25/2/09

ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 25.2.2009

«Η ενίσχυση κάθε σύγχρονης δημοκρατίας παραμένει πάντοτε επίκαιρη». Σε αυτήν τη φράση του Γιώργου Παπαδημητρίου, γραμμένη με αφορμή τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος (Η τέταρτη αναθεώρηση του Συντάγματος, 2006), μπορεί να συμπυκνωθεί το πολιτικό νόημα ολόκληρου του επιστημονικού του έργου, ένα μεγάλο μέρος του οποίου συγκεντρώθηκε πρόσφατα σε δύο τόμους που περιλαμβάνουν 58 μελέτες του από το 1975 μέχρι το 2005 (Συνταγματικές Μελέτες, Ι, ΙΙ, 2007).
Ο Γιώργος Παπαδημητρίου υπεράσπισε με σθένος τη μεταπολιτευτική δημοκρατία, χωρίς να παραβλέπει τις δυσλειτουργίες και τις παθολογίες της, υποδεικνύοντας όμως πάντοτε εύλογες και εφαρμόσιμες λύσεις για την αντιμετώπισή τους, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητάς της.
Ο Γιώργος Παπαδημητρίου δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής του Συνταγματικού Δικαίου που θα περιοριζόταν στην καταγραφή ή έστω τη συστηματοποίηση των δεδομένων της συνταγματικής εμπειρίας. Ηταν ένας συνδιαμορφωτής του Συνταγματικού Δικαίου, ο οποίος αντιλαμβανόταν το ερμηνευτικό του αντικείμενο όχι μόνο όπως είναι αλλά και όπως θα έπρεπε να είναι, με βάση τη λογική και το αξιακό περιεχόμενο των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος και πρωτίστως της δημοκρατικής αρχής, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του και τη διαρκώς εξελισσόμενη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα.
Ετσι, στις περιπτώσεις συνταγματικών κανόνων που επιδέχονται εναλλακτικές ερμηνείες -και τέτοιοι συνήθως είναι οι συνταγματικοί κανόνες- το τελικό κριτήριο του Παπαδημητρίου ήταν η αξιολόγηση των ερμηνειών αυτών με βάση τη συμβολή τους στην ενδυνάμωση ή την αποδυνάμωση της δημοκρατίας στη χώρα μας. Στη σκέψη όμως του Παπαδημητρίου η δημοκρατία είναι μια πολυδιάστατη έννοια. Δεν εξαντλείται στην πολιτική δημοκρατία, με την οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ούτε ταυτίζεται μόνο με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων, ένα θέμα που πάντοτε τον ενδιέφερε, ιδίως σε σχέση με την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αλλά περιλαμβάνει και την κοινωνική δημοκρατία, η οποία κατά την περίοδο που διανύουμε δέχεται ασφυκτικές πιέσεις, καθώς και τη δημοκρατία στο εσωτερικό της κοινωνίας, η οποία προϋποθέτει την εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων απέναντι στις ιδιωτικές εξουσίες. Αυτές οι «τέσσερεις» δημοκρατίες είναι αλληλένδετες και εξαρτώνται πλέον και από μία «πέμπτη» δημοκρατία, αυτή που πρέπει να οικοδομηθεί στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ένα θέμα στο οποίο ο Γιώργος Παπαδημητρίου αφιέρωσε σειρά ολόκληρη μελετών του. Η δημοκρατία όμως σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο προϋποθέτει ότι θα υπάρξει μέλλον.
Η ευθύνη απέναντι στις μελλοντικές γενεές, με αναφορά στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά όχι μόνο αυτήν, ήταν το θέμα που απασχολούσε περισσότερο από καθετί άλλο τα τελευταία χρόνια τον Γιώργο Παπαδημητρίου. Είναι και αυτό ένα στοιχείο που μαρτυρεί την κρισιμότητα των προβλημάτων, τα οποία έθεσε και ανέλυσε, αλλά και το αίσθημα ευθύνης που είχε ως συνταγματολόγος για τη συνειδητοποίηση των κινδύνων που απειλούν όχι μόνο τον συνταγματισμό, αλλά και την ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα.

24/2/09

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΥΠΟ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 24.2.2009

Οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης δεν έχουν γίνει ακόμη ορατές σε όλη τους την έκταση στη χώρα μας, αφού η έκθεση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος στα «τοξικά» τραπεζικά προϊόντα υπήρξε περιορισμένη. Όμως οι εγγενείς διαρθρωτικές δυσλειτουργίες της ελληνικής οικονομίας αναπόφευκτα θα διογκώσουν κατά τους επόμενους μήνες τις επιπτώσεις της κρίσης σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Ήδη οι πυλώνες του ελληνικού «αναπτυξιακού μοντέλου», δηλαδή τουρισμός, ναυτιλία και κατασκευές, εμφανίζουν τις πρώτες ισχυρές ενδείξεις μιας επερχόμενης καθίζησης, που όλα δείχνουν ότι θα έχει κρίσιμες κοινωνικές προεκτάσεις, με έξαρση της ανεργίας, της φτώχειας και των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού και παραβατικότητας.
Ωστόσο την ίδια ώρα που στις ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατίες διεξάγεται μια γόνιμη συζήτηση για την αναδιάρθρωση της σχέσης δημόσιου - ιδιωτικού τομέα στην οικονομία, την αναγκαιότητα εκ νέου οριοθέτησης του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και την εισαγωγή νέων κανόνων στο διεθνές εμπόριο, το ελληνικό πρόβλημα παραμένει εγκλωβισμένο στα στοιχειώδη: Ποιοι πρέπει να φορολογούνται και με ποιον τρόπο, πώς θα καταπολεμήσει η πολιτεία τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή, γιατί έχει εκτοξευθεί η αδήλωτη εργασία σε δυσθεώρητα ύψη, πώς θα αντιμετωπιστούν τα ενδημικά φαινόμενα πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς, πώς θα λειτουργήσει επιτέλους το κράτος με τρόπο φιλικό για τον πολίτη και τις επιχειρήσεις, ποιες αλλαγές απαιτούνται ώστε να παράξει το εκπαιδευτικό σύστημα νέα γνώση, πώς θα αξιοποιηθούν οι κοινωνικές μεταβιβάσεις και θα οργανωθεί αποτελεσματικά το κοινωνικό κράτος;
Είναι μακρύς ο κατάλογος με τα ζητήματα που παραμένουν εκκρεμή επί δεκαετίες, ενώ θεωρούνται προ πολλού λυμένα στα προηγμένα δυτικά κράτη. Μπροστά στην οικονομική κρίση τέτοιου τύπου ελλείμματα λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές του προβλήματος. Οι διαρθρωτικές δυσλειτουργίες και οι παγιωμένες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού και της ελληνικής οικονομίας κατ’ ουσίαν αποτελούν τον πλέον ανασχετικό παράγοντα για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης. Αυτές οι παθογένειες αποδεικνύουν τελικά την κατάρρευση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το έλλειμμα ηγεσίας και αξιοπιστίας της πολιτικής τάξης, την αδυναμία επεξεργασίας ενός σχεδίου αν όχι για τη συνολική αντιμετώπιση της κρίσης, έστω για τον εξορθολογισμό βασικών λειτουργιών του κράτους και της αγοράς.
Η οικονομική κρίση, που πρόκειται να κορυφωθεί τους επόμενους μήνες, θα αφήσει πίσω της χιλιάδες οικογένειες και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες στα όρια της απόγνωσης. Παρ’ όλα αυτά, κυριαρχεί ακόμη η ενασχόληση με μικροκομματικές αντεγκλήσεις και σενάρια. Την κρίση θα ακολουθήσει μια άνευ προηγουμένου κοινωνική ένταση, πιθανόν μια κοινωνική έκρηξη. Άγνωστο παραμένει, όμως, εάν μέσα από αυτές τις διεργασίες ενδέχεται να προκύψει μια νέα αντίληψη για την πολιτική, που θα οδηγήσει σε τομές στο κράτος και την οικονομία, ή αν θα συνεχιστεί η αυτοκαταστροφική πορεία της χώρας.

23/2/09

Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.2.2009

Οι πρόσφατες βιαιοπραγίες ομάδας κουκουλοφόρων κατά των μετεχόντων σε επιστημονική εκδήλωση σε κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην καρδιά της πρωτεύουσας, και ο τραυματισμός του καθηγητή Γ. Πανούση ήταν το τελευταίο από μία σειρά παρόμοιων επεισοδίων. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα κάποιοι άλλοι κουκουλοφόροι είχαν επιτεθεί και τραυματίσει τον διευθυντή των φυλακών Θεσσαλονίκης, ο οποίος συμμετείχε σε άλλη επιστημονική εκδήλωση στους χώρους του Αριστοτελείου, στη συνέχεια μερικοί άλλοι κατέστρεψαν και λεηλάτησαν γραφεία και άλλους χώρους του ίδιου ιδρύματος, άλλοι συνέλαβαν και κράτησαν ομήρους (!) μέλη των συλλογικών οργάνων του για να παρεμποδίσουν τη λήψη μη αρεστών σ' αυτούς αποφάσεων, κ.ο.κ.
Πιο θλιβερή κι από τα ίδια τα γεγονότα είναι η κοινωνική και πολιτική αντίδραση σ' αυτά, ή μάλλον η ανυπαρξία της, αφού η μόνη συνέπειά τους είναι η έκδοση μονότονα επαναλαμβανόμενων ανακοινώσεων -φραστικής και μόνο- καταδίκης από τα πολιτικά κόμματα. Στην πραγματικότητα γινόμαστε όλοι απαθείς μάρτυρες μιας ολοκληρωτικής αντιστροφής της λειτουργίας του πανεπιστημιακού ασύλου. Ενώ το άσυλο υποτίθεται ότι υπάρχει για να προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αποδεικνύεται ότι υπάρχει για να επιτρέπει σε διάφορους εξτρεμιστές, πολλοί από τους οποίους πιθανότατα δεν έχουν καμία σχέση με το πανεπιστήμιο, να βιαιοπραγούν ασύδοτοι και να καταστέλλουν την ελευθερία της έκφρασης μέσα στους χώρους του τελευταίου. Ο αληθινός υπαίτιος για όλα αυτά δεν είναι η ισχύουσα νομοθεσία περί ασύλου, αφού η τελευταία προβλέπει τη χωρίς άλλη διαδικασία επέμβαση της δημόσιας δύναμης, όταν διαπράττονται αυτόφωρα κακουργήματα (ή και πλημμελήματα κατά της ζωής) στους πανεπιστημιακούς χώρους. Ο αληθινός υπαίτιος είναι η διαχρονική έλλειψη πολιτικής βούλησης για να υπάρξει τέτοια επέμβαση.
Εφόσον λοιπόν οι κυβερνήσεις δεν θέλουν ή δεν μπορούν, η πιο πρόσφορη λύση είναι να δοθεί η δυνατότητα στα ΑΕΙ να αυτοπροστατευθούν, με τη νομοθετική καθιέρωση αυτοτελούς πανεπιστημιακής αστυνομίας. Αυτή μπορεί να αποτελέσει ιδιαίτερο ένοπλο σώμα για κάθε ίδρυμα, υπαγόμενο στις εντολές της οικείας πρυτανικής αρχής (και όχι του υπουργείου Εσωτερικών). Παράλληλα πρέπει να ληφθούν πρακτικά μέτρα ώστε η είσοδος και έξοδος στους πανεπιστημιακούς χώρους να γίνεται μόνον από συγκεκριμένα, ελεγχόμενα σημεία και να επιτρέπεται, εκτός από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας (διδάσκοντες, διδασκομένους και υπαλλήλους), μόνο σε πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένο λόγο, π.χ. θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες ή να συμμετάσχουν σε διεξαγόμενο επιστημονικό συνέδριο.
Τα μέτρα αυτά πρέπει να ληφθούν άμεσα, προτού φθάσουμε σε σημείο να θρηνήσουμε θύματα. Διαφορετικά η κύρια ευθύνη δεν θα ανήκει στους φυσικούς αυτουργούς των βιαιοτήτων, αλλά στους πολιτικούς που αδρανούν.

19/2/09

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "Ελευθεροτυπία", 16.2.2009

Η πρόσφατη μέτρηση των δεικτών εμπιστοσύνης στους θεσμούς από την Public Issue αποκαλύπτει ότι τα Πανεπιστήμια βρίσκονται μέσα στην πρώτη δεκάδα των θεσμών που εμπιστεύονται οι έλληνες πολίτες (Καθημερινή 28/12/1008). Συγκριτικά με άλλους θεσμούς, όπως τα Κόμματα, οι Κυβερνήσεις, τα Υπουργεία, η Τηλεόραση κ.ά., η θέση που βρίσκονται τα Πανεπιστήμια είναι αξιοζήλευτη, ιδιαίτερα μετά από τόσες καταγγελίες ακόμη και από τους ίδιους τους λειτουργούς τους, τους καθηγητές.
Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί τα τελευταία χρόνια οι ίδιοι οι καθηγητές προχωρούν σε δημόσιες καταγγελίες των όσων συμβαίνουν στο ελληνικό Πανεπιστήμιο; Μήπως πρόκειται για διάθεση αυτοθυσίας, που αξίζει να επαινεθεί ή για ενδόμυχη τάση αναζήτησης ενός ιδανικού κόσμου, μέσα στον οποίο τα Πανεπιστήμια θα λειτουργούν και στην Ελλάδα, όπως εξιδανικευμένα υποτίθεται ότι λειτουργούν στη Δύση; (όπου οι περισσότεροι καθηγητές των ελληνικών Πανεπιστημίων έχουμε σπουδάσει ή/και διδάξει).
Η εξήγηση του φαινομένου δεν αλλάζει το γεγονός ότι συμβαίνουν πολλά από όσα καταγγέλλονται. Όμως η είναι άδικο και επικίνδυνο να γενικεύονται οι καταγγελίες σε όλους καθηγητές και φοιτητές, εφόσον οι περισσότεροι εργάζονται με σοβαρότητα και υπευθυνότητα στο πλαίσιο των συχνά αξεπέραστων δυσκολιών που θέτει η γενικότερη κατάσταση των υποδομών σε κτίρια και εξοπλισμό, λόγω της χρόνιας δημόσιας υποχρηματοδότησης, η αναξιοπρεπής μισθολογική μεταχείριση των διδασκόντων. η υποτυπώδης φοιτητική μέριμνα καθώς και η ξεπερασμένη οργάνωση και διοίκηση των ελληνικών Πανεπιστημίων λόγω της επαγγελλόμενης αλλά ακόμη εκκρεμούσας μεταρρύθμισης.
Ενώ είναι αλήθεια, ότι δεν είναι όλα τα ελληνικά Πανεπιστήμια ίδια, ούτε όλα τα Πανεπιστημιακά Τμήματα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν περιπτώσεις που κυριαρχούν η πλημμελής εκπλήρωση των διδακτικών και ερευνητικών καθηκόντων των διδασκόντων, η αναξιοκρατία, η ευνοιοκρατία, η οικογενειοκρατία, η «αλληλεγγύη της παρέας» και οι προσωπικές σχέσεις που συχνά γίνονται και πελατειακές, όσον αφορά στην ανάδειξη των Διοικητικών Αρχών και στην εκλογή καθηγητών.
Το γεγονός ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι εγγενείς στην ελληνική κοινωνία και ότι διαχέονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και σ’ όλους τους θεσμούς της χώρας μας δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία. Δυστυχώς πολύ συχνά, η εύνοια για αυτούς που γνωρίζουμε προσωπικά και φιλικά συναγωνίζεται την αδιαφορία και την εχθρότητα γι’ αυτούς που βρίσκονται έξω από τον κύκλο των γνωστών και φιλικών μας προσώπων, έστω κι αν αυτοί είναι άριστοι. Αυτό συμβαίνει σ’ όλο τον Κόσμο, αλλά στη χώρα μας παίρνει μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί ένα πολιτιστικό χαρακτηριστικό που καταστρέφει κάθε έννοια θεσμού και τελικά κάθε έννοια συγκροτημένης κοινωνίας.
Στα ελληνικά Πανεπιστήμια τέτοιες συμπεριφορές θα έπρεπε να υποχωρούν μπροστά στον ορθολογισμό και την αποπροσωποποιημένη λειτουργία των θεσμών, εφόσον οι περισσότεροι από τους καθηγητές που υπηρετούν σε αυτά έχουν γνώση και εμπειρία από τον αποτελεσματικότερο, αλλά όχι ιδανικό, όπως συχνά εμφανίζεται, τρόπο λειτουργίας των Πανεπιστημίων στις δυτικές χώρες. Είναι προφανές, ότι στο σύγχρονο ανταγωνιστικό Κόσμο, ο «ελληνικός τρόπος» λειτουργίας δεν είναι αποτελεσματικός, εφόσον εμποδίζει την ανάδειξη των καλλίτερων διδασκόντων και υπονομεύει την άρτια εκπαίδευση των φοιτητών.
Στην πραγματικότητα, παρά τα όσα λέγονται, οι συμπεριφορές, αυτές εμφανίζονται σε πολύ μικρότερο βαθμό στο ελληνικό Πανεπιστήμιο σε σχέση με ότι συμβαίνει σε άλλους θεσμούς στη Χώρα μας , πράγμα που εξηγεί και το γεγονός ότι το γενικό επίπεδο απόδοσης του ελληνικού Πανεπιστημίου είναι ικανοποιητικό. Αυτό αποδεικνύεται από τους έλληνες πτυχιούχους που διαπρέπουν επιστημονικά σε διάφορες χώρες αυτές του εξωτερικού καθώς και από τις ερευνητικές επιδόσεις των καθηγητών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Εξάλλου το γεγονός ότι οι «ελληνικού τύπου» συμπεριφορές καταγγέλλονται, συχνά υπερβολικά, από τους ίδιους τους λειτουργούς του ελληνικού Πανεπιστημίου, δείχνει μια ευαισθησία, που σπάνια απαντάται σε άλλους θεσμούς.
Προφανώς οι συμπεριφορές αυτές πρέπει να εκλείψουν, προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας προς αυτά, να αποδυναμωθούν τα επιχειρήματα υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων και κυρίως να αποτελέσουν παράδειγμα και για άλλους θεσμούς στη Χώρα μας.
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας των Πανεπιστημίων μας, εκτός βέβαια από την απαραίτητη αύξηση της χρηματοδότησης τους, την αξιοπρεπή μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών τους και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού τους πλαισίου, το οποίο, μεταξύ άλλων, πρέπει να αποτρέπει τις προαναφερόμενες συμπεριφορές (βλ. Ελευθεροτυπία 6.3.07 ), είναι η ουσιαστική εφαρμογή διαφανών διαδικασιών σε όλες τις πτυχές της λειτουργίας τους, καθώς και η λογοδοσία στην ελληνική κοινωνία με συνεχή αξιολόγηση του έργου τους, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Είναι ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεκινήσει και στη Χώρα μας, παρά τις δυσκολίες, διαδικασίες αξιολόγησης των ελληνικών Α.Ε.Ι με την υποστήριξη μιας Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής, ενώ αργά αλλά σταθερά αναπτύσσεται στην Πανεπιστημιακή Κοινότητα ένα σημαντικό ρεύμα προς την κατεύθυνση αυτή, που αξίζει να ενισχυθεί με εποικοδομητική κριτική, χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πάθος.

11/2/09

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΟΥΑΝΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 11.2.2009

Η Ελουάνα Ενγκλάρο ήταν άτυχη. Το 1992, σε ηλικία 21 ετών, είχε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα και από τότε βρισκόταν σε παρατεταμένο κώμα. Δεν είχε συνείδηση του εαυτού της ή του περιβάλλοντος, δεν μπορούσε να μιλήσει ή να ακούσει, αλλά εξακολουθούσε να ζει, αν μπορούμε να το ονομάσουμε αυτό, ζωή.
Η Ελουάνα δεν είχε κάνει «βιολογική διαθήκη», στην οποία να εκφράζει τις επιθυμίες της για το τι θα ήθελε να γίνει αν βρισκόταν σ' αυτήν την κατάσταση. Άλλωστε, κανείς στην ηλικία της δεν θα σκεφτόταν ότι θα είχε αυτήν την κακή τύχη και πάντως το 1992 η «βιολογική διαθήκη» ήταν μια καινούργια, αν όχι άγνωστη, έννοια στην Ευρώπη.
Ο πατέρας της Ελουάνα διεκδίκησε, για λογαριασμό της κόρης του, το δικαίωμά της να αφεθεί να πεθάνει με αξιοπρέπεια, δηλαδή την παθητική της ευθανασία, μολονότι δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο «ευθανασία», τον οποίο κανείς γονιός δεν μπορεί εύκολα να δεχθεί. Έχοντας εμπιστοσύνη στους θεράποντες ιατρούς, οι οποίοι του απέκλεισαν οποιαδήποτε προοπτική ανάκαμψης της Ελουάνα, εκτός ίσως από ένα «θαύμα», ζήτησε από το Δικαστήριο να του αναγνωρισθεί το πιο τραγικό απ’ όλα τα δικαιώματα που μπορεί να έχει ένας πατέρας: να δώσει εντολή στους γιατρούς να διακόψουν την τεχνητή παράταση της ζωής της κόρης του. Ο ιταλικός Άρειος Πάγος έκανε δεκτό το αίτημά του αυτό και οι γιατροί έθεσαν αμέσως σε εφαρμογή το προβλεπόμενο αυστηρό ιατρικό πρωτόκολλο για τη διακοπή της θεραπείας.
Στην απόφαση αυτήν ασκήθηκε κριτική για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι το Δικαστήριο συνήγαγε μια ούτως ή άλλως «εικαζόμενη βούληση» της Ελουάνα από επισφαλείς ενδείξεις ή μαρτυρίες, π.χ. από το γεγονός ότι ήταν ανεξάρτητη, δυναμική και αντισυμβατική στην καθημερινή της ζωή. Και δεύτερον, επειδή έδωσε την άδεια να διακοπεί το φαγητό και το νερό στην Ελουάνα και όχι απλώς η φαρμακευτική της υποστήριξη.
Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη λύση. Από τη στιγμή που η Ελουάνα δεν είχε κάποια βούληση να εκφράσει, ποιος άλλος εκτός από τον πατέρα της μπορούσε να διαβεβαιώσει αυτό που θα ήθελε; Αλλά και η αναγκαστική παροχή νερού και φαγητού επ’ αόριστον, από τη στιγμή που η κατάστασή της ήταν μη αναστρέψιμη, δεν θα τη μετέτρεπε τελικά σε ένα «πράγμα», σε ένα «μέσο» για την επιδίωξη αλλότριων σκοπών, έστω ηθικών, οι οποίοι πάντως δεν ήταν δικοί της;
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν νόμιμη. Η ενέργεια της κυβέρνησης του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να εκδώσει ένα νομοθετικό διάταγμα, το οποίο ακυρώνει την απόφαση του Δικαστηρίου, ήταν προφανώς αντισυνταγματική, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε άλλη επιλογή από το να μην το υπογράψει. Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά δεν αφορούσαν την Ελουάνα, η οποία πέθανε ήσυχα προχθές το βράδυ.

10/2/09

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 10.2.2009

Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ότι το καλοκαίρι θα ξεκινήσει η έκδοση των νέων βιομετρικών διαβατηρίων, που περιλαμβάνουν ψηφιακό αποτύπωμα για την αναγνώριση της ταυτότητας του κατόχου τους. Πρόκειται για μια εξέλιξη που εντάσσεται στη διευρυνόμενη χρήση των νέων τεχνολογιών στο πεδίο της ασφάλειας, στην οποία περιλαμβάνονται επίσης η συλλογή πληροφοριών και η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω καμερών ασφαλείας, η δημιουργία διασυνδεδεμένων τραπεζών πληροφοριών από διεθνείς και εθνικές Αρχές, ακόμη και η διαρκής παρακολούθηση των εργαζομένων. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν είναι ούτε μεμονωμένες ούτε αποσπασματικές, αλλά συγκροτούν μια οργανωμένη επιχείρηση προληπτικής παρακολούθησης και επιτήρησης κάθε προσώπου, ανεξαρτήτως εάν θεωρείται ύποπτο για την τέλεση αξιόποινων πράξεων. Ετσι όμως συρρικνώνονται ατομικά δικαιώματα και δημοκρατικές κατακτήσεις που θεωρούνταν δεδομένες.
Οι κάμερες παρακολούθησης είναι πλέον πανταχού παρούσες. Η τεχνολογική γνώση μετατρέπεται σε εξουσία, επιτρέποντας όχι μόνο στους κρατικούς μηχανισμούς αλλά και σε ιδιωτικά κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος να εξασφαλίζουν ένα διαρκές βλέμμα στο χώρο, στις κινήσεις, στις επικοινωνίες και στις συμπεριφορές κάθε προσώπου. Οι «έξυπνες» κάμερες λαμβάνουν εικόνα και ήχο, καταγράφουν οχήματα, αναγνωρίζουν πρόσωπα και μεταφέρουν δεδομένα. Οπως γράφει ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου στο πρόσφατο βιβλίο του «Επιτηρούμενη δημοκρατία», η ανεξέλεγκτη χρήση των τεχνολογιών παρακολούθησης διαταράσσει την ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας και διογκώνει το κράτος ασφάλειας απέναντι στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου.
Σήμερα στη χώρα μας δεν έχουν πιστοποιηθεί ο ακριβής αριθμός και η συγκεκριμένη αποστολή των καμερών ασφαλείας, ούτε έχει αποσαφηνιστεί ποιος έχει πρόσβαση στην εικόνα και στα λοιπά δεδομένα των συστημάτων παρακολούθησης της Αστυνομίας. Σε εκκρεμότητα παραμένει, επίσης, το ζήτημα της ηλεκτρονικής επιτήρησης των υπαίθριων συναθροίσεων, καθώς η καταγραφή εικόνας και ήχου δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε εγκληματικές πράξεις, αλλά όλους όσοι συμμετέχουν σε διαδηλώσεις.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παρά την ανεπαρκή υποστήριξή της από την πολιτεία, παρήγαγε τα τελευταία χρόνια σημαντικές συστάσεις και αποφάσεις για την προστασία από την ηλεκτρονική επιτήρηση. Ωστόσο παραμένει αδιευκρίνιστος ο βαθμός συμμόρφωσης του κράτους και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας προς τις αποφάσεις αυτές. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνον ελληνικό. Αντλώντας νομιμοποίηση από τον φόβο των δυτικών κοινωνιών, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, ποικιλώνυμες εξουσίες αξιοποιούν τεχνολογίες αιχμής, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο «πανοπτικό» και να εκμηδενίσουν κάθε ίχνος ιδιωτικότητας και κάθε δυνατότητα ανώνυμης δημόσιας διαμαρτυρίας. Μπροστά στον υφέρποντα κίνδυνο μιας επιτηρούμενης ή αυταρχικής δημοκρατίας εμφανίζεται πλέον αναγκαία η εκ νέου «ανακάλυψη» και διεκδίκηση ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων, που θεωρούνταν αυτονόητα και αναπαλλοτρίωτα, όμως ανάγονται πάλι σε πολιτικά και θεσμικά διακυβεύματα.

3/2/09

ΤΑ ΔΟΜΙΚΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
Ναπολέων Μαραβέγιας
Εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ", 30.01.2009

Πέρα από τα συγκυριακά αίτια του ξεσηκωμού των αγροτών που συζητούνται τις μέρες αυτές (κατάρρευση των αγροτικών τιμών, αύξηση κόστους παραγωγής) και οφείλονται κυρίως στην οικονομική κρίση, υπάρχουν πολύ σημαντικότερα δομικά αίτια, που έχουν διαχρονικό χαρακτήρα.
Τα αίτια αυτά πρέπει να αναζητηθούν στην αδυναμία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής να ανταγωνισθεί στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά τα ομοειδή αγροτικά προϊόντα των άλλων κοινοτικών αλλά και τρίτων χωρών σε τιμές και ποιότητα, εφόσον οι δασμοί έχουν σχεδόν μηδενισθεί λόγω των εξελίξεων των διαπραγματεύσεων στο επίπεδο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το ζήτημα είναι ότι μετά την αποδόμηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής δεν υπάρχει μηχανισμός στήριξης των τιμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς οι τιμές και για τους έλληνες αγρότες είναι αυτές της διεθνούς αγοράς, που εκτός συγκυριακών αιτίων, είναι χαμηλότερες από το κόστος παραγωγής στη χώρα μας. Η αδυναμία αυτή του μεγαλύτερο μέρους της ελληνικής παραγωγής οφείλεται προφανώς τόσο σε αντικειμενικούς όσο και σε οργανωτικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες.
Οι αντικειμενικοί παράγοντες συνδέονται με τα φυσικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωργίας, η οποία δεν μπορεί λόγω της διαμόρφωσης των εδαφών και του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων να παράγει αγροτικά προϊόντα σε μαζική κλίμακα και χαμηλή τιμή και συνεπώς διεθνώς ανταγωνιστικά (σιτηρά, βαμβάκι, καπνό κ.λπ.). Θα έπρεπε συνεπώς να στραφεί στην μικρή εξειδικευμένη και υψηλής ποιότητας παραγωγή, η οποία όμως απαιτεί προσπάθεια τόσο από τους αγρότες όσο και από τις κρατικές αρχές αλλά και από ολόκληρη τη αλυσίδα παραγωγής (δηλ. τυποποίηση, εμπορία, διαφήμιση, διανομή).
Έτσι, οι αντικειμενικοί παράγοντες συνδυάζονται άμεσα με τους οργανωτικούς, τους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες όπως είναι π.χ. η πλημμελής εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών, η οποία θα έδινε δυνατότητες εφαρμογής σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής με εφαρμογή οργανωτικών και τεχνολογικών καινοτομιών, όπως συμβαίνει σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την ανεπαρκή συμβουλευτική υποστήριξη των παραγωγών τόσο από τις συλλογικές οργανώσεις τους όσο και από τις κρατικές αρχές, η οποία θα καθοδηγούσε τις ανοργάνωτες και ασυντόνιστες προσπάθειες των αγροτών να παράγουν με χαμηλότερο κόστος υψηλότερης ποιότητας προϊόντα. Ταυτόχρονα, η πολιτική προσέλκυσης νέων και δυναμικών αγροτών που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία της ελληνικής γεωργίας δεν προχώρησε πέρα από προθέσεις και διακηρύξεις. Τέλος αλλά όχι και τελευταίο, η συνεταιριστική προσπάθεια οργάνωσης των αγροτών έμεινε μετέωρη και δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της στο επίπεδο κυρίως της εμπορίας των προϊόντων, με αποτέλεσμα «ο πόλεμος του τελάρου» που ξεκίνησε από το 1982 να έχει νικητές μόνο τους χονδρέμπορους και έτσι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των τιμών παραγωγού και της τιμής του καταναλωτή να ξεπερνά συχνά και σήμερα το 100%.
Το τι πρέπει να γίνει προκύπτει από την καταγραφή των όσων δεν έγιναν και έχουν γίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Όμως μέχρι να γίνουν όλα αυτά, οι αγρότες θα ξεσηκώνονται ανάλογα με τη συγκυρία στη διεθνή αγορά και θα ζητούν από το Κράτος (από τον πενιχρό εθνικό Προϋπολογισμό) αναπλήρωση του εισοδήματος τους ,το οποίο ,όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, δεν μπορούν να αποκτήσουν στην ελεύθερη αγορά, ενώ ούτε η σημερινή και ακόμη λιγότερο η αυριανή (μετά τα 2013) μπορεί να καλύψε.