνάμι που δεν επηρεάζει μόνο την εγχώρια αγορά αλλά και την τιμή του ευρώ.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες και οι αξιωματούχοι των κοινοτικών οργάνων πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει άμεσα μέτρα σκληρής λιτότητας, εις βάρος των εισοδημάτων των εργαζομένων, ιδίως των μεσαίων στρωμάτων, ως προϋπόθεση για να εκδηλωθεί η περιβόητη «κοινοτική αλληλεγγύη» προς τη χώρα μας. Αυτό που αποδεικνύεται, όμως, για ακόμη μία φορά είναι η παντελής αδιαφορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ ουσίαν δηλαδή του Διευθυντηρίου των ισχυρών κρατών-μελών που κινούν τα νήματα των κοινοτικών αποφάσεων, για την τύχη των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερηφανευόταν ανέκαθεν για τους θεσμούς κοινωνικής πολιτικής που οικοδομήθηκαν στα κράτη-μέλη της. Το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση της Ευρώπης από το μοντέλο ανάπτυξης των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Κίνας. Αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για όλους, σύνθετοι μηχανισμοί κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας της εργασίας, κρατική μέριμνα για την ασφάλιση, την υγεία και την απασχόληση. Όλα αυτά, ωστόσο, φαίνεται σταδιακά να καταρρέουν.
Η Ευρώπη μεταμορφώνεται σταθερά από την ήπειρο των ανεπτυγμένων κοινωνικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση του κοινωνικού ελλείμματος. Η εκχώρηση κυριαρχικών εξουσιών στον οικονομικό τομέα από τα κράτη-μέλη προς τα ενωσιακά όργανα δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη μέριμνα για κοινοτικές παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Τα κράτη-μέλη εμφανίζονται αποδυναμωμένα, ανήμπορα να διατηρήσουν τους μηχανισμούς κοινωνικής ασφάλειας. Η Ευρώπη της κοινωνικής ευημερίας μετατρέπεται σε Ευρώπη της ανεργίας και της κοινωνικής αναλγησίας. Κι αυτό αποτελεί, εκτός των άλλων, έναν σοβαρό παράγοντα απονομιμοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Σήμερα η ανεργία στην ευρωζώνη ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε 10%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 1998, και αυξάνεται διαρκώς. Στους νέους το ποσοστό της ανεργίας αγγίζει το 25%. Οι θέσεις μερικής απασχόλησης έχουν διπλασιαστεί την τελευταία τριετία. Η πραγματική ανεργία είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτήν που εμφανίζουν τα επίσημα στοιχεία. Ο αριθμός των κοινωνικά αποκλεισμένων και όσων διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας υπερβαίνει το 20% του πληθυσμού. Ακόμη και μια ενδεχόμενη κοινοτική ενίσχυση προς τις πλέον δοκιμαζόμενες οικονομίες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν φαίνεται ότι θα επηρεάσει προς το καλύτερο τους κοινωνικούς δείκτες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διευθυντήριό της ενδιαφέρονται για οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη χωρίς κοινωνικό πρόσωπο. Η άκαμπτη ευρωπαϊκή απαίτηση για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, χωρίς αντισταθμιστικές κοινοτικές επενδύσεις, σε περίοδο οικονομικής κρίσης αναπόφευκτα θα εκτινάξει την ανεργία. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο καταρρέει, κατ’ επιλογήν των ευρωπαϊκών ηγεσιών.

29/1/10

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 29.1.2010

Τα αίτια της διαμαρτυρίας των αγροτών είναι πολύ γνωστά. Συμπυκνώνονται στη συνεχή μείωση των αγροτικών εισοδημάτων, που είναι αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της αγροτικής παραγωγής, λόγω έλλειψης διεθνούς ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων. Όλο και πιο δύσκολα τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να ανταγωνισθούν ομοειδή σε τιμές και ποιότητα, τα οποία ελεύθερα σχεδόν εισάγονται όχι μόνο από την Ε.Ε. των 27 αλλά και από όλο τον Κόσμο. Τα προβλήματα που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση είναι διαρθρωτικά και σχετίζονται με τη μικρή κλίμακα παραγωγής, με το γερασμένο και ελάχιστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, με την ανυπαρξία υποστηρικτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών για τις τεχνικές και την οργάνωση της παραγωγής, με την αδυναμία των συνεταιριστικών δομών να οργανώσουν την εμπορία των προϊόντων προς όφελος των αγροτών, με την ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς εισροών και συνεπώς των υψηλών τιμών τους, με τις αυξημένες τιμές αγοράς και ενοικίασης αγροτικής γης κ.ά.. Όλα αυτά τα προβλήματα, που οδηγούν σε υψηλό κόστος παραγωγής και χαμηλές τιμές παραγωγού και συνεπώς σε χαμηλά εισοδήματα, δεν είναι ούτε νέα ούτε αναλύονται για πρώτη φορά. Όμως, σταθερά επιδεινούμενα, οδήγησαν στις πρώτες κινητοποιήσεις το 1994 ,όταν σταδιακά περιοριζόταν η γενναιοδωρία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και άρχισε να απελευθερώνεται το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων μέσω των διαδικασιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Το μέγα ζήτημα είναι ότι η πολιτική διαχείριση του αγροτικού τομέα. Όλα αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα η αγροτική πολιτική ασκήθηκε με περισσότερο κοινωνικούς και λιγότερο με αναπτυξιακούς όρους (όπως εξάλλου και ολόκληρο το σύστημα εφαρμογής πολιτικών στη χώρα μας, εκτός από μικρά διαλλείματα) με στόχο την κοινωνική συναίνεση και όχι την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Σχεδόν κανένα από τα προαναφερθέντα διαρθρωτικά προβλήματα δεν βρήκε ευτυχή λύση, με αποτέλεσμα σήμερα, λόγω της αποδόμησης της ΚΑΠ, της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου και της δημοσιονομικής ασφυξίας, τα προβλήματα αυτά να παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις. Με βάση τα σημερινά δεδομένα και την εμπειρία του παρελθόντος η αντιμετώπιση όλων αυτών των προβλημάτων του αγροτικού τομέα ακόμη και αν είναι εύστοχη και αποτελεσματική, θα χρειασθεί χρόνο προκειμένου να ανακόψει την αρνητική πορεία, ενώ είναι αμφίβολο αν θα οδηγήσει στην αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων μέσα στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό.
Συνεπώς, παράλληλα με την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγροτικής παραγωγής τόσο από την Πολιτεία όσο και από τους αγρότες, πρέπει να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί μια ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου. Μια τέτοια στρατηγική θα συμβάλει στην απορρόφηση της αυξανόμενης ανεργίας στον αγροτικό χώρο, λόγω της συρρίκνωσης της γεωργίας και θα προσφέρει ικανοποιητικά εισοδήματα στους κατοίκους της Υπαίθρου τα οποία δεν μπορεί να προσφέρει πλέον η αγροτική παραγωγή. Η στρατηγική για την Ανάπτυξη της Υπαίθρου πρέπει να στηρίζει και τις άλλες, εκτός της γεωργίας, παραγωγικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην Ύπαιθρο, όπως ο τουρισμός, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η μικρή βιομηχανία και βιοτεχνία, οι κατασκευές δεύτερης κατοικίας, οι νέες υπηρεσίες αναψυχής, η αξιοποίηση του περιβάλλοντος και του φυσικού πλούτου κ.λπ. Κύριος στόχος μιας τέτοιας στρατηγικής είναι να δημιουργήσει ελκυστικό περιβάλλον στις αγροτικές περιοχές με τη βελτίωση των κοινωνικών υποδομών και των υπηρεσιών για την παρακίνηση νέων δυναμικών ανθρώπων, που επιλέγουν την ποιότητα ζωής στην Ύπαιθρο, να επιχειρήσουν στους προαναφερόμενους τομείς. Η στρατηγική αυτή έχει ήδη εφαρμοσθεί σ’ άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες και διευκολύνεται σήμερα από την σχεδιαζόμενη διοικητική αποκέντρωση και την στροφή της Κ.Α.Π. περισσότερο προς την ενίσχυση της ανάπτυξης της Υπαίθρου και λιγότερο των αγροτικών εισοδημάτων.

27/1/10

ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 27.1.2010

Σε αυτήν τη δύσκολη και γεμάτη αγωνία περίοδο που διανύουμε χρειάζεται ίσως να ανακαλύψουμε ξανά μια λησμονημένη, σχεδόν, συνταγματική διάταξη. Αναφερόμαστε εδώ στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματός μας, το οποίο ορίζει ότι «το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης». Η αντίληψη των συντακτών του Συντάγματος του 1975, ότι η αλληλεγγύη των πολιτών προς το Κράτος θα έπρεπε να πάρει τη μορφή συνταγματικού κανόνα, ερχόταν σίγουρα σε αντίθεση με το «πνεύμα της εποχής».
Μετά την επταετία και την οριστική κατάρρευση του «Κράτους των εθνικοφρόνων», το ζητούμενο ήταν η πλήρης κατοχύρωση των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων και όχι βέβαια η συνταγματική επιβολή ενός γενικού καθήκοντος αλληλεγγύης των πολιτών προς το Κράτος. Η αρχή «κανένα δικαίωμα χωρίς υποχρεώσεις», ακόμη κι αν είναι σωστή στη θεωρία, δεν ήταν εκείνη την περίοδο σωστή στην πράξη. Για τον λόγο αυτόν, οι περισσότεροι Έλληνες συνταγματολόγοι αντιμετώπισαν με καχυποψία το άρθρο 25 παρ. 4, περίπου ως ένα πρόσχημα που θα μπορούσε να επικαλεστεί η κρατική εξουσία προκειμένου να χρησιμοποιήσει το Σύνταγμα εναντίον των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Έτσι επικράτησε μια μινιμαλιστική ερμηνεία τής συνταγματικής αρχής της αλληλεγγύης, που συνέδεσε την αρχή αυτή με τα κατ’ ιδίαν συνταγματικά καθήκοντα (στρατιωτική υποχρέωση, φορολογική υποχρέωση, τήρηση του Συντάγματος και των νόμων, καθήκον της ψήφου κ.λπ.), χωρίς να προσθέτει κάτι ιδιαίτερο σε αυτά. Η ερμηνεία αυτή έγινε δεκτή και από τη νομολογία.
Ωστόσο, το περιεχόμενο της αρχής της αλληλεγγύης δεν εξαντλείται στον κατάλογο των συνταγματικών καθηκόντων του πολίτη. Κατ’ αρχάς, δεν αφορά μόνο τα καθήκοντα αυτά, αλλά προσδιορίζει συγχρόνως και το νόημα της αρχής του κοινωνικού Κράτους, που κατοχυρώνεται ρητά σε μια ξεχωριστή διάταξη, στο άρθρο 25 παρ. 1. Η αρχή της αλληλεγγύης αποτελεί το κανονιστικό φίλτρο για να διακριθούν τα γνήσια κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά στον βαθμό που αυτό είναι δημοσιονομικά δυνατό, από τα προνόμια και τις πελατειακές παροχές που έχουν αποσπάσει από το δημόσιο ταμείο ορισμένες ισχυρές κοινωνικές ομάδες.
Αυτά τα προνόμια έχουν γίνει πλέον δυσβάστακτα για το κοινωνικό σύνολο και η κατάργησή τους δεν σημαίνει αποδιάρθρωση του κοινωνικού Κράτους, αλλά στοιχειώδη εξυγίανσή του. Από την άλλη, όμως, πλευρά, η αρχή της αλληλεγγύης περιέχει και μια ύστατη συνταγματική έκκληση προς τους πολίτες για αυτοπεριορισμό των δικαιωμάτων και των διεκδικήσεών τους, ιδίως σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές όπως η σημερινή. Το μέλλον αυτής της χώρας εξαρτάται για μίαν ακόμη φορά από τον πατριωτισμό των Ελλήνων, στις σημερινές συνθήκες, από την κοινωνική υπευθυνότητά τους.

26/1/10

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 26.1.2010

Η ελληνική κοινωνία βιώνει τους τελευταίους μήνες ένα σύνδρομο διογκούμενου φόβου. Φόβου για τη χρεοκοπία της οικονομίας και τον εγκλωβισμό της χώρας σε καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας, για τη γεωμετρική αύξηση της ανεργίας, για απροσδιόριστης έκτασης και επιπτώσεων φορολογικές επιβαρύνσεις όλων των κοινωνικών στρωμάτων, ιδίως των μεσαίων. Φόβου για την κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, για τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος, για τη συνολική αποδιάρθρωση του μοντέλου ανάπτυξης αλλά και των κρατικών μηχανισμών.
Η παρατεταμένη διασπορά ενίοτε αλληλοδιαψευδόμενων φημών και σεναρίων, η επίμονη προβολή από την πλευρά της ίδιας της νέας κυβέρνησης του «χάους» που παρέλαβε, οι απαξιωτικές εκτιμήσεις αξιωματούχων της ΕΕ, του ΔΝΤ ή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων τροφοδοτούν σύνδρομα φόβου και ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά μέτρα μοιάζουν να καθυστερούν, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια της αγοράς έχουν αποσυντονίσει τη θεσμική λειτουργία της οικονομίας, ενώ τα ΜΜΕ διαχειρίζονται την κατάσταση κατά τρόπο που αντί να εξισορροπεί και να «προσγειώνει» με νηφάλιες αναλύσεις, συχνά επιτείνει τη συνωμοσιολογία και την καταστροφολογία.
Την ίδια στιγμή δεν έχει παύσει να διαχέεται ο φόβος της πανδημίας της νέας γρίπης, παρότι αποδείχθηκε ότι οι προβλέψεις ήταν υπερβολικές, με αποτέλεσμα ο πανικός που προκλήθηκε να αποφέρει μεν υψηλότατα κέρδη σε συγκεκριμένες εταιρείες, όμως να λειτουργεί προσθετικά στα φοβικά αντανακλαστικά του πληθυσμού. Πρωτίστως, η διαχείριση της πανδημίας προκάλεσε ισχυρά πλήγματα στην αξιοπιστία των φορέων, διεθνών και εθνικών, που είχαν εμπλοκή στο ζήτημα του εμβολιασμού. Πέρα από τα προηγούμενα, η ψυχολογία της κρίσης συνδιαμορφώθηκε από την έξαρση των φαινομένων τρομοκρατικής βίας, που εκδηλώνονται πλέον σε εβδομαδιαία βάση, συνθέτοντας ένα σκηνικό αλληλένδετων φοβικών συμπεριφορών και αντιδράσεων. Οι συνέπειες της ψυχολογίας της κρίσης είναι εξαιρετικά σοβαρές. Ο φόβος για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών συνδυάζεται με την αγωνία για τη διατήρηση της απασχόλησης, της ασφάλισης και ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Πρώτα απ’ όλα προκαλεί την κατάρρευση της ζήτησης, καθώς οι καταναλωτές βλέπουν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται ή να είναι επισφαλές. Περαιτέρω, την καθίζηση της επιχειρηματικότητας αλλά και τη διόγκωση της αναξιοπιστίας των θεσμών. Μέσα σε αυτό το κλίμα απαισιοδοξίας, ανασφάλειας και αποστέρησης της ελπίδας κυοφορείται η σταδιακή κατάρρευση του κοινωνικού ιστού.
Παράλληλα, ο φόβος αποτελεί το κατάλληλο υπόβαθρο για την περιστολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και τη χειραγώγηση της κοινωνίας. Η ψυχολογία της κρίσης υποθάλπει, σε τελική ανάλυση, τη δημαγωγία των αντισυστημικών κομμάτων της ακροδεξιάς. Ίσως όσοι φρονούν ότι αυτός ο «ψυχολογικός πόλεμος» εναντίον της κοινωνίας προσφέρει μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών ή απόσειση ευθυνών να αγνοούν ότι ενδέχεται να καταλήξει σε απρόβλεπτες αναταράξεις. Τη στιγμή που ο φόβος μετατρέπεται σε απόγνωση και οργή, η ψυχολογία της κρίσης παύει να λειτουργεί ως μηχανισμός χειραγώγησης.

25/1/10

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ...
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.1.2010

Ο αποκλεισμός διαφόρων κομβικών σημείων στις εθνικές οδούς από διαμαρτυρόμενους αγρότες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική από δεκαετίες, την ίδια περίπου εποχή κάθε χρόνο (δηλ. τον χειμώνα, οπότε δεν υπάρχουν γεωργικές εργασίες). Η πρακτική αυτή είναι βέβαια καταφανώς παράνομη και μάλιστα αξιόποινη (άρθρο 292 του Ποινικού Κώδικα, παρακώλυση συγκοινωνιών). Είναι επίσης αντισυνταγματική, επειδή παρεμποδίζει την οικονομική ελευθερία τρίτων προσώπων (άρθρο 5 παρ. 1 Σύντ.), ενώ δεν καλύπτεται από το δικαίωμα συνάθροισης (άρθρο 11 Σύντ.), διότι η συνάθροιση έχει εξ ορισμού παροδικό χαρακτήρα.
Το κωμικοτραγικό στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι ότι σ’ εκείνους που διεκδικούν μ’ έναν τέτοιο ακραίο τρόπο την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, αδιαφορώντας για τη ζημία που προκαλούν στην εθνική οικονομία, περιλαμβάνονται και πολλά στελέχη και οπαδοί των δύο μεγάλων κομμάτων. Διερωτάται λοιπόν κανείς πώς είναι δυνατόν οι αγρότες, από τη μια, να υποστηρίζουν ότι οι κυβερνητικές πολιτικές τούς οδηγούν στην εξαθλίωση και, από την άλλη, να ψηφίζουν ή και να συμμετέχουν ενεργά στα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία και εφαρμόζουν τις πολιτικές αυτές.
Η πραγματικότητα είναι ότι η παρανομία τόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα όσο και σε πολλά άλλα ανθεί στην Ελλάδα επειδή την υποθάλπει η ίδια η εξουσία. Οι αποκλεισμοί εθνικών οδών από τους αγρότες επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση, επειδή οι αυτουργοί τους όχι μόνο δεν τιμωρούνται, αλλά και ανταμείβονται, αποσπώντας διάφορες παραχωρήσεις και προνόμια από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με πολλές άλλες μορφές παραβατικότητας προερχόμενες από κοινωνικές ομάδες που για διάφορους λόγους βρίσκονται de facto σε θέση ισχύος και την εκμεταλλεύονται στο έπακρο, σε βάρος των δημόσιων ταμείων. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα αυτά, επειδή και το ίδιο είναι δομημένο κατά παρόμοιο τρόπο, δηλ. με την «αποικιοποίηση» του δημόσιου χώρου από ιδιωτικά ή μερικά συμφέροντα, τα οποία οδηγούν στον εκφεουδαρχισμό της πολιτικής και στη λεηλασία των δημόσιων ταμείων.
Η επιδίωξη ενός κοινωνικού σχηματισμού με αυτά τα χαρακτηριστικά να ανταγωνιστεί με ίσους όρους τις μητροπολιτικές καπιταλιστικές κοινωνίες και οικονομίες της Ευρώπης, συμμετέχοντας στην ευρωζώνη, αποτελούσε μια μετανεοτερική επανέκδοση της «Μεγάλης Ιδέας». Οπως η τελική έκβαση του πρωτοτύπου ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή, έτσι και η σημερινή μας οικονομική και δημοσιονομική περιπέτεια κινδυνεύει να έχει τραγικό τέλος, με την αδυναμία δανεισμού και τη συνακόλουθη παύση πληρωμών του ελληνικού δημοσίου και μετά ταύτα την αναγκαστική επάνοδο σε μια αναδρομικά και σωρευτικά υποτιμημένη δραχμή. Ακόμη κι αν υπάρχει χρόνος για αλλαγή πορείας, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε τη διάθεση για κάτι τέτοιο, αφού μοιάζει να θεωρεί κεκτημένο δικαίωμα το να καταναλώνει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει. Η ελπίδα ότι θα μας σώσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας έχει σήμερα τόση βάση όση είχε το 1920-22 η προσδοκία βοήθειας ή μεσολάβησης από τους ίδιους. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει.

24/1/10

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΒΗΜΑ", 24.1.2010

Οι αγρότες είναι στους δρόμους διεκδικώντας, όπως κάθε χρόνο, αύξηση των αγροτικών τιμών, μείωση του κόστους παραγωγής και αύξηση των επιδοτήσεων προκειμένου να αυξηθούν τα εισοδήματα τους. Όμως, το ζήτημα των χαμηλών εισοδημάτων οφείλεται στα δομικά προβλήματα του ελληνικού αγροτικού τομέα και δεν αντιμετωπίζεται με καταπραϋντικά μέτρα όπως: διοικητικές παρεμβάσεις για το ύψος των αγροτικών τιμών, (ιδίως μετά την αποδόμηση της Κ.Α.Π), μείωση των τιμών των εισροών ή/και εθνικές αποζημιώσεις στο όριο της κοινοτικής νομοθεσίας (όπως έγινε πέρυσι). Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν βιώσιμες λύσεις ούτε τα αντέχει ο ελληνικός Προϋπολογισμός, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία. Το ζήτημα είναι ότι μέσα στο σημερινό διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον, χωρίς την θαλπωρή της Κ.Α.Π, σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης και με δεδομένα τα δομικά προβλήματα του αγροτικού τομέα (γεωμορφολογία, μικρή κλίμακα, χαμηλό οργανωτικό και τεχνολογικό επίπεδο, γερασμένο και ελάχιστα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, αδύναμες συνεταιριστικές και επαγγελματικές οργανώσεις κ.α) τα αγροτικά εισοδήματα δεν φαίνεται ότι θα βελτιωθούν με βιώσιμο τρόπο τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας στην Ύπαιθρο.
Χρειάζεται συνεπώς μία ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη της Υπαίθρου, η οποία θα υποστηρίζει, παράλληλα με τον αγροτικό τομέα, και άλλες σημαντικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται στον χώρο της Υπαίθρου όπως: τουρισμός, βιοτεχνία, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κατασκευές, νέες υπηρεσίες αναψυχής, αξιοποίηση του περιβάλλοντος και του φυσικού πλούτου κ.λπ. Μια τέτοια στρατηγική θα περιλαμβάνει παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα με στόχο την παρακίνηση νέων δυναμικών ανθρώπων, που θέλουν να μείνουν ή που αναζητούν καλλίτερη ποιότητα ζωής στην Ύπαιθρο, να αναλάβουν επιχειρηματικές δραστηριότητες στους τομείς που προαναφέρθηκαν (π.χ πράσινη ανάπτυξη). Συνεπώς η δημιουργία ελκυστικών προϋποθέσεων στο επίπεδο της χωροταξίας, των κοινωνικών υποδομών, του πολιτισμού κ.λπ., αποτελεί προτεραιότητα, η οποία διευκολύνεται με την επιχειρούμενη διοικητική αναδιάρθρωση και την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων. Τα παραδείγματα άλλων χωρών είναι πολλά. Όμως μια τέτοια στρατηγική προϋποθέτει την συνεργασία και το συντονισμό πολλών Υπουργείων (Παιδείας, Υγείας, Υποδομών , Περιβάλλοντος, Πολιτισμού κ.ά) πέρα από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, πράγμα που επιβάλλει την δημιουργία ενός συντονιστικού διυπουργικού οργάνου για την ανάπτυξη της Υπαίθρου, ίσως σε επίπεδο Γραμματείας, υπό τον Πρωθυπουργό ή τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως επίσης συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

13/1/10

ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ: ΕΝΑ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟ ΜΗΝΥΜΑ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 13.1.2010

Μέσα στο σκοτεινό τοπίο της απαισιοδοξίας για τα πολλαπλά ελλείμματα εμπιστοσύνης στη χώρα μας υπάρχει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Καταγράφεται αύξηση του βαθμού εμπιστοσύνης των πολιτών προς το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο σε σχέση με πέρυσι, (όπου ήταν σχετικά υψηλός), σύμφωνα με τη μέτρηση της Public Issue (βλ. Καθημερινή 3/1/10). Αν μάλιστα συγκρίνει κανείς τα επίπεδα εμπιστοσύνης προς άλλους θεσμούς, η θέση του Δημόσιου Πανεπιστημίου είναι περίοπτη. Η εξέλιξη αυτή είναι ενδιαφέρουσα γιατί δείχνει ότι το ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο, που έχει συχνά «χλευασθεί» δίκαια ή άδικα , κυρίως από τους ίδιους τους λειτουργούς του, Καθηγητές, καταφέρνει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αυτό δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματα τόσο στη διοίκηση και τη λειτουργία του, όσο και στο ζήτημα της εικόνας του προς την κοινωνία, ιδίως μετά τις πρόσφατες καταλήψεις και τις πράξεις βίας με αποκορύφωμα τον τραυματισμό και την παραίτηση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητή κ. Χρ. Κίττα.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Πανεπιστήμιο δημιουργεί τεράστιες υποχρεώσεις στους λειτουργούς του Καθηγητές να ανταποκριθούν στις προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Όλοι ξέρουμε ότι η κοινωνία στη χώρας μας πάντοτε προσβλέπει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς την Ανώτατη Εκπαίδευση, ως μέσο κοινωνικής ανόδου, ίσως περισσότερο από όσο μπορεί να είναι, πράγμα που προκαλεί μεγάλες στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Η μέριμνα των λειτουργών των Πανεπιστημίων συνεπώς πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης και της έρευνας, η οποία προφανώς δεν εξαρτάται μόνο από τους ίδιους αλλά και από τα οικονομικά μέσα και το θεσμικό πλαίσιο που τους παρέχει η Πολιτεία. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι μόνο μια απλή εκτίμηση, αλλά τεκμηριώνεται στην Έκθεση προς τη Βουλή των Ελλήνων που κατέθεσε τον περασμένο Ιούνιο 2009 η Αρχή για την Διασφάλιση της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ).
Βεβαίως, η ευθύνη και οι δυνατότητες βελτίωσης από την πλευρά των λειτουργών της Ανώτατης Εκπαίδευσης τόσο στο επίπεδο της διοίκησης (Πρυτανικές Αρχές) όσο και στο επίπεδο της καθημερινής λειτουργίας και πρακτικής (μέλη ΔΕΠ κλπ) είναι μεγάλες : από τις διοικητικές μεθόδους μέχρι τις μεθόδους εκλογής των μελών ΔΕΠ, την μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης των φοιτητών, το επίπεδο των συγγραμμάτων και της έρευνας κ.ά. και δεν συγκαλύπτονται από την ολιγωρία, την αδιαφορία η/και την αστοχία της Πολιτείας. Τα περισσότερα ελληνικά Πανεπιστήμια πρόκειται σε μερικούς μήνες να εκλέξουν νέες Πρυτανικές Αρχές, οι οποίες θα κληθούν να διοικήσουν μέσα ένα νέο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Από τις ηγετικές ικανότητές τους και προφανώς από τις θεσμικές δυνατότητες τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η βελτίωση της σημερινής κατάστασης.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τα Πανεπιστήμια μπορεί να μην είναι άσχετη με το χρόνο που έγινε η μέτρηση (Δεκέμβριος 2009) και έτσι να επηρεάστηκε από τις προσδοκίες που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία η νέα Κυβέρνηση της χώρας. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις, μέσα στην αναπόφευκτη γενικότητά τους, οι καλές προθέσεις της νέας πολιτικής ηγεσίας και κυρίως η εμπιστοσύνη της προς το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, (όπως φαίνεται και από την πρόσφατη απόφαση για τα λεγόμενα Κολέγια), πρέπει να μετουσιωθούν σε συγκεκριμένα μέτρα και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η αύξηση της χρηματοδότησης και η θέσπιση ενός νέου νόμου πλαισίου μετά από τριάντα χρόνια εφαρμογής του προηγούμενου αποτελεί ώριμο αίτημα τόσο της κοινωνίας όσο και της πανεπιστημιακής κοινότητας. Τα κρίσιμα ζητήματα του βαθμού αυτοδιοίκησης του Πανεπιστημίου σε συνδυασμό με τους τρόπους χρηματοδότησης, εξασφάλισης διαφάνειας , λογοδοσίας και πιστοποίησης της ποιότητας πρέπει οπωσδήποτε, μεταξύ πολλών άλλων, να απαντηθούν.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 13.1.2010

Για την Eλλάδα η δεκαετία 2000-2009 ήταν, μεταξύ άλλων, και μία δεκαετία συνταγματικών εξελίξεων. Eίχαμε δύο Aναθεωρητικές Bουλές και δύο συνταγματικές αναθεωρήσεις, αυτήν του 2001, που ήταν μία σχεδόν ολική αναθεώρηση, αφού επεκτάθηκε σε 113 συνταγματικές διατάξεις, που αφορούσαν τόσο τα θεμελιώδη δικαιώματα όσο και το οργανωτικό μέρος του Συντάγματος, και εκείνη του 2008, που τελικά περιορίστηκε σε τρεις μόνο διατάξεις, και κυρίως στην κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, που είχε εισαχθεί με την αναθεώρηση του 2001. Tο πρακτικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης του 2008 είναι ότι η επόμενη αναθεωρητική διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τις 3.6.2013, οπότε θα έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα πενταετία. Θεωρητικά, η Bουλή που αναδείχθηκε στις 4.10.2009 θα μπορούσε οριακά να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία, αν η τελευταία τακτική σύνοδός της λειτουργήσει χωρίς διακοπή και τους καλοκαιρινούς μήνες του 2013, ώστε να έχουν διεξαχθεί οι δύο προβλεπόμενες από το Σύνταγμα ψηφοφορίες πριν από τη φυσιολογική λήξη της θητείας της. Eίναι φανερό ότι τα χρονικά περιθώρια είναι πολύ στενά.
Tο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν ακόμη ζητήματα διόρθωσης ή βελτίωσης του ισχύοντος Συντάγματος, το οποίο κλείνει το καλοκαίρι του 2010 τα 35 του χρόνια. Aυτά δεν αφορούν το συνταγματικό σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το οποίο είναι από τα πληρέστερα και τα πιο προοδευτικά στον ευρωπαϊκό χώρο. Στο θέμα αυτό καθοριστική υπήρξε η συμβολή της αναθεώρησης του 2001, η οποία εμπλούτισε τον συνταγματικό κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων με «νέα» δικαιώματα (π.χ. το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, το δικαίωμα στην υγεία σε όλες τις διαστάσεις του, τα μέτρα θετικής δράσης υπέρ των γυναικών και όχι μόνον κ.λπ.), αλλά και με τη ρήτρα του κοινωνικού Kράτους (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), η οποία εγγυάται, ακόμη και σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε, ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικής προστασίας, όχι όμως και τα προνόμια που έχουν εξασφαλίσει από το δημόσιο ταμείο ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων (π.χ. οι υπάλληλοι της Bουλής).
Aλλα είναι τα κρίσιμα θέματα στα οποία θα πρέπει να στραφεί η επόμενη αναθεώρηση, όποτε κι αν γίνει αυτή. Xρειάζεται οπωσδήποτε να γίνει σαφέστερη η συνταγματική διάταξη για την εσωκομματική δημοκρατία, ιδίως από τη στιγμή που ο Aρειος Πάγος αποφάνθηκε πρόσφατα ότι το Σύνταγμα δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κανόνες για την εσωτερική δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των κομμάτων. Σίγουρα θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος εκλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και να αποπολιτικοποιηθεί, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της, η διαδικασία για τα υπουργικά αδικήματα. Στην προοπτική της ολοκλήρωσης του σχεδίου «Kαλλικράτης» είναι πλέον αμφίβολο αν έχει νόημα η συνταγματική εγγύηση της ύπαρξης περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών. Aλλά η μεγαλύτερη τομή στο ελληνικό πολιτικοσυνταγματικό σύστημα θα είναι ασφαλώς η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.

12/1/10

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΥ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 12.1.2010

H δημόσια συζήτηση για τη θέση των μεταναστών στην ελληνική πολιτεία είναι βαθύτατα πολιτική, κατ’ αρχάς υπό την έννοια ότι οι αντιλήψεις για τα δικαιώματα των «Άλλων» εδράζονται σε διακριτές ιδεολογικές αφετηρίες για τη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με μια δεξιά, συντηρητική-εθνοκεντρική και ξενοφοβική προσέγγιση, οι μετανάστες αποτελούν ξένο σώμα για την ελληνική κοινωνία, «αναλώσιμο υλικό» χωρίς δικαιώματα και μέλλον στη χώρα μας, πέραν της χρησιμοθηρικής-εκμεταλλευτικής σχέσης που κρίνεται αποδεκτή με γνώμονα αποκλειστικά τα οφέλη που εισφέρουν στην οικονομία. Αντίθετα, μια αντίληψη ανοιχτή στην ενσωμάτωση των μεταναστών, στη διεύρυνση των δικαιωμάτων τους και στην αναγνώριση της αυτοτελούς αξίας τους για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη αντλεί ασφαλώς από το ιδεολογικό οπλοστάσιο της Aριστεράς. Ωστόσο, η συζήτηση για το μεταναστευτικό είναι βαθιά πολιτική και για έναν επιπλέον λόγο.
Ως τέχνη του εφικτού, η πολιτική για το μεταναστευτικό στερείται σοβαρότητας εάν δεν λαμβάνει υπόψη τα αντικειμενικά-πραγματολογικά δεδομένα του προβλήματος. Στερούνται πολιτικής σοβαρότητας απόψεις που, εν ονόματι μιας κακώς νοούμενης ιδεολογικής «καθαρότητας», υποστηρίζουν το άνοιγμα των συνόρων σε κάθε ξένο, τη νομιμοποίηση των μεταναστών άνευ όρων ή την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας με συνοπτικές διαδικασίες.
Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη η ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση του μεταναστευτικού φαινομένου από το κομματικό σύστημα αποτελεί το καθοριστικότερο κριτήριο για την ταξινόμηση ενός πολιτικού κόμματος στον χώρο της αντισυστημικής, άκρας Δεξιάς. Για παράδειγμα, στη Γαλλία οι ρατσιστικές-ξενοφοβικές θέσεις εναντίον της ενσωμάτωσης και αναγνώρισης βασικών δικαιωμάτων των μεταναστών έχουν απομονωθεί από τα κόμματα εξουσίας, όπως βέβαια και από την Αριστερά, ως επικίνδυνες και αντίθετες προς τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Σαρκοζί θα χαρακτηριζόταν «ανοιχτός» ή προοδευτικός ως προς το μεταναστευτικό, όμως δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει πλειοψηφικό ρεύμα στη γαλλική κοινωνία εάν δεν υποστήριζε πολιτικές ενσωμάτωσης και διασφάλισης των δικαιωμάτων, ιδίως της δεύτερης γενιάς μεταναστών.
Δεν χωρεί σήμερα αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία θα κλυδωνίζονταν χωρίς τη συνεισφορά των μεταναστών, κυρίως σε αγροτικές, οικοδομικές ή οικιακές εργασίες. Tαυτόχρονα, σημαντικό τμήμα της ελληνικής υπαίθρου θα αποψιλωνόταν εάν δεν είχαν εγκατασταθεί μετανάστες σε παραγωγικές ηλικίες. Με αυτά τα δεδομένα, το πολιτικό δίλημμα στο μεταναστευτικό πρόβλημα είναι ξεκάθαρο. Θέλουμε οι άνθρωποι που φροντίζουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς μας και αναλαμβάνουν τις πιο «άχαρες» εργασίες να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία ή επιλέγουμε να ζουν ως απόβλητοι, περιθωριοποιημένοι και γκετοποιημένοι; Θα ζημιωνόταν η χώρα μας εάν κατοχυρωνόταν για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς το δικαίωμα να αποκτήσουν, υπό εύλογες προϋποθέσεις, την ελληνική ιθαγένεια; Μήπως η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές αποτελεί τελικά στοιχειώδες δικαίωμα για ανθρώπους που έδωσαν ζωή σε εγκαταλελειμμένους δήμους;
Όσοι ποντάρουν σε κρυπτορατσιστικά και ξενοφοβικά σύνδρομα για να αντλήσουν εκλογικά οφέλη, σε κάθε σύγχρονη πλουραλιστική δημοκρατία απομονώνονται πολιτικά. Αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα εάν θα συμβεί κάτι παρόμοιο και στη χώρα μας.

11/1/10

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.1.2010

Tο νομοσχέδιο του υπουργείου Eσωτερικών σχετικά με αλλοδαπούς που διαμένουν μακροχρόνια στην Eλλάδα αφορά ζητήματα καίριας σημασίας για το μέλλον της χώρας, αφού τις τελευταίες δεκαετίες διαβιοί σ’ αυτή μεγάλος αριθμός αλλοδαπών, με περαιτέρω αυξητική τάση. Aφετηρία του προβληματισμού θα έπρεπε να αποτελεί το γεγονός ότι ο γηγενής πληθυσμός αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Eπομένως η διατήρηση της θέσης της χώρας στους παγκόσμιους και τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς και στους αντίστοιχους καταμερισμούς εργασίας απαιτεί ενεργές παρεμβάσεις, για την αντιμετώπιση της προδιαγραφόμενης μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού. Tέτοιες θα μπορούσαν πρωτίστως να είναι παρεμβάσεις δημογραφικής πολιτικής, όπως π.χ. σοβαρά γονικά επιδόματα, και άλλες παροχές, υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και φορολογικά βάρη για τους άτεκνους κ.ά. Tούτο μάλιστα αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο όμως έχει μείνει γράμμα κενό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μεταναστευτική μας πολιτική μπορεί και πρέπει να συμβάλει στον στόχο της διατήρησης του πληθυσμού, με παράλληλη μέριμνα να πρόκειται για ανθρώπους ενσωματώσιμους στην ελληνική κοινωνία, αφού διαφορετικά αντί να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα το επιτείνουμε.
Tο αποφασιστικό κριτήριο πολιτογράφησης λοιπόν πρέπει να είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης, που θα μπορούσε να διαπιστώνεται με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο, όπως ιδίως η διεξαγωγή σε τακτά διαστήματα εξετάσεων για τις γνώσεις των ενδιαφερομένων σε θέματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη διαμονή στη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα και τη μη ύπαρξη ποινικής καταδίκης για σοβαρά αδικήματα. Tο άρθρο 4 του νομοσχεδίου του υπουργείου Eσωτερικών καθιερώνει ωστόσο μία διαδικασία πολιτογράφησης (σε αντικατάσταση του σημερινού άρθρου 7 του Kώδικα Eλληνικής Iθαγένειας) η οποία δεν περιβάλλεται από εχέγγυα αντικειμενικότητας, αφού παρέχει διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση της ένταξης του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία σε μια πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από διοικητικούς υπαλλήλους, χωρίς να κατοχυρώνεται καν η λειτουργική ανεξαρτησία των τελευταίων. Aντίθετα, για τέκνα αλλοδαπών τα οποία έχουν γεννηθεί στην Eλλάδα το άρθρο 1 του νομοσχεδίου προβλέπει ότι αυτά αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με απλή δήλωση των γονέων τους, υπό την προϋπόθεση ο ένας από τους γονείς να έχει πενταετή νόμιμη παραμονή στη χώρα, ή ακόμη και χωρίς αυτή, αν το τέκνο έχει παρακολουθήσει έξι τάξεις του ελληνικού σχολείου. Eτσι όμως δεν διασφαλίζεται η ενταξιμότητα του τέκνου που αποκτά την ιθαγένεια, αφού δεν απαιτείται η επιτυχής φοίτηση, αλλά απλή παρακολούθηση.
Διαφορετικό είναι το θέμα της συμμετοχής στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία προβλέπεται για συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών (ομογενείς, κάτοχοι άδειας διαμονής αορίστου χρόνου κ.λπ.) στα άρθρα 12-17 του νομοσχεδίου. Tούτο αποτελεί εύστοχη πολιτική επιλογή, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που αποδεδειγμένα μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τη διαχείριση των υποθέσεών της.
Συμπερασματικά, το θέμα του νομοθετικού καθεστώτος των αλλοδαπών και της ελληνικής ιθαγένειας χρειάζεται σοβαρή αντιμετώπιση, χωρίς ξενοφοβικά σύνδρομα αλλά και χωρίς βεβιασμένες κινήσεις. Eξίσου σοβαρή αντιμετώπιση χρειάζεται όμως και το θέμα της πραγματικής συμπεριφοράς των δημόσιων υπηρεσιών προς τους αλλοδαπούς, η οποία συχνά αποτελεί αντικίνητρο ενσωμάτωσής τους.