23/10/08

ΤΑ ΥΠΟΥΡΓΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 23.10.2008

Είναι διάχυτη η εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι το άρθρο 86 του Συντάγματος, που ρυθμίζει τα σχετικά με την ποινική ευθύνη των υπουργών, εισάγει μια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση υπέρ των υπουργών. Αυτή εντοπίζεται κυρίως στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί την ποινική δίωξη των υπουργών για αδικήματα που τελούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και στη σύντομη «πολιτική» παραγραφή αυτών των αδικημάτων - μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου.
Πληθαίνουν έτσι οι φωνές υπέρ της «αποπολιτικοποίησης» των υπουργικών αδικημάτων, δηλαδή της υπαγωγής τους εξ ολοκλήρου στην κοινή ποινική δικαιοδοσία. Πλην όμως, ακόμη και στην Ιταλία και τη Γαλλία, που προχώρησαν προς την κατεύθυνση της «αποπολιτικοποίησης» των υπουργικών αδικημάτων, με αναθεωρήσεις των Συνταγμάτων τους, δεν έχει καταργηθεί η κοινοβουλευτική παρέμβαση.
Στην Ιταλία, πριν από το 1989, την ποινική δίωξη ασκούσε το Κοινοβούλιο σε κοινή συνεδρίαση των δύο κλάδων του, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του, και η υπόθεση δικαζόταν από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1989, η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ενεργούνται από ειδικό τριμελές δικαστικό συμβούλιο του κατά τόπον αρμοδίου Εφετείου, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει ή πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία. Στη δεύτερη περίπτωση όμως, δηλαδή αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του υπουργού στο αρμόδιο δικαστήριο - το οποίο πλέον δεν είναι το Συνταγματικό Δικαστήριο αλλά ένα κοινό ποινικό δικαστήριο, η ποινική δίωξη δεν προχωρεί χωρίς προηγούμενη άδεια του Κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, η Βουλή ή η Γερουσία, με απόλυτη πλειοψηφία των μελών τους, μπορούν να αποφασίσουν να μη γίνει παραπομπή, εάν ο κατηγορούμενος υπουργός έδρασε για την προστασία ενός συνταγματικώς προστατευόμενου κρατικού ή δημοσίου συμφέροντος.
Όσον αφορά δε τη Γαλλία, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1993, αρμόδιο για την εκδίκαση κατηγοριών κατά υπουργών είναι ένα ειδικό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από 6 βουλευτές και 6 γερουσιαστές, εκλεγόμενους από τα αντίστοιχα Σώματα, και τρεις δικαστές του γαλλικού Ακυρωτικού.
Το συγκριτικό αυτό βλέμμα, σε δύο χώρες που γνωρίζουν τον θεσμό της ποινικής ευθύνης των υπουργών από τον δέκατο ένατο αιώνα, επιτρέπει τη διαπίστωση ότι η κοινοβουλευτική παρέμβαση στη διαδικασία εκδίκασης των υπουργικών αδικημάτων δεν είναι ένα αναχρονιστικό κατάλοιπο μιας ξεπερασμένης εποχής. Υπάρχουν βέβαια και άλλα περιθώρια βελτίωσης του άρθρου 86 του Συντάγματος, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της «πολιτικής» παραγραφής που είναι υπερβολικά σύντομη. Ωστόσο, το ζητούμενο είναι κυρίως να μην εδραιωθεί στους πολίτες η πεποίθηση ότι το άρθρο 86 λειτουργεί ως μέσο κάλυψης των ποινικών ευθυνών των μελών της κυβέρνησης. Για να γίνει αυτό θα πρέπει οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να ψηφίσουν κατά συνείδηση για τη σύσταση της «προανακριτικής» επιτροπής, χωρίς δεσμεύσεις κομματικής πειθαρχίας. Αυτό είναι, άλλωστε, και το νόημα της μυστικότητας της ψήφου στη συγκεκριμένη ψηφοφορία.

22/10/08

ΩΡΑ ΓΙΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
Ξενοφών Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 22.10.2008

Μέσα στον χρηματοπιστωτικό πανικό των τελευταίων εβδομάδων δεν αναδείχθηκαν επαρκώς οι επιπτώσεις που πρόκειται να επιφέρει η κρίση στην πραγματική οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων, η διεύρυνση της εισοδηματικής και καταναλωτικής ανασφάλειας αποτελούν τις ήδη προβλεφθείσες συνέπειες της νεοφιλελεύθερης αυτορρύθμισης των προηγούμενων ετών. Ακόμη κι αν η Ελλάδα δεν φαίνεται να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα, αναμένεται σύντομα να γίνουν ορατά τα αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι συνθήκες ύφεσης και στασιμότητας δεν αποκλείεται να διαρκέσουν για μακρό χρόνο, καθιστώντας απρόβλεπτο το μέλλον.
Η οικονομική κρίση ανέδειξε σε όλο τους το εύρος τους κινδύνους που εγκυμονούν οι υπερβολές της ελεύθερης αγοράς. Αρκετοί αναλυτές προβάλλουν ως κυριότερη αιτία της κρίσης την αδιαφάνεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνάρτηση με τη χαλαρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ. Με αυτό το σκεπτικό η επιστροφή του κρατικού παρεμβατισμού θα αρκούσε να περιοριστεί στον αυστηρότερο έλεγχο των τραπεζών και στην πρόληψη των ακραίων φαινομένων κερδοσκοπίας στις χρηματαγορές. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η μία όψη του προβλήματος. Στην πραγματικότητα η αντιμετώπιση της κρίσης προϋποθέτει ευρύτερες κρατικές παρεμβάσεις, ώστε παράλληλα με την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος να περιοριστούν οι ακραίες εισοδηματικές ανισότητες. Κύριο μέλημα των κυβερνήσεων, παράλληλα με την αυστηρή κρατική εποπτεία στην αγορά, οφείλει να είναι η ενίσχυση των μηχανισμών αναδιανομής και κοινωνικής προστασίας όλων εκείνων που η κρίση εξωθεί στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση συναρτάται με το σχιζοφρενικό μοντέλο της εικονικής ευημερίας, που θεμελιώθηκε πάνω στη διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων, την πλήρη περιφρόνηση της οικολογικής ισορροπίας και την αποθέωση των κερδοσκοπικών επενδυτικών προϊόντων εις βάρος της πραγματικής οικονομίας και του κοινωνικού κράτους. Στην ελληνική περίπτωση, όπου το τραπεζικό σύστημα δεν είχε φτάσει στο σημείο «ωρίμανσης» των ΗΠΑ ή της Μ. Βρετανίας, η κυβερνητική παρέμβαση φαίνεται να έχει κυρίως προληπτικό χαρακτήρα. Από την άλλη πλευρά, η χώρα μας είναι η μόνη στην ευρωζώνη όπου δεν έχει θεσμοθετηθεί ένα σύστημα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για κάθε πολίτη, το οποίο να καλύπτει τους ασθενέστερους από τις «παράπλευρες συνέπειες» της ελεύθερης αγοράς.
Όταν ήδη πριν από την οικονομική κρίση καταγραφόταν ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό ατόμων που στερούνται βασικά αγαθά, καθίσταται προφανές ότι επιβεβλημένη κρατική πολιτική αποτελεί σήμερα η φορολογική ελάφρυνση των χαμηλών εισοδημάτων και η διασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους ζουν στα όρια της φτώχειας. Η οικονομική κρίση δεν συναρτάται μόνο με την κατάρρευση της εμπιστοσύνης προς τις λειτουργίες της αγοράς αλλά και με την έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα του κράτους να τιθασεύσει τις σκοτεινές πλευρές της ελεύθερης οικονομίας και να προστατεύσει κάθε κάτοικο της χώρας από κοινωνικούς κινδύνους και ανασφάλειες.

20/10/08

ΒΑΤΟΠΕΔΙ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 20.10.2008

Οι τελευταίες εξελίξεις στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου αποδεικνύουν, με συμπυκνωμένο τρόπο και μέσα σε σύντομο χρόνο, πόσο παθολογική είναι η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών στην Ελλάδα.
Φενάκη αποδεικνύεται καταρχάς η δικαστική ανεξαρτησία. Ο επιλεγμένος από την κυβέρνηση εισαγγελέας του Αρείου Πάγου φρόντισε να προκαταλάβει την εισαγγελική έρευνα της υπόθεσης, αθωώνοντας προκαταβολικά τους εμπλεκόμενους υπουργούς και υφυπουργούς με τη μνημειώδη δήλωσή του ότι «παραπλανήθηκαν», ως να ήταν μωρές παρθένες. Ο επιλεγμένος από τον Άρειο Πάγο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, παραβαίνοντας κατάφωρα τα καθήκοντά του, αρνήθηκε να προωθήσει στη Βουλή το σχετικό με ποινικές ευθύνες (τουλάχιστον) υφυπουργών πόρισμα των δύο αντεισαγγελέων στους οποίους είχε αναθέσει την έρευνα της υπόθεσης. Και οι τελευταίοι, αντί να διαβιβάσουν οι ίδιοι «αμελλητί», όπως όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 2 εδ. β του Συντάγματος, το πόρισμα αυτό και ολόκληρο τον φάκελο της δικογραφίας στον πρόεδρο της Βουλής, παραιτήθηκαν από το δικαστικό σώμα, δεχόμενοι πιθανόν απειλές που υπερέβαιναν την απλή άσκηση μιας (καταφανώς αβάσιμης άλλωστε) πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους. Την πρώτη αυτή φάση του χρονικού της ντροπής ολοκλήρωσε η υποκριτική, κατόπιν εορτής, προτροπή του πρωθυπουργού προς τους δύο παραιτηθέντες να... επανέλθουν στα καθήκοντά τους!
Φενάκη αποδεικνύεται περαιτέρω και η ποινική ευθύνη των υπουργών. Αντιμέτωπη με το προφανές γεγονός ότι μέλη της συνέπραξαν στη λεηλασία του δημοσίου πλούτου, υπογράφοντας τις καταπλεονεκτικές, σε βάρος του δημοσίου και υπέρ της μονής, «ανταλλαγές» σωρείας ακινήτων, η κυβέρνηση δεν δυσκολεύεται να υπεκφύγει, χρησιμοποιώντας το συνηθισμένο τέχνασμα της Εξεταστικής Επιτροπής. Το κυβερνών κόμμα μπορεί συνεπώς να αποφύγει εύσχημα το πικρό ποτήρι της Προανακριτικής Επιτροπής και της παραπομπής των ενεχόμενων μελών της στο Ειδικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, αφού οι -χωρίς δεσμευτικές έννομες συνέπειες- συζητήσεις για το όλο θέμα στην Εξεταστική Επιτροπή μπορούν άνετα να παραταθούν ως το καλοκαίρι του 2009. Θα παρέλθει έτσι άπρακτο, κατά πάσα πιθανότητα, το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί κατά το Σύνταγμα να ασκηθεί δίωξη και οι υπουργοί και υφυπουργοί θα μείνουν, όπως πάντα, ατιμώρητοι.
Φενάκη αποδεικνύεται τελικά και η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης. Σε οποιοδήποτε άλλο ευρωπαϊκό κράτος ένα παρόμοιο σκάνδαλο θα είχε οδηγήσει τουλάχιστον στην απομάκρυνση των άμεσα εμπλεκόμενων υπουργών και υφυπουργών. Σε μας όμως ένας μόνο από αυτούς παραιτήθηκε και οι υπόλοιποι συνεχίζουν ανενόχλητοι το «έργο» τους. Τούτο υποδηλώνει ότι ο αφανής ενορχηστρωτής είναι εκείνος που συνεχίζει ανερυθρίαστα να τους καλύπτει, δηλαδή ο πρωθυπουργός. Αυτός όμως βρίσκεται στο πολιτικό απυρόβλητο για το κόμμα του, αφού δεν πρόκειται απλώς για τον αρχηγό αλλά για τον κληρονομικό ηγεμόνα του τελευταίου. Και όταν όμως έρθει η ώρα της αποκαθήλωσής του, στις επόμενες εκλογές, ένας άλλος κληρονομικός ηγεμόνας ενδέχεται να πάρει τη θέση του, για να συνεχισθεί η πορεία προς τον εκφεουδαρχισμό της ελληνικής πολιτικής.

19/10/08

ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ;
Γιώργος Σωτηρέλης
Εφημερίδα "Βήμα της Κυριακής", 19.10.08

Το σημαντικότερο κατά την άποψή μας ερώτημα, με αφορμή το σκάνδαλο της Μονής Βατοπαιδίου, είναι το ακόλουθο: τελικά, μήπως έχουμε υπουργούς περιορισμένης ευθύνης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε ποινικό επίπεδο;

Ως προς την πολιτική ευθύνη, η απάντηση είναι δυστυχώς θετική: Διότι τι άλλο θα έπρεπε να συμβεί για να παραιτηθούν οι υπουργοί που εμπλέκονται -άμεσα ή έμμεσα- στο σκάνδαλο της «ανταλλαγής»; Αλλά και τι περισσότερο από την παραίτηση δύο θαρραλέων εισαγγελέων, που καταγγέλλουν παρεμβάσεις στο έργο τους, θα συνιστούσε λόγο παραίτησης του αρμόδιου υπουργού, που φέρει, ακέραια, την πολιτική ευθύνη; Εν προκειμένω, μάλιστα, η ευθύνη του δεν είναι μόνον αντικειμενική -όπως πχ συνέβη με παραιτηθέντες υπουργούς στην υπόθεση Οτσαλάν- αλλά και υποκειμενική (διότι είναι προφανές, από την έως τώρα πολιτεία του, ότι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του απλώς σαν ιμάντα μεταβίβασης κυβερνητικών εντολών στην δικαιοσύνη, βρίσκοντας δυστυχώς ευήκοα ώτα…). Την ευθύνη δε αυτήν δεν μπορεί να αποσείσει οχυρούμενος πίσω από αστεία επιχειρήματα -όπως το ότι πρόκειται απλώς για εσωτερικό θέμα της δικαιοσύνης…- διότι το μόνο που καταφέρνει είναι να προσβάλλει την κοινή λογική.

Ως προς την ποινική ευθύνη, το πρόβλημα είναι περισσότερο σύνθετο, διότι δεν αφορά μόνον το δέον γενέσθαι με βάση τα σημερινά δεδομένα αλλά αγγίζει και την ίδια την σκοπιμότητα ύπαρξης του ειδικού καθεστώτος των υπουργών. Ειδικότερα:

Α. Για τις συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι το δίλημμα «εξεταστική ή προανακριτική;» είναι γενικώς μεν ψευτοδίλημμα ειδικώς δε, σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, απλή υπεκφυγή. Σήμερα, τα δεδομένα είναι δύο:
α) ότι εντοπίζονται συγκεκριμένες ποινικές ευθύνες, από τον κ. Σανιδά, παρά την απέλπιδα προσπάθειά του να απαλλάξει προκαταβολικά τους υπουργούς… και
β) ότι οι παραιτηθέντες εισαγγελείς εντόπισαν συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία συνδέουν τα αδικήματα με μέλη της κυβέρνησης.
Ως εκ τούτου, εκείνο που προέχει είναι αφενός να διαβιβασθεί ο φάκελος «αμελλητί» στη Βουλή, κατά το Σύνταγμα, και αφετέρου να συσταθεί ως τάχιστα η ειδική επιτροπή του άρθρου 86 («προανακριτική») προκειμένου ολοκληρωθούν εμπρόθεσμα (μέσα στην παρούσα σύνοδο της Βουλής) τόσο η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης και η υποβολή σχετικού πορίσματος όσο και η λήψη απόφασης για την άσκηση ή μη δίωξης. Από εκεί και πέρα, είναι προφανές ότι απομένουν ανοικτά πολλά πολιτικά ζητήματα –με αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες– που μπορούν και επιβάλλεται να διερευνηθούν σε βάθος. Προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει, μεταξύ άλλων, και η σύσταση εξεταστικής επιτροπής, με την εξής ωστόσο επισήμανση: η εξεταστική επιτροπή είναι μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, ο οποίος ως γνωστόν ασκείται από την Βουλή προς την κυβέρνηση και όχι από την κυβέρνηση προς τον εαυτό της. Η γελοιοποίηση των θεσμών έχει και τα όριά της…

Β. Πέρα ωστόσο από την διαχείριση της συγκυρίας, είναι διάχυτος και ένας γενικότερος προβληματισμός, που συνοψίζεται στο ερώτημα: γιατί οι υπουργοί να διώκονται ποινικά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι κοινοί θνητοί; Ο προβληματισμός αυτός έχει κάποια βάση, πλην όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να μην παρεκτραπεί σε μια ακόμη εκδήλωση θεσμικού λαϊκισμού. Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών έχει καθιερωθεί ιστορικά για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι εν πολλοίς ισχύουν ακόμη, και μάλιστα ειδικά για την ελληνική πραγματικότητα. Σε μια χώρα όπου ανθεί η δικομανία, ο εντυπωσιασμός και η εύκολη κατηγορία, μια πλήρης κατάργηση του ισχύοντος ειδικού καθεστώτος θα μπορούσε να οδηγήσει στον εγκλωβισμό της μεν πολιτικής ζωής σε συνεχείς και ατέρμονες δικαστικές διαμάχες των δε υπουργών σε μια ιδιότυπη ομηρία.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σημερινό καθεστώς είναι ικανοποιητικό. Κάθε άλλο μάλιστα. Η προβλεπόμενη διαδικασία είναι μάλλον πολυτελής και σε κάθε περίπτωση χρονοβόρα και εκτεθειμένη σε υπόνοιες για πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ η παράλληλη συνύπαρξη της αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση δίωξης από τη Βουλή και της παραγραφής, που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, όχι μόνον είναι αδικαιολόγητη αλλά και αφήνει μεγάλα περιθώρια ατιμωρησίας (η οποία ευλόγως κλονίζει συνθέμελα το κύρος του θεσμού). Υπό αυτό το πρίσμα απαιτούνται, κατά την άποψή μου, ορισμένες ριζικές τροποποιήσεις, όπως:
α) Η πλήρης απεμπλοκή της Βουλής από την σχετική προανακριτική διαδικασία, με την ανάθεση της αρμοδιότητας για την άσκηση δίωξης στην Ολομέλεια Εφετών Αθηνών. Η σχετική απόφαση θα μπορούσε να λαμβάνεται μετά από την υποβολή σχετικού πορίσματος από (δύο ή τρεις) εισαγγελείς εφετών, οι οποίοι θα ορίζονται με κλήρωση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου (μαζί με τους αναπληρωτές τους) και θα διεξάγουν την προκαταρκτική εξέταση κάθε φορά που ανακύπτει εμπλοκή πολιτικών προσώπων. Η διαδικασία αυτή είναι συντομότερη ενώ παράλληλα παρέχει τις ασφαλιστικές δικλείδες για να μην ασκούνται αδικαιολόγητες ή καταχρηστικές διώξεις.
β) Η κατάργηση της σημερινής αποσβεστικής προθεσμίας (δεύτερη σύνοδος της επόμενης βουλευτικής περιόδου από αυτήν που τελέσθηκε το αδίκημα) και χρονική επέκταση της σήμερα ισχύουσας παραγραφής κατά 5 χρόνια (δηλαδή 10 χρόνια -αντί για 5- με τις σήμερα προβλεπόμενες αναστολές, και 15 -αντί για 10- σε κάθε περίπτωση).

8/10/08

ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 8.10.2008

Οι δυσκολίες της Νέας Δημοκρατίας με ορισμένους βουλευτές της δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία και τον υποθετικό κίνδυνο απώλειας της «δεδηλωμένης». Μπορούμε να τις θεωρήσουμε και ως πρώτες ενδείξεις μιας νέας φάσης του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, που θα έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα, μεταξύ άλλων, και την ισχυροποίηση της θέσης των βουλευτών στο εσωτερικό των κομμάτων. Δύο είναι κυρίως οι αιτίες του φαινομένου αυτού. Πρώτον, το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι κλασικές λειτουργίες των κομμάτων βρίσκονται σε κρίση, εκτός από μία: τη λειτουργία τους ως εκλογικών μηχανισμών. Και δεύτερον, η αποδυνάμωση της εκλογικής επιρροής των δύο κομμάτων εξουσίας, η οποία καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και προμηνύει κυβερνήσεις με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ή κυβερνήσεις μειοψηφίας/ανοχής, ή κυβερνήσεις συνεργασίας.
Σε μια τέτοια προοπτική οι βουλευτές ολοένα και περισσότερο θα επικαλούνται απέναντι στα κόμματα και στις Κοινοβουλευτικές τους Ομάδες τη συνταγματική εγγύηση της απαγόρευσης της επιτακτικής εντολής.
Πράγματι, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος (άρθρο 512) και έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση (άρθρο 601). Οι βουλευτές ως αντιπρόσωποι του Έθνους «πρέπει» πρωτίστως να ενεργούν με κριτήριο την ικανοποίηση των γενικών συμφερόντων και στο πλαίσιο αυτό δεν δεσμεύονται από ιδιαίτερα, μερικά, τοπικά ή προσωπικά συμφέροντα των εκλογέων τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να μεριμνούν και για την πραγμάτωση των συμφερόντων αυτών. Αλλά και πέραν τούτου, δεν δεσμεύονται από εντολές ή υποδείξεις των κομμάτων και των Κοινοβουλευτικών τους Ομάδων, τουλάχιστον με την έννοια ότι είναι ελεύθεροι να συμμορφώνονται ή να μη συμμορφώνονται προς αυτές - στην τελευταία περίπτωση χωρίς νομικές συνέπειες, δηλαδή την απώλεια της έδρας τους.
Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ερμηνεύεται και η διάταξη του άρθρου 612 Συντ., σύμφωνα με την οποία η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή και συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλει σχετική γραπτή δήλωση στον πρόεδρο της Βουλής. Εάν η παραίτηση του βουλευτή είναι αποτέλεσμα της άσκησης πιέσεων από το κόμμα του, τότε παραβιάζεται το «πνεύμα» του άρθρου 612 Συντ., αλλά και η αρχή της εσωκομματικής δημοκρατίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 291 Συντ.
Κατά την περίοδο των «μαζικών κομμάτων» και των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων η ελεύθερη εντολή των βουλευτών είχε ουσιαστικά υποκατασταθεί από την κομματική επιτακτική εντολή. Η κρίση αντιπροσωπευτικότητας των κομμάτων εξουσίας φαίνεται, όμως, πως θα οδηγήσει σε μια μεγαλύτερη αυτονομία των βουλευτών από τα κόμματά τους. Τα κυβερνώντα ιδίως κόμματα πρέπει να αντιληφθούν ότι η κοινοβουλευτική νομοθεσία θα επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο από διαφοροποιήσεις των κυβερνητικών βουλευτών. Αλλιώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης, κάθε ψηφοφορία στη Βουλή θα αποκτά τον χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης και ο κίνδυνος της κυβερνητικής κρίσης θα είναι πλέον μόνιμος, ακόμη και χωρίς αποχρώντα λόγο.

7/10/08

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 7.10.2008

Ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου, ιδίως σε πρόσφατες έρευνες, από τις οποίες προκύπτει ότι η επόμενη Βουλή πιθανόν να είναι εξακομματική και, πάντως, η σύνθεσή της δεν θα επιτρέπει την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Εκ πρώτης όψεως, ως κυριότερη συνέπεια αυτής της εξέλιξης εμφανίζεται η αναγκαιότητα για κυβερνήσεις συνεργασίας, με πιθανότερα σενάρια είτε τη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας - ΛΑ.Ο.Σ., είτε τη συνεργασία ΠΑ.ΣΟ.Κ. - ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ωστόσο οι αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα, οι οποίες συναρτώνται με τις προηγούμενες εξελίξεις, ενδέχεται να είναι πολύ βαθύτερες, ανατρέποντας τη μονοκρατορία του πρωθυπουργού και επηρεάζοντας τη δομή και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Εξηγούμαι:
Πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το πολιτικό σύστημα αναζητούσε μια εύθραυστη ισορροπία στο τρίγωνο ανάκτορα-στρατός-πολιτική τάξη. Την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, το κέντρο βάρους της πολιτικής εξουσίας κατανέμεται μεταξύ πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με την οποία συρρικνώθηκαν οι προεδρικές αρμοδιότητες, μοναδικός κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού καθίσταται πλέον ο πρωθυπουργός. Επικράτησε μάλιστα η αντίληψη ότι η πρωθυπουργοκεντρική λειτουργία του πολιτικού συστήματος κατοχυρώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα, ως δομικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ασκείται η κρατική εξουσία. Ο πρωθυπουργός διορίζει και παύει τους υπουργούς, ηγεμονεύει στο κόμμα, θέτει τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να εκφράζονται οι βουλευτές του κόμματός του.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία του πρωθυπουργού υπήρξε αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, σχετικά αυτόνομων από τις συνταγματικές ρυθμίσεις, με κυριότερους τον δικομματισμό, όπως τροφοδοτήθηκε και από τα εκλογικά συστήματα, την έλλειψη ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας, την αποδυνάμωση του ρόλου των βουλευτών και των κοινοβουλευτικών ομάδων ως αντιβάρων έναντι της πρωθυπουργικής μονοκρατορίας, αλλά και τη συγκυρία της παρουσίας ισχυρών προσωπικοτήτων στο αξίωμα του πρωθυπουργού, των οποίων η αίγλη επηρέασε εντέλει την ίδια τη διαμόρφωση του θεσμού.
Η προϊούσα κατάρρευση του δικομματισμού και η διασπορά εκλογικών δυνάμεων αφενός στα μικρότερα κόμματα και αφετέρου στο «Κόμμα του Κανένα» μπορεί να οδηγήσει στη μεταμόρφωση της θέσης του πρωθυπουργού στο πολιτικό σύστημα, μετατρέποντάς τον από «μονοκράτορα» σε primus inter pares (πρώτο μεταξύ ίσων), όπως συμβαίνει στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα της Ευρώπης. Μια τέτοια μεταβολή του πρωθυπουργικού ρόλου δεν αποκλείεται να επενεργήσει ως πρόκριμα, για να καταστούν τα πολιτικά κόμματα πραγματικά δημοκρατικοί οργανισμοί, όπου θα λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις τόσο για την ανάδειξη προσώπων όσο και για την παραγωγή νέων δημόσιων πολιτικών. Παράλληλα, οι βουλευτές θα απελευθερώνονταν από τον ρόλο τους ως απλών χειροκροτητών, ενώ θα διευκολυνόταν η αναβάθμιση της λειτουργίας τόσο της Βουλής όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ακόμη και αν η κρίση του δικομματισμού αποδειχθεί τελικά μια απλή παρένθεση, δεν αποκλείεται να απελευθερώσει μια δυναμική, που θα απεγκλώβιζε το πολιτικό σύστημα από μια παγιωμένη μορφή λειτουργίας, που φαίνεται ότι πλέον έχει εξαντλήσει τα όριά της. Σε τελική ανάλυση, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την απουσία χαρισματικών ηγετών, η προσαρμογή και εκλογίκευση του θεσμού του πρωθυπουργού μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την αναζωογόνηση της πολιτικής.

6/10/08

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ
Κώστας Χρυσόγονος
Εφημερίδα "ΕΘΝΟΣ", 6.10.2008

Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε, ή μάλλον υπέκλεψε, με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 2007, παρά τη μείωση του ποσοστού των ψήφων της σε σχέση με το 2004, εκμεταλλευόμενη την πολιτική αφασία στην οποία έχει περιέλθει το ΠΑΣΟΚ, εξαιτίας κυρίως των αδυναμιών της ηγεσίας του. Λογικά θα περίμενε κανείς ότι το οριακό αυτό μέγεθος των 152 βουλευτών θα καθιστούσε την κυβέρνηση προσεκτικότερη, ιδίως σε θέματα πολιτικής ηθικής και διαχείρισης του δημόσιου χρήματος (όπου είχε σημειώσει αρνητική επίδοση την προηγούμενη τριετία, μεταξύ άλλων με τα σκάνδαλα των «κουμπάρων» και των ομολόγων), και το κυβερνών κόμμα δημοκρατικότερο, ή τουλάχιστον ανεκτικότερο απέναντι σε διαφωνούντες, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βουλευτές του.
Αντί γι αυτό γινόμαστε όμως τις τελευταίες εβδομάδες και μέρες μάρτυρες ενός θεάτρου του παραλόγου, όπου μετά την αποκάλυψη νέων και σοβαρότερων σκανδάλων, όπως της Siemens και του Βατοπεδίου, καθώς και του προκλητικού πλουτισμού υπουργών του, ο πρωθυπουργός όχι μόνο δεν προχωρεί σε διορθωτικές κινήσεις, έστω για να σώσει τα προσχήματα, αλλά και καταγγέλλει τους «αντάρτες» βουλευτές του κόμματός του και τους προκαλεί να ρίξουν την κυβέρνηση!
Το απόγειο του παραλογισμού είναι η πρόσφατη διαγραφή βουλευτή της ΝΔ, επειδή «τόλμησε» να εκφράσει δημόσια τη γνώμη του λέγοντας το προφανές, με βάση τις σχετικές δημοσκοπήσεις, ότι δηλαδή συγκεκριμένα πρόσωπα του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος ζημιώνουν την κυβέρνηση και πρέπει ν απομακρυνθούν. Η συμπεριφορά αυτή του κληρονομικού ηγεμόνα της Νέας Δημοκρατίας θυμίζει αντίστοιχες των ομολόγων του της εποχής του Μεσαίωνα (αυτοκρατόρων, βασιλέων, φεουδαρχών κ.λπ.), οι οποίοι ενίοτε σκότωναν τους αγγελιοφόρους, όταν τους έφερναν δυσάρεστα νέα.
Εξίσου εξωφρενική είναι η δημόσια προτροπή, αν μη και απαίτηση, εκ μέρους κυβερνητικών και κομματικών στελεχών προς τον διαγραμμένο βουλευτή να παραιτηθεί από την έδρα του, σαν η τελευταία να ήταν οικογενειακή περιουσία του πρωθυπουργού και αρχηγού του κόμματος και οι βουλευτές υπάλληλοι του τελευταίου, και όχι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του κυρίαρχου λαού. Και τούτο μάλιστα όταν ο συγκεκριμένος βουλευτής όχι μόνο δεν ανεξαρτητοποιήθηκε με δική του πρωτοβουλία, αλλά και δηλώνει ότι εξακολουθεί να στηρίζει την κυβέρνηση και θα ψηφίζει τα νομοσχέδιά της. Αν όμως η απλή έκφραση γνώμης για επιλογές προσώπων συνιστά έγκλημα καθοσιώσεως και τιμωρείται με πολιτικό αποκεφαλισμό από τον ηγεμόνα του κόμματος, τότε δεν πρόκειται πια για κοινοβουλευτική ομάδα, αλλά για ποίμνιο αμνών.
Το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι ότι, με όλα αυτά τα τραγελαφικά και άκρως αντιδημοκρατικά, ο σημερινός πρωθυπουργός θα καταφέρει τελικά να ρίξει ο ίδιος την κυβέρνησή του, απαλλάσσοντας έτσι τον τόπο από την επιζήμια παρουσία της.
Ούτως ή άλλως οι αυτοδυναμίες, οριακές ή μη, μετατρέπουν τα κόμματα σε στρατούς και τη χώρα σε αντικείμενο λαφυραγώγησης γι αυτούς. Ήρθε η ώρα να δοκιμάσουμε, για μια ακόμη φορά (μετά την επώδυνη πάντως εμπειρία του 1989-1990), τις κυβερνήσεις συνεργασίας.